Πώς όλα θα μπορούσαν να πάνε ανάποδα - Η περίπτωση της Τασμανίας
Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση τεχνολογικής οπισθοδρόμησης είναι η Τασμανία. Απομονωμένος σε ένα νησί στις εσχατιές του κόσμου, ένας πληθυσμός λιγότερων από 5000 κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, κατανεμημένος σε εννιά φυλές, περιέπεσε σε μια κατάσταση που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλώς στασιμότητα. Βαθμιαία και σταθερά, οι άνθρωποι αυτοί επανήλθαν σε απλούστερους τύπους εργαλείων και τρόπους διαβίωσης, αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν είχαν τον αναγκαίο αριθμό μελών για να συντηρήσουν την υπάρχουσα τεχνολογία τους.
Όταν οι Ευρωπαίοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους αυτόχθονες κάτοικους διαπίστωσαν ότι στερούνταν όχι μόνο πολλές από τις δεξιότητες και τα εργαλεία των εξαδέλφων τους στην ηπειρωτική χώρα, αλλά και πολλές τεχνολογίες που είχαν κάποτε κατακτήσει οι ίδιοι οι πρόγονοί τους.
Δεν διέθεταν κανενός είδους οστέινο εργαλείο (όπως βελόνες ή σουβλιά) ούτε ρούχα για το κρύο, αγκίστρια για το ψάρεμα, εργαλεία με λαβή, αγκαθωτά δόρατα, παγίδες για ψάρια, δορυβόλους ή μπούμερανγκ. Ορισμένα από αυτά τα εργαλεία, όπως το μπούμερανγκ, είχαν αναπτυχθεί στην ηπειρωτική χώρα αφότου η Τασμανία είχε χωριστεί από αυτήν, αλλά τα πιο πολλά είχαν κατασκευαστεί και χρησιμοποιούνταν ήδη από τους πρώτους κατοίκους του νησιού.
Όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αυτά τα εργαλεία και οι τεχνικές εγκαταλείφθηκαν με σταθερό και αμείωτο ρυθμό. Τα οστέινα εργαλεία, για παράδειγμα, γίνονταν όλο και πιο απλά, μέχρι που εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά πριν από 3800 χρόνια περίπου. Χωρίς οστέινα εργαλεία, οι Τασμανοί δεν μπορούσαν πια να φτιάχνουν ρούχα ράβοντας δέρματα ζώων, με αποτέλεσμα να τριγυρνούν σχεδόν ολόγυμνοι μέσα στο καταχείμωνο, με μόνη προστασία το λίπος φώκιας που άλειφαν στο σώμα τους και τα ακατέργαστα δέρματα μικρόσωμων καγκουρό ουάλαμπι που έριχναν στους ώμους τους. Αντίθετα από τους πρώτους Τασμανούς, που ψάρευαν και έτρωγαν πολλά ψάρια, την εποχή που οι απόγονοι τους ήρθαν σε επαφή με τους Δυτικούς όχι μόνο είχαν βγάλει τελείως τα ψάρια από τη διατροφή τους ήδη πριν από 3000 χρόνια, αλλά επιπλέον αποστροφή όταν τους προσφέρονταν (αν και έτρωγαν ευχαρίστως τα οστρακοειδή)
Η ιστορία, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλή, διότι οι Τασμανοί επινόησαν κάποια καινούργια πράγματα στη διάρκεια της απομόνωσής τους. Πριν από 4000 περίπου χρόνια ανέπτυξαν έναν εντελώς αναξιόπιστο τύπο σχεδίας-κανό, που το κατασκεύαζαν από δεμάτια βούρλων και το οδηγούσαν άντρες κωπηλατώντας έσπρωχναν γυναίκες κολυμπώντας (!), και που τους έδωσε τη δυνατότητα να κυνηγούν πουλιά και φώκιες σε κοντινά νησάκια.
Καθώς η σχεδία γέμιζε και διαλυόταν ή βούλιαζε μέσα σε λίγες ώρες, δεν μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να αποκαταστήσουν την επαφή τους με την ηπειρωτική χώρα . Ως καινοτομία ήταν τόσο αναποτελεσματική που μπορεί να θεωρηθεί εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι γυναίκες έμαθαν επίσης να καταδύονται σε βάθος μέχρι και τρεισήμισι μέτρων στη θάλασσα για να ξεκολλούν οστρακοειδή από τα βράχια με ξύλινες σφήνες ή να πιάνουν αστακούς. Ήταν μια επικίνδυνη και εξαντλητική δουλειά, στην οποία οι γυναίκες είχαν αποκτήσει μεγάλη δεξιοτεχνία, ενώ οι άντρες δεν συμμετείχαν. Επομένως, δεν ήταν ότι δεν υπήρχε καθόλου καινοτομία, αλλά ότι η οπισθοδρόμηση είχε επικρατήσει έναντι της προόδου.
Ο Ρυς Τζόουνς, ο πρώτος αρχαιολόγος που περιέγραψε την οπισθοδρόμηση των Τασμανών, την αποκάλεσε περίπτωση «αργού στραγγαλισμού του νου», προκαλώντας -ίσως εύλογα- την οργή ορισμένων συναδέλφων του πανεπιστημιακών. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με τον εγκέφαλο του κάθε μεμονωμένου Τασμανού- το πρόβλημα βρισκόταν στον συλλογικό τους εγκέφαλο. Η απομόνωση -η αυτάρκεια- επέφερε τη συρρίκνωση της τεχνολογίας τους.
Έγραψα παραπάνω ότι ο καταμερισμός της εργασίας έγινε δυνατός χάρις στην τεχνολογία. Το φαινόμενο είναι όμως ακόμη πιο ενδιαφέρον. Η τεχνολογία έγινε δυνατή χάρις στον καταμερισμό της εργασίας - η ανταλλαγή μέσω της αγοράς έχει ως επακόλουθο την καινοτομία.
Τώρα είναι επιτέλους σαφές γιατί η τεχνολογική πρόοδος υπήρξε τόσο αργή τους όρθιους ανθρωπίδες. Τόσο εκείνοι όσο και οι απόγονοί τους, οι Νεάντερταλ, ζούσαν χωρίς εμπόριο (θυμηθείτε ότι οι Νεάντερταλ έφτιαχναν τα λίθινα εργαλεία τους με πρώτες ύλες που έβρισκαν σε απόσταση μίας ώρας από την περιοχή όπου αυτά χρησιμοποιούνταν).
Στην ουσία, λοιπόν, κάθε φυλή όρθιων ανθρωπιδών κατοικούσε σε μια εικονική Τασμανία, αποκομμένη από τον συλλογικό εγκέφαλο του ευρύτερου πληθυσμού. Η Τασμανία είναι σχεδόν όση η Ιρλανδική Δημοκρατία σε έκταση.
Το 1642, όταν έφτασε εκεί ο Άμπελ Τάσμαν, το νησί πρέπει να είχε γύρω στους 4000 κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, που ήταν χωρισμένοι σε εννιά φυλές και τρέφονταν κυρίως με φώκιες, θαλασσοπούλια και καγκουρό ουάλαμπι, σκοτώνοντάς τα με ξύλινα ρόπαλα και δόρατα. Αυτό σημαίνει ότι σε ολόκληρο το νησί υπήρχαν ανά πάσα στιγμή μόνο λίγες εκατοντάδες νεαροί ενήλικες που μάθαιναν νέες δεξιότητες.
Αν ο πολιτισμός συντηρείται -όπως φαίνεται να συμβαίνει γενικότερα- μέσω της πιστές μίμησης, κατά προτίμηση μέσω της μίμησης ατόμων με κύρος (με άλλα λόγια, αντιγράφοντας τον ειδικό και όχι τον γονιό ή το πλησιέστερο εύκαιρο άτομο ) τότε για να χαθούν μερικές δεξιότητες θα αρκούσαν ελάχιστες ατυχείς συμπτώσεις: μπορεί το άτομο με το μεγαλύτερο κύρος να ξεχάσει ή να μην έχει μάθει σωστά ένα κρίσιμο βήμα, ή ακόμη και να πεθάνει πριν διδάξει την τέχνη του σε κάποιο μαθητή.
Ας υποθέσουμε για παράδειγμα πως μια ομάδα βρίσκει άφθονα θαλασσοπούλια να κυνηγήσει και παύει να ασχολείται με το ψάρεμα για μερικά χρόνια, ωσότου πεθαίνει και ο τελευταίος τεχνίτης που έφτιαχνε σύνεργα ψαρέματος. Ή ότι ο καλύτερος κατασκευαστής αγκαθωτών, δοράτων στο νησί πέφτει μια μέρα από κάποιο ύψωμα χωρίς να αφήσει πίσω του κανέναν μαθητή. Οι ακίδες του θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται για μερικά χρόνια, αλλά όταν θα έχουν σπάσει όλες ξαφνικά δεν θα υπάρχει κανένας για να φτιάξει καινούργιες. Η απόκτηση μιας δεξιότητας απαιτεί πολύ χρόνο και κόπο' κανένας δεν είχε το περιθώριο να μάθει να φτιάχνει αγκαθωτά δόρατα εκ του μηδενός. Οι άνθρωποι έστιασαν την προσοχή τους στο να μάθουν τις δεξιότητες που μπορούσαν να διδαχθούν από πρώτο χέρι.
Σταδιακά, η τεχνολογία των Τασμανών απλοποιήθηκε. Πρώτα χάθηκαν τα πιο περίπλοκα εργαλεία και οι πιο σύνθετες δεξιότητες, διότι ήταν δυσκολότερο να τα κατακτήσει κανείς χωρίς να έχει κάποιον εξειδικευμένο τεχνίτη να του τα διδάξει. Τα εργαλεία είναι ουσιαστικά ένα μέτρο της ευρύτητας του καταμερισμού εργασίας και, όπως έδειξε ο Άνταμ Σμιθ, ο καταμερισμός εργασία; περιορίζεται από το μέγεθος της αγοράς. Η αγορά της Τασμανίας ήταν τόσο μικρή που δεν μπορούσε να συντηρήσει πολλές εξειδικευμένες δεξιότητες.
Φανταστείτε τι θα γινόταν αν 4000 συμπολίτες σας εγκαταλείπονταν σε ένα νησί και παρέμεναν σε πλήρη απομόνωση για δέκα χιλιετίες. Πόσες δεξιότητες και πόσα εργαλεία νομίζετε ότι θα κατάφερναν να διατηρήσουν; Την ασύρματη τηλεφωνία; Το διπλογραφικό σύστημα των λογιστικών βιβλίου; Ας υποθέσουμε πως υπήρχε ανάμεσά τους ένας λογιστής. Θα μπορούσε να διδάξει σε κάποιον νεότερο το διπλογραφικό σύστημα, αλλά θα μπορούσε ο μαθητής του ή ο μαθητής του μαθητή του να μεταβιβάσουν αυτή τη γνώση -επ’ άπειρον;
Το ίδιο περίπου πράγμα που συνέβη στην Τασμανία έγινε και σε άλλα αυστραλιανά νησιά. Στις νήσους Καγκουρό και Φλίντερς η ανθρώπινη παρουσία έσβησε σταδιακά, πιθανότατα λόγω φυσικής εξαφάνισης, λίγες χιλιάδες χρόνια μετά την απομόνωσή τους. Το Φλίντερς είναι ένα εύφορο νησί που θα έπρεπε να είναι παράδεισος. Αλλά οι περίπου εκατό άνθρωποι που μπορούσε να συντηρήσει δεν ήταν αρκετά μεγάλος πληθυσμός για να διατηρηθεί η τεχνολογία μιας κοινωνίας κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.
Οι κάτοικοι των δύο νησιών Τίουι, βόρεια του Ντάργουιν, που έζησαν απομονωμένοι επί 5500 χρονιά, επίσης αντέστρεψαν τον μηχανισμό της συσσώρευσης δεξιοτήτων και επέστρεψαν βαθμιαία σε απλούστερα εργαλεία. Στους κατοίκους της νήσου Τορες χάθηκε η τέχνη της κατασκευής κανό, κάνοντας τον ανθρωπολόγο Γ. X. Ρ Ρίβερς να αναρωτηθεί για την «εξαφάνιση των ωφέλιμων τεχνών».
Απ ότι φαίνεται, σε συνθήκες ακραίας απομόνωσης ο τρόπος ζωής των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ήταν καταδικασμένος. Η ηπειρωτική Αυστραλία, αντίθετα, σημείωσε σταθερή τεχνολογική πρόοδο. Ενώ τα δόρατα των Τασμανών είχαν ξύλινες αιχμές επεξεργασμένες με καύση για μεγαλύτερη σκλήρυνση, στην ηπειρωτική χώρα τα δόρατα συνοδεύονταν από αποσπώμενες αιχμές, λίθινες ακίδες και δορυβόλους, που ονομάζονταν «woomera».
Δεν είναι τυχαίο ότι στην ηπειρωτική χώρα διεξαγόταν μακράς εμβέλειας εμπόριο, οπότε οι κάτοικοι είχαν πρόσβαση σε καινοτομίες και σε είδη πολυτελείας από μακρινές περιοχές. Ήδη πριν από 30.000 χρόνια ή και παλαιότερα μεταφέρονταν από τη μια άκρη της Αυστραλίας στην άλλη χάντρες από όστρακα. Περιδέραια από μαργαριτάρια και όστρακα των βόρειων ακτών περνούσαν από το έδαφος οκτώ τουλάχιστον διαφορετικών φυλών για να φτάσουν στο νοτιότερο άκρο. διανύοντας πάνω από 1500 χιλιόμετρα από το σημείο όπου είχαν αλιευθεί και αποκτώντας στην πορεία τους ολοένα μεγαλύτερη λατρευτική αξία.
Το ''pitchera», ένα φυτό που μοιάζει με τον καπνό, μεταφερόταν στα δυτικά από το Κουίνσλαντ. Οι καλύτεροι λίθινοι πελέκεις ταξίδευαν μέχρι και 800 χιλιόμετρα πέρα από την περιοχή εξόρυξης της πρώτης ύλης.
Σε αντίθεση με την Τασμανία, η Γη του Πυρός -ένα νησί όχι πολύ μεγαλύτερο ούτε ιδιαίτερα πολυπληθέστερο από την Τασμανία, και γενικά πιο κρύο και αφιλόξενο- διέθετε μια φυλή ανθρώπων που, όταν τους συνάντησε ο Δαρβίνος το 1834, χρησιμοποιούσαν δολώματα για ψάρια, δίχτυα για φώκιες και παγίδες για πουλιά, και διέθεταν αγκίστρια και καμάκια, τόξα και βέλη, κανό και ρούχα - φτιαγμένα όλα με ειδικά εργαλεία και τεχνικές. Η διαφορά είναι ότι οι κάτοικοι της Γης του Πυρός βρίσκονταν σε αρκετά συχνή επαφή με άλλους λαούς στην απέναντι όχθη του Πορθμού του Μαγγελάνου, οπότε μπορούσαν να ξαναμαθαίνουν χαμένες τεχνικές ή να εισάγουν κατά καιρούς νέα εργαλεία. Η περιστασιακή άφιξη κάποιου ξένου από την ηπειρωτική χώρα ήταν αρκετή για να αποτραπεί η οπισθοδρόμηση της τεχνολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου