Η «προϊστορία» των αρχαίων νομισμάτων
Σε σχέση με τις μεγάλες ανακαλύψεις της ανθρώπινης διάνοιας (τη γεωργία, τη χρήση του τροχού, τη γραφή κ.ο.κ.), η επινόηση της χρήσης του νομίσματος, δηλαδή της προμήθειας αγαθών με πληρωμή σε πολύτιμο μέταλλο που είχε σταθερή και συγκεκριμένη αξία, είναι σχετικά νεώτερη. Αν και σχεδόν όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί της Εγγύς Ανατολής γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τα μέταλλα (και κατά βάση τον χρυσό), ποτέ δεν έκοψαν νομίσματα. Στις συναλλαγές τους χρησιμοποιούσαν τον αντιπραγματισμό, δηλαδή την ανταλλαγή των προϊόντων με άλλα αγαθά. Η μορφή αυτή ήταν κοινή σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο: στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, τη Βαβυλώνα, τη μινωική Κρήτη.
Η πρώτη μορφή της δραχμής: έξι οβολοί ή οβελοί μέσα στη δράκα (χούφτα) ενός ανθρώπου
Οι ανταλλακτικές σχέσεις στις απαρχές της ελληνικής ιστορίας
Αντίθετα, στον ομηρικό κόσμο βάση της περιουσίας και μέτρο σύγκρισης της αξίας των εμπορευμάτων και των ανταλλάξιμων αγαθών ήταν τα κοπάδια βοδιών ή προβάτων: τα κεφάλια των ζώων αποτελούσαν το περιουσιακό κεφάλαιο του ιδιοκτήτη τους και καθόριζαν τον βαθμό του πλούτου του. Οι Λατίνοι ονόμασαν αυτό το κεφάλαιο capital (από τη λέξη capis = κεφάλι), σηματοδοτώντας άθελά τους ένα οικονομικό σύστημα που επιβιώνει ακμαιότατο μέχρι και σήμερα – τον καπιταλισμό.
Στα μυκηναϊκά χρόνια εμφανίστηκε μια «διεθνής» μορφή πλούτου που αποτυπώθηκε και στην τέχνη. Πρόκειται για το τάλαντο, ένα ογκώδες κομμάτι χαλκού ή ορείχαλκου που είχε το σχήμα δοράς βοδιού (χωρίς το κεφάλι και την ουρά) και αποτέλεσε το ενδιάμεσο στάδιο μετάβασης από το «νομισματικό εμπόρευμα» (το βόδι) στο μεταλλικό «νόμισμα». Η διάδοση του ταλάντου υπήρξε ευρύτατη, αν και το μέγεθος και το βάρος του ασφαλώς θα δυσκόλευαν τις καθημερινές συναλλαγές. Σημαντική πηγή ανεύρεσης ταλάντων αποτελούν τα ναυάγια: για παράδειγμα, μόνο στο ναυάγιο στο Ulu Burun (του 14ου αιώνα π.Χ.), έξω από τα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και σε βάθος 46 μέτρων, βρέθηκαν περισσότερα από 200 τάλαντα από χαλκό (βάρους 27 κιλών το καθένα), όπως και περισσότερα από 57 κομμάτια ταλάντων από κασσίτερο, μαζί με πάμπολλα πολύτιμα κινητά ευρήματα και κομμάτια ξύλου από το σκαρί του πλοίου.
Κατά τους Πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους (γνωστούς και ως Σκοτεινούς Αιώνες ή Ελληνικό Μεσαίωνα), μέσα στα πλαίσια της «υποχώρησης» του πολιτισμού, έπαψαν να χρησιμοποιούνται τα τάλαντα και ο κόσμος φαίνεται ότι επέστρεψε στον αντιπραγματισμό. Ωστόσο, στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., εμφανίστηκε μια πρώιμη μορφή «νομίσματος» από μέταλλο: ο σιδερένιος οβολός ή οβελός (επειδή είχε τη μορφή σούβλας), που διαδόθηκε κυρίως στον δωρικό κόσμο. Ένα ανθρώπινο χέρι μπορούσε να κρατήσει στην παλάμη του έξι παρόμοιους οβολούς και το νέο «νόμισμα» που προέκυψε ονομάστηκε δραχμή (από το ουσιαστικό δραξ [< δράττω = αρπάζω]). Αυτή ήταν η παλαιότερη δραχμή, ένα δύσχρηστο νόμισμα του οποίου όμως το όνομα επέζησε μέχρι τον 21ο αιώνα.
Όταν αργότερα, από τον 6ο αιώνα π.Χ. και εξής, κατασκευάστηκαν τα πρώτα πραγματικά νομίσματα από σφαιρίδια μετάλλου (χρυσό, άργυρο, ήλεκτρο, χαλκό), η δραχμή παρέμεινε η βασική νομισματική μονάδα συναλλαγής και υποδιαιρέθηκε σε έξι οβολούς. Εκτός από τη δραχμή, υπήρχαν τα πολλαπλάσια (δίδραχμα / στατήρες, τετράδραχμα, δεκάδραχμα) και τα υποπολλαπλάσια (ημιωβόλια, τριημιωβόλια). Ακολουθούσαν η μνα (βάρους 425 γραμμαρίων), που ισοδυναμούσε με 100 αττικές δραχμές, και το τάλαντο (βάρους 25,5 κιλών), που ισοδυναμούσε με 1.000 δραχμές. Η μνα αποτέλεσε επίσης το νόμισμα με βάση το οποίο υπολογίστηκε η ισοτιμία μεταξύ των τριών ισχυρών νομισμάτων της εποχής: μία μνα ισοδυναμούσε με 150 κορινθιακές ή 100 αττικές ή 70 αιγινήτικες δραχμές.
Αργυρό τετράδραχμο από τη Μένδη της Χαλκιδικής (περί το 425 π.Χ.). Σύμβολο της πόλης ήταν ο όνος, ο οποίος εδώ κουβαλά τον μεθυσμένο Διόνυσο. Η νεοελληνική φράση «κυρ-Μέντιος», που αναφέρεται στον γάιδαρο, αποτελεί παραφθορά της φράσης «Μενδαίος όνος», δηλαδή γαϊδούρι από τη Μένδη (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο)
Τα πρώτα πραγματικά νομίσματα
Περί τα τέλη των Γεωμετρικών Χρόνων, ο ελληνικός κόσμος άρχισε να εξέρχεται από την απομόνωσή του. Οι ελληνικές πόλεις, ιδίως οι παραλιακές, στράφηκαν στο εμπόριο κατά θάλασσα και σύντομα ανέπτυξαν στενές εμπορικές επαφές με ολόκληρο τον κόσμο της Μεσογείου, συναγωνιζόμενοι τους Φοίνικες. Ωστόσο, δεν ήταν οι Φοίνικες εκείνοι που δημιούργησαν τα πρώτα νομίσματα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (1, 94) και τον ποιητή Ξενοφάνη, αυτοί ήταν οι Λυδοί. Τα αρχαιότερα λυδικά νομίσματα κόπηκαν στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. και ήταν κατασκευασμένα από ήλεκτρο, ένα φυσικό κράμα από χρυσό 73% και άργυρο 27%. Είχαν το σχήμα φασολιού και ζύγιζαν 7-8 γραμμάρια. Επειδή οι Έλληνες της Ιωνίας διατηρούσαν στενότατες σχέσεις με το λυδικό βασίλειο, υιοθέτησαν αμέσως τη νέα αυτή επινόηση, αλλά την εξέλιξαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δημιουργήσουν πραγματικά έργα τέχνης. Ωστόσο, η νεώτερη έρευνα έδειξε ότι στο Αρτεμίσιο της Εφέσου βρέθηκαν κομμάτια ηλέκτρου με ορισμένο βάρος και ένα αποτύπωμα στην οπίσθια όψη τους. Τα ευρήματα αυτά, που χρονολογούνται πριν το 560 π.Χ., φαίνεται ότι ήταν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα.
Η κοπή και η κυκλοφορία των εύχρηστων νομισμάτων έδωσε ραγδαία ώθηση στις εμπορικές συναλλαγές, προκαλώντας μια εξίσου ραγδαία άνοδο της ευμάρειας των ελληνικών πόλεων και τη συσσώρευση μεγάλου πλούτου, τόσο στις πόλεις της Ιωνίας όσο και στη μητροπολιτική Ελλάδα αλλά και στις ελληνικές αποικίες στη Δύση.
ΠΗΓΗ: https://www.historical-quest.com/arxeio/arxaia-istoria/126-h-proistoria-twn-arxaiwn-nomismatwn.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου