Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Οι αιτίες της ρωσικής στασιμότητας

 


Μετάφραση άρθρου του Andrey Movchan*


Οποιοσδήποτε επιδιώξει να ενθαρρύνει την ρωσική οικονομία προς μια υγιή ανάπτυξη, θα αντιμετωπίσει ένα έρημο τοπίο.

Αυτή είναι μια κατάσταση που προϋπήρχε της τρέχουσας οικονομικής κρίσης και ένα αποτέλεσμα ανεπαρκών επενδύσεων για χρόνια και της αποτυχίας να προσαρμοστεί στις αλλαγές της παγκόσμιας οικονομίας.



Μπορούμε να ξεκινήσουμε με την ικανότητα της βιομηχανικής παραγωγής της Ρωσίας, όπου υπάρχει μακρά ιστορία ανεπαρκών επενδύσεων. Η χρήση της παραγωγικής ικανότητας είναι σχεδόν 85%, ακόμη και με τα τωρινά μέτρια επίπεδα παραγωγής. Αλλά ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής ικανότητας της Ρωσίας (περισσότερο από το 40% σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις) είναι τεχνολογικά και λειτουργικά παρωχημένο, και πολλά ρωσικά προϊόντα δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά, κυρίως λόγω των τεχνολογικών κενών και της αναποτελεσματικότητας του βιομηχανικού εξοπλισμού.

Ένας λόγος για την πτώση είναι ότι το συνολικό μηχανολογικό απόθεμα στη Ρωσία έχει συρρικνωθεί κατά περίπου το ήμισυ στα τελευταία 10 χρόνια, ένα πρόβλημα που μπορεί μερικώς μόνο να εξηγηθεί από την αντικατάσταση των παλαιών αναποτελεσματικών μηχανημάτων, με νέο υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό. Μια νέα έξαρση οικονομικής ανάπτυξης, απαιτεί επιταχυνόμενη κεφαλαιοποίηση της παραγωγής και δημιουργία νέας παραγωγικής ικανότητας, αλλά αυτό είναι κάτι που η Ρωσία απλώς δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά. Αυτό τον χρόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να υπερβεί το 3% του ΑΕΠ, και πιθανότατα θα διαμορφωθεί κοντά στο 5%. Οι κρατικές επιχειρήσεις δεν έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, ενώ οι ιδιώτες και διεθνείς παίκτες είναι απρόθυμοι να επενδύσουν εξαιτίας της συνολικής κρίσης εμπιστοσύνης στην Ρωσία.

Η Ρωσία έχει μείνει πίσω σε σχέση με τους διεθνείς ομολόγους της σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα. Αυτό ισχύει όταν πρόκειται για την ενέργεια (η Ρωσία χρησιμοποιεί τέσσερις φορές περισσότερη ενέργεια ανά δολάριο του ΑΕΠ σε σχέση με την Ιαπωνία) και τα logistics (το κόστος της μεταφοράς, αποθήκευσης και επεξεργασίας αγαθών μέσω τελωνείων, είναι κατά μέσο όρο υψηλότερα στην Ρωσία από ό,τι σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, ακόμη και από πολλά αναπτυγμένα κράτη). Αυτή η αναποτελεσματικότητα έχει μια αρνητική επίδραση στο κόστος μεταποίησης, καθιστά τα ρωσικά αγαθά λιγότερο ανταγωνιστικά και αποτρέπει μια αύξηση της παραγωγής και επέκταση των αγορών πωλήσεων.

Επιπλέον, η ρωσική παραγωγική ικανότητα έχει πληγεί από το γεγονός ότι το εργατικό δυναμικό της συρρικνώνεται κατά 0,5% ετησίως.  Ακόμη χειρότερα, μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού επικεντρώνεται στους κλάδους με πολύ χαμηλή ή ανύπαρκτη προστιθέμενη αξία, όπως τη δημόσια διοίκηση, την επιβολή του νόμου, την ιδιωτική ασφάλεια, τον κλάδο λιανικής, και τον ιδιαίτερα αναποτελεσματικό τραπεζικό τομέα.

Υπάρχει έλλειψη δεξιοτήτων, με μια καταστροφική έλλειψη μηχανικών, τεχνικών και άλλων εξειδικευμένων εργατών, καθώς και αρμόδιων στελεχών και διαχειριστών.

Για χρόνια, οι ρωσικές δημοτικές υπηρεσίες έχουν διατηρηθεί μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας εκατομμυρίων μεταναστών από τις γειτονικές χώρες, οι περισσότεροι παράνομοι. Μέχρι προσφάτως, τα εμβάσματα από εργαζόμενους που κατοικούν στην Ρωσία, ήταν η κύρια πηγή εσόδων για το Κιργιστάν, η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή για το Τατζικιστάν, και μια μεγάλη πηγή εσόδων στο Ουζμπεκιστάν, στην Μολδαβία, στην Ουκρανία και στη Λευκορωσία.

Αλλά σήμερα, ο αριθμός των εργατικών μεταναστών βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία εξαιτίας της υποτίμησης του ρουβλίου και της μειωμένης αγοραστικής δύναμης του ρωσικού πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα, όλες οι επιχειρήσεις που βασίζονται σε ανειδίκευτους εργάτες –κυρίως στις δημόσιες υπηρεσίες αλλά επίσης και στον κλάδο λιανικής- έχουν έλλειψη εργαζομένων.

Οι ασυνεπείς και παράλογες κυβερνητικές πολιτικές έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Δεν υπάρχει ισχυρό νομικό πλαίσιο για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, την οικονομία και την επιχειρηματικότητα που θα μπορούσε να πείσει επενδυτές και επιχειρηματίες τόσο στη Ρωσία όσο και στο εξωτερικό για τις καλές της προθέσεις. Αντιθέτως, η αίσθηση είναι πως η κυβέρνηση είναι αναξιόπιστη, ανίκανη να εφαρμόσει τους νόμους δίκαια και με συνέπεια, εχθρική προς την επιχειρηματική κοινότητα, διεφθαρμένη και πιθανό να δώσει προτεραιότητα σε κρατικά συμφέροντα αντί των ιδιωτικών.

Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση έχει προοδευτικά στρέψει τους επιχειρηματίες από τον σκεπτικισμό στην αποχώρηση από την χώρα. Τα τελευταία 16 χρόνια, το σύνολο της φυγής των κεφαλαίων έχει υπερβεί τα συνολικά έσοδα από το πετρέλαιο και το αέριο. Το μερίδιο των ιδιωτικών επιχειρήσεων στο ΑΕΠ (χωρίς να υπολογίζονται οιονεί ιδιωτικές επιχειρήσεις που ανήκουν αποτελεσματικά σε άτομα που εργάζονται για το κράτος) έχει υποχωρήσει στο 30%-35%. Το εξωτερικό χρέος έχει υποχωρήσει κάτω του 50% του ΑΕΠ εξαιτίας της έλλειψης ενδιαφέροντος στο να διατηρηθεί η ανάπτυξη των επιχειρήσεων και η επακόλουθη αποεπένδυση.

Ο ρωσικός ιδιωτικός τομέας είναι τόσο υποανάπτυκτος που παράγει λιγότερα από 3.000 δολάρια κατά κεφαλή ετησίως, ένας αριθμός που τοποθετεί την Ρωσία έξω από τις 100 κορυφαίες χώρες παγκοσμίως σε αυτή την κατάταξη. Η αναλογία μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο ΑΕΠ είναι 20%-22%, σε σχέση με το 40%-55% στις αναπτυγμένες χώρες. Ωστόσο οι Ρώσοι πολίτες και οι πρώην Ρώσοι έχουν τραπεζικές καταθέσεις υψηλότερες του 1 τρις. δολαρίων σε τράπεζες της Ελβετίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και στο Χονγκ Κονγκ και στη Σιγκαπούρη.

Αυτό μας φέρνει σε brain drain. Κάθε χρόνο, περίπου 20.000-30.000 επαγγελματίες και επιχειρηματίες εγκαταλείπουν την Ρωσία. Υπάρχουν τουλάχιστον 6 εκατομμύρια πρώτης –και δεύτερης- γενιάς Ρώσοι μετανάστες στις ΗΠΑ, 1,5 εκατομμύρια στο Ισραήλ, αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες στη Μεγάλη Βρετανία και τουλάχιστον 1 εκατομμύριο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως υποδηλώνουν διάφορες στατιστικές, σε όλες αυτές τις χώρες, οι ρωσόφωνοι εργάτες κερδίζουν τουλάχιστον 20% περισσότερο από τον μέσο όρο της αγοράς.

Στη διάρκεια των τελευταίων γενεών, η Ρωσία έχει χάσει περίπου 10 εκατ. ανθρώπους (ή σχεδόν το 7% του πληθυσμού της) που θα μπορούσε να είχε γίνει η ραχοκοκαλιά της μέσης τάξης. Η σημερινή μεσαία τάξη της Ρωσίας αποτελείται λίγο πολύ από τον ίδιο αριθμό, 10 εκατ. άνθρωποι.

Οι ελπίδες ότι η υποτίμηση του ρουβλίου ίσως βελτιώσει την μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα της Ρωσίας, είναι λανθασμένες.

Η υποτίμηση έχει ασφαλώς βοηθήσει τους εξαγωγείς, έχει επεκτείνει τον προϋπολογισμό και έχει μετριάσει το χειρότερο από το οικονομικό σοκ. Αλλά είναι απίθανο να τονωθεί η ανάπτυξη του ΑΕΠ. Πρώτα από όλα, η δυνητική ανάπτυξη του ΑΕΠ στη Ρωσία εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την εγχώρια ζήτηση, η οποία μετριέται σε ρούβλια και βασικά δεν αναπτύσσεται. Τελικά, η αύξηση των εξαγωγών απαιτεί κεφαλαιακές επενδύσεις και τεχνολογίες, καμία από τις οποίες δεν είναι διαθέσιμη αυτή την στιγμή.

Επιπλέον, σε κάθε κλάδο σχεδόν της ρωσικής οικονομίας, η παραγωγή εξαρτάται σε κάποιο βαθμό (οπουδήποτε από 15% μέχρι 80%) στις εισαγωγές πρώτων υλών, ή εξοπλισμού. Η υποτίμηση του ρουβλίου αυξάνει το πρωτογενές κόστος αγαθών και υπηρεσιών (εκπεφρασμένο σε ρούβλια), ταχύτερα από ό,τι αυξάνεται η καταναλωτική ζήτηση.

Εν κατακλείδι, υπάρχει μια πλήρης κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των επιχειρηματιών, των επαγγελματιών και των επενδυτών στις κεφαλαιαγορές, στην Ρωσική οικονομία. Οι επενδυτικοί και επιχειρηματικοί πόροι που χρειάζεται η οικονομία, δεν είναι εκεί και δεν θα εμφανιστούν εκτός κι αν και μέχρι το ρωσικό μοντέλο διακυβέρνησης, υφίσταται ριζική αλλαγή.



(*Andrey Movchan is a senior associate and director of the Economic Policy Program at the Carnegie Moscow Center. He is one of Russia’s best known financial managers)



ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/story/3110846
πρωτότυπο άρθρο: http://carnegie.ru/commentary/2016/03/03/sources-of-russia-s-stagnation/ius9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου