Το κυνήγι των μαγισσών στη Γερμανία 16ου & 17ου αιώνα
Κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο, η Ευρώπη ήταν μια κατεξοχήν αγροτική κοινωνία. Ήταν αναμενόμενο, στις απομονωμένες γωνίες της υπαίθρου, να λάβουν χώρα μεγάλες εξελίξεις της περιόδου κυρίως στην οικονομική, κοινωνική και οικογενειακή σφαίρα. Σε μια εποχή που το ‘κράτος’ και το ‘έθνος’ αποτελούσαν αφηρημένες έννοιες και μακρινές, οι τοπικές κοινότητες αποτελούσαν την εστία της κοινωνικής ζωής και σημείο αναφοράς στους δεσμούς πίστης του Ευρωπαίου αγρότη.
Παράλληλα, η Εκκλησία κατείχε ηγετικό ρόλο στον προσδιορισμό του χαρακτήρα των κοινοτήτων, καθώς οι ίδιες ταυτίζονταν με τις ενορίες. Στα χωριά και τις κωμοπόλεις τα μέλη της κοινωνίας ήταν αναγκασμένα να αλληλεπιδρούν σ’ έναν χώρο ασφυκτικά μικρό. Το γεγονός αυτό έπαιξε ζωτικό ρόλο στην γένεση των κατηγοριών για μαγεία. Πυρήνας της πίστης τους ήταν το ότι οι μάγοι/ μάγισσες είχαν υπερφυσικές δυνάμεις, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να βλάψουν τους γείτονες τους σε πρώτο επίπεδο, και σ’ ένα δεύτερο ολόκληρη την κοινότητα.
Δεν ήταν μόνο ο εχθρός ‘εντός των τειχών’ αλλά και άτομα οικεία, των οποίων οι φήμες χτίζονταν σταδιακά μέσα στον χρόνο, μέσω της εσωτερικής πρακτικής του κουτσομπολιού και της φημολογίας. Η πίστη τους στην μαγεία ήταν τόσο επίμονη, διότι έδινε απαντήσεις σε βαθιές ανησυχίες και ανάγκες των ανθρώπων της εποχής. Ήταν η εξήγηση για κάθε ατυχία ή συμφορά, ένα μέσο που ίσως και να τους βοηθούσε στο να ξεφύγουν από την δύσκολη κατάσταση. Σε τελική ανάλυση, οι περισσότεροι από τους διωκόμενους δεν είχαν διαπράξει κάποιο κακό, απλά διέρρηξαν τις σχέσεις καλής γειτονίας με τους συντοπίτες τους. Ως ο επικίνδυνος ‘άλλος’, ο μάγος ή η μάγισσα ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα που είχε προδώσει τους φυσικούς δεσμούς του για να γίνει υπηρέτης του κακού. Ο διωγμός τους όμως ξεκινούσε όταν η ανησυχία του λαού για την μαγεία ήταν σε συγκριτικά χαμηλό επίπεδο, και εξαπλωνόταν σε όλη την κοινότητα, όταν αυτή περνούσε μια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής διαταραχής. Έπαιρνε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια συμβάντων, πριν αποφασίσουν τα μέλη της κοινότητας να καταδώσουν έναν γείτονα τους. Η προηγούμενη εμπειρία όμως του διωγμού κορύφωνε το αίσθημα πανικού και προμήθευε τους χωρικούς με έναν κατάλογο γνωρισμάτων. Αυτό συνέβαλε στην εξάπλωση των δικών από ένα χωριό και στα γειτονικά του. Η χρήση της μαγείας ως όπλο από τα κατώτερα στρώματα ήταν γεγονός. Χρησιμοποιούσαν το ισχυρότερο μέσο που υπήρχε εκείνη την περίοδο, για να εξορίσουν από την κοινωνία τους ανεπιθύμητα άτομα, βάσει πολλαπλών κινήτρων. Αν αρχικά ο φόβος και η πίστη τους οδηγούσε στην κατηγορία ενός προσώπου ως μάγο ή μάγισσα, υπήρξε μια εποχή που τα κίνητρα έγιναν πιο προσωπικά, βασισμένα σε οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα του κατήγορου. Αυτή η αλλαγή είχε πολλές αιτίες, με πρώτη και κύρια την διαστρέβλωση των σχέσεων γειτονίας και αλληλεγγύης στο εσωτερικό των κοινοτήτων.
Η διατάραξη της ισορροπίας των κοινοτικών σχέσεων ξεκίνησε από την δημιουργία μιας μεσαίας τάξης στην αγροτική ύπαιθρο, στα τέλη του 17ου αιώνα. Αυτό το νέο κοινωνικό στρώμα μοιραζόταν τα ίδια οικονομικά συμφέροντα με την τοπική κτηματική αριστοκρατία. Αν και μειοψηφική σε αριθμό, η τάξη αυτή είχε ιδιοκτησία, και λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής των κατώτερων στρωμάτων και της άρχουσας τάξης. Παράλληλα, αναζητούσε την συνδρομή του νόμου και της εξουσίας για την αντιμετώπιση πραγματικών ή μαγικών απειλών στις οποίες βρισκόταν εκτεθειμένη. Μ’ αυτό τον τρόπο διατάραξε το παραδοσιακό μέτωπο της τοπικής κοινότητας απέναντι στον έξω κόσμο. Η καχυποψία, ο φθόνος και οι προσωπικές φιλοδοξίες δηλητηρίασαν τις σχέσεις των κατοίκων της κοινότητας. Τα αλτρουιστικά ένστικτα υποχώρησαν, η παράδοση της φιλανθρωπίας εγκαταλείφθηκε εφόσον πλέον οι επαίτες αποτελούσαν απειλή, ο κόσμος έβλεπε παντού πιθανούς εχθρούς. Οι κατηγορούμενοι για μαγεία προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, στοιχείο που καταδεικνύει πόσο συνειδητά έκανε ο λαός χρήση των κατηγοριών. Πρόκειται για προσεκτικές επιλογές, στις οποίες η κοινότητα κατέληγε μέσα από ορθολογικές και συμφεροντολογικές διαδικασίες. Αυτό φυσικά δεν υπήρξε ποτέ απόλυτο, όπως καμία όψη του κυνηγιού των μαγισσών δεν αποκλείει κάποια άλλη. Κυρίαρχος παραμένει ως το τέλος ο πολύ υπαρκτός φόβος του maleficium (μαύρη βλαπτική μαγεία).
Με την ενεργή πίστη στην μαγεία και σε συνδυασμό με τους νέους νόμους που υιοθετήθηκαν, ώστε τα δικαστήρια να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά, οι διώξεις τραβούσαν σε βάθος χρόνου. Η υποστήριξη της άρχουσας τάξης ήταν πάντα προϋπόθεση για την έναρξη της καταδίωξης, αλλά όχι και για να κινούνται τα νήματα. Σε τοπικό επίπεδο υπήρχαν διαφοροποιήσεις, συνολικά όμως προέκυψε μια περίπλοκη κι απρόβλεπτη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους λαϊκούς και τις ιδέες της ελίτ περί μαγείας. Αν κι δεν υιοθετήθηκαν ποτέ πλήρως από τα κατώτερα στρώματα, οι ιδέες αυτές φαίνονται στα αρχεία των δικών έπειτα από μεθοδευμένες ερωτήσεις. Παρά την υπόδειξη της δικαστικής οδού από τους άρχοντες, τελικά ήταν ο πληθυσμός που προμήθευε τους υπόπτους, ακόμα και σε περιπτώσεις που επαγγελματίες κυνηγοί μάγων και μαγισσών, όπως για παράδειγμα ο Matthew Hopkins, ενέπνεαν ζήλο και εξαπέλυαν ανηλεές κυνήγι. Άπαξ και μια υπόθεση έφτανε στα δικαστήρια, η πιθανότητα απόσυρσης της ήταν μηδαμινή. Πολλά από τα θύματα ομολογούσαν αυθόρμητα εφόσον ήξεραν ότι, από την στιγμή που είχαν κατηγορηθεί, η άμυνα ή η αντίσταση από μέρους τους θα σήμαινε μια ατέλειωτη δίκη. Ακόμη κι αν αθωώνονταν δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η κοινωνία θα τους δεχόταν πίσω. Αυτή η κοινοτική συμμαχία και σιωπηρή αποδοχή κατείχε σημαντικό ρόλο στην συνέχεια των δικών.
Η ομοφωνία τους στο αν θα εναγκαλίζονταν ή θα απέρριπταν την όλη διαδικασία προδίκαζε και το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ανά περιοχές εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις όσο αφορά στον αριθμό των δικών και των θυμάτων, την χρονική στιγμή που έλαβαν χώρα, καθώς και την διάρκεια τους. Οι τοπικές καταδιώξεις έτειναν να διαρκούν πολύ και να εξαπλώνονται από τα στενά όρια ενός χωριού στα αμέσως γειτονικά του. Σε μια απόπειρα να καταλαγιάσουν τον αιμοβόρο ενθουσιασμό του πλήθους, οι δικαστές αντέδρασαν πιο κριτικά ως προς τις αποδείξεις που παρουσιάζονταν. Έγιναν πιο λεπτολόγοι και καχύποπτοι, ενώ ήλεγχαν πάντα την ποιότητα των σχέσεων ανάμεσα στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο. Όσο η διωκτική μανία έσβηνε στην Ευρώπη, όλο και περισσότερες αθωωτικές αποφάσεις λαμβάνονταν.
Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί ένα πισωγύρισμα στην συνήθεια των κατοίκων της κοινότητας να απαλλάσσονται μόνοι τους από τα στοιχεία που τους απειλούσαν. Οι ίδιοι οι αθωωμένοι επέλεγαν να εγκαταλείψουν την εστία τους και να αναζητήσουν σε άλλες περιοχές μια νέα ζωή, απαλλαγμένοι από την προκατάληψη και την φήμη που θα τους χαρακτήριζε στο χωριό τους. Εξασφάλιζαν με τον τρόπο αυτό ακόμα και την επιβίωση τους, καθώς ήταν πολύ πιθανό οι συντοπίτες τους να έπαιρναν τον νόμο στα χέρια τους. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούσαν και τα μέλη της οικογένειας των εκτελεσθέντων. Ο χαρακτηρισμός του μάγου ή της μάγισσας ήταν κληρονομικός, και οι συγγενείς αντιμετωπίζονταν πάντα ως απειλή από τους κατήγορους και τους μάρτυρες, οι οποίοι παρακινούνταν από τον φόβο των αντίποινων. Το ότι οι κοινωνίες δεν αυτοκαταστράφηκαν ολοσχερώς μέσα από αλληλοκατηγορίες και φόνους, δείχνει τον βαθμό στο οποίο η όλη διαδικασία ήταν κάτω από διαρκή έλεγχο. Την περιόριζαν και οι άρχουσες τάξεις, όταν έβλεπαν ότι η κατάσταση έβγαινε εκτός ελέγχου, παράλληλα όμως λειτουργούσαν αδιάλειπτα και οι ανεπίσημοι κοινοτικοί μηχανισμοί. Προτεραιότητα έδιναν στην διαπραγμάτευση, παρά την κατά μέτωπο επίθεση ακόμη κι αν άγγιζαν τον εκφοβισμό και την απειλή. Με το να περιορίζουν την προσωπική τους έκθεση σε διαπληκτισμούς ή με τον να γίνει απόπειρα να ελεγχθεί η συμπεριφορά του υπόπτου άφηναν τα πράγματα να κυλήσουν στον χρόνο και να οδηγήσουν μόνα τους στην επίσημη οδό ή την ανεπίσημη διευθέτηση. Μπορεί η πρώτη επιλογή να προτιμήθηκε δεόντως, ειδικά στην τελευταία φάση του κυνηγιού των μαγισσών, για τον αριθμό όμως των περιοχών που δεν παρουσιάζουν δικαστικά αρχεία, πρέπει να υποθέσουμε ότι ακολουθούσαν τους πιο παραδοσιακούς τρόπους επίλυσης των ‘μαγικών’ προβλημάτων τους.
Μελετώντας την μεσαιωνική κοινωνία ως προς το ανθρώπινο δυναμικό της, δεν θα μπορούσε να λείψει μια πιο συγκεκριμένη αναφορά στην πρακτική της δίωξης. Αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης, ένα σύμπτωμα της βαρβαρότητας και της προκατάληψης που την διέκριναν. Βασική αιτία δίωξης ήταν η ύπαρξη ανθρώπων των οποίων οι θρησκευτικές αντιλήψεις απέκλιναν από τις αρχές που πρέσβευε το δόγμα της επίσημης Εκκλησίας. Διωγμοί σημειώνονται φυσικά και στην Ρωμαϊκή και μετέπειτα την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στην Δύση εμφανίζονται από τον 11ο αιώνα και εξής. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι πριν από εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν αιρέσεις, ούτε και μια σαφώς προσανατολισμένη θρησκευτική εξουσία στην οποία θα ήταν ενάντιες. Άπαξ και ξεκίνησαν όμως οι διώξεις, έγιναν συνήθεια. Εξασκείται πλέον σκόπιμη και κοινωνικά εγκριμένη βία η οποία κατευθυνόταν μέσω κυβερνητικών, δικαστικών και κοινωνικών θεσμών, ενάντια σε ομάδες ανθρώπων που προσδιορίζονταν από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φυλή, θρησκεία ή τρόπο ζωής). Η αίρεση αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγκληματικής ενέργειας που στο ρωμαϊκό δίκαιο ήταν γνωστή ως crimen laesae maiestatis (“έγκλημα κατά του έθνους”). Ειδικότερα οι αιρέσεις, αποτελούσαν πολιτικό ζήτημα. Την περίοδο της μετάβασης από τις πολλές μικρές κοινωνίες στα έθνη κράτη, οι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν τους διωγμούς ως μηχανισμό για να επιβάλλουν την εξουσία τους ως νόμιμη. Ήταν ένα όπλο στον ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στις δυναστείες για πολιτική επιρροή. Η εικόνα του αιρετικού ως ‘εχθρού της κοινωνίας’, ενός ατόμου που εναντιωνόταν στην ιερή διδασκαλία της εκκλησίας, στην έννομη τάξη και τα χρηστά ήθη, φανάτιζε τον συμμορφωμένο λαό. Όταν ξεκινούσε η βία, πολλοί ήταν προετοιμασμένοι να συμμετέχουν, αρκετές φορές με πέραν του δέοντος αγριότητα. Το κυνήγι των μαγισσών άλλωστε, πήρε την μορφή διωγμού από την στιγμή που η μαγεία ορίστηκε ‘αίρεση’. Το 1398 η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου των Παρισίων κήρυξε την μαγεία αίρεση. Η απόφαση στηρίχτηκε στο πόρισμα ότι η maleficia συνεπαγόταν ειδωλολατρία, και ότι οι κακές πράξεις διεξάγονταν μέσω μιας συμφωνίας με τον διάβολο. Αργότερα, στο Malleus Maleficarum οι δομινικανοί ιεροεξεταστές που συνέγραψαν το εγχειρίδιο προσδιορίζουν την μαγεία ως ‘αίρεση των γυναικών’. Κρατώντας όμως μια απόσταση από οποιαδήποτε έμφυλη διάσταση, παρατηρούμε την μαγεία από λαϊκή πεποίθηση να μεταφέρεται πρώτα σε ένα πλαίσιο αντιθρησκευτικό, για να καταλήξει στην ποινικοποίηση της ως έγκλημα. Η εξέλιξη της αυτή δεν απορρέει από το μίσος των ανθρώπων, αλλά από τις αποφάσεις των ηγεμόνων και των ιεραρχών. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι έβρισκαν έδαφος γόνιμο για να εφαρμόσουν με επιτυχία τις αποφάσεις αυτές. Από τον 14ο ως τον 18ο αιώνα η Ευρώπη βρισκόταν κάτω από την επήρεια ενός φοβικού κλίματος. Ο φόβος ως ιστορικό φαινόμενο συχνότερα προσδιορίζεται σε σχέση ή σε αντιπαράθεση με την αγωνία (την γενικότερη αβεβαιότητα για το μέλλον).
Οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπους με τους οποίους ανταπεξέρχονταν στις δυσκολίες της ζωής, και έπαιρναν προληπτικά μέτρα ενάντια σε οτιδήποτε θεωρούσαν απειλή, από τα πιο πρακτικά ζητήματα (πυρκαγιά, πλημμύρα, επιδημία) έως τα μη- ορατά (θάνατος, μαγεία, ο ίδιος ο φόβος). Τέτοιου είδους αγωνίες διατηρούνταν ατομικά αλλά σε πολλές περιπτώσεις ο φόβος παρουσιαζόταν συλλογικά και συνεπώς δρούσε μεταδοτικά και συνεχόμενα. Το φαινόμενο των αποδιοπομπαίων τράγων καταδεικνύει την ικανότητα του φόβου να λειτουργήσει ως ενοποιητικός παράγοντας, με το να ενισχύει το αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας και με το να ενθαρρύνει την συνεργασία. Η περίπτωση της δίωξης μάγων και μαγισσών ήταν η ακραία εκδοχή αυτής της λειτουργίας του φόβου. Το κυνήγι μαγισσών ήταν ένα φαινόμενο που επηρέασε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και φυσικά σε διαφορετικό βαθμό.
Αν ο φόβος ήταν ένα συναίσθημα ακατάλυτο, που μόνο σταδιακά μπορούσε να μειωθεί και να ξεπεραστεί, ο πανικός ήταν μια ξαφνική, μικρής διάρκειας κατάσταση. Η οποία όμως, στο αποκορύφωμα της δεν μπορούσε να ελεγχθεί όπως ο φόβος. Το μοτίβο του πανικού φέρει μεγάλες ομοιότητες στην εμφάνιση του, τη διάρκεια και τον τρόπο που σβήνει, με το κυνήγι μαγισσών. Το οποίο όμως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί πολύ χειρότερα, εάν οι αρχές δεν αποφάσιζαν, όταν συνειδητοποίησαν τον βαθμό στον οποίο είχε εκτροχιαστεί η κατάσταση, να επέμβουν προς καταστολή του φαινομένου. Αυτό συμβαίνει διότι οι αρχές είχαν την ικανότητα να περιορίζουν ή έστω να διαχειρίζονται τον φόβο του λαού. Η ικανότητα αυτή αποδείχτηκε κρίσιμη στο να αποφευχθεί η μεταλλαγή μιας αγωνιώδους κατάστασης σε αληθινό πανικό. Τέλος η Εκκλησία, έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο, με το να καθησυχάζει του πιστούς και να τους παρέχει τα μέσα να υπερβούν τους φόβους τους για τη σωτηρία της ψυχής και την θεία πρόνοια. Η διαφοροποίηση επήλθε στο ότι τα μέσα αυτά στεγανοποιήθηκαν και περιορίστηκαν στο καθαρά δογματικό πλαίσιο.
Το ευαγγελικό μήνυμα ήταν μια σημαντική ανακάλυψη για τον αγροτικό πληθυσμό που αγωνιζόταν και πριν το 1520 για αυτονομία στην διακυβέρνηση του. Επέφερε την επικύρωση μιας ανώτερης δύναμης για τις απαιτήσεις και τις διαμαρτυρίες τους, τον Λόγο του Θεού, μια πιο γρανιτένια μορφή ‘θεϊκού’ νόμου’. Όπως εκλάμβανε το μήνυμα ο απλός λαός, ο έλεγχος που ασκούσε η άρχουσα τάξη εναντιωνόταν στην ελευθερία των Χριστιανών και η δεκάτη δεν δικαιολογούνταν βάση της Βίβλου. Γενικά, οποιαδήποτε απαίτηση των δεν τεκμηριωνόταν από τον Λόγο του Θεού, ήταν άκυρη. Όταν ο πόλεμος των χωρικών του 1524-25 απέτυχε, και οι αριστοκρατικές και οι εκκλησιαστικές αρχές διαχώρισαν σαφώς την θρησκευτική μεταρρύθμιση από την κοινωνική διαμαρτυρία. Ήταν μια πρώτη αίσθηση χάσματος που βίωσαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Από την άλλη, ο προτεσταντικός κλήρος στο 80-90% απαρτιζόταν από απόφοιτους πανεπιστημίου.
Η κοινωνική απόσταση λοιπόν ανάμεσα στον κλήρο και τους πιστούς ήταν μεγάλη, και η ύπαρξη της είχε ως αποτέλεσμα ήταν την τυφλή προσήλωση του ποιμνίου, είτε την δυσπιστία. Για τους χωρικούς, ο πάστορας αντιπροσώπευε μια κοινωνική αρχή. Σαν επιστέγασμα, η επικράτηση του Προτεσταντισμού συνέβαλε στην κρατικοποίηση εκκλησιαστικών εδαφών και την μετατροπή πεδίων του εκκλησιαστικού νόμου σε κοσμικό πλαίσιο. Ακόμη, διευκόλυνε ως ένα βαθμό και την επιβολή του κρατικού απολυταρχισμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοσμικοί και εκκλησιαστικοί φορείς συστρατεύτηκαν με στόχο την εξάλειψη των παγανιστικών παραδόσεων και των προλήψεων των αγροτικών κοινοτήτων. Ποινικοποιώντας έθιμα, αναθεματίζοντας συμπεριφορές και συνήθειες μέσω του κηρύγματος, επιβάλλοντας την τυπική εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων και ελέγχοντας την στην πράξη. Στις πιο ‘ανυπότακτες’ κοινότητες, σημειώνονται και οργανωμένες διώξεις μαγισσών, εξυπηρετώντας πάντα τον ίδιο σκοπό: την απομαγοποίηση της υπαίθρου. Επιπλέον, η εδραίωση της προτεσταντικής μεταρρύθμισης στον 16ο αιώνα οδήγησε στην κατάργηση των παραδοσιακών προστατευτικών μέσων της Καθολικής Εκκλησίας. Οι πάστορες δεν ήταν το ίδιο πρόθυμοι με τους καθολικού ιερείς να προσφέρουν πνευματικές υπηρεσίες ως αντί- μαγεία. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταθούν οι φοβίες των ανθρώπων επειδή θεωρήθηκε πως οι κοινότητες ήταν ευάλωτες στην εχθρική μαγική παρέμβαση.
Στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η κεντρική διοίκηση αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες στο να επιβάλλει δικαστικό έλεγχο στις περιφέρειες. Εκεί, καθώς οι Καθολικές και οι Προτεσταντικές αρχές αντιμάχονταν για να αποδείξουν τον ζήλο τους, είχαν ως αποτέλεσμα στις πρώτες γραμμές των γερμανόφωνων περιοχών μόνο, τουλάχιστον 20.000 εκτελέσεις. Η άνοδος των εθνών κρατών σημαδεύτηκε από νέα καθεστώτα που εδραίωσαν περισσότερο συγκεντρωτικές ή κοσμικές κυβερνήσεις. Εκδήλωσαν επίσης την ανεξαρτησία τους απέναντι στη παποσύνη είτε με την απευθείας υιοθέτηση της Μεταρρύθμισης, είτε μέσα από την εθνικοποίηση- εκκοσμίκευση θεσμών του εκκλησιαστικού δικαίου. Ήταν αναγκαίο γι’ αυτά τα καθεστώτα να επιδείξουν την νομιμότητα τους απέναντι στους υπηκόους τους, τους συμμάχους και τους εχθρούς τους. Αυτό το επεδίωκαν μέσα από την ιδιοποίηση της θρησκευτικής εξουσίας η οποία προηγουμένως αποδιδόταν στην εκκλησία της Ρώμης. Η εμφάνιση αντίπαλων εκδοχών του Χριστιανισμού, κάθε μια με τις αποκλειστικές της διεκδικήσεις, διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική χρησιμότητα της θρησκείας για τους ηγεμόνες της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης.
Υποθέσεις μαγείας πριν το 1618, και κατά την διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου:
Στην πρώιμη νεώτερη Ευρώπη, την περίοδο 1500-1700, χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν με την κατηγορία για τέλεση μαγείας με τη συνεργεία του διαβόλου. Οι αριθμοί που μας παραδίδονται έχουν σίγουρα μεγαλοποιηθεί, όμως με ομοφωνία οι ιστορικοί παρατηρούν πως τα δύο τρίτα των καταδικασμένων για μαγεία προέρχονταν από τις γερμανόφωνες περιοχές. Μερικοί περιέγραψαν το φαινόμενο ως «συλλογική παράκρουση με τις μάγισσες» (Hexenwahn), δίνοντας έτσι έμφαση στο στοιχείο του παράλογου που χαρακτήριζε τις διώξεις. Η μαγεία χαρακτηρίστηκε αίρεση. Την εποχή εκείνη η Ευρώπη διένυε μια περίοδο σχηματοποίησης της θρησκευτικής ταυτότητας, και συνεπώς η θρησκευτική ανοχή απουσίαζε. Οι διώξεις μαγισσών αντανακλούσαν αυτήν την πραγματικότητα. Πήραν δε τέτοιες διαστάσεις που μόλις ένας αιρετικός πέθαινε στην Δυτική Ευρώπη για κάθε δέκα μάγισσες που εκτελούνταν.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Hansen, ιδιαίτερα επλήγησαν οι ορεινές περιοχές, κυρίως οι Άλπεις και τα Πυρηναία. Τα θύματα προέρχονταν κατά βάση από απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές με χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο και φτωχό ιστορικό χριστιανικής ευλάβειας. Μέρη στα οποία οι παλαιές λαϊκές δεισιδαιμονίες ήταν ακόμη ισχυρές. Η Κεντρική Ευρώπη πιθανότατα δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα. Η μαγεία γενικά άνθιζε σε μεθοριακές περιοχές, ορεινές οι πεδινές, με εξαιρέσεις όπως αυτή της νότιας Γερμανίας όπου το φαινόμενο ήταν συχνά αστικό. Οι κατηγορούμενοι προμηθεύονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των αγροτικών κοινωνιών. Στην πλειοψηφία τους ήταν γυναίκες, και ανήκαν στα περισσότερο ευάλωτα μέλη των κοινοτήτων, στις λιγότερο προνομιούχες ομάδες. Οι καταγγελίες για μαγεία είχαν τις ρίζες τους σε μνησικακίες και έχθρες στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Οι διώξεις λάμβαναν χώρα σε μια κοινωνία σε μετάβαση, όπου η υποχώρηση της παραδοσιακής αλληλοβοήθειας και της ελεημοσύνης εξέθρεψε τη μνησικακία.
Η άρνηση της ελεημοσύνης προκαλούσε τον φόβο της εκδίκησης. Ο επαίτης ή η ηλικιωμένη γυναίκα (βάσει του μοτίβου) που δεν βοηθήθηκε μπορούσε μέσω μαγείας να προκαλέσει κακό σ’ αυτόν που αρνήθηκε να παρέχει βοήθεια. Κάποιες γυναίκες ύποπτες για μαγεία εκμεταλλεύονταν τον φόβο αυτό για να αναγκάζουν τους χωρικούς να τις εξυπηρετούν. Σε περιόδους κρίσης, αυτά τα άτομα διώκονταν και κατηγορούνταν στις δικαστικές αρχές. Οι υποθέσεις που υποστηρίζονται από αρχειακό υλικό όμως, ξεπερνούν κατά πολύ το μοτίβο της ‘άρνησης ελεημοσύνης’. Η εχθρότητα μεταξύ γειτόνων ήταν μια σταθερά σε όλες τις υποθέσεις. Οι τριβές που προέκυπταν μπορούσαν και να υπερβούν την θυματοποίηση ενός ή δύο ατόμων, προερχόμενες από διχόνοιες που εκτείνονταν σε βάθος χρόνου και αντιπαραθέσεις στις οποίες είχε εμπλακεί ολόκληρη η κοινότητα. Το κόστος των διώξεων των μαγισσών σε ανθρώπινες ζωές ήταν σίγουρα μεγάλο, αν και οι αριθμοί που παραδίδονταν ήταν εξωφρενικοί. Τους είχαν παραδώσει οι σύγχρονοι του φαινομένου, όπως και αρκετοί ιστορικοί που ερμήνευαν το κυνήγι μαγισσών στα δικά τους ιδεολογικά πλαίσια, πλέον όμως έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα. Ακόμα κι αυτή όμως η πραγματικότητα, απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή, ήταν όντως ζοφερή.
Στην νοτιοδυτική Γερμανία 2.935 άτομα εκτελέσθηκαν ως μάγοι ανάμεσα στο 1560- 1670. Τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου αυτού, θανατώθηκαν την περίοδο 1570- 1630. Ο αριθμός των διώξεων ήταν υψηλός σε περιοχές όπου οι εξουσιαστικές αρχές με την ενθάρρυνση ή την ανοχή ανώτερων αξιωματούχων, εξαπέλυαν κυνήγι μαγισσών αυτοβούλως. Για παράδειγμα, στη Fudda της Γερμανίας από το 1603 ως το 1605 ο Balthasar Nuss υπήρξε υπεύθυνος για τον θάνατο περίπου 250 κατηγορούμενων για μαγεία. Η δραστηριότητα του διακόπηκε από τον θάνατο του υποστηρικτή του, και πρίγκιπα ηγούμενου Balthasar von Derimbach, τον Μάρτιο του 1606. Ο νέος πρίγκιπας-ηγούμενος συνέλαβε τον Nuss ο οποίος φυλακίστηκε και εν τέλει αποκεφαλίστηκε το 1618 για τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τις διώξεις. Στο καλβινιστικό παλατινάτο της βόρειας Γερμανίας έγιναν λίγες δίκες. Για λόγους αρχής δεν εκτελέστηκε ούτε ένα άτομο για μαγεία. Οι κυβερνήτες της περιοχής έλαβαν μέτρα ώστε να σταματήσουν οποιαδήποτε απόπειρα δίωξης, ενώ οι μηνύσεις στα δικαστήρια δεν γίνονταν δεκτές.
Η γενική εικόνα που μας παραδίδεται είναι ότι εκείνο που προσδιόρισε το αν θα γίνονταν διώξεις για μαγεία ή όχι, ήταν οι ατομικές αποφάσεις της ανώτερης τάξης, ρωμαιοκαθολικής ή προτεσταντικής. Αυτό μας προβληματίζει για τον βαθμό στον οποίο ο λαός πίεζε τις άρχουσες τάξεις να ξεκινήσουν κυνήγι μαγισσών. Φαίνεται ότι δεν ήταν απαραίτητο να επιβληθεί ο μηχανισμός στα κατώτερα στρώματα. Ενσυνείδητα οι κάτοικοι των κοινοτήτων, εφόσον είχαν γνώση της διαδικασίας, αποφάσιζαν να απαιτήσουν την δίωξη των υπόπτων, γνωρίζοντας ότι η καταδίκη τους θα σήμαινε θάνατο στην πυρά. Ο κατατρεγμός των μάγων και των μαγισσών μπορούσε να ξεκινήσει ως πολιτική υπόθεση αλλά στο τέλος οι κεντρικές αρχές έδειξαν ετοιμότητα στο να εξετάζουν τις κατηγορίες και να ελέγχουν την διαδικασία προσεκτικά. Περιοχές όπως η Γερμανία, η Ελβετία και η Γαλλία, που διατηρούσαν μια αυτονομία και δεν υπήρχε ισχυρός κεντρικός έλεγχος, βρίσκονται στην κορυφή της κλίμακας των διώξεων. Η συνάρτηση της πολιτικής με τις δίκες για μαγεία ήταν περιστασιακή και οι κοινωνικοί ή ηθικολογικοί στόχοι, δεν έπαιζαν εν τέλει σημαντικό ρόλο σε αυτές.
“Οι διώξεις μάγων και μαγισσών ήταν διαφορετικές από τα περιστασιακά λιντσαρίσματα. Για να δημιουργηθεί μια δυναμική δίωξη, έπρεπε το στερεότυπο πρώτα να μεταφερθεί στην περιοχή από την ντόπια αριστοκρατία. Παρακολουθώντας αυτήν την άφιξη, οι κοσμικές και οι εκκλησιαστικές αρχές μπορούσαν να επιτρέψουν, ή να μην επιτρέψουν, τη διεξαγωγή διώξεων, ή πάλι, να φαίνονται πολύ αδύναμες ώστε να τα εμποδίσουν αποτελεσματικά. […] οι συλλήψεις σύντομα θα προκαλούσαν αποσταθεροποίηση και ένταση […]. Πριν από και μετά τις διώξεις μάγων και μαγισσών, οι χωρικοί είχαν βρει τα μέσα αντιμετώπισης των υπόπτων για άσκηση δαιμονικής μαγείας. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, διάφορα ειδικά ξόρκια καθώς και πίεση από την κοινότητα. Σπανίως, όμως, έφθαναν έως την εκτέλεση”.
Η Γερμανία έρχεται πρώτη στις περιοχές του πιο έντονου διωγμού, ενώ οι δίκες μαγισσών έγιναν συστηματικές μόλις από το 1480 και εξής, σε ορισμένες δε περιοχές από το 1580. Γενικά, η κορύφωση των διώξεων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο έλαβε χώρα την περίοδο από το 1580 ως το 1630. Ένα πλαίσιο δογματικής καθοδήγησης δημιουργήθηκε, σχετικά με την επιρροή της μαγείας στις κοινωνικές, θρησκευτικές, οικονομικές και πνευματικές σχέσεις της κοινωνίας του χωριού, η οποία διεξαγόταν για πολύ καιρό από την αριστοκρατία. Το στερεότυπο του μάγου και της μάγισσας είχε επισκιάσει τις παραδοσιακές απόψεις των χωρικών για τους μάγους- γητευτές και τις δαιμονικές τους πράξεις. Οι χωρικοί έστρεψαν τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς και τους φόβους τους εναντίον των ίδιων των γειτόνων τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εντάσεις αυτές, καθώς και οι διαρκείς μνήμες θανάτου και συμφορών στο περιβάλλον των αγροτών, όπως και η προθυμία τους να δουν τον διάβολο να δρα στην κοινότητα τους, συνέδραμαν στο να χαλκευτούν κατηγορίες για μαγεία.
Η μετάδοση φόβου στην περιοχή, όπως είδαμε, εξαρτιόταν από την επιδοκιμασία και συμμετοχή της τοπικής αριστοκρατίας καθώς και από τη δικαστική κατάσταση που παρέκλινε από τον κανόνα ή δεν εποπτευόταν από ένα ισχυρό ανώτατο δικαστήριο. Τα δικαστήρια που εκδίκαζαν υποθέσεις μαγείας στην Γερμανία στα τέλη του 16ου αιώνα, ιδίως τα επαρχιακά εκκλησιαστικά δικαστήρια, κρατικοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα την αύξηση των διώξεων. Η ελίτ είχε κατασκευάσει έναν μηχανισμό καταδίωξης και πρόσθεσε ένα νέο όπλο στον εξοπλισμό των κοινοτήτων απέναντι στην μαγεία. Τα θύματα μαύρης, βλαπτικής μαγείας είχαν πλέον την δυνατότητα να καταστρέψουν τους επιτιθέμενους τους μέσω εγκεκριμένων, επίσημων διαδικασιών που παρείχαν τα δικαστήρια. Η δυνατότητα αυτή που παρείχε η νομοθεσία χρησιμοποιήθηκε εξίσου από άνδρες και γυναίκες, αλλά οι άντρες, και συνηθέστερα όσοι είχαν κάποιο κύρος στις κοινότητες τους, ήταν εκείνοι που έκαναν κατάχρηση της διαδικασίας.
Εκείνοι απεύθυναν τις κατηγορίες και ενορχήστρωναν την δίωξη, επιστρατεύοντας τους γείτονες τους να καταθέσουν, επιβεβαιώνοντας την κακοβουλία του κατηγορούμενου βάσει παρελθοντικών εμπειριών. Όσοι επέλεγαν να χρησιμοποιήσουν τον προαναφερθέντα μηχανισμό εναντίον των μαγισσών, ήταν υποχρεωμένοι να μετασχηματίσουν τους τοπικούς φόβους και τις φήμες από τις οποίες προήλθε η δίωξη, σε νομικές διατυπώσεις όπως ορίζονταν από τα καταστατικά και διαβάζονταν από τους δικαστές. Οι γυναίκες, αν και ενεργές στην δημιουργία υποψιών μέσω του κουτσομπολιού, και στην ενασχόληση τους με παραδοσιακά προστατευτικά μέτρα και τεχνικές που επικύρωναν μια κατηγορία, κατείχαν μόνο βοηθητικό ρόλο στην επίσημη δίωξη. Λειτουργούσαν βοηθητικά στις δίκες και στην ανακριτική διαδικασία.
Εκτός από τα σποραδικά επεισόδια πανικού που παρουσιάζουν ένα καταιγισμό δικών μαγείας, οι περισσότεροι κάτοικοι της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης θεωρούσαν τον νόμο ως όπλο ύστατης επιλογής ενάντια στις μάγισσες. Έκαναν χρήση μια ποικιλίας έξω- θεσμικών μεθόδων αντιμετώπισης τους, ενόσω τα άτομα που θεωρούνταν μάγοι/ μάγισσες και οι οικογένειες τους επίσης ακολουθούσαν κάποιες στρατηγικές προς την υπεράσπιση τους απέναντι σε φήμες αλλά και ανοιχτές κατηγορίες για άσκηση μαγείας. Προοίμιο στην επίσημη κατηγορία ήταν μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία εξάπλωσης και διασταύρωσης βλαβερών φημών που αφορούσαν υποτιθέμενους μάγους και μάγισσες. Αυτή η διαδικασία επενεργούσε ανάμεσα στις κοινότητες, έτσι ακόμα κι αν μια περιοχή ήταν επιφυλακτική απέναντι στην δικαστική οδό, σε περίπτωση που οι γείτονες της βεβαίωναν την αποτελεσματικότητα της, προέβαιναν στην δημόσια καταγγελία αποφασιστικά.
Η αίσθηση κινδύνου αυξανόταν σημαντικά όταν η προσέγγιση άλλων κοινοτήτων και πόλεων με σχετικές δίκες, ήταν ακόμη πιο στενή. Αυτό καταδεικνύουν κυνήγια που συνέβησαν στην Γενεύη το 1545 και το 1568-69. Στο Ensisheim από το 1551 έως το 1622, στο Thann από το 1572 έως το 1620, στη Βασιλεία το 1570, στο Molsheim πιθανόν το 1575 και σίγουρα το 1619- 20. Τα νέα για τους μάγους και τις μάγισσες διαδίδονταν μέσα από την γνώση για άλλες δίκες, όπως και το περιεχόμενο των δαιμονολογικών θεωριών που αφορούσαν στον ρόλο του Διαβόλου, στις νυχτερινές συγκεντρώσεις των μαγισσών και σε άλλες λεπτομέρειες που, αν και δεν αφομοιώθηκαν ποτέ πλήρως, η γνώση τους προετοίμαζε τους χωρικούς να τις αποδεχθούν πιο εύκολα, όταν τις άκουγαν από το στόμα του ανακριτή.
ΠΗΓΕΣ: cognoscoteam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου