Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Πριγκιπάτο της Πίνδου: Η αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας “βλάχικου” κράτους εντός της Ελλάδας

 

Με το όνομα Πριγκιπάτο της Πίνδου αναφέρεται μερικές φορές στη βιβλιογραφία η προσπάθεια δημιουργίας αυτόνομου καντονιού υπό την προστασία της Ιταλίας στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1917, από βλάχους της Σαμαρίνας και άλλων χωριών κατά την σύντομη περίοδο κατοχής από την Ιταλία της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου και περιοχών της Ηπείρου. Με την άμεση αποχώρηση των Ιταλών, έγινε εμφάνιση ελληνικών στρατευμάτων – χωρίς να παρουσιαστεί καμιά αντίσταση – και από τότε δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε παρόμοια δραστηριότητα, μέχρι το 1941-2 οπότε έγινε κατάληψη των ελληνικών εδαφών από την Ιταλία στο πλαίσιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έντονη δραστηριοποίηση του Αλκιβιάδη Διαμάντη, βλάχου από τη Σαμαρίνα. 

Οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι τον διόρισαν αρχηγό αυτού του ανύπαρκτου κράτους και τον ονόμασαν Πρίγκιπα Αλκιβιάδη Α΄ και Δούκα της Μακεδονίας. Ο Διαμάντης περιφερόταν στις περιοχές των Βλάχων προσπαθώντας να τους προσεταιριστεί. Τον συνόδευαν πάντοτε ιταλοί στρατιώτες, γιατί οι Βλάχοι τηρούσαν εχθρική στάση παρά τις υποσχέσεις του ότι οι σιτοβολώνες της Ρουμανίας επρόκειτο να προμηθεύσουν με σιτάρι «μόνο» τους Βλάχους – και μάλιστα σε περίοδο πείνας.

Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταγόταν από πλούσια βλάχικη οικογένεια εμπόρων της Σαμαρίνας. Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σιάτιστας, πήγε στο γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στη Ρουμανία για να συνεχίσει τις σπουδές του.

Από τη δεκαετία του 1860, με τη δραστηριότητα του Απόστολου Μαργαρίτη η Ρουμανία προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους Βλάχους των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη Ήπειρο και Μακεδονία. Με αφορμή τη βλάχικη γλώσσα (η οποία έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη ρουμάνικη), η Ρουμανία, με την υποστήριξη της Αυστρο-Ουγγαρίας πέτυχε να θεωρηθούν οι Βλάχοι ξεχωριστό “μιλλέτ”, κάτι που εξασφάλισε άδεια στις 22 Μαΐου του 1905 από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να έχουν δικές τους εκκλησίες και σχολεία. Στη συνέχεια χρηματοδότησε την κατασκευή και λειτουργία πολλών σχολείων στη ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Τα σχολεία αυτά συνέχισαν τη λειτουργία τους και όταν κάποια από τα εδάφη της περιοχής της Μακεδονίας και της Θράκης πέρασαν στην ελληνική επικράτεια το 1912 και μάλιστα η χρηματοδότησή τους από τη Ρουμανία συνεχίστηκε το 1913 με συμφωνία του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Σε τέτοια, ρουμανόφωνα σχολεία, στα οποία γινόταν συντονισμένη προσπάθεια δημιουργίας Ρουμανικής συνείδησης στους Βλάχους, σπούδασε ο Αλκιβιάδης Διαμάντης. Απόφοιτοι των σχολείων αυτών που ήθελαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους, πήγαιναν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα στη Ρουμανία.

Το 1917 δήμαρχοι και πολίτες ορισμένων βλαχοχωριών της Πίνδου, με την άφιξη ιταλικού στρατού, προχώρησαν σε αποστολή επιστολών ζητώντας την προστασία της Ιταλίας και της Ρουμανίας, μια προσπάθεια που καταγράφηκε σε μετέπειτα βιβλιογραφία ως προσπάθεια ίδρυσης ενός ανεξάρτητου βλάχικου κρατιδίου / καντονιού, του «Πριγκηπάτου της Πίνδου». Ο νεαρός Διαμάντης ήταν ένας από τους συνυπογράφοντες κάποιων από τις επιστολές και στη συνέχεια είχε σταλεί στα Ιωάννινα για να λάβει απάντηση από το Ιταλικό και το Ρουμανικό προξενείο. Με την άμεση αποχώρηση των Ιταλών, η απάντηση ήταν αρνητική και το σχέδιο έληξε. Το 1926, ο Διαμάντης ήταν Πρόξενος της Ρουμανίας στους Αγίους Σαράντα. Λίγο αργότερα το 1930, επανήλθε στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος ρουμανικών εμπορικών οίκων και συγκεκριμένα των ρουμανικών πετρελαίων. Αποχώρησε λίγο πριν τον πόλεμο του 1940 για να ξαναγυρίσει την άνοιξη του 1941 με την έναρξη της Κατοχής. Επί της δικτατορίας Μεταξά, αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με τον υπουργό Δημοσίας Ασφαλείας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη.

Η Συνθήκη της Λωζάννης είχε μεν προσδιορίσει επακριβώς τα ελληνικά σύνορα, αλλά η Ρουμανία δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα ε­νός νοτιοβαλκανικού προτεκτοράτου της στο κέ­ντρο της ηπειρωτικής Ελλάδος. Έτσι, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, συνέχισε να καλλιερ­γεί αυτό το σχέδιο, διαθέτοντας τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και προωθώντας την πολιτιστική επιρροή της μεταξύ των Κουτσοβλάχων που ζουν στην Ελλάδα μέσω των ρουμανικών σχολείων, που της είχε παραχωρήσει ο Ελ. Βενιζέλος από το 1913, υποτροφιών για σπουδές στη Ρουμανία και χρηματικών ενισχύσεων γενικότερα.

Οι μηχανισμοί του ελληνικού κράτους δεν ήταν φυσικά ανυποψίαστοι, αν και είχαν ελάχιστα περιθώρια για ανοιχτές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτε­ρα αφ’ ης στιγμής εκδηλώθηκε ο δεύτερος πα­γκόσμιος πόλεμος. Η Ελλάδα όφειλε να αποφεύ­γει την παροχή αφορμών και να διαφυλάσσει την ουδετερότητα της. Μόνο μετά την έκρηξη της ι­ταλικής επιθέσεως ήταν σε θέση να σπεύσει για αυστηρά μέτρα, αυτονόητα άλλωστε από εθνικής πλευράς. Οι στενοί συνεργάτες του (εξαφανισμέ­νου πλέον από τις παραμονές του πολέμου) Αλκιβ. Διαμάντη συνελήφθησαν ως πεμπτοφαλαγγί­τες και εγκλείσθηκαν στο στρατόπεδο της Κορίν­θου, που μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκε­ντρώσεως. Η χρησιμότητα του μέτρου επιβε­βαιώθηκε από τα πρώτα 24ωρα της ιταλικής επι­θέσεως, αφού περίτρανα αποδείχθηκε ότι άν­θρωποι του Διαμάντη ήταν οι οδηγοί των Ιταλών στρατιωτών κατά την αρχική προέλασή τους μέ­χρι να αναπτυχθεί η ελληνική άμυνα.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1941 με την άδεια και καθοδήγηση της Ρουμανίας και της Ιταλίας ίδρυσε την «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» (ή Λεγεώνα των Βλάχων όπως αποκλήθηκε μεταπολεμικά)

Αναφέρεται ότι εντάχθηκαν περίπου 2.000 άτομα, αλλού αναφέρεται ότι στο ένοπλο τμήμα της η οργάνωση ποτέ δεν είχε περισσότερους από «λίγες εκατοντάδες άνδρες» και αλλού ότι στη μέγιστη ακμή της δεν είχε πάνω από 1.000 άτομα. Ο Κ. Γεμενής εκτιμά ότι τα μέλη της Λεγεώνας ήταν 50-60 άτομα στις αρχές του πρώτου μισού 1942, έφτασε στα 300 άτομα στις αρχές του 1943 και πριν τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας σε κάτω από 100 άτομα Χαρακτηριστικό για το μέγεθος της Λεγεώνας είναι ότι μετά το τέλος του πολέμου, στα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων οδηγήθηκαν 617 άτομα, από τα οποία κρίθηκαν αθώα τα 319.

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1941 εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος των Βλάχων στον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου και του υπέβαλε υπόμνημα με διεκδικήσεις των Βλάχων που εκπροσωπούσε. Τον Φεβρουάριο του 1942 δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της Θεσσαλίας το «Μανιφέστο των Βλάχων» το οποίο υπέγραφαν ο Διαμάντης ως «Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της κάτω Βαλκανικής» και ορισμένοι επιφανείς Βλάχοι, μερικοί από τους οποίους δήλωσαν λίγο αργότερα ότι η υπογραφή τους δεν τέθηκε με την άδειά τους, αποκηρύσσοντάς το. Τη δράση του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» καταδίκασε η «Ένωσις Ελλήνων Κουτσοβλάχων» με προκηρύξεις που έριξε σε πόλεις και χωριά της περιοχής, στις οποίες καταδίκαζε όσους συμμετείχαν στη Λεγεώνα κάνοντας λόγο για «πολιτικάντηδες, αποτυχημένους διανοούμενους, κοινούς κατσικοκλέφτες και τυχοδιώκτες διεθνούς φήμης» και αναφερόταν στα εγκλήματα των λεγεωνάριων σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας: «ελεηλάτησαν σπίτια, λήστεψαν προϊόντα πτωχών αγροτών και κτηνοτρόφων, έκαναν αναγκαστική συγκέντρωση του γάλακτος και των μαλλιών και των σφαγίων σε εξευτελιστικές τιμές, εξόρισαν και βασάνισαν του αντιφρονούντας, επρόδωσαν κατόχους όπλων και στρατιωτικών ειδών, παρέδωσαν εις την κτηνώδη διάθεσιν των κατακτητών φασιστών τιμίους συμπατριώτας, που πέθαναν από τα βασανιστήρια..»

Ο βασικός στόχος του Αλκ. Διαμάντη είναι να προκαλέσει μια νέα κρατική οντότητα, επικεφα­λής της οποίας θα είναι ο ίδιος ως «ανώτατος άρ­χων». Δεύτερος τη τάξει θα είναι ο πρώην κομ­μουνιστής Νικόλαος Ματούσης, δικηγόρος στη Λάρισα και εξ απορρήτων του Ιω. Σοφιανόπουλου, αρχηγού του Αγροτικού Κόμματος. Η οντό­τητα αυτή, το «πριγκιπάτο της Πίνδου», αν και ό­ποτε θα σχηματιζόταν, θα απλωνόταν σε μια με­γάλη έκταση, έχοντας όρια από τη Φθιώτιδα μέ­χρι τα Γιάννενα και από εκεί μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όποια και αν θα ήταν ύστε­ρα από τις βουλγαρικές διεκδικήσεις.

Μετά την έναρξη δραστηριότητας αντιστασιακών ομάδων (κυρίως του ΕΑΜ), μέλη της Λεγεώνας θανατώθηκαν από αυτές και η Λεγεώνα διαλύθηκε. Σε νεώτερες αναφορές χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις ο όρος «Πριγκιπάτο της Πίνδου», για τον στόχο της οργάνωσης των Βλάχων του Διαμάντη και την δραστηριότητά του μεταξύ 1942-1943. Σημειώνεται ότι ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε εγγράφως ούτε από τον ίδιο, ούτε από άλλους κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αν και αναφέρεται ότι ο Διαμάντης αναφερόταν κάποιες φορές από υποστηρικτές του ως πρίγκιπας και αυτός ή μέλη της οργάνωσής του, ανέφεραν σχέδιο για ίδρυση Πριγκιπάτου, καντονιού ή «Ανεξάρτητου κράτους της Πίνδου». Η βασιλεία του έληξε άδοξα. Ο «πρίγκιψ» Αλκιβιάδης Διαμαντής εκθρονίστηκε από τους Ιταλούς το 1943. Το πριγκιπάτο οι κατακτητές το χάρισαν στην ουγγρική οικογένεια Μιλβάνα Τζεσνέγι, ως ανταμοιβή της βοήθειας σε τρόφιμα που η οικογένεια αυτή είχε δώσει στον ιταλικό στρατό. Παρά ταύτα, οι διάδοχοί της δεν νοιάστηκαν ποτέ για το πριγκιπάτο και κατά πάσα πιθανότητα δεν ήξεραν καν κατά πού έπεφτε. Ο θρόνος έμεινε ακέφαλος ως το τέλος της Κατοχής, οπότε το πριγκιπάτο και τύποις, έπαψε να υφίσταται.

Ένας από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κουτσοβλάχων με ακέραιη την ελληνική του συνείδη­ση, ο γιατρός Νικόλαος Ράπτης, ο οποίος κατά την Κατοχή είχε πρωτοστατήσει με σθένος στην αντίδραση εναντίον των σχεδίων του Διαμαντή, τον Ιούλιο 1946 επανέφερε το ζήτημα στη Βουλή. Ζήτησε από την τότε κυβέρνηση να απαιτήσει α­πό την ιταλική κυβέρνηση να δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να εγείρει θέ­μα ιταλικής μειονότητας στην Ελλάδα, που άλλω­στε μόνο στα όρια της φαιδρότητας θα μπορού­σε να αποδοθεί.



Τον Ιούνιο του 1942 ο Διαμάντης έφυγε στη Ρουμανία χωρίς να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά τη λήξη του πολέμου, δικάστηκε ερήμην στα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων και καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο από το Εφετείο της Λάρισας (υπ’ αριθ. 35/1946 και 314/1947 αποφάσεις) και δύο φορές από το Εφετείο Ιωαννίνων (υπ’ αριθ. 9/1948 και 10/1948 αποφάσεις). Στο μεταξύ, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές στη Ρουμανία, συνελήφθη το 1948 και πέθανε λίγους μήνες αργότερα, στις 9 Ιουλίου 1948 όσο βρισκόταν στα χέρια των αρχών.


ΠΗΓΗ: https://www.ptisidiastima.com/pringipato-pindou/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου