Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

 Ο διπλωματικός αγώνας πριν την ιταλική εισβολή του 1940

 


79 χρόνια από την θριαμβευτική είσοδο της Ελλάδος στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο με τα εκπληκτικά και ηρωικά κατορθώματα του στρατού και του λαού μας, εξακολουθούν να μας απασχολούν όσα προηγήθηκαν του πολέμου.

Ερωτήματα όπως:

Πώς ήταν δυνατόν 20 χρόνια μετά τη διάλυση του στρατού στην Μικρά Ασία ο Έλληνας στρατιώτης κατατρόπωνε δυνάμεις διπλάσιες από τις δικές του στην Πίνδο;

Πώς ο ελληνικός λαός που «μπολιάστηκε» πριν λίγες δεκαετίες από τους πληθυσμούς των απελευθερωμένων Ελλήνων της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, των Νησιών και τους πρόσφυγες της Ιωνίας εμφάνιζε τέτοια ομοιογένεια στα πιστεύω και τα θέλγητρά του;

Πώς η ελληνική πολιτική που άλλαζε πρόσωπα, κυβερνήσεις και συμμαχίες με ταχύτητα μυδραλίου βρέθηκε να λαμβάνει την τελευταία στιγμή την θέση της στο σωστό στρατόπεδο;

Πώς ο δικτάτορας Μεταξάς που μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία ως στρατιωτικός και διέτριψε για χρόνια στην Ιταλία ως εξόριστος βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή να αποκρούει τον Άξονα το άγουρο εκείνο πρωινό ξεστομίζοντας το «ΟΧΙ» που τον τοποθέτησε στο Πάνθεον της Ιστορίας, στην καρδιά του απλού Έλληνα και στο πλευρό των συμμάχων;

Ερωτήματα σαν αυτά πέρασαν στη λήθη ωθούμενα από το σύννεφο του ενθουσιασμού, τις πινελιές της προπαγάνδας και τις τύψεις που έκαναν να πιστέψουμε σε έναν νέο κόσμο μετά το τέλος του πολέμου. Στην πραγματικότητα, το διπλωματικό παρασκήνιο και οι πολιτικές εξελίξεις καθόλη τη διάρκεια των είκοσι χρόνων του Μεσοπολέμου όρισαν αργά αλλά σταθερά τον δρόμο προς την σύγκρουση ανάμεσα στην απολυταρχία και τον φιλελευθερισμό, το δίκαιο και το άδικο, τους Έλληνες και τους Ιταλούς.


Φύλλο της «Καθημερινής» της 28/10/1940

Η ιταλική πολιτική στην εποχή του Φασισμού

Από την εποχή ακόμα της ενοποίησης της Ιταλίας ως ενιαίο κράτος υπό το σκήπτρο της Σαβοΐας η ιδέα της επέκτασης της κυριαρχίας της χώρας και η ανάληψη από μέρους της μιας θέσης στην ομάδα των Μεγάλων Δυνάμεων αποτέλεσε οδηγό και προωστήριο δύναμη για την πολιτική των ιταλικών κυβερνήσεων. Η πολιτική αυτή αναχαιτιζόταν μόνο από τις αδυναμίες της ιταλικής οικονομίας και την υστέρηση της Ιταλίας στον βιομηχανικό και στρατιωτικό τομέα έναντι των άλλων Δυνάμεων αλλά και από τις διαφωνίες μεταξύ της σοσιαλίζουσας αγροτοβιομηχανικής τάξης και της εθνικιστικής αστικής. Η άνοδος του Μπενίτο Μουσσολίνι το 1925, κατόρθωσε να συνδυάσει τα στοιχεία του λαϊκού υπερασπιστή και του περήφανου εθνικά Ιταλού αστού σε ένα στρατοκρατούμενο προσωποπαγές ιδεολόγημα με σαφείς παραπομπές στο μεγαλείο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το νέο καθεστός του Φασισμού, διατήρησε και ενίσχυσε τις επεκτατικές τάσεις του παλιού ιταλικού εθνικισμού, διατείνοντας την «ιστορική» ανάγκη της «επιστροφής» (Risorgimento: η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει «αναζωπύρωση» και μπορεί να αποδοθεί ως παλιγεννεσία) της Ιταλίας στον παλιό «φυσικό της χώρο» κυριαρχώντας στην Αδριατική και Τυρηναϊκή θάλασσα και εκπέμποντας την κυριαρχία της αυτή στην Βαλκανική χερσόνησσο και την Βόρεια Αφρική.

Στα πλαίσια της πολιτικής του αυτής, ο Μουσσολίνι, ενίσχυσε την στρατιωτική παρουσία του στα Δωδεκάνησα, που βρίσκονταν υπό «προσωρινή» προστασία από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911, και ανέλαβε πρωτοβουλίες που σκοπό είχαν να εκτοπίσουν το ελληνικό στοιχείο από την εκπαίδευση, τη θρησκεία και τον πολιτισμό παρά το ότι τα εφάρμοζε σε νησιά σχεδόν αποκλειστικά κατοικημένα από Έλληνες. Ανάλογη ήταν και η οικονομική διείσδυση στις βαλκανικές χώρες, κυρίως στην κατασκευή δημοσίων έργων (δρόμοι, σιδηρόδρομοι και λιμένες) αλλά και στον δανεισμό από ιταλικές τράπεζες.

Κορύφωση των προσπαθειών του ήταν η ολοκληρωτική υποδούλωση της Αλβανίας στα στοιχεία αυτά που σε συνδυασμό με πολιτικές ενέργειες οδήγησε στην πλήρη ποδηγεσία της και στην στρατιωτική της κατάληψη τον Απρίλιο του 1939. Περισσότερο επιθετική ήταν η αφρικανική του πολιτική, αφού πέρασε από την πλήρη απόρριψη της αποικιακής πολιτικής της Ιταλίας στην Κυρηναϊκή στον αντίποδα της ενίσχυσης και κατάληψης όλης της Βόρειας αφρικανικής ακτής (μεταξύ του γαλλικού Μαρόκου και της υπό βρετανικό έλεγχο Αιγύπτου και Σουδάν. Θεωρώντας το τρόπαιο μικρό, ο Μουσσολίνι εξέφρασε την ανάγκη επέκτασης σε ένα χώρο στην κεντρική Αφρική από τον Ατλαντικό ως τον Ινδικό ωκεανό, που θα επέτρεπε στην Ιταλία «να αναπνεύσει» εγκαθιστώντας μάλιστα εκεί και δέκα εκατομμύρια Ιταλούς. Το 1935 ξεκίνησε την περιπέτεια της κατάληψης της Αβυσσηνίας που θα έφερνε την Ευρώπη στα όρια του πολέμου και οδήγησε στην αποχώρηση της Ιταλίας από την αποδυναμωμένη Κοινωνία των Εθνών.Τον επόμενο χρόνο μετείχε με άφθονο πολεμικό υλικό και μεραρχίες «εθελοντών» στον Ισπανικό εμφύλιο, στο πλευρό των εθνικιστών, με έπαθλο τις Βαλεαρίδες νήσου και την πόλη της Θέουτα, έναντι του Γιβλαρτάρ.

Οι σχέσεις του Φασιστικού καθεστώτος με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις κλιμακώθηκαν, όπως και των Ναζί, από την δυσπιστία στην λατρεία και τελικά στον αποτροπιασμό. Ο λαϊκισμός και η ταπεινή καταγωγή του Μουσσολίνι δεν έπεισαν αρχικά τις ξένες δυνάμεις ότι ο πρώην σοσιαλιστής ρήτορας και δημοσιογράφος θα κατόρθωνε να οργανώσει τον βαθιά διχασμένο ιταλικό λαό. Ωστόσο, οι θεαματικές επιτυχίες του Μουσσολίνι στους τομείς της οργάνωσης, της δημόσιας διοίκησης, της παραγωγής και της κοινωνικής σταθερότητας εντυπωσίασαν όλη την Ευρώπη, κερδίζοντας τον έπαινο από προσωπικότητες όπως ο Τσώρτσιλ, ο Ζίγκμουντ Φρόϋντ, ο Μπέρναρντ Σω και ο Τόμας Έντισον. Ειδικά για τους ρεαλιστές Βρετανούς, ο Φασισμός ήταν μια ιδεώδης εναλλακτική οδός στην κοινωνική αποσάθρωση που οδηγούσε στον Μπολσεβικισμό και είχε επηρρεάσει πολλές χώρες στην Ευρώπη μετά το όνειδος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, η ενδυνάμωση της Ιταλίας σε περιοχές όπου άπτονταν παραδοσιακά των βρεττανικών συμφερόντων, όπως η Μεσόγειος, η Βαλκανική, η Βόρεια Αφρική και η Αβυσσηνία που έλεγχαν τον ζωτικό δρόμο προς την Ινδία, αφύπνισε γρήγορα την βρετανική ηγεσία που από τα τέλη της δεκαετίας του '30 άρχισε να ενισχύει εσπευσμένα τις ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις της στην Αίγυπτο και να προσεταιρίζεται μυστικά τις χώρες που ένιωθαν την απειλή του ιταλικού φασισμού.



Ο Ντούτσε (εδώ με τον στρατηγό Τζιοβάνι Μέσσε στο Ρωσικό μέτωπο το 1941), διοικήτη Σώμα Στρατού κατά τις επιχειρήσεις στην Ήπειρο το 1940

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος

Η Ελλάδα πέρασε στο διάστημα από την Συνθήκη της Λωζάννης έως την ιταλική εισβολή δύο από τις πιο ταραγμένες δεκαετίες της σύγχρονης ιστορίας της. Έχοντας μια επιβεβαρυμένη οικονομία, που σήκωσε το βάρος μιας δεκαετίας πολέμων και αναμετρήσεων από τους Βαλκανικούς το 1912 ως το τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας το 1922, και την αποκατάσταση ενάμισυ εκατομμυρίου εξαθλιωμένων προσφύγων σε μια κοινωνία εθνικά πληγωμένη και πολιτικά έντονα διχασμένη, η ελληνική πολιτική ηγεσία αναζήτησε καταφύγιο στην αρχή της νομιμότητας παραμένοντας προσηλωμένη στο καθεστώς των συνθηκών ειρήνης. Η μείωση των εξοπλισμών και η ανάγκη εξεύρεσης χρηματοδότησης για την περίθαλψη των αναξιοπαθούντων –και δεν ήταν λίγοι σε αυτήν την περίοδο- και την ανόρθωση της χειμαζόμενης οικονομίας της, ώθησε τις ελληνικές κυβερνήσεις στο να προσεταιριστεί τις ιδέες της Βρετανίας και της Γαλλίας για συναδέλφωση των λαών της Ευρώπης υπό την μορφή της Κοινωνίας των Εθνών, ενώ από την άλλη αποζήτησε την ασφάλεια από τις αναθεωρητικές δυνάμεις των γειτόνων της –ιδίως της Βουλγαρίας- σε σχήματα συναδελφικά και συμμαχικά.

Κατά την περίοδο αυτή η Ελλάδα θα έρθει σε συνδιαλλαγή με όλα τα βαλκανικά κράτη προσπαθώντας, συχνά με απόγνωση όπως στην περίπτωση του πρωτοκόλλου «Πολίτη-Καλφώβ», να άρει τα εμπόδια με τους γείτονές της εξασφαλίζοντας ένα μέλλον κατά το δυνατόν ήρεμο και ειρηνικό. Παραφωνία στις προσπάθειες αυτές, τα διαρκή κινήματα και αντικινήματα στον εσωτερικό πολιτικό βίο και η δικτατορία Παγκάλου, που θα προκαλέσει παραλίγον τρείς πολεμικές συγκρούσεις (μία με την Βουλγαρία και δύο με την Τουρκία) μέσα σε ένα έτος διακυβέρνησης. Στα χρόνια αυτά θα επέλθει σύσφιξη των σχέσεων με τη Βρετανία αλλά και με την φασιστική Ιταλία, που ο Βενιζέλος, στο κύκνειο άσμα της διακυβέρνησής του, θεωρεί πρότυπο ομαλής πολιτείας, οικονομικής ανάπτυξης και εθνικής συμφιλίωσης.



Τηλεγράφημα του Τσιάνο προς τον αρχηγό των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία για την επικαιροποίηση της ημερομηνίας επίθεσης κατά της Ελλάδας-Αρχείο Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού

Κορύφωση των διπλωματικών προσπαθειών αποτελούν το Σύμφωνο Φιλίας Ελλάδας-Τουρκίας της 30ης Οκτωβρίου 1930 για την εξομάλυνση όλων των εκκρεμών ζητημάτων μεταξύ των δύο χωρών και το Βαλκανικό Σύμφωνο της 9ης Φεβρουαρίου 1934, που οι εμπνευστές ονόμασαν πρόωρα «το Λοκάρνο της Ανατολής». Η περίοδος κλείνει με την δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936, με μια συγκυρία θανάτων των βασικότερων πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής: τον Ιανουάριο του Κονδύλη, τον Μάρτιο του Βενιζέλου στο Παρίσι, τον Απρίλιο του Δεμερτζή και τον Μάιο του Τσαλδάρη. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ως τότε υπουργός της κυβέρνησης Δεμερτζή, επιβάλεται ως πρωθυπουργός εκτάκτων εξουσιών με τη συγκατάθεση του Γεωργίου Β΄και κυβερνά τη χώρα σαν μεγάλο στρατόπεδο. Στον εξωτερικό τομέα, ο Μεταξάς προετοιμάζεται για πόλεμο και ελπίζει στην ειρήνη. Έχοντας βιώσει τον ναυτικό αποκλεισμό των Αγγλογάλλων αντιλαμβάνεται ότι η γεωγραφική θέση της Ελλάδος δεν της επιτρέπει να αντιταχθεί στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας:

«Η Ελλάς δέν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη άπό θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλόμενη υπό ξηράς... Ή Ελλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ώς έκ της γεωγραφικής της θέσεως μέ καμίαν απολύτως ναυτικής δυναμιν Μεγάλην. Είναι πράγμα τό όποιον ουδέ νά σκεφθή δύναται...».

Γραμμή στην εξωτερική πολιτική του Μεταξά θα αποτελέσει η ουδετερότητα έναντι των εμπολέμων σε έναν νέο ευρωπαϊκό πόλεμο. Έναν πόλεμο από τον οποίο η Ελλάδα δεν θα είχε να κερδίσει τίποτα, παρά καταστροφές και θυσίες. Απέναντι όμως στους αναθεωρητές των Συνθηκών, τους Βουλγάρους και τους Ιταλούς, οι Άγγλοι ήταν –έπρεπε να ήταν- το καλύτερο εχέγγυο.



Ο διπλωματικός αγώνας πριν την ιταλική εισβολή του 1940

Οι ελληνο-ιταλικές σχέσεις στη διάρκεια του μεσοπολέμου

Οι πρώτες επαφές Ελλήνων και Ιταλών είναι αρνητικές. Το 1917, σαν αντάλλαγμα στην έξοδο της Ιταλίας στον Α΄ΠΠ στο πλευρό της Αντάντ ορίστηκε με το Σύμφωνο του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης ότι θα της αποδίδονταν τα βιλαέτια των Αδάνων και της Σμύρνης. Με παρέμβαση του Βενιζέλου, η τελευταία καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό. Έκτοτε η ιταλική διοίκηση θα βοηθήσει παντοιοτρόπως τους Τούρκους εθνικιστές κατά των Ελλήνων. Το 1923, κατά την χάραξη της συνοριακής γραμμής Ελλάδας-Αλβανίας, μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας της διεθνούς επιτροπής χάραξης, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Τελλίνι, θα βρεθούν δολοφονημένα σε ερημική περιοχή στα σύνορα εντός του ελληνικού εδάφους. Η ιταλική πλευρά θα αντιδράσει μανιασμένα και όταν κρίνει ότι οι κινήσεις του διεθνούς παράγοντα είναι αργές και άτολμες θα βομβαρδίσει και θα καταλάβει στρατιωτικά την Κέρκυρα σκοτώνοντας δεκαπέντε τουλάχιστον αμάχους.

Μετά από παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να αποζημιώσει και να ζητήσει συγγνώμη από την Ιταλία για να εξασφαλίσει την απόσυρση της δεύτερης από το νησί. Τα ιταλικά τμήματα αποχώρησαν ένα μήνα αργότερα. Το «επεισόδιο της Κερκύρης» έδειξε ότι τα σχέδια της Ιταλίας για επέκταση στα στρατηγικής σημασίας Επτάνησα ήταν ακόμα ενεργά καιαποτέλεσε το πρώτο ηχηρό προανάκρουσμα της σύγκρουσης που θα ερχόταν 17 χρόνια αργότερα. Όλοι όμως διάλεξαν να το ξεχάσουν. Στα χρόνια που ακολούθησαν η ελληνική πολιτική κινήθηκε προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης και ιδιαίτερα στα χρόνια του Βενιζέλου (1928-1932) που παγιώθηκε με την υπογραφή Συμφώνου Φιλίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1928. Με την άνοδο του Μεταξά, έγινε σαφές ότι η ασφάλεια της χώρας θα βασιζόταν στην ισχύ των όπλων αντί σε επαμφοτερίζουσες συμφωνίες και σε πολιτικές αβρότητες «τύπου Λοκάρνο». Η κατασκευή μιας εξαιρετικά πυκνής οχυρωματικής γραμμής στην κατεύθυνση της Βουλγαρίας, έδειχνε ότι η στρατηγική αντίληψη ήταν προσανατολισμένη προς τα εκεί. Όταν το 1939 ο ιταλικός στρατός κατέλαβε την Αλβανία, τα στρατηγικά σχέδια όφειλαν να αναθεωρηθούν προς τον νέο κίνδυνο. Η περίπτωση να αναγκαστεί η Ελλάδα να αποκρούσει ταυτόχρονη επίθεση από τη Βουλγαρία και την Ιταλία από τη Θράκη και την Ήπειρο στην ξηρά και από τα Δωδεκάνησα στη θάλασσα φάνταζε εφιαλτική και απελπιστική. Σε αυτή τη βάση, η σύσφιξη των δεσμών με την Αγγλία και τη Γαλλία καθίστατο περισσότερο από επιτακτική.

Αναμένοντας το τελεσίγραφο

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1939 έληγε το ελληνο-ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας του 1928. Ο Μεταξάς προτίμησε να αφήσει την προθεσμία να περάσει, δυσπιστώντας έντονα έναντι των ιταλικών προθέσεων και έχοντας ήδη βολιδοσκοπήσει σχετικά το Λονδίνο. Έτσι, από την 1η Οκτωβρίου 1939, Ελλάδα και Ιταλία δεν δεσμεύονταν πλεόν από συμβατικές υποχρεώσεις. Στις 22 Μαΐου 1939 Ιταλία και Γερμανία υπέγραψαν το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» με το οποίο ο Μουσσολίνι βγήκε εξαιρετικά ενισχυμένος πολιτικά και ηθικά. Από τον Μάρτιο του 1940, οι ελληνικές προξενικές αρχές στην Αλβανία είχαν παρατηρήσει έντονη κινητικότητα κοντά στα ελληνικά σύνορα. Τους καλοκαιρινούς μήνες παρατηρήθηκε ένα κρεσέντο ιταλικών προκλήσεων κατά της Ελλάδας, απειλές κατά Ελλήνων διπλωματών, επιδόσεις διακοινώσεων διαμαρτυρίας για το ζήτημα της «καταπίεσης» των Τσάμηδων από την Ελλάδα αλλά και επιθέσεις ιταλικών αεροπλάνων κατά ελληνικών πλοίων.

Στις 10 Ιουνίου ο Μουσσολίνι ανακοίνωνε από τον εξώστη του palazzo Venezia ενώπιον ενθουσιώδους πλήθους την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Βρεττανίας. Ο πόλεμος, που είχε ξεκινήσει δέκα μήνες πριν, είχε φτάσει και στη Μεσόγειο. Στην ίδια ανακοίνωση ο Duce έκρινε σκόπιμο να καθησυχάσει την Ελβετία, την Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Τυνισία και την Αίγυπτο ότι δεν σκόπευε να τις συμπαρασύρει στην σύρραξη αυτή: «από αυτές και μόνον εξαρτάται όπως τα λόγια μου πραγματοποιηθούν ή όχι». Την επομένη μέρα ο Μεταξάς ξεκαθάριζε στον Ιταλό πρέσβη Εμμανουέλε Γκράτσι ότι η Ελλάδα θα τηρούσε έναντι της εμπόλεμης Ιταλίας απόλυτη ουδετερότητα εφόσον ο πόλεμος δεν μεταφερόταν στα Βαλκάνια. Η εγκατάλειψη της ρητορικής του μη-εμπόλεμου προκάλεσε ανησυχία στην Ελλάδα που ένοιωθε ότι ο πόλεμος πλησίαζε.

Στο μεταξύ η τραγελαφική αποτυχία του ιταλικού στρατού στο μέτωπο των Άλπεων και η άρνηση του Χίτλερ να μεταχειριστεί τον Μουσσολίνι ως ισότιμο διαπραγματευτή στην διανομή της λείας της Γαλλίας οδήγησαν τον τελευταίο σε έκρηξη θυμού. Στις 18 Ιουνίου ο Χίτλερ του ξεκαθάρισε ότι ήταν στα σχέδιά του να συνθηκολογήσει με την Βρεττανία και να μεταχειριστεί ήπια τη Γαλλία. Ο πόλεμος είχε ήδη τελειώσει και ο Χίτλερ ήταν ο μοναδικός νικητής! Ο Μουσσολίνι κινδύνευε να γίνει περίγελως της ιστορίας ή στην καλύτερη περίπτωση παρείας του μικρόσωμου ηγετίσκου που ο ίδιος ενέπνευσε. Χρειαζόταν μια γρήγορη και σίγουρη νίκη, που θα ανόρθωνε το πληγωμένο του γόητρο.

Από τα τέλη Ιουνίου η ψυχολογική πίεση και οι προκλήσεις προς την Ελλάδα επαναλαμβάνονται με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Μουσσολίνι και Τσιάνο παραπονούνται στον Χίτλερ ότι δέχονται επιθέσεις από τους Άγγλους που εφορμούν από την Ελλάδα, ενώ ο Τσεζάρε Ντε Βέκκι, διοικητής της Δωδεκανήσου και σύντροφος του Μουσσολίνι από την «πορεία προς τη Ρώμη» υποβάλλει διαρκώς ψευδείς αναφορές ότι το Αιγαίο βρίθει από βρετανικά πλοία. Στις 15 Αυγούστου το καταδρομικό «'Ελλη» τορπιλίζεται από ιταλικό υποβρύχιο στο λιμάνι της Τήνου, όπου βρισκόταν για τους εορτασμούς της Μεγαλόχαρης. Αποτελεί το έσχατο όριο της υποκρισίας και των προκλήσεων της φασιστικής ηγεσίας της Ιταλίας. Ο Γκράτσι μετά τον πόλεμο έγραψε:

«ο τορπιλισμός της «Έλλης» πέτυχε ό,τι δεν πέτυχε όλη η εκστρατεία απειλών και ύβρεων του ιταλικού Τύπου, δηλαδή την ομόνοια και την ομοψυχία όλων των τάσεων. Κάθε αντιπολιτευτικό πνεύμα ή κίνηση κατά του Μεταξά εξαφανίστηκαν πλήρως. Τα στοιχεία που έκλειναν υπέρ του Άξονα πείστηκαν ότι ο εχθρός ήταν ένας: η Ιταλία»

Ο Χίτλερ προσπάθησε και πάλι να αναχαιτίσει τις ενέργειες του συμμάχου του. Χρειαζόταν ησυχία ενόψει της επίθεσης κατά της Ρωσίας. Στις 11 Οκτωβρίου γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Ρουμανία και εξασφάλισαν τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι. Η είδηση προκάλεσε νέα έκρηξη θυμού στον Duce, καθώς αισθανόταν ότι ο Χίτλερ τον εμπαίζει:

«Ο Χίτλερ με θέτει πάντα προ τετελεσμένου γεγονότος. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα πληροφορηθεί από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα! Έτσι θα αποκατασταθεί η ισορροπία».

Ο Τσιάνο συμφώνησε με τον πεθερό του αλλά ο στρατάρχης Μπαντόλιο διαφώνησε. Στις 15 Οκτωβρίου συνήλθε στο palazzo Venezia το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο υπό τον Duce όπου πάρθηκε οριστικά η απόφαση για την επίθεση κατά της Ελλάδας. Βάσει λεπτομερούς σχεδίου το τελεσίγραφο θα απεδίδετο τα ξημερώματα λίγες ώρες πριν την κίνηση των στρατευμάτων για να μην προλάβει ο ελληνικός στρατός να αντιδράσει. Ο Μεταξάς όμως είχε πλήρη ενημέρωση για τις ιταλικές κινήσεις αρκετές μέρες πριν, τόσο από τους Άγγλους όσο και από ένα άριστο δίκτυο πληροφοριών. Η απάντηση που δόθηκε ήταν μία: «Alors, c'est la guerre»*



Ο Μεταξάς έξω από το ξενοδοχείο «Grande Bretagne». Η έκφρασή του αντιστοιχεί τις νίκες του ελληνικού στρατού.


*«Λοιπόν, πόλεμος». Η συνομιλία μεταξύ των δύο ανδρών έγινε στα γαλλικά κατά το διπλωματικό πρωτόκολλο της εποχής. Στο τελεσίγραφο γινόταν λόγος για κατάληψη από τον ιταλικό στρατό στρατηγικών σημείων στην ελληνική επικράτεια προς αποφυγή χρήσεώς τους από τους Βρετανούς. Ουσιαστικά περιγραφόταν η πρώτη φάση του σχεδίου των Ιταλών: Κατάληψη των Επτανήσων, των Ιωαννίνων και της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας.


ΠΗΓΗ: https://www.historical-quest.com/arxeio/20os-aionas-ellada/141-o-diplomatikos-agonas-prin-tin-italiki-eisboli-1940.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου