Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Οι ΗΠΑ κάλυπταν στον ΟΗΕ τη χρήση πολεμικών αερίων από το Ιράκ

 

Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1983. Τρία χρόνια νωρίτερα, το Ιράκ είχε εισβάλει στο Ιράν, απαιτώντας την αλλαγή κάποιων προγενέστερων συνοριακών ρυθμίσεων ανάμεσα στις δυο χώρες. Επί της ουσίας, κίνητρο του Σαντάμ ήταν η διεθνής απομόνωση του Ιράν την επαύριο της επανάστασης του 1979. Την εποχή της εισβολής, ισλαμιστές φοιτητές είχαν καταλάβει την αμερικανική πρεσβεία της Τεχεράνης, δίνοντας στη δημοσιότητα χιλιάδες απόρρητα ντοκουμέντα της διπλωματίας των ΗΠΑ και κρατώντας ομήρους 52 διπλωμάτες επί 444 μέρες. Τον Απρίλιο του 1980, μια αεροπορική επιδρομή αμερικανών κομάντος είχε καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία, εγκαταλείποντας στην έρημο συντρίμμια αεροσκαφών και τα καρβουνιασμένα πτώματα κάμποσων ανδρών των ειδικών δυνάμεων. 

Παλιός συνεργάτης της CIA ήδη από το 1963, όταν οργάνωσε πραξικόπημα εξοντώνοντας 5.000 Ιρακινούς κομμουνιστές, ο Σαντάμ ανέλαβε για λογαριασμό της Δύσης να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, πνίγοντας την ισλαμική επανάσταση στο λίκνο της. Μολονότι τυπικά ουδέτερη, η Ουάσιγκτον θα τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα με πολεμικά δάνεια, την αφαίρεση του Ιράκ από τον κατάλογο των «χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία» και την παροχή στρατιωτικών πληροφοριών. Η σημαντικότερη και πιο χαρακτηριστική εκδοχή αυτής της συνεργασίας αφορά, ωστόσο, την πολιτική κάλυψη του Ιράκ στο ζήτημα του χημικού πολέμου.

Μερικούς μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, το εγχείρημα των εισβολέων άρχισε όντως να μην πηγαίνει και τόσο καλά. Το καθεστώς της Τεχεράνης όχι μόνο επιβίωσε αλλά πέρασε και στην αντεπίθεση, απειλώντας άμεσα το καθεστώς της Βαγδάτης. Στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ο ιρακινός στρατός θα καταφύγει στο ύστατο πολεμικό όπλο: τα χημικά αέρια.

Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από τη διεθνή διπλωματία. «Η χρήση χημικών όπλων από πλευράς του Ιράκ φαίνεται πως είναι σχεδόν καθημερινή», διαπιστώνει λ.χ. την 1η Νοεμβρίου 1983 ένα μνημόνιο του Γραφείου Πολιτικοστρατιωτικών Υποθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το ίδιο έγγραφο αναφέρει ότι «το Ιράκ έχει αποκτήσει ικανότητα παραγωγής χημικών όπλων, κυρίως μέσω δυτικών εταιρειών, στις οποίες κατά πάσαν πιθανότητα συμπεριλαμβάνεται και μια ξένη θυγατρική αμερικανικής εταιρείας».

Μεταγενέστερη σχετική έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (16.11.84) εκτιμά ότι η ρίψη τέτοιων αερίων από τους Ιρακινούς είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα -αν και η ακριβής ημερομηνία της έναρξης του χημικού πολέμου έχει σβηστεί, ως «εθνικό απόρρητο» (των ΗΠΑ!), από την επιτροπή αποχαρακτηρισμού του εγγράφου. Συμπληρωματικές πληροφορίες προέρχονταν από την ερευνητική επιτροπή του ΟΗΕ που επισκέφθηκε την άνοιξη του 1984 τα πεδία των μαχών (επιβεβαιώνοντας τη χρήση υπερίτη και tabun από τους Ιρακινούς) αλλά κι από τις εργαστηριακές εξετάσεις θυμάτων σε εργαστήρια του Βελγίου. Το Μάρτιο του 1984, τελωνειακοί των ΗΠΑ θα κατάσχουν άλλωστε στο αεροδρόμιο JFK δέκα τόνους «ύποπτων» χημικών ουσιών που προορίζονταν για το Ιράκ.

Για όσους διατηρούσαν την παραμικρή αμφιβολία, υπήρχε τέλος η επίσημη ανακοίνωση του εκπροσώπου των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων (21.2.84): «Οι εισβολείς πρέπει να γνωρίζουν ότι για κάθε επιβλαβές έντομο υπάρχει το κατάλληλο εντομοκτόνο, κι ότι το Ιράκ διαθέτει τέτοια εξοντωτικά εντομοκτόνα».

Εξίσου σαφείς είναι οι διαπιστώσεις της παραπάνω έκθεσης όσον αφορά την καταστρατήγηση του διεθνούς δικαίου από τη Βαγδάτη: «Μια τέτοια χρήση [χημικών όπλων] παραβιάζει το Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1925, μέρη του οποίου είναι το Ιράκ και το Ιράν. Το Πρωτόκολλο απαγορεύει τη πρώτη χρήση, όχι όμως την κατοχή ή τη χρήση χημικών όπλων σε αντίποινα». Ο φόβος ότι η Τεχεράνη θα οδηγηθεί με τη σειρά της στην παραγωγή και χρησιμοποίηση τέτοιων όπλων, αν και τελικά δεν επιβεβαιώθηκε, είναι ωστόσο πανταχού παρών στη σχετική διπλωματική αλληλογραφία.

Συνεργασία και συγκάλυψη

Ποια ήταν η στάση της Ουάσιγκτον απέναντι σ' αυτή τη σαφή και πιστοποιημένη χρήση «όπλων μαζικής καταστροφής» από τον Σαντάμ; Μολονότι τα διπλωματικά έγγραφα επαναλαμβάνουν τη θεωρητική αντίθεση των ΗΠΑ στο χημικό πόλεμο, στην πραγματικότητα η αμερικανική διπλωματία όχι μόνο τον κάλυψε αλλά κι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να εξασφαλίσει την απουσία ουσιαστικής καταδίκης του Ιράκ.

Οι ΗΠΑ περιορίστηκαν σε φιλικά διπλωματικά διαβήματα, ζητώντας από τη Βαγδάτη να «κατανοήσει» τις ανησυχίες τους. Κατά την περίφημη συνάντησή του με τον Σαντάμ (20.12.83) λ.χ., ο Ντόναλντ Ράμσφελντ απέφυγε να θίξει έστω και διακριτικά το ζήτημα του χημικού πολέμου. Μια σύντομη και -κυρίως- διακριτική νύξη έκανε μονάχα την επομένη, στον υπουργό Εξωτερικών Ταρίκ Αζίζ: «Κατέστησα σαφές ότι οι προσπάθειές μας να βοηθήσουμε παρεμποδίζονται από ορισμένα πράγματα που μας φέρνουν δυσκολίες, όπως η χρήση χημικών όπλων». Η όλη αναφορά καταλαμβάνει μόλις δυόμισι σειρές, σε σύνολο 14 σελίδων της σχετικής έκθεσης.

Ακόμη σαφέστερα ήταν τα πράγματα τους επόμενους μήνες, όταν το Ιράκ χρησιμοποίησε σε μαζική κλίμακα αέρια για να ανακόψει μια μεγάλη περσική επίθεση. Στις 5.3.84, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταδίκασε δημόσια το γεγονός, διευκρινίζοντας ωστόσο πως αυτή η καταδίκη δεν συνεπάγεται αλλαγή πολιτικής απέναντι στη Βαγδάτη. Επιπλέον, φρόντισε να βάλει στο ίδιο τσουβάλι το χημικό πόλεμο του Σαντάμ με το «διακηρυγμένο στόχο του Ιρανικού καθεστώτος για εξολόθρευση της νόμιμης ιρακινής ηγεσίας»!

Οι συνέπειες αυτής της εξίσωσης αποκαλύφθηκαν όταν το ζήτημα του χημικού πολέμου έφτασε στον ΟΗΕ, ύστερα από σχετική προσφυγή της Τεχεράνης (4.1.84). «Η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ», διαβάζουμε σε σχετικές οδηγίες του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Τζορτζ Σουλτς, (14.3.84), «πρέπει να εργαστεί για την ανάπτυξη μιας γενικής δυτικής θέσης υπέρ μιας "μη απόφασης" πάνω στο ιρανικό σχέδιο, όσον αφορά τη χρήση χημικών όπλων από το Ιράκ. [...] Σε περίπτωση που δεν θα υπάρξει δυτική υποστήριξη για μια τέτοια "μη απόφαση", η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ θα πρέπει να απόσχει από την ψηφοφορία. Σε κάθε περίπτωση, η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ θα πρέπει να υπογραμμίσει τα παρακάτω σημεία: α) η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ δεν είναι κατάλληλο φόρουμ για ζητήματα που αφορούν χημικά όπλα, β) η κυβέρνηση των ΗΠΑ καταδικάζει την απαγορευμένη χρήση χημικών όπλων από οπουδήποτε κι αν προέρχεται, γ) η κυβέρνηση των ΗΠΑ λυπάται για την τραγική χρήση ζωών και την αιματοχυσία μεταξύ Ιράν και Ιράκ, σφαγή της οποίας μόνο ένα μέρος είναι η χρησιμοποίηση χημικών όπλων».

Στις 29 Μαρτίου, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Πλέικ συναντιέται με τον Ιρακινό επιτετραμμένο στην Ουάσιγκτον, Νιζάρ Χαμντούν, για να συζητήσουν το ζήτημα. Ο άνθρωπος του Σαντάμ δηλώνει πως θα προτιμούσε μια απλή δήλωση του προέδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας από μια απόφαση του ίδιου του οργάνου, και υποβάλλει τρία αιτήματα όσον αφορά τη διατύπωση του κειμένου. Μεταξύ άλλων, «η δήλωση του προέδρου θα πρέπει να περιλαμβάνει αναφορά στο χημικό πόλεμο, χωρίς να κατονομάζεται κάποια συγκεκριμένη χώρα» (δηλ. το Ιράκ).

Την επομένη (29.3.84), ο πρόεδρος του Σ.Α. προχώρησε στην εν λόγω δήλωση -και το ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν. Γεμάτο ικανοποίηση, το αρμόδιο Γραφείο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει το γεγονός: «Η δήλωση, ειρήσθω εν παρόδω, περιέχει και τα τρία σημεία που ήθελε ο Χαμντούν».

Γενοκτονία κι αδιαφορία

Οι συνέπειες αυτής της κάλυψης έμελλε να γίνουν αντιληπτές τα επόμενα χρόνια. Τον Απρίλιο του 1987 το Ιράκ άρχισε να χρησιμοποιεί μαζικά χημικά όπλα εναντίον των Κούρδων ανταρτών που είχαν συμμαχήσει με την Τεχεράνη. Μέχρι τον επόμενο Μάιο, θα καταγραφούν 77 επιθέσεις με αέρια εναντίον κουρδικών πόλεων και χωριών, με χιλιάδες θύματα. Η πιο τραγική περίπτωση ήταν αυτή του βομβαρδισμού της πόλης Χαλάμπζα (16.3.88), με 5.000 νεκρούς και 9.000 τραυματίες ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Το εγχείρημα θα επαναληφθεί τον επόμενο Αύγουστο, αμέσως μετά τον τερματισμό του πολέμου με το Ιράκ.

Η επίσημη Ουάσιγκτον αποδείχθηκε άλλη μια φορά εξαιρετικά γενναιόδωρη απέναντι σ' αυτή την ακραία βαρβαρότητα. Ακόμη και μετά την ανακωχή, όταν εξαφανίστηκε πια το φάσμα του «Ισλαμικού κινδύνου», οι ΗΠΑ μπλόκαραν κάθε προσπάθεια επιβολής κυρώσεων στο καθεστώς της Βαγδάτης για τη γενοκτονία των Κούρδων (μεταξύ άλλων, και κάποιες προτάσεις νόμου που υποβλήθηκαν στο Κογκρέσο). Ο λόγος, αυτή τη φορά, ήταν εξίσου απλός: οποιαδήποτε πίεση, εκτιμήθηκε, θα έβλαπτε τα συμφέροντα των αμερικανικών εταιρειών που φιλοδοξούσαν να συμμετάσχουν στη μεταπολεμική «ανοικοδόμηση» του Ιράκ...


ΠΗΓΗ: http://www.iospress.gr/mikro2003/mikro20030322.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου