Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Η Θεσσαλονίκη του 1679 

 

Sieur de la Croix, Γραμματέας και σύμβουλος του Γάλλου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη de Nointel. Γεννήθηκε στη Γαλλία το 1610. Το 1673 έλαβε μέρος στην ανανέωση των διομολογήσεων (Συνθήκη της Αδριανούπολης), μεταξύ της γαλλικής κυβέρνησης και του σουλτάνου Μεχμέτ Δʼ. Ως επίσημος διερμηνέας της γαλλικής κυβέρνησης, μετέφρασε τα άρθρα της συνθήκης στη γαλλική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα χρονικά των περιηγήσεων του εκδόθηκαν το 1684 στο Παρίσι. Δεν είναι βέβαιο αν επισκέφθηκε ο ίδιος τη Θεσσαλονίκη ή οι λεπτομερείς περιγραφές του προέρχονται από άλλη πηγή. Πιθανότατα την επισκέφθηκε, αφού την εποχή εκείνη πραγματοποιούσε με εντολή της κυβέρνησης εκτεταμένη έρευνα για την κατάσταση των χριστιανικών εκκλησιών στην Ανατολή. Η μετάφραση του κειμένου που ακολουθεί έγινε και δημοσιεύθηκε από τον Κωνσταντίνο Βακαλόπουλο.

Επιλογή κειμένου: [...] Η Θεσσαλονίκη είναι κτισμένη στον μυχό του ομώνυμου κόλπου, στην κατωφέρεια ενός βουνού που τη δεσπόζει. Το σχήμα της είναι τριγωνικό. Τα τείχη της με τις επάλξεις είναι κτισμένα με πέτρες, κεραμίδια, ασβέστη και άμμο, και ενισχυμένα με πολλούς τετράγωνους πύργους. Οι Τούρκοι εκεί έκτισαν τέσσερις πύργους, ένα σε κάθε γωνία, και τον τέταρτο στο μέσο του λιμανιού, για να υπερασπίζουν τα καράβια από τις επιδρομές των κουρσάρων, οι οποίοι δεν φοβόνταν, γιατί το λιμάνι δεν διέθετε παρά δώδεκα μηδαμινά μικρά σιδερένια κανόνια, τα οποία δεν είχαν αποτελεσματικότητα. 

Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένας ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος, ο οποίος έχει υπό την δικαιοδοσία του οκτώ επισκόπους και δεκαεννέα εκκλησίες. Ο Άγιος Δημήτριος είναι η μητρόπολη που έκτισε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος και την αφιέρωσε στην Παρθένο. Αλλʼ επειδή ο Μουράτ Α΄ κατέλαβε την παλιά μητρόπολη, για να τη μετατρέψει σε τζαμί, οι Έλληνες πήραν την εκκλησία της Παρθένου, την οποίαν αφιέρωσαν στον Άγιο Δημήτριο και αυτή έκαμαν μητρόπολή τους. 

Υπάρχουν πέντε μονές καλογραιών, οι οποίες είναι ντυμένες στα μαύρα με ένα λεπτό πέπλο από το ίδιο χρώμα, που σέρνεται στη γη. Οι τρεις μονές, οι πιο αξιομνημόνευτες, είναι αφιερωμένες στην Παρθένο, στην Αγία Θεοδώρα και στην Αγία Legousse. 

Υπάρχουν εκατό κορίτσια ή περίπου εκατό στην κάθε μία, τα οποία δεν κείρονται μοναχές και φεύγουν από τη μονή, όταν θελήσουν να παντρευτούν. Κάποτε ζούσαν με αρκετή τάξη, αλλά από τότε που οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της χώρας, χαλαρώθηκε ο τρόπος ζωής τους τόσο πολύ, ώστε το μεγαλύτερο μέρος αυτών ζει μια ζωή πολύ σκανδαλώδη. 


Οι Τούρκοι έχουν πολλά ωραία τζαμιά σʼ αυτή την πόλη, δηλαδή τις εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Γαβριήλ, της Παρθένου και του Αγίου Δημητρίου. 

Ο τρούλος ή ο θόλος του Αγίου Γαβριήλ είναι τόσο μεγάλος, ώστε χρειάσθηκε να τον στηρίξουν μʼ έναν τοίχο που έχει 24 με 25 πόδια πάχος. 

Ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ΄, ο οποίος τώρα βασιλεύει, μετέβαλε την εκκλησία της Παρθένου σε τζαμί. Εκεί βλέπει κανείς σε κάθε πλευρά δώδεκα μεγάλους κίονες από ίασπη, που έχουν περιφέρεια 6 πόδια και ύψος 18. Αυτοί οι κίονες κρατούν κιονόκρανα με φυλλώματα, κάτω από τα οποία υπάρχουν σταυροί, τους οποίους οι Τούρκοι δεν κατέστρεψαν. 

Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, την οποία οι Τούρκοι ονομάζουν Κασούμνια, είναι η αρχαιότερη, η μεγαλύτερη και η πιο ευρύχωρη απʼ όλες. Έχει τριάντα οργιές μήκος με εικοσιεπτά πλάτος. Είναι χωρισμένη, όπως η Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως, σε δύο στοές, τη μία επάνω στην άλλη, οι οποίες υποβαστάζονται από μία διπλή σειρά κιόνων από ίασπη με πέντε πόδια διάμετρο και δεκαπέντε ύψος και περιτρέχουν τον κυρίως ναό. 

Το εσωτερικό του είχε προφανώς ορθομαρμάρωση, αν κρίνει κανείς από τα πολλά κομμάτια, τα οποία είναι κολλημένα ακόμη επάνω στους τοίχους. Υπάρχει ακόμη ένα πηγάδι που οι Έλληνες το λέγουν Αγίασμα. Η παράδοση λέγει ότι πριν από εννιακόσια και περισσότερα χρόνια η εκκλησία άρχιζε να κτίζεται από έναν πλούσιο έμπορο και αποτελειώθηκε από τον αυτοκράτορα του καιρού του. 

Οι Εβραίοι έχουν εκεί τριάντα συναγωγές. Οι περισσότερο αξιομνημόνευτες είναι αυτές της Καστίλης, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας. Υπάρχουν ακόμη δύο κολέγια και περισσότεροι από 10.000 μαθητές, οι οποίοι έρχονται να σπουδάσουν εκεί από όλα τα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Απʼ όλα τα ωραία οικοδομήματα, που παρατηρούνταν άλλοτε στη Θεσσαλονίκη, δεν υπάρχει τίποτε το αξιοπρόσεκτο εκτός από μία αψίδα θριάμβου από κεραμίδια, η οποία υποβαστάζεται από δύο μαρμάρινες παραστάδες που έχουν 12 οργιές ύψος, 4 πλάτος και 2 πάχος. Είναι γεμάτες με τρόπαια και με πολλές ανδρικές μορφές και ανάγλυφα άλογα, τα οποία ο χρόνος σχεδόν τα κατέστρεψε και έτσι δεν μπορεί να κρίνει κανείς για το περιεχόμενο της ιστορίας τους. 

Η πόλη διοικείται από έναν μουσελίμ. Υπάρχει ένας μουφτής για τη θρησκεία και ένας μουλάς για τη δικαιοσύνη. Το τελωνείο δίνει 100.000 χρυσά νομίσματα τον χρόνο στον σουλτάνο. Οι Τούρκοι είναι 10.000, οι Έλληνες 4.000 και οι Εβραίοι 22.000, χωρίς να υπολογισθούν οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά. Στη Θεσσαλονίκη οι Εβραίοι ζούνε καλύτερα από κάθε άλλο μέρος της αυτοκρατορίας. Δεν πληρώνουν παρά 6.000 χρυσά νομίσματα φόρο που τα κερδίζουν τριπλά με τη βοήθεια της Υψηλότητας που τους δίνει 160.000 για τα υφάσματα, με τα οποία ντύνουν τους γενίτσαρους. 

Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι δεν πληρώνουν τίποτε. Γιʼ αυτό κρύβουν τον αριθμό τους όσο περισσότερο μπορούν μήπως αυξηθεί ο φόρος. Οι Έλληνες πληρώνουν 4.000 πιάστρα. 

Παρατηρήσεις: Η μαρτυρία του La Croix θίγει ποικίλα ζητήματα, τα οποία έχουν απασχολήσει τους ερευνητές της περιόδου: 

(α) Μονές: Ο La Croix όπως και ο De Dreux κάνει λόγο για κοπέλες που «δεν κείρονται μοναχές και φεύγουν από τη μονή, όταν θελήσουν να παντρευτούν». Μας επιτρέπει έτσι να υποθέσουμε ότι στις μονές αυτές λειτουργούσαν κάποιας μορφής εκπαιδευτικοί μηχανισμοί και ότι οι κοπέλες δεν ήταν μαθητευόμενες μοναχές, αλλά μαθήτριες. Ο αριθμός των κοριτσιών (περίπου εκατό σε κάθε μοναστήρι, δηλαδή σχεδόν πεντακόσια σε πληθυσμό όχι ανώτερο των 8.000 ατόμων) συνηγορεί υπέρ της εκδοχής αυτής. Ωστόσο, η πιο ενδιαφέρουσα είδηση που δεν έχει αξιοποιηθεί από την έρευνα είναι ότι στα μέσα του 17ου αι. υπήρχαν πέντε γυναικεία «μοναστήρια» (ή σχολεία). Ασφαλώς ένα από αυτά ήταν η Αγία Θεοδώρα, η οποία διατήρησε και την ονομασία Κιζλάρ Μαναστήρ (Μονή Θηλέων). Ένα άλλο ήταν η Παναγία του Λαγουδιάτου (οπωσδήποτε γυναικεία μονή). Άλλη πιθανή μονή ήταν η Αγία Ελεούσα (όπως επισημαίνει και ο Κ. Βακαλόπουλος) και λιγότερη πιθανή η Νέα Παναγία. Συνεπώς ένα ή δύο άγνωστα ιδρύματα λειτουργούσαν ως μονές στα μέσα του 17ου αι. 

(β) Η μητρόπολη, ναός της Παρθένου: Ο Κ. Βακαλόπουλος θεωρεί πιθανή την ανέγερση του ναού αυτού (που ανακαινίσθηκε το 1699 και κάηκε το 1890) από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ (1282-1328). Πάντως, η πληροφορία ότι ο παραθαλάσσιος μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου ήταν παλαιότερα αφιερωμένος στην Παναγία έχει απορριφθεί ως παράδοξη από τον Μ. Χατζή Ιωάννου και τον Π. Παπαγεωργίου. 

(γ) Ο ναός της Παναγίας: Προφανώς ο ναός της Παναγίας (Αχειροποίητος) δεν μετατράπηκε σε τέμενος από τον Μεχμέτ Δ΄ (1648-87), αλλά από τον Μεχμέτ Β΄ (1421-44), που κατέκτησε τη Θεσσαλονίκη. Όμως η σημασία της μαρτυρίας είναι μεγάλη, παρά το λάθος του La Croix, διότι δείχνει ότι δεν θεωρούσε ασυνήθιστη τη μετατροπή χριστιανικών ναών σε τεμένη. Άρα οι αρπαγές των εκκλησιών συνεχίζονταν και στην εποχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου