Μια συγκλονιστική μαρτυρία από τον 19ο αιώνα: «Όταν συνάντησα την Κου Κλουξ Κλαν...»
Ο Μπεν Τζόνσον γεννήθηκε σκλάβος στις ΗΠΑ περίπου το 1848. Ογδονταπέντε χρόνια αργότερα έδωσε μια συνέντευξη σε μια ομάδα του Προγράμματος των Ομοσπονδιακών Συγγραφέων, που συνέλεγε τις εμπειρίες των πρώην σκλάβων. Η ακόλουθη μαρτυρία του, που δημοσιεύεται στο Eyewitnesshistory.com, αφορά την «συνάντησή» του με την Κου Κλουξ Κλάν λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου....
«Γεννήθηκα στην Κομητεία Όραντζ στην Βόρεια Καρολίνα και ανήκω στον κ. Γκλίμπερτ Γκρέγκ που ζούσε κοντά στο Χιλσμπορο. Δεν ξέρω τίποτα για τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, αλλά είχαν έναν αδερφό, τον Τζιμ, που πουλήθηκε ώστε να βρεθούν τα χρήματα για το νυφικό της νεαρής κυρίας που παντρευόταν. Το δέντρο κάτω από το οποίο έκατσα και είδα να πουλάνε τον Τζιμ είναι ακόμη εκεί. Καθόμουν εκεί και έκλαιγα και έκλαιγα... ειδικά όταν του έβαλαν αλυσίδες και τον πήραν μακριά και ποτέ δεν ένιωσα τόσο μόνος σε όλη μου την ζωή. Δεν ξανάκουσα νέα του Τζιμ και πλέον αναρωτιέμαι εάν ακόμη ζει.
Ξέρω ότι ο αφέντης ήταν καλός με εμάς και μας τάϊζε και μας έντυνε καλά. Είχαμε και τον δικό μας κήπο και τα πηγαίναμε μια χαρά.
Είδα ολόκληρο ασκέρι από Γιάνκις να έρχεται στο Χίλσμπορο και οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν κανένα σεβασμό, μάγκα μου, ούτε για τον Θεό ούτε για τον διάβολο. Δεν έχω όμως άλλες αναμνήσεις για αυτούς γιατί εμείς ζούσαμε στην πόλη και είχαμε φύλακες.
Αυτά για τα οποία μπορώ να σας πω είναι για την Κου Κλουξ Κλαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν κρέμασαν τον Σάι Γκάι. Τον κρέμασαν για μια σόκιν προσβολή σε μια λευκή γυναίκα. Ήρθαν τουλάχιστον εκατό άντρες να τον συλλάβουν.
Τον δίκασαν μέσα στο δάσος και τον μαχαίρωσαν για να πάρουν λίγο αίμα και με αυτό το αίμα έγραψαν ότι θα τον κρεμάσουν μεταξύ Παράδεισου και γης μέχρι να πεθάνει, να πεθάνει, να πεθάνει. Και ότι όποιος αράπης κατεβάσει το σώμα του θα κρεμαστεί επίσης.
Λοιπόν κύριε, το επόμενο πρωί εκεί ήταν κρεμασμένος, ακριβώς πάνω από τον δρόμο και η πρόταση αυτή ήταν κρεμασμένη πάνω από το κεφάλι του. Κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτό το σώμα για τέσσερις μέρες και έμενε κρεμασμένο να κουνιέται από τον άνεμο. Μόνο την τέταρτη μέρα ήρθε ο σερίφης και το κατέβασε.
Ήταν και ο Έντ και η Σίντι, που πριν τον πόλεμο άνηκαν στον κ. Λίντς και μετά τον πόλεμο τους είπε να ξεκουμπιστούν. Τους έδωσε ένα μήνα διορία και αυτοί δεν έφυγαν και έτσι ήρθε η Κου Κλουξ Κλαν και τους πήρε.
Ήταν μια κρύα νύχτα όταν ήρθαν και τράβηξαν τους αράπηδες από το κρεββάτι. Τους έσυραν στο δάσος και τους μαστίγωσαν, τους πέταξαν στο ποτάμι και τα κορμιά τους έσπαζαν τον πάγο. Ο Εντ βγήκε από το ποτάμι και ήρθε στο σπίτι αλλά την Σίντι δεν την είδε κανείς ξανά.
Ο Σαμ Άλλεν στην Κομητεία Κάσγουελ πήρε εντολή να φύγει και ένα μήνα μετά εκατό της Κου Κλουξ ήρθαν και του χτυπούσαν το φέρετρο που του έφτιαξαν και του έλεγαν ότι ήρθε η ώρα του και ότι αν θέλει να χαιρετήσει την γυναίκα του και να πει τις προσευχές του, να βιαστεί.
Αυτοί άφησαν το φέρετρο πάνω σε δυο καρέκλες και ο Σαμ φίλησε την γυναίκα του που έκλαιγε, γονάτισε δίπλα στο κρεββάτι με το κεφάλι του στο προσκέφαλο και τα χέρια του απλωμένα μπροστά του.
Έκατσε εκεί για περίπου ένα λεπτό και όταν σηκώθηκε κρατούσε ένα μακρύ μαχαίρι στο χέρι του. Πριν προλάβουν να τον πιάσουν κατάφερε να σκοτώσει με το μαχαίρι δυο της Κου Κλουξ και να βγει από την πόρτα. Δεν τον έπιασαν ούτε τότε και την επόμενη νύχτα όταν ήρθαν αποφασισμένοι να τον πάρουν πυροβόλησαν έναν άλλο αράπη κατά λάθος.
Ο Μπομπ Μπόιλαν ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα και έτσι έκαψε την γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του μέσα στο σπίτι τους.
Οι Κου Κλουξ φυσικά τον έπιασαν και τον κρέμασαν στην μεγάλη κόκκινη καρυδιά στον δρόμο του Χιλσμπορο. Αφού τον κρέμασαν, ο δικηγόρος του μας είπε εμάς: "Θάψτε τον καλά, παιδιά, όσο καλά θα θάβατε εμένα αν ήμουν πεθαμένος".
Είχα σφίξει το χέρι του Μπομπ πριν τον κρεμάσουν και βοήθησα να τον θάψουν επίσης και τον θάψαμε καλά και όλοι ελπίζαμε ότι πήγε ένδοξα».
ΚΚΚ: Από αθώο κλαμπ, αιμοσταγής οργάνωση
Το όνομά της και μόνο προκαλούσε τρόμο στα θύματά της. Όμως στην αρχή της σύστασής της η Κου Κλουξ Κλαν είχε μια τρόπον τινά αθωότητα. Τον Δεκέμβριο του 1865, οκτώ μήνες μετά την παράδοση των Νότιων, μια ομάδα έξι νέων που ζούσαν στο χωριό του Πουλάσκι κοντά στο Νασβιλ του Τενεσί, αποφάσισαν να βγουν από την βαρεμάρα που τους έπληττε και να φτιάξουν ένα κλαμπ. Όλοι ήταν βετεράνοι του Στρατού της Συνομοσπονδίας και κάποιοι είχαν ενταχθεί σε φοιτητικές αδελφότητες, όπου ως γνωστόν είναι δημοφιλή τα ονόματα από τρία γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου.
Σε μια απομίμηση αυτών, λοιπόν, ονόμασαν το κλαμπ τους Κου Κλουξ Κλαν (ΚΚΚ). Κρατούσαν τις συναντήσεις κρυφές και επιδίδονταν σε τελετές. Τα μέλη μεταμφιέζονταν με κοστούμια από σεντόνια και φορούσαν τις λευκές μάσκες με την κωνική μορφή ώστε να φαίνονται ψηλότεροι. Ο αρχηγός τους ήταν γνωστός ως ο Μέγας Κύκλωπας.
Παρόλο που τα κίνητρά τους ήταν αθώα, αμφίεσή τους με τα λευκά σεντόνια καβάλα σε άλογα στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης προκαλούσαν μια πανικόβλητη αντίδραση ανασφάλειας ανάμεσα στους σκλάβους που μόλις είχαν απελευθερωθεί. Σύντομα βέβαια, οι φοβίες έγιναν αληθινές αφού το βασικό «σπορ» στο οποίο επιδίδονταν τα μέλη της ΚΚΚ ήταν να τρομοκρατούν τους μαύρους περνώντας έτσι από το στάδιο του κλάμπ σε εκείνο της αδίστακτης βίαιης οργάνωσης.
Η ΚΚΚ έγινε γνωστή σε όλο τον Νότο από ιστορίες που μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα και από άρθρα εφημερίδων. Οι μεταπολεμικές συνθήκες στην πρώην Συνομοσπονδία ήταν χαοτικές. Η ραγδαία εξάπλωσή της πυροδοτήθηκε από έναν διάχυτο φόβο των λευκών του Νότου ότι οι πρώην σκλάβοι θα εξεγερθούν εναντίον τους και από την προσέλευση πολλών Βόρειων «μεταναστών» που έρχονταν στην περιοχή. Πολλοί την μιμήθηκαν και έτσι τα λευκά σεντόνια εμφανίζονταν σε πολλές περιοχές. Σύντομα η ΚΚΚ έγινε μια από τις πιο ισχυρές οργανώσεις του Νότου.
Όμως δεν υπήρχε ιεραρχική οργάνωση. Απλά μια χαλαρή σύνδεση ανεξάρτητων ομάδων που είχαν τις ίδιες αντιλήψεις. Οι Βόρειοι και οι σκλάβοι ήταν τα πλέον συχνά θύματα τρομοκράτησης αλλά και νυχτερινών επιδρομών που μπορεί να κατέληγαν στον θάνατο.
Η δύναμη της ΚΚΚ δεν κράτησε πολύ. Ήδη από το 1871 ακόμη και οι Νότιοι είχαν αρχίσει να αγανακτούν με την βαναυσότητα των μεθόδων τους και το Κογκρέσο ψήφισε σχετικό νόμου που όριζε ότι οι ομοσπονδιακές αρχές θα συμβάλουν στον περιορισμό της και θα φέρουν τα μέλη της στο δικαστήριο. Μέχρι και το 1915 που εμφανίστηκε ξανά η οργάνωση δεν έκανε δημόσιες εμφανίσεις.
Η λογοτεχνική καταγωγή του φλεγόμενου σταυρού
Αν εξαιρέσεις τις κουκούλες σε στιλ φαντάσματος, η πλέον αναγνωρίσιμη εικόνα της KKK είναι αυτή του σταυρού που παραδίδεται στις φλόγες. Η οργάνωση ισχυρίζεται ότι η αποτρόπαιη πράξη συμβολίζει τα χριστιανικά πιστεύω της, αν και όλοι γνωρίζουν την αλήθεια, ότι το έκαναν δηλαδή για να σηματοδοτήσουν τη «Βασιλεία του Τρόμου» τους κατά των Αφρο-Αμερικανών στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ. Πώς όμως ξεκίνησε αυτή η παράδοση;
Ήταν ο Σκωτσέζος συγγραφέας sir Walter Scott που έπαιξε άθελά του πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατατρομοκράτηση χιλιάδων έγχρωμων πολιτών της Αμερικής. Ο συγγραφέας του «Ιβανόη», δημοφιλέστατος στον αμερικανό Νότο, έγραψε ένα ποίημα το 1810, την «Κυρά της Λίμνης», στο οποίο περιέγραψε ένα αρχαίο έθιμο της Σκοτίας, σύμφωνα με το οποίο όταν οι διάφορες φυλές ήθελαν να συγκαλέσουν σύσκεψη έκαιγαν έναν σταυρό (αν και ο σκοτσέζικος σταυρός είχε το σχήμα του «X»). Το ποίημα του Scott μπήκε στο στόχαστρο του μυθιστοριογράφου Thomas Dixon, ο οποίος εκτός από θαυμαστής του σκοτσέζου συναδέλφου του ήταν και υποστηρικτής της KKK.
ΠΗΓΕΣ: tvxs.gr
koutipandoras.gr
agnosthgh.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου