Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Ο ανεξέλεγκτος τζόγος στο Λονδίνο


«Σφαγεία», «συνδρομητικοί οίκοι», «κολαστήρια» ή αλλιώς «χαμαιτυπεία». Μόλις έπεφτε ο ήλιος, έξω από τις πόρτες τους έφεγγαν έντονες λάμπες. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξεχωρίζουν από τα σπίτια και τις παμπ. Τα πρώιμα καζίνο του Λονδίνου, στις αρχές του 18ου αιώνα, ήταν πάνω από σαράντα στον αριθμό. Σε καμία άλλη γωνιά του κόσμου, ο τζόγος δε γνώριζε τέτοια άνθιση.

Τα τυχερά παιχνίδια είχαν κάνει την εμφάνισή τους πολύ πριν το άνοιγμα των «χαμαιτυπείων» που τα στέγαζαν.
Τα ζάρια, αν και έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Αίγυπτο και την αρχαία Ελλάδα, καθιερώθηκαν στην Αγγλία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Τόποι συνάντησης των τζογαδόρων της εποχής εκείνης ήταν οι ταβέρνες, οι οίκοι ανοχής, τα σπίτια, ακόμα και οι δρόμοι.

Κανείς δεν έπαιζε από χόμπι ή για διασκέδαση. Τα ποσά που ποντάρονταν ήταν γενναία και οι εντάσεις καθημερινό φαινόμενο. Οι χαμένοι εξαπέλυαν κατηγορίες για στημένα παιχνίδια και σημαδεμένα ζάρια. Οι νικητές πολλές φορές δεν προλάβαιναν να απολαύσουν τα κέρδη τους. Αρκετοί έβρισκαν τραγικό θάνατο στα χέρια των απογοητευμένων κι εξοργισμένων αντιπάλων τους. Ίδια τύχη είχαν και οι αιώνιοι οφειλέτες.

Τον 15ο αιώνα έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους και τα χαρτιά. Το νέο αυτό παιχνίδι με τις αμέτρητες δυνατότητες που προσέφερε, εξαπλώθηκε τόσο ραγδαία που μέσα σε λίγα χρόνια, οι τράπουλες υπήρχαν παντού στο Λονδίνο. Από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τους περιθωριακούς των δρόμων, μέχρι τα αριστοκρατικά σαλόνια, τα χαρτιά, είτε ως μορφή τζόγου, είτε χάριν ψυχαγωγίας, είχαν μετατραπεί σε αναπόσπαστο κομμάτι των κοινωνικών συναναστροφών.

Το 1495 ο Ερρίκος Ζ’ αναγκάστηκε να απαγορεύσει τις τράπουλες εντός του παλατιού, καθώς οι αυλικοί σπαταλούσαν περισσότερο χρόνο απασχολούμενοι με τους ρήγες και τις ντάμες παρά με τους πραγματικούς βασιλείς. Βάσει των φορολογικών ντοκουμέντων της περιόδου, μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, υπολογίζεται ότι είχαν εισαχθεί στη βρετανική αγορά περισσότερες από 4,8 εκατομμύρια τράπουλες. Κυκλοφορούσαν τράπουλες με κάθε λογής σχέδια, για όλα τα γούστα και όλες τις τσέπες. Πολλές ταβέρνες πούλαγαν τις δικές τους, με την ονομασία τους τυπωμένη στο πίσω μέρος. Ήταν η αρχή για να γίνει το επόμενο βήμα.

«Gaming Houses», τα καζίνο του 1800

Πολλές ταβέρνες και παμπ είχαν ήδη ξεκινήσει να καθιερώνονται ως τόποι συνάντησης των λονδρέζων τζογαδόρων. Έτσι, δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες λέσχες, χώροι δηλαδή που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένοι στα τυχερά παιχνίδια. Στη βικτωριανή Αγγλία έμειναν γνωστές ως «gaming houses».

Σκίτσο ενός τυπικού «καζίνο» της βικτωριανής εποχής

Τα μέρη αυτά λειτουργούσαν νυχθημερόν και θαμώνες τους ήταν άτομα όλων των κοινωνικών στρωμάτων.
Μέσα στις λέσχες, οι αριστοκράτες μπλέκονταν με τους φτωχούς, τους αδύναμους, τους άρρωστους, τους περιθωριακούς. Πολλοί μάλιστα επιδίωκαν παρτίδες μαζί τους, διότι τους θεωρούσαν εύκολους αντιπάλους.
Μπορεί τα κέρδη που αποσπούσαν από αυτούς να μην ήταν πολλά, όμως όταν ο τζόγος εξελισσόταν σε εθισμό, μοναδικός στόχος ήταν η νίκη, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν ήταν. Και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ο τζόγος είχε γίνει εξάρτηση για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του Λονδίνου.

Υπήρχε ένα ρητό που παρομοίαζε τα ζάρια και τα χαρτιά με το «μονοπάτι που οδηγεί στην κόλαση, ακολουθούμενο από εκατοντάδες καλπάζουσες κι ανίατες ασθένειες». Κάπως έτσι καθιερώθηκε και η ονομασία «κολαστήρια» που αναφερόταν στις λέσχες.
Άλλωστε, οι τζογαδόροι της περιόδου εκείνης δε διέφεραν ιδιαίτερα από τους σημερινούς. Ήταν εθισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο πονταρίσματος, είχαν αναπτύξει συγκεκριμένες τελετουργίες που τηρούσαν ευλαβικά κατά το παίξιμό τους, ενώ έβλεπαν ευκαιρία για τζόγο σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής.

Μια χαρακτηριστική αφήγηση αναφέρει ότι όταν κάποτε ένας άντρας κατέρρευσε έξω από ένα χαμαιτυπείο και αντί να του παρέχουν τις πρώτες βοήθειες, άρχισαν να ποντάρουν αν ήταν νεκρός ή όχι. Μάλιστα, κανείς δεν τολμούσε να τον αγγίξει, για να μην «αλλοιώσει το αποτέλεσμα».

Άλλες ιστορίες κάνουν λόγο για θαμώνες που έβαζαν τα παλτά τους ανάποδα για γούρι ή φορούσαν πελώρια ψάθινα καπέλα για να κρύβουν τα μάτια τους. Οι πιο ακραίοι φορούσαν μέχρι και μάσκες, προκειμένου να καλύπτονται εντελώς οι εκφράσεις του προσώπου τους. Το πόκερ θα αργούσε μερικές δεκαετίες ακόμα να ανακαλυφθεί και το λεγόμενο «poker face» δεν είχε εξελιχθεί.

Στα σκοτεινά τραπέζια των χαμαιτυπείων του Λονδίνου, ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρος σάντουιτς με τη σημερινή του σημασία. Περί τα μέσα του 1700, ο Κόμης του Σάντουιτς, που είναι περιοχής της νοτιοανατολικής Αγγλίας, σύχναζε στα πρώιμα καζίνο της περιόδου.

Λέγεται ότι σε μία από τις τακτικές του επισκέψεις, πέρασε σχεδόν ένα γεμάτο εικοσιτετράωρο καθισμένος στο μεγάλο τραπέζι της λέσχης χαρτοπαίζοντας. Η μόνη τροφή που προσέλαβε όλες αυτές τις ώρες ήταν μια ειδική παραγγελία που έκανε στο σερβιτόρο: δύο φέτες ψωμί και στη μέση ένα φιλέτο κρέας. Από την ημέρα εκείνη, πολλοί ζήλεψαν το γεύμα του κόμη και άρχισαν να το ζητούν με την ονομασία του εμπνευστή του. Έτσι καθιερώθηκε το σάντουιτς.

Ο Κόμης του Σάντουιτς, Τζον Μένταγκιου, που έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο σνακ

Ο ανεξέλεγκτος τζόγος ήταν μέρος της γενικότερης ασωτίας που μάστιζε το Λονδίνο κατά τη βικτωριανή περίοδο. Το ποτό, το σεξ και ο τζόγος ήταν το τρίπτυχο που δέσποζε στη βρετανική πρωτεύουσα μέχρι και τον 20ο αιώνα, που τα φιλελεύθερα κινήματα άρχισαν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους. Τα τυχερά παιχνίδια δεν εξαφανίστηκαν, όμως αναπτύχθηκαν οι κοινωνικές δομές, τέθηκαν αυστηροί περιορισμοί και βελτιώθηκε η αστυνόμευση.

Ωστόσο, τα «θύματα» του τζόγου της βικτωριανής εποχής ήταν πολλά. Επιχειρηματίες έχασαν τις περιουσίες τους, οικογενειάρχες άφησαν πίσω τους χήρες κι ορφανά παιδιά, καθώς δεν μπόρεσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους και αριστοκράτες ξέπεσαν ενώ οι φίλοι τους έβαζαν στοίχημα αν θα αυτοκτονήσουν ή όχι, από την ντροπή τους.


ΠΗΓΗ: https://www.mixanitouxronou.gr/o-anexelegktos-tzogos-sto-viktoriano-londino-poy-egine-aformi-na-epinoithoyn-ta-santoyits/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου