Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος στα 16 του χρόνια στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα απο Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών. Τον έσωσε μια κοπέλα που τόλμησε να τον φιλήσει...


Ο ποιητής και συγγραφέας Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε το 1928.  Στην κατοχή ήταν μαθητής στη Βαρβάκειο Σχολή και από τα εφηβικά του χρόνια συμμετείχε στην αντίσταση και ήταν οργανωμένος στην ΕΑΜ.
Τα βράδια, το έσκαγε από το σπίτι και πήγαινε σε συνωμοτικές συγκεντρώσεις.
Κολλούσε παράνομα αφίσες και έγραφε συνθήματα στους τοίχους κατά των Γερμανών και των συνεργατών τους.
Μάλιστα μια φορά, είχε ειδοποιηθεί από έναν άνδρα της ειδικής ασφάλειας που χρωστούσε χάρη στον πατέρα του ότι έρχονταν να τον συλλάβουν, κρύφτηκε και γλύτωσε τη σύλληψη.

Το «συνωμοτικό» ραντεβού με τη «Λέλα»

Ένα μήνα πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα, οι συνοικίες ήταν απελευθερωμένες και οι «συνωμοτικοί κανόνες» είχαν χαλαρώσει. Ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι Σεπτεμβρίου του 1944.
Ο 16άχρονος τότε Πατρίκιος είχε ραντεβού με μια κοπέλα, την «Λέλα» της οργάνωσης , στην Ρωμαϊκή Αγορά.
Η «Λέλα» θα έφερνε αφίσες και προκηρύξεις ...


Η παρανόηση, η λιακάδα και η «καρφωτή»

Από μια παρανόηση, ο Πατρίκιος πήγε μισή ώρα νωρίτερα στο ραντεβού. «Νόμιζα ότι το ραντεβού ήταν στις 12:30 και εκείνη στη 13:00. Πήγα 12:25 με 12:30, και έπρεπε ύστερα από 5 λεπτά να φύγω γιατί δεν ερχότανε και έτσι ήταν τότε οι κανόνες.
Αλλά ήταν μια πολύ ωραία μέρα, αρχές Σεπτεμβρίου, και κάθισα εκεί σε ένα πεζουλάκι και απολάμβανα τη λιακάδα. Φαίνεται κάποιος με αναγνώρισε από τη γειτονιά και ειδοποίησε την ειδική ασφάλεια. Ξαφνικά από το πουθενά, εμφανίζεται μια ομάδα ενόπλων, με επικεφαλής έναν που είχε μια χειροβομβίδα κρεμαστή στη μέση και κράταγε ένα αυτόματο», είπε στη «Μηχανή του Χρόνου» ο συγγραφέας.

Τότε ο έφηβος Πατρίκιος μπήκε σε μια εκκλησία για να ξεφύγει και ζήτησε από τον παπά να τον κρύψει.
Ο παπάς αρνήθηκε προφασιζόμενος τις γυναίκες που υπήρχαν στην εκκλησία.
Η ειδική ασφάλεια τον ακολούθησε μέσα στον ναό και προσπάθησε να τον συλλάβει. Πατρίκιος αντιστάθηκε. Δεν έβγαινε και ξεκίνησε ένας καβγάς ανάμεσα στα εικονίσματα και τους ψάλτες.
Τότε ο αρχηγός της ειδικής ασφάλειας τον απείλησε ότι θα ρίξει την χειροβομβίδα μέσα στην εκκλησία. Ο Πατρίκιος στην προσπάθειά του να ξεφύγει, γραπώθηκε από ένα μανουάλι.
Εν τέλει οι συνεργάτες των Γερμανών τον έβγαλαν έξω σέρνοντας τον μαζί με το μανουάλι.
Τον έψαξαν και δεν βρήκαν πάνω του τίποτα. Ο Πατρίκιος ισχυρίστηκε ότι περίμενε την κοπέλα του για να πάνε βόλτα στην Ακρόπολη και κρύφτηκε γιατί φοβήθηκε τους ένοπλους άνδρες.
Ο επικεφαλής της ειδικής ασφάλειας δεν τον πίστεψε και έδωσε εντολή να τον στήσουν σε ένα διπλανό τοίχο στην Πλάκα, για να τον εκτελέσουν. Του έδωσε διορία μέχρι τη μια το μεσημέρι, που υποτίθεται θα έρχονταν η κοπέλα του. Αν δεν εμφανιζόταν τότε έλεγε ψέμματα και ήταν συνωμότης.
Ο ασφαλίτης είχε κάνει μόνος του τι δίκη και είχε βγάλει την απόφαση. Έτσι γινόταν τότε που οι Έλληνες σκοτώνονταν μεταξύ τους και η ζωή είχε μικρή αξία.
«Και κάθονται απέναντι αυτοί με τα όπλα και εγώ στον τοίχο. Και μια παρά ένα λεπτό, βλέπω την κοπέλα να έρχεται από τους Αέρηδες με το ποδήλατο και την τσάντα κρεμασμένη που είχε όλες τις αφίσες μέσα»,  μας εξομολογείται ο Τίτος Πατρίκιος.
Η κοπέλα, αν και είδε το συνεργό της να έχει συλληφθεί και να βρίσκεται λίγο πριν την εκτέλεση, δεν φοβήθηκε.
Άφησε το ποδήλατο στην άκρη του δρόμου και τρέχοντας, αγκαλιάζει τον Πατρίκιο και τον φιλάει!
Τότε ο επικεφαλής της ειδικής ασφάλειας πείστηκε και άφησε τον μαθητή Πατρίκιο να φύγει.
Έτσι, την τελευταία στιγμή, ο Πατρίκιος γλύτωσε την εκτέλεση από το φιλί μιας γενναίας κοπέλας που δεν  δίστασε ούτε στιγμή αν και στο σακίδιο της, είχε αφίσες και προκηρύξεις που αν τις έβρισκαν θα την έστηναν και αυτή στον τοίχο.

Ο Πατρίκιος δεν την ξέχασε ποτέ , αλλά δεν την ξαναείδε στην ζωή του…


    (Ο Τίτος Πατρίκιος μπροστά από τον τοίχο στην Πλάκα όπου τον έστησαν οι συνεργάτες των Γερμανών στην κατοχή για να τον εκτελέσουν.)

Την ώρα που έχανε τη ζωή του, ο Πατρίκιος σκεφτόταν τον Ντοστογιέφσκι

Όπως διηγήθηκε, ενώ βρίσκονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο Τίτος Πατρίκιος σκεφτόταν τον μεγάλο Ρώσο λογοτέχνη, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
«Επειδή ήμουν ποτισμένος από την λογοτεχνία που διάβαζα συνέχεια, εκείνη την ώρα σκεφτόμουν, ότι έτσι είχανε στήσει να εκτελέσουν τον Ντοστογιέφσκι.
Το έλεγα μια φορά σε ένα φίλο μου Ιταλό και μου λέει, «ξέρεις γιατί σκεφτόσουν τον Ντοστογιέφσκι;»
-Από την λογοτεχνία του λέω
-«Ποια λογοτεχνία;», μου λέει…. «διότι ο Ντοστογιέφσκι γλύτωσε στο τέλος και έκανες μέσα σου τον παραλληλισμό ότι έτσι μπορεί να γλυτώσεις και εσύ».
Εκ των υστέρων, ο Τίτος Πατρίκιος συνειδητοποίησε ότι παραλίγο να χάσει τη ζωή του, αφού την περίοδο της κατοχής, σκοτώνονταν καθημερινά πολλοί άνθρωποι.
Ο θάνατος και οι δολοφονίες ήταν ρουτίνα και έτσι συνέχισε να είναι για πολλά χρόνια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 Γνωμικά και Αποφθεγμάτα του Τίτου Πατρίκιου

"Κι αν γυρίζει ο χρόνος πίσω στην αρχή
όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα
το ίδιο αδέξια, με την ίδια ταραχή 
τα ίδια θα κάναμε, άσ’ τα και γάμησέ τα."

"Χαίρομαι να τους βλέπω ευτυχισμένους
έστω από κουταμάρα."

"Γυναίκες, σας περιγράφουμε όπως μας αρέσει
κι εξοργιζόμαστε που δεν χωράτε στις περιγραφές μας."

"Νόμισε πως όλα τα είχε γράψει για κείνην – μα

Εκείνη δεν είχε ακόμα γεννηθεί."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~




Τίτος Πατρίκιος-"Όταν μιλούν" και πέντε ακόμη ποιήματα...

Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μεσα απ' το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων

Αφανές μνημείο

Το χαράκωμα χορτάριασε, έγινε κοπρώνας.
Πάνω απ' τους νεκρούς μας
εκεί που πέσανε οι πιο γενναίοι
είναι ένα στρώμα τώρα από σκουπίδια,
σπέρματα από αυνανισμούς κι ασέλγειες.
Σαν αφανές μνημείο 
που σκέπασε τα καλύτερά μας χρόνια.

Το πρόβλημα με τις αντωνυμίες

Λέμε εμείς κι εννοούμε εγώ
λέμε εσύ κι εννοούμε πάλι εγώ
λέμε αυτός κι εννοούμε πάλι εγώ.
Στην ουσία μόνο με το εγώ
μπορούμε να εννοήσουμε
κάποιον άλλο.

Ανοιχτά σύνορα

Θυμάσαι είχαμε κάνει την ίδια υπογράμμιση
στο ίδιο βιβλίο του Μαρξ...

Δεν υπάρχουν για μας μακρινοί περίπατοι
σε δρόμους ολόσκεπους με δέντρα
το πολύ στα κράσπεδα σκονισμένες πικροδάφνες.
Στις άδειες τσέπες μας δεν κουδουνάνε αστέρια
μόνο ένα κουτί τα πιο φτηνά τσιγάρα
και ρέστα από χιλιάρικο.
Το μέτρησαν επιτέλους οι ξένες αποστολές
το γράψαν οι εφημερίδες με ημίμαυρα
το αγνοούν οι Πολιτικές Επιστήμες του Πανεπιστήμιου:
στον τόπο μας
έχουμε κατά κεφαλήν
ογδόντα δολάρια εισόδημα το χρόνο.

Ακρόπολη
αρχαία μάρμαρα που με κοιτάτε
ποιοι πέρασαν
ποιοι πολέμησαν
ποιοι χάραξαν τ' όνομά τους
ποιοι μείναν άγνωστοι για πάντα
είμαι κι εγώ ένας απ' αυτούς.
Πατάω το ίδιο χώμα
με τα θαμμένα παράνομα βιβλία
και τ' αυτόματα που αρπάξαμε από τον εχθρό
στην ίδια πόλη ζω
που απλώνει πέρα από σύνορα και χρόνο.
Και γίνονται όλα ένα
τ' ανόμοια και τα μακρινά.

Ε, σεις πολιτείες που βρίσκεστε κοντά μου
σας μιλάω εγώ απ' την Αθήνα
στεφανωμένος από ένα γέρικο ουρανό
που βαρέθηκε να 'ναι γαλάζιος
τον Κόκκινο πρωινό ουρανό ολωνών μας.
Μιλάω σε σένα Παρίσι
με τις παλιές σου καρμανιόλες, λιθόστρωτο
πλυμένο απ' τη βροχή, το αίμα,
τις βρισιές των κομμουνάρων,
Παρίσι δίχως Σηκουάνα γι' αυτοκτονίες.
Σε σένα Άγια Πετρούπολη
με τα παρμένα Χειμερινά Ανάκτορα
που γδύθηκες τ' όνομά σου
για να φορέσεις την απλή στολή του Λένιν.
Μιλάω σε σένα Μαδρίτη
κάρβουνα σαν και μας
καρφωμένη απ' τις μαυριτάνικες λόγχες,
Μαδρίτη αγαπημένη, οδόφραγμα δικό μας.

Πέφτοντας κάπου μα πάντα νικώντας.
Το εμβατήριο.

Γενάρης 1950

Οφειλή

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.


ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου