Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Το Ελληνικό πολεμικό Ναυτικό στο Έπος του 1940 

 

Μετά την εκστρατεία στην Μ. Ασία (1922), καταβλήθηκε προσπάθεια ανακαίνισης των περισσότερων πολεμικών μονάδων, τα «Αβέρωφ» και «Έλλη» επισκευάστηκαν στη Γαλλία, τα τέσσερα αντιτορπιλικά στην Αγγλία, ενώ όλα τα υπόλοιπα στην Ελλάδα. Επίσης παραγγέλθηκαν και έξι υποβρύχια στη Γαλλία, από τα οποία αξίζει να σημειωθούν τα «Παπανικολής» και «Κάτσωνης». Τα υπόλοιπα τέσσερα όμοιου τύπου υποβρύχια ήταν τα “Νηρεύς”, “Πρωτεύς”, “Γλαύκος” και “Τρίτων”, τα οποία ναυπηγήθηκαν στην Ναντ, ενώ στις 17 Νοεμβρίου 1930 πραγματοποιήθηκε η ύψωση της ελληνικής σημαίας στη Βρέστη της Γαλλίας.  Η εκπαίδευση των αξιωματικών ενισχυόταν περιοδικά με αγγλικές αποστολές, ενώ η θητεία των κληρωτών ναυτών ορίστηκε σε 18μήνη. Από το 1928, με την πρωθυπουργία του Ε. Βενιζέλου, εμπεδώνεται ο γενικότερος φιλειρηνικός προσανατολισμός της περιόδου, με την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και την αισθητή μείωση των δαπανών για την άμυνα.

Μετά την πτώση του Βενιζέλου το 1932, το αποτυχημένο Βενιζελικό κίνημα του 1935 που απέδειξε τη γύμνια των ενόπλων δυνάμεων αλλά και τις διεθνείς εξελίξεις με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η κυβέρνηση Τσαλδάρη αποφάσισε να διαθέσει μεγάλα κονδύλια για την άμυνα. Τον Ιούλιο του 1935 η κυβέρνηση Τσαλδάρη έλαβε την ιστορική απόφαση να διαθέσει συνολικά 5 δις δρχ σε βάθος 5ετίας για τον επανεξοπλισμό του στρατού. Αλλά η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων προωθήθηκε ριζικά από την κυβέρνηση Μεταξά την περίοδο 1936-1940. Μετά από συντονισμένη εργασία του νέου Α/ΓΕΣ Αλέξανδρου Παπάγου και του επιτελείου, υποβλήθηκε νέο σχέδιο επανεξοπλισμού των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αξίας 11 δις δρχ. Στο πλαίσιο αυτό υλοποιήθηκε σχέδιο επανεξοπλισμού του Ελληνικού Ναυτικού καθώς παραγγέλθηκαν στην Αγγλία δύο αντιτορπιλικά, τα «Β. Γεώργιος» και «Β. Όλγα», αγοράστηκαν τέσσερα ναρκαλιευτικά, δώδεκα υδροπλάνα και ένα πετρελαιοφόρο και άρχισε η εκπόνηση επιτελικών σχεδίων και προγραμμάτων για την ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού και την προετοιμασία του για τον επερχόμενο πόλεμο. Οργανώθηκε η παράκτια άμυνα σύμφωνα με την κατανομή των ακτών της χώρας σε έξι Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές, οι οποίες με πενιχρά οικονομικά μέσα, επάνδρωσαν οχυρωματικά και έργα αντιαεροπορικής άμυνας στην ξηρά και οργάνωσαν πεδία ναρκών και ανθυποβρυχιακά φράγματα για προστασία ζωτικών λιμένων και βάσεων σε όλη την επικράτεια, με αποτέλεσμα την ικανοποιητική τους χρησιμοποίηση με την έναρξη του πολέμου.

Η σύνθεση του Ελληνικού Στόλου στις 28 Οκτωβρίου 1940

Το μικρό Ελληνικό Στόλο, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πανίσχυρο και σύγχρονο Ιταλικό, αποτελούσαν κυρίως τα ακόλουθα μάχιμα Πολεμικά Πλοία:· 1 Θωρηκτό 30 ετών, σε κακή κατάσταση, ιδίως των Λεβήτων (ΑΒΕΡΩΦ)· 1 Θωρηκτό παροπλισμένο (ΚΙΛΚΙΣ)· 2 Αντιτορπιλικά Αγγλικής κατασκευής, σύγχρονα, 2 περίπου ετών (Β.ΓΕΩΡΓΙΟΣ-Β.ΟΛΓΑ)· 4 Αντιτορπιλικά Ιταλικής κατασκευής, 7 περίπου ετών, αλλά με προβληματικό υλικό (ΨΑΡΑ-ΣΠΕΤΣΑΙ-ΥΔΡΑ-ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ)· 4 Αντιτορπιλλικά Αγγλικής κατασκευής, 30 περίπου ετών (ΛΕΩΝ-ΠΑΝΘΗΡ-ΑΕΤΟΣ-ΙΕΡΑΞ)· 6 Υποβρύχια Γαλλικής κατασκευής, εκ των οποίων τα 4 μεγαλύτερα περίπου 13 ετών (ΠΡΩΤΕΥΣ-ΓΛΑΥΚΟΣ-ΤΡΙΤΩΝ-ΝΗΡΕΥΣ) και 2 μικρότερου μεγέθους, περίπου 14 ετών (ΚΑΤΣΩΝΗΣ-ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ)· 4 Τορπιλοβόλα 350 τόννων, 35 ετών (ΘΥΕΛΛΑ-ΣΦΕΝΔΟΝΗ-ΝΙΚΗ-ΑΣΠΙΣ)· 4 Τορπιλοβόλα, 240 τόννων, 26 περίπου ετών (ΠΡΟΥΣΑ-ΠΕΡΓΑΜΟΣ-ΚΥΖΙΚΟΣ-ΚΙΟΣ)· 5 Τορπιλοβόλα 125 τόννων, 26 ετών (ΚΥΔΩΝΙΑΙ-ΑΙΓΛΗ-ΑΛΚΥΩΝΗ-ΑΡΕΘΟΥΣΑ-ΔΩΡΙΣ)· 4 Ναρκαλιευτικά (ΑΛΙΑΚΜΩΝ-ΑΞΙΟΣ-ΝΕΣΤΟΣ-ΣΤΡΥΜΩΝ)· 1 Πλωτό Συνεργείο, 20 ετών (ΗΦΑΙΣΤΟΣ)

Χαράματα 28ης Οκτωβρίου 1940 – Το Ελληνικό ναυτικό τίθεται σε επιφυλακή

Μετά την ύπουλη βύθιση του αντιτορπιλικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, στις 15-8-1940, από το Ιταλικό υποβρύχιο «DELFINO», το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού προέβη στην επίσπευση της συμπλήρωσης των προκαταρκτικών φάσεων της πολεμικής κινητοποίησης. Αμέσως μετά την επίσημη κήρυξη πολέμου από την Ιταλία, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό τέθηκε σε επιφυλακή μέσα σε έξι ώρες. Τα δέκα αντιτορπιλικά του στόλου κινήθηκαν για να εξασφαλίσουν τις θαλάσσιες συγκοινωνίες του στρατού ξηράς, ενώ τα υποβρύχια κινήθηκαν για περιπολίες σε τομείς που είχαν καθοριστεί πριν την έναρξη του πολέμου. Την πρώτη νύχτα του πολέμου το ναυτικό τοποθέτησε νάρκες στον Θερμαϊκό κόλπο και στη Μήλο. Μέσα σε τέσσερις μέρες από την έναρξη της επιστράτευσης, είχαν επανδρωθεί όλα τα παράκτια πολυβολεία, τα τορπιλοβόλα και όλα τα βοηθητικά σκάφη που διέθετε ο Στόλος. 

Η πρώτη ενέργεια του Α/ΓΕΝ Αλέξανδρου Σακελλαρίου ήταν να αποκαταστήσει επικοινωνία με με τον αρχηγό του Αγγλικού Στόλου στην Μεσόγειο. Ακολούθως έθεσε όλα τα μέσα του Στόλου για τη μεταφορά Ελληνικών μονάδων και εφοδίων στο μέτωπο της Ηπείρου. Σύμφωνα με τον Σακελλαρίου το Ελληνικό Ναυτικό κατάφερε με συνεχείς αποστολές νηοπομπών να μεταφέρει στο μέτωπο 80.000 στρατιώτες, 120.000 υποζύγια και χιλιάδες τόννους πυρομαχικών ρουχισμού και πολεμικού υλικού. Τις νηοπομπές αυτές συνόδευαν ακατάπαυστα μονάδες του Στόλου και κυρίως αντιτορπιλικά, αλλά τα δρομολόγια των πλοίων ήταν ιδιαίτερα δύσκολα καθώς γίνονταν υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αποστολές αυτές είχαν 100% επιτυχία, χωρίς να σημειωθεί καμία απώλεια πλοίου η φορτίου. Η πρώτη απώλεια νηοπομπής σημειώθηκε μόλις στις 5 Απριλίου 1941, μετά την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας και από τη Γερμανία, νότια της Κρήτης από Γερμανικά βομβαρδιστικά.

Αναμφίβολα η πιο σημαντική θαλάσσια μεταφορά που διεξήγαγε το πολεμικό ναυτικό ήταν η μεταφορά της μεραρχίας Κρήτης από τη Σούδα στην ενδοχώρα. Το ΓΕΝ διέθεσε όλες τις διαθέσιμες μονάδες του καθώς η μεταφορά κινδύνευε από κάποια πιθανή Ιταλική επίθεση με βάση τα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, και η νηοπομπή έφτασε στον προορισμό της χωρίς προβλήματα. Η απόλυτη επιτυχία στην αποστολή νηοπομπών μοιάζει απίστευτη καθώς οι Ιταλοί διέθεταν στην Αδριατική πάνω από 150 σκάφη με πολλά υποβρύχια ανάμεσα τους. Επίσης τα Ελληνικά αντιτορπιλικά δεν διέθεταν συστήματα ανίχνευσης υποβρυχίων άρα ουσιαστικά τους ήταν αδύνατο να προστατέψουν επαρκώς τα Ελληνικά μεταγωγικά. Το γεγονός της απόλυτης Ελληνικής αβλαβούς διέλευσης μοιάζει ανεξήγητο ακόμη και για τον ίδιο τον Σακελλαρίου.

Οι επιθετικές ενέργειες των αντιτορπιλικών του Ελληνικού Ναυτικού  

Αλλά το πολεμικό μας ναυτικό δεν παρέμεινε παθητικός θεατής στον πόλεμο της Αδριατικής παρά τη συντριπτική υπεροπλία δυνάμεων της Ιταλίας, που ήταν η ναυτική υπερδύναμη της εποχής. Την πρώτη καταδρομική ενέργεια του Ελληνικού στόλου στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο την διεξήγαγε ο αντιπλοίαρχος Κώνστας στις 30 Οκτωβρίου 1940 με τα αντιτορπιλικά “Ψαρά” και “Σπέτσαι”. Ο στολίσκος αυτός αιφνιδιαστικά πλησίασε τις ακτές και βομβάρδισε τις φάλαγγες της δεξιάς πτέρυγας του Ιταλικού στρατού που είχε κατεύθυνση προς τα Ιωάννινα. Ο βομβαρδισμός αυτός δεν είχε κανένα απολύτως πρακτικό αποτέλεσμα.

Ακολούθησαν τρεις αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθετικές ενέργειες στολίσκου αντιτορπιλικών στην Αδριατική με επικεφαλής τον Αρχηγό του Στόλου Ναύαρχο Καββαδία, χωρίς όμως αποτέλεσμα καθώς τα Ελληνικά σκάφη δεν ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό. Ο Σακελλαρίου θεωρούσε τις καταδρομές αυτές άσκοπες και επικίνδυνες, όμως βρισκόταν υπό τη συνεχή πίεση της κυβέρνησης που του ζητούσε κάποια επιτυχία στη Θάλασσα που θα επέτρεπε να ακουστεί το όνομα του Ελληνικού Ναυτικού στα πολεμικά ανακοινωθέντα εξυψώνοντας το ηθικό των Ελλήνων. Σύμφωνα με τον Σακελλαρίου μία από τις καταδρομές που έγιναν αποφασίστηκε από το υπουργικό συμβούλιο απευθείας! Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου συγκλήθηκε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο για να αποφασίσει επ’ αυτού του ζητήματος. Οι διάλογοι που διεξήχθησαν ήσαν χαρακτηριστικοί ανθρώπων που δεν κατανόησαν ποτέ το ρόλο και την αποστολή του Ναυτικού. Προερχόμενοι οι περισσότεροι από το Στρατό Ξηράς, υφυπουργός των Ναυτικών ήταν ο πρώην Υποστράτηγος Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, διατηρούσαν σαφώς δυσμενή εντύπωση για το Ναυτικό, το οποίο θεωρούσαν ως «όπλο πολυτελείας». Η επιχειρηματολογία των δύο Ναυάρχων Α/ΓΕΝ και ΑΣ ότι υπήρχε πιθανότητα μόνο να παρενοχληθεί το ιταλικό ρεύμα εφοδιασμού και όχι να διακοπεί, ενώ διακυβεύονταν πάρα πολλά για το ελληνικό Ναυτικό, δεν έπεισε κανένα.


Ζητούσαν «θυσίες» αδιαφορώντας για τις πραγματικές αλλά σιωπηρές υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε το Ναυτικό και έδειχναν ότι είχαν ασυγχώρητη άγνοια της πραγματικότητας. Ιδιαίτερα ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών Παπαδήμας, σε μια έξαρση προσβλητικής για το Ναυτικό στάσης, αποτεινόμενος στους συσκεπτομένους ανέφερε: «έφθασε ο καιρός να δείξει επί τέλους το “όπλο πολυτελείας” στον κόσμο την παρουσία του. Εάν δεν μπορεί να εξέλθει ανοιχτά στην Αδριατική και να σταματήσει τις ιταλικές μεταφορές προς την Αλβανία, μου είναι τελείως περιττό».

Έτσι, παρά το ενδεχόμενο της απώλειας των αντιτορπιλικών, χάριν της αμφίβολης πιθανότητας καταστροφής 2 – 3 μεταγωγικών, η επιχείρηση σχεδιάσθηκε για τη νύχτα 14/15 Νοεμβρίου από 5 αντιτορπιλικά τα «Βασιλεύς Γεώργιος», « Βασίλισσα Όλγα», «Ψαρά», «Κουντουριώτης», «Ύδρα». Ο Αρχηγός Στόλου θα επέβαινε στο «Βασίλισσα Όλγα», αλλά κατά την ρυμούλκηση μέσα στον ισθμό της Κορίνθου το «Κουντουριώτης» προσέκρουσε στα τοιχώματα και στρέβλωσε την αριστερή του έλικα. Ο ΑΣ διέταξε την επιστροφή του στο ναύσταθμο και συνέχισε με τα 4. Η παράτολμη επιχείρηση συνεχίσθηκε χωρίς να σημειωθεί καμία συνάντηση και κανένα άλλο επεισόδιο. Τα πλοία ανέβηκαν προς Βορρά, έστριψαν και παρέμειναν αρκετά με πορεία προς Μπρίντιζι και έλαβαν πορεία επιστροφής προς Νότο χωρίς να προκύψει συμβάν. Η κοινή γνώμη και ο Τύπος υποδέχθηκαν την επιδρομή των ελληνικών αντιτορπιλικών με χαρά και ενθουσιασμό. Η επιχείρηση επαινέθηκε περισσότερο από όσο πραγματικά άξιζε. Στους συμμαχικούς κύκλους άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, αν και οι Άγγλοι την χαρακτήρισαν “ακραίως ορμητική και ριψοκίνδυνη”.

Η θρυλική δράση των υποβρυχίων

Αναμφίβολα οι μεγαλύτερες επιτυχίες του πολεμικού Ναυτικού στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο έγιναν από τη θρυλική δράση των υποβρυχίων. Τα σκάφη αυτά ήταν πεπαλαιωμένα και σχεδόν ακατάλληλα για δράση κάτω από το νερό. Η αγορά τους από τη Γαλλία δεν είχε γίνει με γνώμονα την ποιότητα τους αλλά την τιμή τους. Όλα τα υποβρύχια είχαν συμπληρώσει ήδη 10ετη υπηρεσία άρα ήταν στο όριο επιχειρησιακής τους δράσης, άρα όφειλαν να παροπλιστούν, κάτι που φυσικά δεν έγινε λόγω των έκτακτων πολεμικών αναγκών. Συνεχώς τα υποβρύχια αυτά εκδήλωναν βλάβες στα συστήματα τους κατά τις περιπολίες τους και αναγκάζονταν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια για να τις επισκευάζουν σε περιοχές κοντά στις ζώνες δράσης του εχθρού. Άλλο σοβαρό μειονέκτημα τους ήταν ότι τα υποβρύχια αυτά μπορούσαν να πλεύσουν συνεχόμενα μόνο για δεκατέσσερις ημέρες. Αναλογιζόμενοι ότι χρειάζονταν τέσσερις με έξι μέρες πλεύσης για να βρεθούν στη ζώνη δράσης τους, αυτό σήμαινε ότι είχαν μόλις δέκα μέρες περιθώριο για να εκτελέσουν την αποστολή τους.

Επίσης ο πλους των υποβρυχίων στους μήνες του χειμώνα ήταν ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς λόγω των συνεχών ρευμάτων και της μικρής ορατότητας καθιστούσε δύσκολο στον καπετάνιο να καθορίσει ακριβώς τη θέση του υποβρυχίου του στον χάρτη. Αυτό όμως καθιστούσε την πλεύση των υποβρυχίων ιδιαίτερα επικίνδυνη για τον πρόσθετο λόγο ότι υπήρχαν πυκνά πεδία ναρκών στις ακτές της Αδριατικής και μόνο με απολύτως ακριβή τήρηση του στίγματος του πλοίου στο χάρτη, μπορούσαν τα ελληνικά υποβρύχια να ελιχθούν με ασφάλεια. Οι συνθήκες πλεύσης στα υποβρύχια ήταν αποπνικτικές για τα πληρώματα, ενώ βρίσκονταν υπό αφόρητη ψυχολογική πίεση καθώς γνώριζαν ακόμη και πριν ξεκινήσουν, ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα το σκάφος τους να μην παρουσιάσει βλάβες. Και όμως παρά τις πρωτοφανείς αντιξοότητες, οι αποστολές εκείνες στέφτηκαν με μεγάλες επιτυχίες για το Ελληνικό πολεμικό Ναυτικό.


Από την πρώτη ημέρα του πολέμου διατέθηκαν τα δύο υποβρύχια “Παπανικολής” και “Νηρεύς” στην Ναυτική Αμυντική Περιοχή με έδρα την Πάτρα για εγκατάσταση περιπολιών στο Ιόνιο. Διάχυτος ήταν ο φόβος ιταλικής αποβατικής ενέργειας στις Δυτικές ακτές της χώρας. Τα δύο υποβρύχια διατάχθηκαν να περιπολήσουν εσωτερικά του δακτυλίου Λευκάδας – Κεφαλονιάς – Ζακύνθου. Και τα δύο ανακλήθηκαν και κατέπλευσαν στον Ναύσταθμο στις 6 Νοεμβρίου έχοντας μια σειρά ζημιών που μείωναν τη μαχητική τους ικανότητα. Μετά τις επισκευές τους, τα υποβρύχια ανέλαβαν δράση με αποστολή να παρενοχλήσουν τις Ιταλικές γραμμές ανεφοδιασμού του Ιταλικού στρατού στην Αλβανία.

Τη πρώτη μεγάλη επιτυχία σημείωσε το υποβρύχιο “Παπανικολής” με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ιατρίδη. Κατά το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου 1940, το υποβρύχιο του αιχμαλώτισε ένα μικρό Ιταλικό φορτηγό. Οι Ιταλοί αιχμάλωτοι μετά από ανάκριση τον πληροφόρησαν για τα μέρη που έπλεαν οι Ιταλικές νηοπομπές. Ακολούθως, τα ξημερώματα της 24ης Δεκεμβρίου το “Παπανικολής” επιτέθηκε αιφνιδιαστικά σε Ιταλική νηοπομπή και βύθισε δύο Ιταλικά μεταγωγικά (Το “Λομπάρντα” και το “Λιγκούρια” 20.000 και 15.000 τόνων αντίστοιχα). Αμέσως μετά κατάφερε να διαφύγει παρά τη σκληρή απηνή καταδίωξη των Ιταλικών αντιτορπιλικών. Αυτό ήταν το πρώτο Ελληνικό ναυτικό κατόρθωμα από την έναρξη του πολέμου και αναμφίβολα το σημαντικότερο κυρίως στον ψυχολογικό τομέα.

Το υποβρύχιο “Κατσώνης” με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Σπανίδη εισήλθε στον τομέα του έξω από το Δυρράχιο την 24η Δεκεμβρίου έπειτα από κοπιώδη πλου με ελάχιστη ορατότητα και σφοδρότατη κακοκαιρία. Το πρωί της 26ης επιτίθεται με τορπίλες ανεπιτυχώς σε εμπορικό πλοίο από μεγάλη απόσταση, μεγαλύτερη των 10.000 μέτρων, χωρίς επιτυχία. Το μεσημέρι της 29ης Δεκεμβρίου αντιλαμβάνεται φορτηγό πλοίο εναντίον του οποίου επιτίθεται δια τορπιλών πάλι ανεπιτυχώς. Την 31η Δεκεμβρίου στις 08:20 αντιλαμβάνεται ένα μικρό πετρελαιοφόρο (το Ιταλικό “Quinto” 531 τόννων) εναντίον του οποίου επιτίθεται με τορπίλες και πάλιν όμως ανεπιτυχώς παρά την μικρή απόσταση των περίπου 500 μέτρων. Ο κυβερνήτης τελών σε διέγερση από τις συνεχείς ατυχίες του διατάζει ανάδυση και επίθεση με το πυροβόλο. Το πλήρωμα του πετρελαιοφόρου, πανικόβλητο εγκαταλείπει το πλοίο και πέφτει στη θάλασσα, ενώ προκαλείται πυρκαγιά και το πετρελαιοφόρο βυθίζεται μέσα στα γιουγκοσλαβικά χωρικά ύδατα.

Στα μέσα Ιανουαρίου το υποβρύχιο “Γλαύκος” συνάντησε ανοιχτά της νησίδας Οθωνοί ένα Ιταλικό υποβρύχιο που έπλεε στην επιφάνεια. Αμέσως του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και το βύθισε. Τη νύχτα της 28ης Ιανουαρίου 1941 το “Παπανικολής” βύθισε ακόμη ένα Ιταλικό φορτηγό 10.000 τόνων λίγο έξω από το Πρίντεζι. Στις 28 Φεβρουαρίου το υποβρύχιο “Νηρεύς” βύθισε ένα φορτηγό 10.000 τόννων έξω από τον Αυλώνα. Τέλος στις 23 Μαρτίου το υποβρύχιο “Τρίτων” βύθισε το Ιταλικό μεταγωγικό “Κάρνια” 5.000 τόνων. 

Σε έναν τέτοιο αγώνα όμως δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι απώλειες. Στις 29 Δεκεμβρίου 1940 το υποβρύχιο “Πρωτεύς” με κυβερνήτη των υποπλοίαρχο Χατζηκωνσταντή κατάφερε να εντοπίσει Ιταλική νηοπομπή και να τορπιλίσει το μεταγωγικό “Σαρδηνία” 11.500 τόννων που μετέφερε τμήμα της μεραρχίας των “Λύκων της Τοσκάνης” στην Αλβανία. Το ελληνικό υποβρύχιο είχε πλησιάσει πολύ κοντά στη νηοπομπή με αποτέλεσμα να βληθεί από Ιταλικό αντιτορπιλικό που τη συνόδευε. Το υποβρύχιο βυθίστηκε αύτανδρο μέσα σε λίγες εφιαλτικές στιγμές.


ΠΗΓΗ: απομνημονεύματα του Α/ΓΕΝ Αλεξάνδρου Σακελλαρίου
cognoscoteam

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου