Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

 Το διεθνές πλαίσιο προστασίας των προσφύγων και των αιτούντων ασύλου

 

Α. Η διεθνής προστασία των δικαιωμάτων των προσφύγων και των αιτούντων ασύλου.

 Υφίσταται ένα δικαίωμα στο άσυλο;


Τόσο οι πρόσφυγες όσο και οι αιτούντες άσυλο από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου συνιστούν υποκείμενα τόσο γενικής όσο και ειδικής προστασίας. Έτσι, είναι αναγκαίο να έχει κανείς υπόψη του τόσο το δίκαιο που ρυθμίζει ειδικά το status των προσφύγων σε διεθνές επίπεδο, όμως δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι και το γενικό διεθνές δίκαιο προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων εφαρμόζεται παράλληλα και συμπληρωματικά, αφού οι πρόσφυγες αλλά και οι αιτούντες άσυλο είναι επίσης και αυτονόητα υποκείμενα προστασίας των συμβάσεων που τους προστατεύουν ως φορείς ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μεταξύ γενικού και ειδικού διεθνούς κανονιστικού πλαισίου δημιουργείται μια σύνθετη σχέση, η οποία επικεντρώνεται στην κυρίαρχη σημασία της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικά για την προστασία των προσφύγων και των αιτούντων ασύλου ειδικότερα.

Πράγματι, εάν τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων προστατεύονταν επαρκώς και σωστά αυτό «θεωρητικά θα σήμαινε ότι δεν θα υπήρχαν πρόσφυγες» αφού η κύρια συνιστώσα και αιτία της προσφυγιάς είναι η επιβολή διακρίσεων και/ή διώξεων κατά παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων τους. Παράλληλα, είναι ορθή και εξαιρετικά επίκαιρη η άποψη η οποία επισημαίνει ότι η διεθνής έννομη τάξη παρέχει ένα ασφαλές και συνεκτικό πλαίσιο προστασίας για τους πρόσφυγες και τους αιτούντες πολιτικό άσυλο, στις χρονικές και ιστορικές εκείνες περιόδους όπου τα κράτη αρχίζουν να ερμηνεύουν στενά το προσφυγικό δίκαιο. Η υπόθεση Μ. S. S. επιβεβαιώνει ιδιαίτερα τη θέση αυτή, στο βαθμό που το σύστημα της ΕΣΔΑ επιτυγχάνει να παράσχει στους προσφεύγοντες αποτελεσματική προστασία δια της γενικής και όχι της ειδικής προστασίας των δικαιωμάτων. Η παρατήρηση αυτή υποδεικνύει γλαφυρά ότι τόσο τα διεθνή και περιφερειακά κείμενα, αλλά και τα όργανα προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων μπορούν τελικά να προσφέρουν ένα σημαντικό και ουσιαστικό έρεισμα για την προστασία των προσφύγων. Για τους λόγους αυτούς, είναι ορθή η επισήμανση ότι η συζήτηση γύρω από τα δικαιώματα των προσφύγων δεν μπορεί παρά να είναι και συζήτηση γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι οι μηχανισμοί προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο μπορούν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι και για τα ζητήματα των προσφύγων.
 

Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τη σημασία της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία στο άρθρο 14 παρ. 1 κατοχυρώνει το δικαίωμα του καθενός να ζητά άσυλο. Χρειάζεται να τονιστεί, όμως, ότι αυτή η ρύθμιση δεν είναι εισαγωγική ενός δικαιώματος σε άσυλο, αλλά ενός δικαιώματος στην αίτηση ασύλου. Στη θεωρία γίνεται δεκτό ότι η χορήγηση ασύλου συνιστά εν τέλει κυριαρχικό δικαίωμα του ίδιου του κράτους (principle of sovereignty), από την οποία απορρέει ταυτόχρονα η υποχρέωση όλων των υπολοίπων κρατών να σεβαστούν τη σχετική επιλογή ως κυριαρχική και όχι για αντίστοιχο δικαίωμα των υποκειμένων. Στο πλαίσιο αυτό, ένα κράτος είναι δυνατόν να σταθμίσει άλλα δικαιώματα, αρχές ή συμφέροντα προκειμένου να προβεί στη χορήγηση ασύλου, όπως για παράδειγμα η κρατική ασφάλεια. Αυτό σημαίνει ότι τόσο το κράτος που κυριαρχικά επιλέγει να μην χορηγήσει άσυλο δεν υπέχει ευθύνη έναντι οποιουδήποτε άλλου κράτους και αντίστοιχα ότι το υποκείμενο δεν μπορεί να διεκδικήσει ένα δικαίωμα στο άσυλο strictο sensu, αλλά τη διεξαγωγή μιας διαδικασίας η οποία να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα του, τα δικαιώματα ακρόασης, προσφυγής και δίκαιης δίκης.
Σημαντική, όμως, για τους πρόσφυγες είναι η προστασία που τους παρέχεται σε διεθνή κείμενα αναφορικά με την απαγόρευση γενικά κάθε βασανιστηρίου και κάθε απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Η απαγόρευση αυτή εισάγεται άλλοτε ειδικά, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του άρθρου 7 του ‘Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα’ αλλά συνιστά και ειδικό αντικείμενο της διεθνούς ‘Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και της Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας’. Είναι άλλωστε στο πλαίσιο του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της ΕΣΔΑ που το ΕΔΔΑ με τη νομολογία του, α) απαγορεύει με απόλυτους όρους τον οποιοδήποτε βασανισμό, εξευτελιστική, απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία των αιτούντων ασύλου στα κράτη υποδοχής ενώ, β) έχει αναγνωρίσει ως θετική υποχρέωση των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης να μην απελαύνουν τους αιτούντες σε κράτη όπου υπάρχει η βάσιμη υπόνοια ότι θα υποστούν μια μεταχείριση προσβλητική προς τις εγγυήσεις του άρθρου 3 ΕΣΔΑ.
 
Β. Το διεθνές δίκαιο προστασίας των προσφύγων: Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967

Κομβικής σημασίας για την εξέταση των ζητημάτων προστασίας των προσφύγων στο διεθνές δίκαιο είναι η Σύμβαση της Γενεύης του 1951,ενώ ιδιαίτερης έμφασης χρήζουν τα άρθρα 1 (Α παρ. 2 και ΣΤ), 5 και 33. Στο άρθρο 1 Α παρ. 2 ορίζεται ποιος θεωρείται πρόσφυγας κατά το νόημα των διατάξεων της Σύμβασης. Ο ορισμός αυτός καλύπτει τόσο υποκείμενα τα οποία διαθέτουν ιθαγένεια, όσο και ανιθαγενείς. Ως προς τα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν την ιθαγένεια ενός κράτους, αυτά θα πρέπει να πληρούν σωρευτικά τις παρακάτω προϋποθέσεις, προκειμένου να μπορούν να επικαλεστούν την προστασία που παρέχει η Σύμβαση: α) να βρίσκονται εκτός του κράτους του οποίου την υπηκοότητα έχουν β) να βιώνουν δικαιολογημένο φόβο δίωξης εξαιτίας περιοριστικά αριθμούμενων λόγων (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, κοινωνική τάξη ή πολιτικές πεποιθήσεις) και γ) να μην μπορούν ή να μην επιθυμούν να ζητήσουν προστασία από το κράτος του οποίου έχουν την ιθαγένεια ακριβώς επειδή υπάρχει το στοιχείο του δικαιολογημένου – και για συγκεκριμένους λόγους – φόβου.
Από την άλλη πλευρά, τα ανιθαγενή πρόσωπα προσδιορίζονται ως πρόσφυγες εάν, για τους ίδιους λόγους οι οποίοι αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω: α) βρίσκονται εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής τους και β) δεν επιθυμούν ή δε μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα αυτή. Βέβαια, στο ίδιο άρθρο (υπό ΣΤ) διευκρινίζεται ότι ακόμη και αν ένα πρόσωπο συγκεντρώνει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να επικαλείται την προστατευτική δύναμη της Σύμβασης εάν: α) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, β) έχει διαπράξει σοβαρό αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ή γ) είναι ένοχο ενεργειών αντίθετων προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών.
Παράλληλα, το άρθρο 5 ρυθμίζει τη σχέση της Σύμβασης με άλλα κείμενα προστασίας των προσφύγων, ορίζοντας ότι η Σύμβαση δεν θίγει δικαιώματα που από άλλες πηγές είναι δυνατόν να αρυσθούν οι πρόσφυγες. Η ρύθμιση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στο βαθμό που επιτρέπει τη συμπληρωματική ενέργεια διεθνούς, ενωσιακού, αλλά και συστήματος προστασίας της ΕΣΔΑ στην περίπτωση των αιτούντων ασύλου.
Ας σημειωθεί δε ότι τη Σύμβαση της Γενεύης συμπληρώνει το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967 «σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων». Η σημασία του Πρωτοκόλλου αυτού είναι μεγάλη και επισημαίνεται στη θεωρία. Πράγματι, στο κείμενο της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 (άρθρο 1 Α παρ. 2) ορίστηκε ότι η Σύμβαση εφαρμόζεται για καταστάσεις δημιουργημένες πριν την 1η Ιανουαρίου 1951. Δηλαδή εάν στο πρόσωπο κάποιου συνέτρεχαν μεν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα (δηλ. φόβος δίωξης που να είναι δικαιολογημένος κ.λπ.- βλ. ανωτέρω), αλλά ο λόγος για τον οποίο συνέτρεχαν είχε προκύψει μετά την 1η Ιανουαρίου 1951, το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει χρήση των ευεργετικών διατάξεων της Σύμβασης. Το χρονικό αυτό περιορισμό ήρθε να άρει το Πρωτόκολλο του 1967 (Προοίμιο και άρθρο 1 παρ. 2), σύμφωνα με το οποίο τα κράτη αναλαμβάνουν να συμμορφώνονται με τις ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης του 1951, αλλά πλέον χωρίς το προαναφερθέν χρονικό όριο.
 
Γ. Η αρχή της μη επαναπροώθησης (non-refoulement), η άμεση ή έμμεση παραβίασή της και η έννοια της «ασφαλούς χώρας» κατά το διεθνές, ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ

Όπως, όμως, φαίνεται και από την πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ το πιο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη υπόθεση άρθρο της Σύμβασης της Γενεύης είναι το 33. Στην παρ. 1 του άρθρου αυτού εξαγγέλλεται η αρχή της μη επαναπροώθησης (non-refoulement): καμία χώρα δεν επιτρέπεται να απελαύνει ή να επαναπροωθεί πρόσφυγες σε εδάφη όπου η ζωή ή ελευθερία τους κινδυνεύουν εξαιτίας φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων. Σχετικά με το άρθρο αυτό η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες έχει σημειώσει ότι εισάγει μία κεντρική για τη Σύμβαση αρχή η οποία μάλιστα έχει φθάσει να αποτελεί αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου, δηλαδή δεσμευτική για όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, ανεξάρτητα αν έχουν επικυρώσει ή όχι τη Σύμβαση της Γενεύης. Μέσα από την αναγνώρισή της είναι άλλωστε δυνατόν να αναφερόμαστε σήμερα στη συλλογική ευθύνη των κρατών για την προστασία των προσφύγων. Παράλληλα, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ενόψει ειδικότερα της υπόθεσης ΜSS, έχει επισημάνει ότι η αρχή αυτή τελεί σε εγγύτητα με την απαγόρευση βασανιστηρίων, την απάνθρωπη, εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία τους καθώς και την κάθε προβλεπόμενη απαγόρευση ή προστασία υπέρ των αιτούντων ασύλου, των προσώπων δηλαδή εκείνων για τα οποία δεν έχει κριθεί ακόμη η προσφυγική ή μη ιδιότητά τους.
Ωστόσο και στο σημείο αυτό επικεντρώνεται η προβληματική της πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, η αρχή της non-refoulement υπόκειται σε μια σημαντική εξαίρεση σύμφωνα με την οποία ένα κράτος, είναι δυνατόν να προωθήσει έναν αιτούντα ασύλου στο έδαφος ενός άλλου εφόσον αυτό θεωρείται «ασφαλές». Ουσιαστικά η έννοια του «ασφαλούς» κράτους θέτει σε λειτουργία έναν διακρατικό διαδικαστικό μηχανισμό προώθησης των αιτούντων ασύλου, σε κράτη τα οποία θεωρούνται ότι έχουν «πρωταρχική υποχρέωση» να εξετάσουν αιτήματα ασύλου και ουσιαστικά λειτουργεί ως μέσο για την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών από την πλευρά του κράτους, αποκλείοντας όμως στους αιτούντες άσυλο το δικαίωμα προσφυγής.
Η έννοια του «ασφαλούς» κράτους εντοπίζεται τη δεκαετία του ’80 στην Ευρώπη και σήμερα συνιστά μια έννοια διαδεδομένη στον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία αλλά και την Αφρική. Εμφανίζεται υπό τρεις εκδοχές, ως «ασφαλές κράτος προέλευσης», περίπτωση στην οποία ένας αιτών άσυλο προέρχεται από μια χώρα η οποία σέβεται τα δικαιώματα και συνακόλουθα δεν δικαιολογείται η αποδοχή του αιτήματός του, ως «ασφαλές πρώτο κράτος» και ως «ασφαλές τρίτο κράτος». Το «ασφαλές πρώτο κράτος» είναι αυτό στο οποίο υποβάλλεται για πρώτη φορά αίτημα ασύλου, ενώ «ασφαλές τρίτο κράτος» (με πρώτο το κράτος προέλευσης) είναι τρίτο κράτος προς το οποίο προωθείται ο αιτών με την αιτιολογία ότι σε αυτό είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή η αίτησή του. Δυστυχώς η χρήση του κριτηρίου του «ασφαλούς» κράτους, είναι δυνατόν να προκαλέσει το φαινόμενο της αλυσιδωτής επαναπροώθησης (chain refoulement) και «τροχιάς» των προσφύγων από κράτος σε κράτος (refugees in orbit), ενώ εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για το επιτυγχανόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης της Γενεύης επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των προσφύγων.
Στο πλαίσιο του Συστήματος του Δουβλίνου, προκειμένου να επιτευχθεί η εναρμόνιση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ στο ζήτημα απονομής του ασύλου αλλά και να αποφευχθεί η υποβολή περισσότερων της μιας αιτήσεων ασύλου, παράλληλα σε περισσότερα του ενός κράτους, η έννοια του «ασφαλούς» κράτους συνιστούσε αμάχητο τεκμήριο. Έτσι, όλα τα κράτη μέλη θεωρούνταν «ασφαλή» κράτη (με την έννοια των κρατών που σέβονταν τις προϋποθέσεις της Συνθήκης της Γενεύης για την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο), προκειμένου να διευκολυνθεί η επαναπροώθηση των αιτούντων ασύλου στις χώρες πρώτης εισόδου τους, στα κράτη δηλαδή με «πρωταρχική» ευθύνη για την εξέταση αιτημάτων ασύλου.
Τον αμάχητο χαρακτήρα του τεκμηρίου αυτού, αποδομούν ουσιαστικά οι πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΔΑ και ΔΕΕ, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα απόδοσης συλλογικής ευθύνης μεταξύ των κρατών που δέχονται αιτήσεις ασύλου, ιδίως μέσω της εξέτασης των πραγματικών συνθηκών υποδοχής και διαβίωσης των αιτούντων στα κράτη επαναπροώθησης τους, όπως η Ελλάδα. Στην πράξη, η αποφάσεις αυτές ανατρέπουν τον αμάχητο χαρακτήρα του τεκμηρίου του «ασφαλούς» κράτους σε μαχητό. Σημαντική τέλος, στο πλαίσιο της προβληματικής αυτής, είναι η διάκριση μεταξύ άμεσης και έμμεσης refoulement (direct/indirect refoulement), όπου η τελευταία εμφανίζεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη στο πλαίσιο του Συστήματος του Δουβλίνου για τη δημιουργία φαινομένων αλυσιδωτής επαναπροώθησης αιτούντων ασύλου (chain refoulement).
Έτσι, ενώ στην περίπτωση της άμεσης refoulement υφίσταται ένας βάσιμος φόβος ότι ένας αιτών ασύλου θα υποστεί βάναυση, εξευτελιστική μεταχείριση ή δίωξη στο κράτος που προωθείται, στην περίπτωση της έμμεσης ο φόβος βασίζεται στο ότι το κράτος όπου ο αιτών άσυλο θα προωθηθεί, θα τον επανα-προωθήσει σε κράτος όπου κινδυνεύει από απάνθρωπη μεταχείριση ή δίωξη. Η απαγόρευση της άμεσης, όσο και της έμμεσης refoulement θεμελιώνεται στο άρθρο 33 της Συνθήκης της Γενεύης, επιβάλλοντας στα ενδιάμεσα κράτη την ευθύνη να ελέγχουν αν τα κράτη «πρωταρχικής» ευθύνης στα οποία επαναπροωθούν τους αιτούντες άσυλο τηρούν τις διεθνείς συμβατικές υποχρεώσεις, το διεθνές εθιμικό δίκαιο συλλογικής ευθύνης των κρατών για την προστασία των προσφύγων, αλλά και όσων αιτούνται ασύλου. H άποψη αυτή καθίσταται εμφανής στο πλαίσιο της υπόθεσης M.S.S. στο βαθμό που, όπως το ΕΔΔΑ ορθά επισημαίνει, το Βέλγιο ευθύνεται για την παραβίαση του άρθρου 3 ΕΣΔΑ τόσο διότι εξέθεσε τον προσφεύγοντα σε διακινδυνεύσεις για τα δικαιώματά του αναφορικά τόσο προς τις δυσχερείς και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης για τους αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα όσο και προς τα προβλήματα του δικαστικού συστήματος εκδίκασης αιτήσεων ασύλου στη χώρα μας.


 



ΠΗΓΗ: http://www.constitutionalism.gr/2407-ta-temeliwdi-dikaiwmata-toy-aitoynta-politiko-asyl/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου