Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Ναγκόρνο Καραμπάχ: Πόλεμος διαρκής και περίπλοκος



Το Ναγκόρνο Καραμπάχ (ΝΚ), «ο ορεινός μαυρόκηπος», όπως δηλώνει και το όνομά του, ορίζει μια ορεινή περιοχή, έναν όγκο από βουνά και λόφους, που σχεδόν «ακουμπά» την Αρμενία στα δυτικά και κατηφορίζει στις πεδιάδες του Αζερμπαϊτζάν στα ανατολικά.

Ας δούμε όμως και τη γενική ιστορική επισκόπηση των τελευταίων αιώνων, καθώς και οι μεν και οι δε, Αρμένιοι και Αζέροι, επικαλούνται ιστορικά δικαιώματα στην περιοχή αυτή:

– Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, το ΝΚ ήταν μέρος της ιστορικής και «μεγάλης» Αρμενίας.

– Τον 4ο αιώνα μ.Χ. κατακτήθηκε από τους Πέρσες Σασσανίδες, τους τελευταίους Ζωροάστρες, που κατάφεραν να αναβιώσουν ένα μεγάλο περσικό κράτος.

– Τον 7ο αι μ.Χ. επικράτησαν οι μουσουλμάνοι και η περιοχή ήταν μέσα στα όρια χαλιφάτων και ισλαμικών φέουδων, έχοντας όμως παραδοσιακά αρμενικό πληθυσμό και κυρίως αρμενική πολιτιστική ταυτότητα.

– Από το 1450 περίπου ως το 1805, η περιοχή παραμένει στη σφαίρα επιρροής της Περσίας, με αυξημένη αυτονομία, που εκφράζεται μέσα από τα αρμενικά πριγκιπάτα «μελίκ», τη μοναδική μορφή αρμενικής διοίκησης για αιώνες. Στα μέσα του18ου αιώνα, τα «μελίκ» παρακμάζουν και η διοίκηση αποκτά ως κέντρο την πόλη Σούσα, πρωτεύουσα του μουσουλμανικού χανάτου. Οι Αρμένιοι της περιοχής, μάλιστα, πήραν το μέρος των Περσών κατά των Οθωμανών, σε περιπτώσεις ευρύτερων συγκρούσεων (1720). Αυτό ας το κρατήσουμε σαν ιστορικό στοιχείο, καθώς ακόμα και σήμερα, η Αρμενία έχει κλειστά σύνορα με την Τουρκία και αρκετά καλές σχέσεις με το Ιράν.

– Το 1805, η περιοχή γίνεται επίσημα Ρωσικό προτεκτοράτο, διατηρώντας τη μουσουλμανική διοίκηση.


– Δύο περσο-ρωσικοί πόλεμοι και αντίστοιχες Συνθήκες (1813 και 1828) αποδίδουν την περιοχή στη Ρωσική αυτοκρατορία.

– Το 1823 υπολογίζεται ότι το 90% του πληθυσμού είναι Αρμένιοι.

– 1923, με απόφαση της νεαρής τότε ΕΣΣΔ, αυτή η περιοχή αποδόθηκε στο Αζερμπαϊτζάν, παρότι είχε πλειοψηφία αρμενικού πληθυσμού.

Πώς όπως έφτασε η ΕΣΣΔ σε αυτή την απόφαση;

Ήταν μια εποχή που τα νέα σύνορα της νέας χώρας, καθώς και οι εσωτερικοί συσχετισμοί της κάθε περιοχής, καθόριζαν τη διοικητική διαίρεση και δημιουργούσαν νέες περιφερειακές ενότητες, μην λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εθνοτικές ιδιαιτερότητες και διάφορες. Αρχιτέκτων αυτής της λογικής υπήρξε και ο Στάλιν, που διετέλεσε κομισάριος (υπουργός) εθνοτήτων-μειονοτήτων, καταγόμενος και ο ίδιος από τον πολυεθνικό και πολυγλωσσικό Καύκασο, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις εκρηκτικές συνυπάρξεις και γειτνιάσεις της περιοχής αυτής.
 

Εδώ όμως αξίζει να σημειώσουμε την ιστορική αλληλουχία των γεγονότων. Ακριβώς την ίδια περίοδο, το 1922 και 1923, η ΕΣΣΔ είχε μόλις επικρατήσει ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου, στον οποίο αντιπαρατέθηκε με 10 ξένες χώρες, οι οποίες επιχείρησαν να της αποσπάσουν εδάφη και να τη διαλύσουν. Λίγοι γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου (1918-1922) και μετά της ήττα των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Βρετανοί κατέλαβαν την περιοχή αυτή του ΝΚ, αποδίδοντάς την μάλιστα στο μουσουλμάνο πολιτικό της ηγέτη (Αζέρος, τότε «Τάταρος»).

Εντάσεις υπήρχαν από τότε, καθώς οι εθνικισμοί είχαν έρθει στο προσκήνιο και δημιουργήθηκαν τρεις βραχύβιες και αδύναμες χώρες με αμφισβητούμενα σύνορα: Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν. Το 1920, κατεγράφη η πρώτη μεγάλης έκτασης εκκαθαριστική επιχείρηση, η σφαγή στη Σούσα, κατά την οποία ο αζέρικος στρατός κατέστρεψε την αρμένικη συνοικία και ουσιαστικά εξάλειψε το αρμενικό στοιχείο της πόλης. Τα πράγματα όμως άλλαξαν και εξελίχθηκαν με βάση το τότε γενικό γεωπολιτικό πλαίσιο. Μέχρι το 1922, στην περιοχή επικράτησαν οι Σοβιετικοί και ξανακέρδισαν τα εδάφη που πριν ανήκαν στην τσαρική Ρωσία. Τα τρία αυτά κράτη έπαψαν να υπάρχουν.

Η ΕΣΣΔ έψαχνε υποστήριξη και συμμαχία με την εθνικιστική Τουρκία, προκειμένου να διασφαλίσει τα σύνορα της. Μέρος αυτής της διευθέτησης και συμφωνίας ήταν να αποδοθεί το Ναγκόρνο Καραμπάχ στο τουρκόφωνο σοβιετικό και πετρελαιοπαραγωγό Αζερμπαϊτζάν. Ήταν μια απόφαση που ευνοούσε τη Τουρκία έναντι των Αρμενίων και την ίδια στιγμή έδινε «κάτι παραπάνω» στη πλούσια σοβιετική επαρχία του Μπακού (Αζερμπαϊτζάν). Παράλληλα, δόθηκε στο Αζερμπαϊτζάν και ο θύλακας του Ναχιτσεβάν, μια ακόμα στρατηγική περιοχή, που συνορεύει με την Τουρκία, την Αρμενία και το Ιράν.

Ας προσέξουμε το παρακάτω:

Το Ναχιτσεβάν με πλειοψηφία Αζέρικου πληθυσμού, έγινε Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (ΑΣΣΔ – ASSRespublika) υπό τη διοίκηση του Αζερμπαϊτζάν, ενώ το Ναγκόρνο Καραμπάχ με πλειοψηφία Αρμενίων έγινε Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Περιοχή (Όμπλαστ – ASSOblast), επίσης υπό τη διοίκηση Αζερμπαϊτζάν, αλλά με πιο στενό έλεγχο από το Μπακού. Ωστόσο, αυτό το καθεστώς της «Αυτόνομης Περιοχής», ναι μεν αναγνώριζε την ιδιαιτερότητα του ΝΚ, αλλά του απέδιδε μειωμένη αυτονομία σε σχέση με μια «Αυτόνομη Δημοκρατία», που θα είχε δικό της Σύνταγμα και περισσότερα δικαιώματα αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού. Άλλο, λοιπον, «Αυτόνομη Δημοκρατία» και άλλο «Αυτόνομη Περιφέρεια ή Περιοχή» στα πλαίσια της ΕΣΣΔ. Η πρώτη είναι σαφώς ισχυρότερη διοικητική οντότητα, ενώ η δεύτερη πιο εξαρτημένη από την κεντρική διοίκηση της κάθε ΣΣΔ.


Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό το σύστημα λειτούργησε σχετικά καλά, για αρκετές δεκαετίες και οι όποιες εθνοτικές διαφορές σχεδόν εξαλείφθηκαν από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τη δεκαετία του 1980.

Πώς έγινε αυτό; Με στιβαρή διοίκηση και έλεγχο των σοβιετικών και κομματικών αρχών, με κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, με κοινά δίκτυα εργοστασίων, συγκοινωνιών, προϊόντων, με καταπίεση των θρησκειών και των εθνικών παθών, με την επικράτηση της κοινής ρωσικής γλώσσας, αλλά και την ισότιμη διδασκαλία των τοπικών γλωσσών. Γενικά, επετεύχθη μια ισόρροπη συνύπαρξη, χωρίς προβλήματα και προστριβές. Συμπερασματικά, η ΕΣΣΔ πήρε μια απόφαση διαίρεσης της περιοχής, που είχε ως αποτέλεσμα τον κατευνασμό των συγκρούσεων και τον έλεγχό της.

Δεν προέβλεπε όμως το σενάριο της κατάστασης στην μετά την ΕΣΣΔ εποχή. Οι θεσμοί της ΕΣΣΔ, ειδικά σε αυτά τα θέματα, δεν είχαν καμία πρόνοια για μία τέτοια περίπτωση. Αυτοί, λοιπόν, που σχεδίασαν όλα αυτά το 1920, δεν ήξεραν τί μπορεί να συμβεί το 1980 ή το 1990. Τι άλλαξε τότε; Αποδυναμώθηκε η κεντρική διοίκηση και με βάση το σοβιετικό Σύνταγμα του 1977, πολλές περιοχές (και όχι μόνο το ΝΚ), άρχισαν να επικαλούνται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και απόσχισης, κάτι που τελικά οδήγησε και στη διάλυση της Ένωσης λίγα χρόνια μετά.


Για την καλύτερη κατανόηση αυτή της διοικητικής ιδιαιτερότητας και της σημερινής της τύχης :

    -Η Αμπχαζία ήταν «Αυτόνομη Δημοκρατία» μέσα στη Γεωργία και αποσχίσθηκε με πόλεμο και με τη δύναμη των ρωσικών όπλων.
    -Η Νότια Οσσετία ήταν «Αυτόνομη Περιοχή» μέσα στη Γεωργία και επίσης αποσχίσθηκε με τη ρωσική ένοπλη επέμβαση.
    -Η Κριμαία ήταν «Αυτόνομη Δημοκρατία» μέσα στην Ουκρανία και προσαρτήθηκε από τη Ρωσία.
    -Το Ναγκόρνο Καραμπάχ ήταν «Αυτόνομη Περιοχή» μέσα στο Αζερμπαϊτζάν και ελέγχεται από τον αρμενικό στρατό.

Όλες οι παραπάνω συνθήκες είναι de facto («εκ των πραγμάτων»), αλλά δεν ισχύουν de jure («εκ του δικαίου»), καθώς δεν υπάρχει διεθνής αναγνώριση.

Το 1989 το ΝΚ είχε 192.000 κατοίκους, εκ των οποίων το 76% ήταν Αρμένιοι και το 23% Αζέροι. Κέντρο των Αρμενίων ήταν παραδοσιακά οι ορεινοί οικισμοί και η πόλη του Στεπανακέρτ. Βάση των Αζέρων ήταν η ιστορική πόλη Σούσα (15.000 κάτοικοι το 1989), με αμιγώς μουσουλμανικό πληθυσμό (μετά το διωγμό των Αρμενίων το 1920), καθώς και οι φυσικοί διάδρομοι και τα χωριά που οδηγούν στην ανατολική πεδιάδα και την μεγάλη πόλη του Αγκντάμ, επί Αζέρικου εδάφους (εκτός του ΝΚ). Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο λεγόμενος «διάδρομος του Λατσίν», μια λωρίδα γης που βρίσκεται ανάμεσα στο ΝΚ και την Αρμενία, στα δυτικά, και ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν*.

Δηλαδή, σύμφωνα με τη συνοριακή διευθέτηση του 1923, το ΝΚ βρίσκεται εξ ολοκλήρου μέσα στο Αζερμπαϊτζάν και δεν έχει χερσαία σύνορα με την Αρμενία, κάτι που σχεδιάστηκε έτσι, ώστε να μην είναι τόσο εύκολη η περίπτωση προσάρτησης στην Αρμενία.
 

*Από το 1923 ως το 1929, ανάμεσα στο ΝΚ και την Αρμενία υπήρξε η «αυτόνομη περιοχή» των Κούρδων με πρωτεύουσα το Λατσίν. Η περιοχή αυτή ονομαζόταν και «κόκκινο Κουρδιστάν» με πληθυσμό μουσουλμανικό – σιιτικό (περίπου 50.000 το 1926).  

Η πόλη του Λατσίν (6.000 κάτοικοι), η Σούσα (15.000 κάτοικοι) και το Αγκντάμ (28.000 κάτοικοι) κατοικούνταν το 1989 εξ ολοκλήρου από Αζέρους και σήμερα ελέγχονται από τον Αρμένικο Στρατό, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός διώχθηκε.

Οι ταραχές ξεκίνησαν το 1988 με τις συμπλοκές Αζέρων και αστυνομίας στο Ασκεράμ και λίγες μέρες μετά με τη σφαγή αμάχων Αρμενίων στο Σουμγκαΐτ του Αζερμπαϊτζάν. Από τότε μια σειρά ταραχών συγκλονίζουν την περιοχή.


Διωγμοί, ψέματα και κατηγορίες εκατέρωθεν και μια σοβιετική διοίκηση που, από τη μια θέλει να κρατήσει την ισορροπία και από την άλλη να συντρίψει την όποια διατάραξη της γενικής τάξης. Κύρια συνέπεια οι εκτοπισμοί αμάχων, οι εκκαθαρίσεις και η ανεπίσημη ανταλλαγή πληθυσμών. Αρμένιοι φεύγουν από το Μπακού και άλλες πόλεις και Αζέροι εγκαταλείπουν τα χωριά τους γύρω και μέσα από το ΝΚ. Ακόμα και όταν οι Σοβιετικοί – Ρώσοι ήθελαν να παρέμβουν, η κατάσταση βρισκόταν σε αδιέξοδο, λόγω του ότι η επίσημη διοικητική υπαγωγή της περιοχής ανήκε στο Αζερμπαϊτζάν. Η ΕΣΣΔ είχε την εποπτεία του Αζερμπαϊτζάν κι αυτό με τη σειρά του τον επίσημο έλεγχο του ΝΚ, το οποίο όμως δεν δεχόταν πλέον τη δικαιοδοσία της Αζέρικης διοίκησης. Η αλυσίδα είχε σπάσει…

Παράλληλα, ένας ακόμα παράγοντας εντείνει τα πάθη και χειροτερεύει την κατάσταση: η κεντρική σοβιετική οργάνωση, που για χρόνια αποτελούσε εγγύηση ειρήνης, τώρα γίνεται μοχλός εκατέρωθεν πίεσης. Το 1989, το Αζερμπαϊτζάν απαγορεύει τη διέλευση των τραίνων που πηγαίνουν στην Αρμενία, δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου οικονομική ασφυξία, καθώς το 85% των προϊόντων στη χώρα διακινούνταν σιδηροδρομικά από και προς τη νότια Ρωσία μέσω του Αζερμπαϊτζάν. Η Αρμενία αντίστοιχα επιβάλλει εμπάργκο στον περίκλειστο θύλακο του Ναχιτσεβάν, που ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν. Και όλα αυτά, ενώ επισήμως υπάρχει η ΕΣΣΔ και οι δύο περιοχές ανήκουν σε αυτήν, χωρίς να είναι ακόμα ανεξάρτητα κράτη.

Στις αρχές του 1990, καταγράφεται ο λεγόμενος «μαύρος Ιανουάριος», που ξεκινά με πογκρόμ μίας εβδομάδας κατά των Αρμενίων του Μπακού και συνεχίζει με τη σοβιετική αιματηρή καταστολή και κατάληψη της πόλης με άρματα μάχης.


Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την ανακήρυξη ανεξαρτησίας από τις δύο χώρες το 1991, ο πόλεμος κλιμακώνεται.

Οι περισσότεροι μαχητές είναι εκπαιδευμένοι στο σοβιετικό στρατό και πολλοί από αυτούς είχαν εμπειρία στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Τα όπλα και των μεν και των δε, είναι κυρίως ρωσικά. Τούρκοι, Τσετσένοι και Αφγανοί εθελοντές τάσσονται με τους Αζέρους και Οσσέτιοι με τους Αρμένιους. Ρώσοι και Ουκρανοί μισθοφόροι, σε μια περίοδο απόλυτης ανέχειας και ανεργίας στις πατρίδες τους, παίρνουν επίσης μέρος στον πόλεμο. Η Ρωσία, παραδοσιακά και ακόμα και σήμερα, παρά τις ουδέτερες, μεσολαβητικές προσπάθειες, είναι πιο κοντά στους Αρμένιους, που υπολογίζουν πολύ και στη βοήθεια από την ισχυρή διασπορά τους ανά τον κόσμο. Μυστήριο παραμένει ο ακριβής ρόλος του Ιράν στον πόλεμο. Παραδοσιακά το Ιράν είχε και έχει καλές σχέσεις με τους Αρμένιους εδώ και αιώνες, ενώ στη χώρα ζει και μια πολύ μεγάλη και ισχυρή αζέρικη μειονότητα. Το Ιράν ήθελε και θέλει να είναι ουδέτερο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, κάποιες ιρανικές ισλαμικές παραστρατιωτικές δυνάμεις (Σεπάχ) πολέμησαν στο πλευρό των Αζέρων. Εκείνο όμως που είναι σίγουρο, είναι ότι η Αρμενία επιβίωσε οικονομικά χάρη στον ανεφοδιασμό από τα ιρανικά σύνορα. Οι ΗΠΑ, αρχικά ευνόησαν την αυτοδιάθεση του ΝΚ βλέποντας εκεί μια ευκαιρία εσωτερικής ρήξης και διάλυσης της ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια, εμμέσως και κεκαλυμμένα, φάνηκε να ευνοούν το Αζερμπαϊτζάν, χωρίς όμως ποτέ να δείξουν ανοιχτά προτίμηση προς κάποια από τις δύο πλευρές.

 

Τον χειμώνα του 1991 – 1992, βομβαρδίζεται για εβδομάδες το Στεπανακέρτ, η πρωτεύουσα του ΝΚ, από τις αζέρικες δυνάμεις. Οι Αρμένιοι επιτίθενται στο Χοτζαλύ και τη Σούσα για να λύσουν την πολιορκία. Οι ένοπλοι Αζέροι υποχωρούν και εκατοντάδες άμαχοι Αζέροι σφάζονται στο Χοτζαλύ. Τα πιο επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για 160 νεκρούς, οι Αζέροι μιλούν για 600 και παραπάνω. Ο διεθνής Τύπος συνολικά, καταγράφει και καταδικάζει τη σφαγή. Λίγους μήνες μετά, το Μάιο του 1992, πέφτει η ιστορική πόλη Σούσα στα χέρια των Αρμενίων. Έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την πλήρη υποχώρηση των Αζέρων και τον εκτοπισμό και των τελευταίων αμάχων.

Αγκντάμ

Τον Ιούλιο του 1993, οι αρμενικές δυνάμεις έχουν υπό τον έλεγχό τους πλέον ολόκληρο το Ναγκόρνο Καραμπάχ, αλλά θέλουν να δημιουργήσουν μια ζώνη προστασίας γύρω από την περιοχή, καταλαμβάνοντας και αζέρικο έδαφος. Η πόλη περικυκλώνεται και βομβαρδίζεται και μετά από μέρες μαχών, καταλαμβάνεται από τους Αρμένιους.


Η πτώση του Αγκντάμ και η κατοχή της γύρω περιοχής του προκαλούν το διωγμό περίπου 300.000 αμάχων και αυτό αποτελεί μια σημαντική καμπή του πολέμου. Σήμερα το Αγκντάμ είναι μια πόλη φάντασμα, ενώ σύμφωνα με την απογραφή του 1989 είχε 28.000 κατοίκους, βιομηχανίες, σιδηρόδρομο, αμπέλια…
Μερικούς μήνες μετά, ο πόλεμος έχει πλέον λήξει και οι δύο πλευρές υπογράφουν στο Μπισκέκ του Κιργιστάν (πρώην Φρούνζε) πρωτόκολλο εκεχειρίας, χωρίς φυσικά να αποδέχονται τις διεκδικήσεις ή τις αιτιάσεις της άλλης πλευράς.
 

Συμπεράσματα

Σήμερα το Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι μία μικρή χώρα δορυφόρος της Αρμενίας, χωρίς να είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Κατοικείται εξ ολοκλήρου από Αρμένιους και μετρά περίπου 150.000 κατοίκους. Γύρω από την περιοχή αυτή, ο αρμένικος στρατός (επίσημα ο στρατός του ΝΚ) κατέχει το 9% του Αζερμπαϊτζάν, δημιουργώντας μια ζώνη ασφαλείας. Η περιοχή του Αγκντάμ παραμένει έρημη και ελεγχόμενη από το στρατό (κάτι σαν την Αμμόχωστο) και προφανώς θα αποτελέσει μέρος της όποιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης του οργανισμού ασφαλείας του Μινσκ (πλαίσιο διαπραγμάτευσης υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων). Συνολικά υπολογίζεται ότι ο πόλεμος προκάλεσε περίπου 30.000 νεκρούς, ενώ παράλληλα, 230.000 Αρμένιοι εγκατέλειψαν το Αζερμπαϊτζάν και 700.000 Αζέροι διώχθηκαν από τις εστίες τους. Εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να πούμε ότι η Αρμενία κέρδισε τον πόλεμο, καθώς πέτυχε τις κύριες εδαφικές επιδιώξεις της. Επισκεπτόμενοι, είτε την Αρμενία, είτε το Αζερμπαϊτζάν, θα ακούσουμε τελείως διαφορετικές εκδοχές για τα ίδια γεγονότα.

Και οι δύο πλευρές και κυρίως ο ίδιος ο πληθυσμός τους, έχουν γαλουχηθεί εδώ και τρεις δεκαετίες με ένα ασίγαστο μίσος για τον ακατανόμαστο γείτονα. Περπατώντας στα αμέτρητα πολεμικά κοιμητήρια των δύο χωρών, εξερευνώντας τα ερειπωμένα σπίτια στη Σούσα, ή αγναντεύοντας από μακριά το κάποτε εύφορο και εύρωστο Αγκντάμ, το μόνο που μένει είναι απορία και θλίψη.


ΠΗΓΗ: cognoscoteam

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου