Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Η Μάχη του Ανάλατου

 

Η περιοχή της σημερινής Νέας Σμύρνης ονομαζόταν στο παρελθόν Ανάλατος, λόγω ενός πηγαδιού με γλυκό νερό (το πρωτο στην ενδοχώρα ξεκινώντας από την παραλία, όλα τα πιο παραλιακά είχαν υφάλμυρο νερό λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα). Το πηγάδι που βρισκόταν κοντά στο ναό των Αγίων Θεοδώρων, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το γήπεδο του Πανιωνίου.

Στό ελληνικό στρατόπεδο, ο μόνος πού δέν λυπήθηκε γιά τόν θάνατο τού Καραϊσκάκη, ήταν ο Cochrane, ο οποίος χωρίς νά χάσει χρόνο, κάλεσε τούς οπλαρχηγούς καί τούς ζήτησε νά ετοιμαστούν γιά τήν επίθεση τής επόμενης ημέρας. Όμως κανένας Έλληνας στρατιώτης δέν είχε διάθεση νά πολεμήσει. Όλοι ήταν σκυθρωποί καί λυπημένοι γιά τήν απώλεια τού αρχηγού τους. Ο Cochrane απείλησε πάλι μέ παραίτηση. Έχοντας στό πλευρό του τόν Μαυροκορδάτο κατάφερε νά πείσει τούς Έλληνες οπλαρχηγούς νά ετοιμαστούν γιά τήν γενική επίθεση πού θά έσπαγε τόν τουρκικό κλοιό γύρω από τήν Ακρόπολη.

Πρίν ακόμα ξημερώσει η 24η Απριλίου 1827, τά σώματα τών Μαυροβουνιώτη, Ιωάννη καί Παναγιώτη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημητρίου Καλλέργη, Χριστόδουλου Μέξη, Ιωάννη Μήτσα, Κώστα Μπότσαρη, Λάμπρου Βέϊκου, Γεωργίου Δράκου, Γεωργίου Τζαβέλα, Νικόλαου Ζέρβα, Τούσια Μπότσαρη καί Χαράλαμπου Ιγγλέση αποβιβάστηκαν στούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο). Τά παραπάνω σώματα οχύρωσαν τίς θέσεις πού τούς πρότεινε ο Μακρυγιάννης, σκάβοντας χαρακώματα μέ τά λίγα φτυάρια πού διέθεταν. Τό ολέθριο λάθος τού Μακρυγιάννη, σύμφωνα μέ τά απομνημονεύματα τού Γενναίου Κολοκοτρώνη, ήταν ότι πρότεινε στούς Σουλιώτες πού αποτελούσαν τήν εμπροσθοφυλακή, νά σκάψουν ταμπούρια όχι στήν κορυφή τού παρακείμενου λόφου, αλλά στούς πρόποδες αυτού, προκαλώντας τήν έκπληξη ακόμα καί τών ίδιων τών Τούρκων, πού δέν κατάλαβαν τό λόγο τέτοιας απρονοησίας εκ μέρους τών Ρωμιών. Ο Λάμπρος Βέϊκος πού είχε προβλέψει τήν τραγική κατάληξη τής επιχειρήσεως, έδωσε τά ασημένια πιστόλια στόν ψυχογιό του, λέγοντάς του νά τά πάει στή γυναίκα του καί τά παιδιά του, διότι αυτός δέν θά επέστρεφε ζωντανός στό σπίτι του.

Είχε ήδη φωτίσει καί οι ελληνικές δυνάμεις δέν είχαν προλάβει νά οργανώσουν όπως έπρεπε τίς οχυρώσεις τους. Η προχειρότητα τού σχεδίου καί η βιασύνη τού Cochrane είχαν σάν αποτέλεσμα νά χαθεί τό στοιχείο τού αιφνιδιασμού. Οι Τούρκοι από τό λόφο τού Φιλοπάππου αντιλήφθηκαν αμέσως τήν προώθηση τού εχθρού καί τήν κατάληψη τού Ανάλατου καί αμέσως ειδοποίησαν τόν Κιουταχή πού βρισκόταν στό στρατόπεδό του στά Πατήσια.Ο Τούρκος σερασκέρης κινήθηκε αστραπιαία. Αφού έστειλε δυνάμεις πρός τόν Ελαιώνα (Χαϊδάρι) καί τό Κερατσίνι γιά νά αποκλείσει τήν αποστολή ελληνικών ενισχύσεων, περικύκλωσε μέ τό ιππικό του καί τό πεζικό του τίς αδύνατες θέσεις πού είχαν πιάσει οι Έλληνες στόν Ανάλατο (Νέα Σμύρνη). Τό έδαφος ήταν πεδινό καί η έκβαση τής μάχης ήταν προκαθορισμένη. Τά ελληνικά σώματα τού Κερατσινίου δέν κινήθηκαν όπως είχε προγραμματιστεί, οι ίλες ιππικού τού Χατζημιχάλη καί τού Πορτογάλλου Almeida έμειναν σέ αδράνεια στόν Πειραιά καί οι πολιορκούμενοι στήν Ακρόπολη δέν επιχείρησαν τήν έξοδο πού είχαν υποσχεθεί.

Ο Κιουταχής δέν πίστευε στά μάτια του όταν παρατήρησε μέ τό κιάλι του τίς αδύνατες θέσεις πού είχε καταλάβει ο εχθρός καί αμέσως έδωσε εντολή στό πυροβολικό του νά αρχίσει τόν κανονιοβολισμό αυτών τών θέσεων. Κατόπιν έδωσε διαταγή γιά έφοδο πρώτα στό πεζικό καί έπειτα στό ιππικό. Οι Έλληνες στρατιώτες, λόγω τής μειονεκτικής θέσης πού είχαν καταλάβει στούς πρόποδες τού λόφου, δέν αντιλήφθηκαν τήν κίνηση τού εχθρού. Οι Σουλιώτες καί οι Κρητικοί που αποτελούσαν τήν αιχμή τού δόρατος τών αμυνομένων, ήταν συνηθισμένοι νά μάχονται σέ ορεινές θέσεις, οι οποίες καθυστερούσαν τήν προέλαση τών επιτιθέμενων. Παρά τόν αιφνιδιασμό τους, απέκρουσαν εύκολα τούς Τούρκους πεζούς. Ήταν όμως τέτοια η ταχύτητα μέ τήν οποία τούς επιτέθηκε αμέσως μετά τό τουρκικό ιππικό πού δέν πρόλαβαν νά γεμίσουν γιά δεύτερη φορά τά όπλα τους, μέ αποτέλεσμα οι Τούρκοι ντελήδες νά καταλάβουν τά ταμπούρια τους.

Τόσο οι Σουλιώτες καί οι Κρητικοί όσο καί οι τακτικοί τού Ιγγλέση ενεπλάκησαν σέ μία άγρια μάχη σώμα μέ σώμα καί έπεσαν σχεδόν όλοι. Οι άνδρες τού Μακρυγιάννη, ο οποίος ευθύνεται γιά τήν επιλογή τής ακατάλληλης αυτής θέσης, βρήκαν καιρό νά υποχωρήσουν ατάκτως καί νά τρέξουν νά σωθούν μέχρι τή θάλασσα τού Φαλήρου, όπου βρήκαν προστασία από τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων. Ο μόνος πού κατόρθωσε νά συγκρατήσει τή φυγή τών ανδρών του ήταν ο Σουλιώτης Νικόλαος Ζέρβας. Ένας άλλος Σουλιώτης, ο εξάδελφος τού Μάρκου Μπότσαρη, Τούσιας Μπότσαρης μόλις συνειδητοποίησε τόν χαμό τών συντρόφων του, φώναξε δυνατά: «Θέλω νά χαθώ μέ τούς ιδικούς μου!». Αμέσως όρμησε μέ τό άλογό του μέσα στά τουρκικά στίφη, όπου δέχτηκε πλήθος από μαχαιριές καί έπεσε νεκρός.

Η μάχη τού Ανάλατου ήταν η πιό καταστρεπτική μάχη τού Αγώνα καί ήταν ένα δώρο τών Άγγλων ανώτερων αξιωματικών στόν Κιουταχή, ο οποίος γινόταν κυρίαρχος σέ ολόκληρη τήν Στερεά Ελλάδα. Περισσότεροι από 1500 Έλληνες στρατιώτες καί αξιωματικοί σκοτώθηκαν εξ αιτίας τής ανοησίας τού Cochrane. Μεταξύ τών νεκρών ήταν οι Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος, Ιωάννης Νοταράς, Αθανάσιος Τούσιας Μπότσαρης, Γεώργιος Τζαβέλας, Χαράλαμπος Ιγγλέσης, Ιωάννης Μήτσας, Εμμανουήλ Καλλέργης, Συμεών Ζαχαρίτσας, Κώστας Τζαβέλας, Φώτος Φωτομάρας, Νούτσος Τσάτσος, Φώτος Βέϊκος, Πάσχος, Κίτσος Κοσμάς, Χρήστος Μπέκας, Γιάννης Μπάλας, Χρήστος Τσίτης, Νικόλαος Αγοναρίδης, Ποταμιάνος, Ζήνων Ισαυρίδης, Άνθιμος Σιναΐδης, Δημήτριος Κουρμούλης, Ρουστικιανός, Βαλιάνης, Ζερβουδάκης, Φραγκιάς, Σκλαβουνάκης κ.ά. Αιχμαλωτίσθηκαν 240, τούς οποίους ο Κιουταχής αμέσως αποκεφάλισε καί τά δέρματα τών κεφαλιών τους τά πάστωσε καί τά έστειλε στό σουλτάνο γιά νά στολίσει τό παλάτι του. Όλοι οι παπάδες παλουκώθηκαν ενώ ο ανθυπολοχαγός Άνθιμος Σιναΐτης βασανίστηκε γιά επτά ημέρες μέχρι νά τόν λυτρώσει ο θάνατος. Ο μόνος αιχμάλωτος πού γλύτωσε ήταν ο Καλλέργης, ο οποίος πλήρωσε υπέρογκα λύτρα γιά νά αφεθεί ελεύθερος, μέ κομμένα όμως τά αυτιά.

Μετά τήν τρομερή ήττα στόν Ανάλατο, όλα τά ελληνικά σώματα αποχώρησαν αφήνοντας τούς πολιορκημένους τής Ακρόπολης στή μοίρα τους. Τό στρατόπεδο πού μέ τόσο κόπο είχε δημιουργήσει ο Καραϊσκάκης διαλύθηκε σέ μία μόνο ημέρα, παραδίδοντας πλέον τήν Αττική στόν έλεγχο τού Κιουταχή, ο οποίος στίς 24 Μαΐου 1827 θά έστελνε καί άλλους αγγελιοφόρους στήν Υψηλή Πύλη γιά νά αναγγείλει καί τήν παράδοση τής Ακρόπολης από τούς Έλληνες. Στή συνέχεια ο Τούρκος στρατάρχης αναχώρησε γιά τή Θήβα όπου έστησε τό στρατηγείο του. Οι φρουρές πού είχε εγκαταστήσει ο Καραϊσκάκης, έπειτα από εκείνη τήν θριαμβευτική του εκστρατεία, εγκατέλειψαν τίς θέσεις τους, παραδίδοντας τίς πόλεις τής Στερεάς Ελλάδος πάλι στόν τουρκικό στρατό.

«Οι Έλληνες εζήτησαν κατ’ αρχάς νά κρύψωσι τόν θάνατον τού Καραϊσκάκη καί νά δείξωσιν αδιαφορίαν εις τά λεγόμενα. Αλλ’ η λύπη, η οποία εκυρίευε τάς καρδίας των, δέν τούς εσυγχώρει νά υποκριθώσι προσήκοντος τό οποίον ανελάμβανον προσωπείον. Κατά τήν απόφασιν, η οποία επί τής συνελεύσεως τών αξιωματικών καί τού αρχιστρατήγου έγεινεν, ως ανωτέρω ανεφέραμεν, τού νά βάλωσιν εις ενέργειαν τό σχέδιον τού Καραϊσκάκη, επειδή ήδη είχον γένει έτοιμα καί όλα τά αναγκαία, όλοι οι διωρισμένοι νά λάβωσι μέρος εις τούτο τό κίνημα κατέβησαν εις τό παραθαλάσσιον τήν 24η τού Απριλίου 1827 καί μετά τό μεσονύκτιον επιβάντες εις πλοία εκίνησαν καί ύστερον από τινα εμπόδια εξ αιτίας τών εναντίων ανέμων έφθασαν καί απέβησαν εις τήν ξηράν, οδηγούμενοι δέ από τόν Μακρυγιάννην επροχώρησαν πρός τό φρούριον (Ακρόπολη), διαιρούμενοι εις σώματα, εκ τών οποίων τά μέν ετοποθετήθησαν κατά σειράν εις οποίας ενόμισαν αρμοδιωτέρας θέσεις, τά δέ προώδευσαν πρός τό φρούριον διά νά τοποθετηθώσιν εις τάς παρά τού Καραϊσκάκη σημειωθείσας θέσεις. Αλλά κινούμενοι από παράκαιρον άμιλλαν δέν περιωρίσθησαν εις τάς σημειωθείσας θέσεις, αλλ’ εξηπλώθησαν καί διεμοιράσθησαν εις πολλάς, διά τό οποίον καί αδυνάτισαν. Επροχώρησαν δέ καί πρός τό φρούριον καί προπαρετάχθησαν τό σώμα τών Σουλιωτών, τών Κρητών, τών Αθηναίων καί τό τακτικόν. Συνέβη δέ είτε κατά λάθος, είτε κατά περιφρόνησιν ή αδιαφορίαν νά μήν τοποθετηθή κανέν σώμα εις μίαν θέσιν, τήν οποίαν ως μή πατουμένην από τό ιππικόν είχε συστήσει ιδιαιτέρως ο Καραϊσκάκης διά νά πιασθή από έν σώμα δυνατόν καί τούτο επέφερε σημαντικήν βλάβην εις τούς Έλληνας.

Ο Κιουταχής, άμα εξημέρωσε καί είδε τούς Έλληνας εις ταύτας τάς θέσεις, συνήθροισεν εις Σέγκιον (Άρειον Πάγον) όσον στράτευμα ηδύνατο νά μετακινήση καί αφ’ ού τούς παρεκίνησε καί τούς ενεθάρρυνε μέ υποσχέσεις καί αμοιβάς, τούς διέταξε νά εφορμήσωσι κατά τών προτεταγμένων Ελλήνων, τό οποίον καί έπραξαν μέ τρομεράν μανίαν καί ορμήν. Οι Έλληνες, οι οποίοι μάλιστα δέν είχον προφθάσει νά κάμωσι δυνατούς τούς προμαχώνας των, μόλις εκένωσαν τά πυροβόλα των καί ευρέθησαν εν τώ μέσω τών Τούρκων, χωρίς νά λάβωσι καιρόν νά γεμίσωσι πάλιν. Πολεμούντες λοιπόν συμμεμιγμένοι μέ τούς εχθρούς, εχάθησαν σχεδόν όλοι. Τήν φθοράν ταύτην ιδόντες οι εις τά λοιπά οχυρώματα Έλληνες ετράπησαν εις φυγήν πρίν έλθωσιν εις μάχην μετά τών εχθρών. Αλλά τό ιππικόν τού εχθρού εφόνευεν όσους επρολάμβανεν. Ο τρόμος αποκατέστη γενικός καί όλοι έφευγον πρός τήν θάλασσαν διά νά σωθώσιν εις τά πλοία. Ο δέ Κόχραν καί ο αρχιστράτηγος Τσώρτς, οι οποίοι είχον εξέλθει εις τήν ξηράν, έπεσον εις τήν θάλασσαν διά νά προλάβωσι νά φύγωσιν. Ο όλεθρος ήθελε γένει γενικός καί υποκάτω ακόμη εις τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων, εάν ο Νικόλαος Ζέρβας δέν εμπόδιζε μέ τό σπαθί εις τάς χείρας τούς φεύγοντας καί δέν τούς εμψύχωνε μέ τό παράδειγμά του διά να συσσωματωθώσι καί ν’ ανθέξωσιν εις τάς εχθρικάς προσβολάς. Οι Τούρκοι πλησιάσαντες είς τό παραθαλάσσιον καί ιδόντες τούς Έλληνας συσσωματωμένους καί ετοίμους δι’ αντίκρουσιν, προστατευομένους μάλιστα καί από τών πλοίων τά κανόνια, δέν επεχείρησαν άλλην προσβολήν, ευχαριστημένοι, φαίνεται, από τήν άχρι τούδε έκβασιν, αλλ’ επέστρεψαν εις τό στρατόπεδόν των.

Η ζημία τήν οποίαν έλαβον οι Έλληνες εις ταύτην τήν μάχην υπήρξε μεγίστη καί οποία δέν συνέβη έως ταύτην τήν εποχήν. 500 περίπου Έλληνες εφονεύθησαν καί αιχμαλωτίσθησαν, εκ τών οποίων οι περισσότεροι ήσαν τακτικοί, Κρήτες καί Σουλιώται· πρό πάντων όμως η μάχη αύτη υπήρξεν ολεθρία διά τό πλήθος τών αξιωματικών, οίτινες εφονεύθησαν ή επιάσθησαν ζώντες. Μεταξύ τών πρώτων συναριθμούνται ο Λάμπρος Βέικος, ο Γεώργιος Τζαβέλας, ο Αθανάσιος Τούσια Μπότζαρης και ο Ιωάννης Νοταράς, μεταξύ δέ τών αιχμαλωτισθέντων ο Γεώργιος Δράκος καί ο Δημήτριος Καλλέργης. Ίσως δέν ήθελε γένει τόσον σωματική ζημία εις τούς Έλληνας, εάν άμα συνεκλήθη η μάχη εις τούτο τό μέρος, οι εις Κερατζίνι ήθελον εφορμήσει κατά τών απέναντι τοποθετημένων εχθρών, καθώς ήτον τό σχέδιον τού Καραϊσκάκη.

Διά τήν αποτυχίαν ταύτην καί διά τήν τρομερωτάτην σφαγήν όλον τό στρατόπεδον έπεσεν εις μεγίστην αθυμίαν. Ο δέ γενικός κανονοβολισμός τών εχθρών αποκατέστησε ζωηροτέραν τήν λύπην καί τόν φόβον δεινότερον, ώστε μόλις έπαυσεν η μάχη καί ο Ιωάννης Θεοδώρου Κολοκοτρώνης (Γενναίος), οι Πετμεζαίοι καί ο Σισίνης εμήνυσαν εις τήν επιτροπήν τού σώματος τού Καραϊσκάκη διά νά στείλωσι στράτευμα νά πιάση τάς οποίας αυτοί κατείχον θέσεις, διότι δέν ημπορούν νά κρατήσωσι τούς στρατιώτας των, από τούς οποίους άλλοι μέν ήρχισαν ήδη νά φεύγωσι κρυφίως, άλλοι δέ ζητούν φανερά τήν φυγήν.»

Δημήτριος Αινιάν, Η Βιογραφία τού Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη

    «Εν ώ δέ εψυχομάχει, καί όλον τό στρατόπεδον ήτον εν άκρα αθυμία, ο Κοχράνης, επιμένων εις τήν εκτέλεσιν τού σχεδίου του, συνήθροισεν, ελθούσης τής εσπέρας, τούς εγκριτωτέρους οπλαρχηγούς εν Μουνυχία καί τούς ηρώτησεν άν ήσαν έτοιμοι νά κινήσωσιν. Ήτον η πρώτη φορά καθ’ ήν έλειπεν ο γενναίος καί συνετός Καραϊσκάκης από τού συμβουλίου, καί η εκ τής απουσίας τοιούτου πολεμάρχου κατήφεια εκάλυπτε τά πρόσωπα τών παρόντων οπλαρχηγών ειδότων ότι μετ’ ολίγας ώρας απεχωρίζοντο αυτού διά παντός. Ουδείς απεκρίθη κατ’ αρχάς εις τήν ερώτησιν τού Κοχράνου, τινές δέ καί υπεψιθύρισαν ότι υπέθεσαν ότι εκλήθησαν εις ακρόασιν παραμυθητικών λόγων εκ στόματος τού στολάρχου διά τό μέγα δυστύχημά των, αλλ’, επαναλαβόντος τού Κοχράνου τήν αυτήν ερώτησιν, απεκρίθησαν ότι δέν ήσαν έτοιμοι, ότι τό στράτευμα ήτον εις αταξίαν, ότι άλλοι κατεγίνοντο νά θάψωσι τούς φονευθέντας, άλλοι νά περιποιηθώσι τούς πληγωθέντας, καί ότι όλοι επεθύμουν νά μή αποχωρισθώσι τού αρχηγού των εν όσω η ψυχή δέν απεχωρίζετο τού σώματός του, καί νά λάβωσι τουλάχιστον καιρόν νά τόν ασπασθώσι τόν τελευταίον ασπασμόν. Ωργίσθη ο Κοχράνης ακούσας ταύτα καί επανήλθεν εις τό πλοίον του απειλών κατά τήν συνήθειάν του ν’ αναχωρήση. Αλλ’ οι οπλαρχηγοί θεωρούντες ότι η αναχώρησίς του θά επέφερε τήν διάλυσιν τού στρατοπέδου καί τήν πτώσιν τής Ακροπόλεως, έσπευσαν διαπρεσβεύσαντες νά τόν δυσωπήσωσιν, υποσχεθέντες ότι εκινούντο αφεύκτως τήν επαύριον.

    Τώ όντι τήν επαύριον συνήχθησαν όλοι οι οπλαρχηγοί υπό τήν σκηνήν τού Βάσσου, παρέστη καί ο αρχιστράτηγος Τζώρτσης, καί απεφασίσθη νά επιβιβασθώσι τό εσπέρας εις τά πλοία. Διωρίσθη δέ προσωρινός αρχηγός τών απομενόντων στρατευμάτων ο Κίτσος Τσαβέλλας, καί παρηγγέλθη νά κινηθή πρός τήν πόλιν διά τού Ελαιώνος εις αντιπερισπασμόν, καθ’ ήν ώραν εκινούντο οι άλλοι διά τού μέρους τών Τριών Πύργων πρός τήν Ακρόπολιν. Καί ούτοι μέν, ως προσδιωρίσθησαν, συνηριθμούντο 3000, εν οίς καί οι τακτικοί καί οι φιλέλληνες· οι δέ απομένοντες υπό τόν Τσαβέλλαν 7000, εν οίς καί οι ιππείς. Βασιλεύσαντος δέ τού ηλίου, ήρχισαν νά επιβιβάζωνται οι 3000 οι μέν εν τώ λιμένι τής Μουνυχίας (Τουρκολίμανο), οι δέ εν τώ τού Φαλήρου. Ήσαν δέ υπό τούς οπλαρχηγούς, Μακρυγιάννην, Βάσσον, Ιωάννην Νοταράν, Παναγιώτην Νοταράν, Καλλέργην, Χριστόδουλον Ποριώτην, Κώσταν Μπότσαρην, Βέικον, Δράκον, Γεώργην Τσαβέλλαν, Ντούσαν (Τούσια Μπότσαρη), Νικολόν Ζέρβαν, καί τόν Ιγγλέσην επί τών τακτικών. Όλοι δέ οπλαρχηγοί καί στρατιώται, μηδενός εξαιρουμένου, ήσαν πεζοί, καί έκαστος αυτών ενωτοφόρει τά αναγκαία πολεμεφόδιά του καί διήμερον τροφήν.

    Ήσαν σχεδόν μέσαι νύκτες, καί επιβιβασμένοι δέν ήσαν εισέτι όλοι διά τήν σπάνιν τών αναγκαίων λέμβων, σκοτεινή δέ ήτον η νύξ εκείνη καί άκρα νηνεμία επεκράτει καθ’ ήν ώραν απέπλευσαν τής Μουνυχίας καί τού Φαλήρου, ώστε μόλις περί τήν ώραν μετά τό μεσονύκτιον έφθασαν εις τούς Τρείς Πύργους καί απέβησαν ατάκτως υπ’ ουδενός αρχηγίαν, ώστε απέτυχεν εξ αυτής τής αρχής τό σχέδιον τής πρός τήν Ακρόπολιν νυκτερινής καί αφανούς αναβάσεώς των. Ατάκτως καί ανάρχως αποβάντες, ατάκτως καί ανάρχως εστράτευσαν καί οι μέν πλείστοι τών Σουλιωτών καί οι Κρήτες ετοποθετήθησαν παρά τόν λόφον τού Μουσείου (Φιλοπάππου) εν μία καί τή αυτή θέσει, όπισθεν δέ αυτών επί μίας καί τής αυτής γραμμής αλλ’ επί τριών χωριστών θέσεων ετοποθετήθησαν οι περί τούς Νοταράδας, οι Αθηναίοι καί οι τακτικοί (υπό τόν Ιγγλέση) έχοντες δύο κανόνια. Όπισθεν δέ τής γραμμής ταύτης οι περί τόν Βάσσον, όπισθεν δέ αυτών οι περί τόν Μπότσαρην, καί όπισθεν τούτων οι άλλοι μέχρι τού πρός τόν αιγιαλόν ναού τού Αγίου Γεωργίου, όν κατέλαβαν οι περί τόν Ποριώτην, ώστε οι οπισθινοί απείχαν τρία μίλια τών εμπροσθινών καί ήσαν όλοι διασκορπισμένοι εις 13 θέσεις. Μή έχοντες δέ ειμή 120 πτυάρια καί αξίνας, καί αναγκαζόμενοι διά τό κατεπείγον τής ώρας νά οχυρωθώσιν όλοι συγχρόνως, μετεχειρίζοντο εις εξόρυξιν οι μέν τακτικοί τάς λόγχας των οι δέ άτακτοι τά κοντάρια των.

    Μόλις έφεξε καί είδεν η εχθρική σκοπιά τά τών Ελλήνων καί έσπευσε νά ειδοποιήση τό στρατόπεδον (Πατήσια). Ανατείλαντος δέ τού ηλίου, συνεσωρεύθησαν πάμπολλοι εχθροί, πεζοί καί ιππείς, πολλαχόθεν περί τήν πόλιν καί πρός τόν όχθον τού Μουσείου. Ο Κιουταχής δέν ήθελε νά πιστεύση ότι τόσον ολίγοι, όσοι εφαίνοντο οι επερχόμενοι, ήλπιζαν νά λύσωσιν αυτοί μόνοι τήν πολιορκίαν, καί ενόμιζεν ότι επρόκειτο καί οι εν Πειραιεί καί οι εν Κερατσηνίω απολειφθέντες νά κινηθώσι ταυτοχρόνως, νά εξορμήσωσι δέ καί οι εν τή Ακροπόλει, διά τούτο έμεινεν ακίνητος, παρατηρών τί τέξεται η επιούσα ώρα, καταβιβάζων ακαταπαύστως εκ Πατησίων στρατεύματα, κανονοβολών άνωθέν τινος λόφου κειμένου μεταξύ τού ναού τού Ολυμπίου Διός καί τού Υμηττού (λόφος Αρδηττού) τά ελληνικά οχυρώματα, καί αντικανονοβολούμενος υπό τών τακτικών. Περί δέ τήν μεσημβρίαν, ό εστιν αφ’ ού είδεν ότι ουδείς τών υπό τόν Τσαβέλλαν ή τών εν τή Ακροπόλει εκινείτο, διέταξε τήν εξ εφόδου κυρίευσιν τού παρά τόν λόφον τού Μουσείου οχυρώματος. Τό οχύρωμα τούτο, ασθενές καί χαμηλόν ως εκ τού προχείρου κατασκευασθέν, έκειτο εν κακίστη θέσει, διότι είχεν έμπροσθεν του λόφον.

    Οι εχθροί, 2000 πεζοί καί 600 ιππείς, συρρεύσαντες όπισθεν τού λόφου, αφανείς καί ανενόχλητοι, ανεφάνησαν αίφνης καί ώρμησαν εν πρώτοις οι πεζοί εις τό οχύρωμα, αλλά πολλοί αυτών υπό τόν πυροβολισμόν τών εν αυτώ έπεσαν, καί οι λοιποί υπεχώρησαν. Διαρκούσης δέ τής εφορμής, οι ιππείς κατέλαβαν τήν δεξιάν πλευράν τού οχυρώματος· καί αφ’ ούαγωνίαν έμειναν οι Έλληνες κατά τούς Τρείς Πύργους έως ου ενύκτωσε, καθ’ ήν ώραν πλησιάσασαι αι λέμβοι τούς παρέλαβαν καί τούς έφεραν εις τά πλοία, τά δέ πλοία τούς μετεκόμισαν τούς μέν εις Φάληρον τούς δέ εις Πειραιά.

    Τούτου γενομένου, ο μέν Κοχράνης απέπλευσε τού Πειραιώς, οι δέ Τούρκοι επανήλθαν τήν αυτήν εσπέραν εις τάς θέσεις των απάγοντες 200 αιχμαλώτους, εν οίς καί τόν Δημήτριον Καλλέργην καί τόν Γεώργιον Δράκον. Τήν επαύριον ευχαρίστησεν ο Κιουταχής τό στράτευμά του, εφιλοδώρησε πλουσίως τούς ορμήσαντας εις τό πρώτον οχύρωμα, είπεν ότι η νίκη των ήτον έργον Θεού διά τήν απιστίαν τών Ελλήνων, αινιττόμενος τό ανοσιούργημα κατά τών εν τώ μοναστηρίω, καί διέταξε νά φέρωσιν αυθημερόν όλους τούς αιχμαλώτους εις τόν καφάσμπασην (δήμιο), ίνα αποκεφαλισθώσι πρός εξιλασμόν τών πρό ολίγου παρασπόνδως θανατωθέντων. Η διαταγή του εξετελέσθη. Δύο μόνον τών αιχμαλώτων μόλις υπεξήρεσαν οι αιχμαλωτίσαντες αυτούς επ’ ελπίδι εξαγοράς, τόν Καλλέργην καί τόν Δράκον, καί ο μέν Καλλέργης, ακρωτηριασθέντος ενός τών ωτίων του μετά τήν αιχμαλωσίαν, εξηγοράσθη υπό τών συγγενών του καί εστάλη εις Σαλαμίνα, ο δέ Δράκος μετεκομίσθη εις Εύβοιαν πρός ίασιν τής χειρός του, αλλά καθ’ οδόν εφονεύθη, ή κατ’ άλλους εγένετο αυτόχειρ δράξας τήν πιστόλαν ενός τών συνοδοιπορούντων. Τούς δέ λοιπούς όλους απεκεφάλισαν οι εχθροί, καί εκδείραντες τάς κεφαλάς αυτών καί τών επί τής προλαβούσης ημέρας φονευθέντων, εγέμισαν τάς δοράς άλατος καί τάς έστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν ως δείγματα τής νίκης των.

    Τοιαύτα ήσαν τά αποτελέσματα τής παραφοράς τού Κοχράνου, τού κακή μοίρα τής Ελλάδος κατά τήν Αττικήν επιφανέντος καί εις τά μή τής αρμοδιότητός του αυτεξουσίως αναμιχθέντος. Ουδέποτε τοσαύτην ή τοιαύτην φθοράν έπαθαν οι Έλληνες. 1000 απωλέσθησαν καί οι πλείστοι εκ τών μαχιμωτέρων, εν οίς καί οι πάντοτε κραταιοί εν πολέμω Δράκος, Βέικος, Γεώργης Τσαβέλλας, Ντούσας καί Ιγγλέσης, εφονεύθη επί τής τροπής καί ο Ιωάννης Νοταράς καί έπεσαν εις χείρας τού εχθρού τά κανόνια καί πολλαί σημαίαι. Εν ώ δέ τό σχέδιον ήτον επικίνδυνον αυτό καθ’ εαυτό, ως προκειμένου νά πολεμήσωσι πεζοί πρός ιππείς επί τόπου πεδινού, δέν εξετελέσθη ουδ’ ως προεσχεδιάσθη, διότι ούτε οι εν τή Ακροπόλει εξώρμησαν, ως ηλπίζετο, ούτε οι εν Πειραιεί καί εν Κερατσηνίω πεζοί καί ιππείς διόλου εκινήθησαν, ως προδιετάχθησαν. Η μόνη ικανή χείρ νά τούς κινήση ακίνητος έκειτο εν τώ κατά τήν Σαλαμίνα ναώ τού Αγίου Δημητρίου. Άδηλον πόσοι Τούρκοι επί τής περί ής ο λόγος μάχης εφονεύθησαν. Εφονεύθη καί ο αρχηγός τού ιππικού, επληγώθη δ’ ελαφρώς καί ο Κιουταχής».


είδαν τήν αποτυχίαν τών πεζών, απολύσαντες όλοι διά μίας τούς ίππους των εισεπήδησαν ξιφήρεις καί αλαλάζοντες· επανήλθαν τότε καί οι υποχωρήσαντες πεζοί καί εισεπήδησαν καί αυτοί. Οι Έλληνες μόλις επρόφθασαν καί εκένωσαν τά τουφέκιά των καί τόν τουφεκισμόν διεδέχθη διαξιφισμός φονικώτατος. 350 ήσαν οι Έλληνες, 2 μόνον εζωγρήθησαν, ο Δράκος καί ο Καλλέργης, θραυσθέντων τού βραχίονος τού πρώτου καί τού ποδός τού δευτέρου. 25 δέ διεσώθησαν φεύγοντες, οι δέ λοιποί όλοι εχάθησαν, σφάζοντες, σφαζόμενοι καί υπό τών ίππων ποδοπατούμενοι.

    Μετά τήν καταστροφήν τών εν τώ πρώτω οχυρώματι, οι Τούρκοι ώρμησαν εις τάς επί τής ακολούθου γραμμής τρείς θέσεις καί έτρεψαν τούς εν αυταίς εις φυγήν. Εξ αυτών μόνοι οι τακτικοί αντέστησαν. 156 εκ τών 186 γενναίως μαχομένων απωλέσθησαν, εν οίς καί ο άξιος αυτών αρχηγός, 4 δέ εκ τών 20 φιλελλήνων διεσώθησαν. Η δέ τροπή των επί τής γραμμής ταύτης επέφερε τήν τροπήν όλων. Έλληνες καί Τούρκοι έτρεχαν πρός τόν αιγιαλόν, οι μέν διώκοντες οι δέ διωκόμενοι. Οι πεζοί έπιπταν υπό τό ξίφος τών ιππέων, καί η πεδιάς εστρώθη πτωμάτων. Στρατηγός ή στρατιώτης, ουδείς εφρόντιζε πλέον πώς ν’ αντισταθή, αλλά πώς νά φύγη, πλήν καί αυτή η φυγή ήτο λίαν επικίνδυνος, διότι οι ιππείς επρόφθαναν τούς πεζούς φεύγοντας. Ετράπησαν εις φυγήν καί ο μετά τόν στρατόν αποβάς Τσώρτσης, καί ο βραδύτερον αποβάς Κοχράνης, καί εις τήν θάλασσαν εμπεσόντες διεσώθησαν πρό παντός άλλου εις τάς λέμβους.

    Φεύγοντες οι Έλληνες πρός τόν αιγιαλόν ήλπιζαν νά εύρωσιν εκεί ετοίμους τάς λέμβους εις επιβίβασιν, αλλά διά τόν φόβον τού πυρός τών εχθρών ίσταντο αύται μακράν, καί οι Έλληνες επεσωρεύοντο εις τόν αιγιαλόν τείνοντες εις μάτην χείρας πρός αυτάς. Πολλοί δέ ερρίπτοντο εις τήν θάλασσαν, καί άλλοι μέν διεσώζοντο εν αυτοίς, άλλοι δέ επνίγοντο. Όλοι δέ οι εις τόν αιγιαλόν συσσωρευθέντες ίσως θά εχάνοντο, άν δέν τούς επροστάτευαν αι κανονοβολαί τών πλοίων, κρατούσαι μακράν οπωσούν τού αιγιαλού τούς ανηλεείς δελήδας (Τούρκους ιππείς). Εν τή επικινδύνω δ’ εκείνη ώρα οι οπλαρχηγοί Ντούσας καί Ζέρβας ελαμπρύνθησαν δι’ αξίων ιστορικής μνήμης ανδραγαθημάτων. Ο Ντούσας (Τούσιας Μπότσαρης) φθάσας εις τόν αιγιαλόν, καί μαθών τήν καταστροφήν τόσων γενναίων συμπατριωτών του, «δέν θέλω», είπεν, «ουδ’ εγώ νά ζώ», καί αναβάς τόν ίππον ενός δελή, όν πιστολίσας έρριψε κατά γής, έτρεξεν εν μέσω τών εχθρών καί έγεινεν άφαντος θύων καί απολύων. Ο δέ Νικόλαος Ζέρβας ρίψας καί αυτός κατά γής άλλον δελήν, ανέβη τόν ίππον του καί περιέτρεχε μόνος εμποδίζουν τάς φονικάς προόδους πολλών εχθρών. Υπό τοιαύτην αγωνίαν έμειναν οι Έλληνες κατά τούς Τρείς Πύργους έως ου ενύκτωσε, καθ’ ήν ώραν πλησιάσασαι αι λέμβοι τούς παρέλαβαν καί τούς έφεραν εις τά πλοία, τά δέ πλοία τούς μετεκόμισαν τούς μέν εις Φάληρον τούς δέ εις Πειραιά.

Τούτου γενομένου, ο μέν Κοχράνης απέπλευσε τού Πειραιώς, οι δέ Τούρκοι επανήλθαν τήν αυτήν εσπέραν εις τάς θέσεις των απάγοντες 200 αιχμαλώτους, εν οίς καί τόν Δημήτριον Καλλέργην καί τόν Γεώργιον Δράκον. Τήν επαύριον ευχαρίστησεν ο Κιουταχής τό στράτευμά του, εφιλοδώρησε πλουσίως τούς ορμήσαντας εις τό πρώτον οχύρωμα, είπεν ότι η νίκη των ήτον έργον Θεού διά τήν απιστίαν τών Ελλήνων, αινιττόμενος τό ανοσιούργημα κατά τών εν τώ μοναστηρίω, καί διέταξε νά φέρωσιν αυθημερόν όλους τούς αιχμαλώτους εις τόν καφάσμπασην (δήμιο), ίνα αποκεφαλισθώσι πρός εξιλασμόν τών πρό ολίγου παρασπόνδως θανατωθέντων. Η διαταγή του εξετελέσθη. Δύο μόνον τών αιχμαλώτων μόλις υπεξήρεσαν οι αιχμαλωτίσαντες αυτούς επ’ ελπίδι εξαγοράς, τόν Καλλέργην καί τόν Δράκον, καί ο μέν Καλλέργης, ακρωτηριασθέντος ενός τών ωτίων του μετά τήν αιχμαλωσίαν, εξηγοράσθη υπό τών συγγενών του καί εστάλη εις Σαλαμίνα, ο δέ Δράκος μετεκομίσθη εις Εύβοιαν πρός ίασιν τής χειρός του, αλλά καθ’ οδόν εφονεύθη, ή κατ’ άλλους εγένετο αυτόχειρ δράξας τήν πιστόλαν ενός τών συνοδοιπορούντων. Τούς δέ λοιπούς όλους απεκεφάλισαν οι εχθροί, καί εκδείραντες τάς κεφαλάς αυτών καί τών επί τής προλαβούσης ημέρας φονευθέντων, εγέμισαν τάς δοράς άλατος καί τάς έστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν ως δείγματα τής νίκης των.

Τοιαύτα ήσαν τά αποτελέσματα τής παραφοράς τού Κοχράνου, τού κακή μοίρα τής Ελλάδος κατά τήν Αττικήν επιφανέντος καί εις τά μή τής αρμοδιότητός του αυτεξουσίως αναμιχθέντος. Ουδέποτε τοσαύτην ή τοιαύτην φθοράν έπαθαν οι Έλληνες. 1000 απωλέσθησαν καί οι πλείστοι εκ τών μαχιμωτέρων, εν οίς καί οι πάντοτε κραταιοί εν πολέμω Δράκος, Βέικος, Γεώργης Τσαβέλλας, Ντούσας καί Ιγγλέσης, εφονεύθη επί τής τροπής καί ο Ιωάννης Νοταράς καί έπεσαν εις χείρας τού εχθρού τά κανόνια καί πολλαί σημαίαι. Εν ώ δέ τό σχέδιον ήτον επικίνδυνον αυτό καθ’ εαυτό, ως προκειμένου νά πολεμήσωσι πεζοί πρός ιππείς επί τόπου πεδινού, δέν εξετελέσθη ουδ’ ως προεσχεδιάσθη, διότι ούτε οι εν τή Ακροπόλει εξώρμησαν, ως ηλπίζετο, ούτε οι εν Πειραιεί καί εν Κερατσηνίω πεζοί καί ιππείς διόλου εκινήθησαν, ως προδιετάχθησαν. Η μόνη ικανή χείρ νά τούς κινήση ακίνητος έκειτο εν τώ κατά τήν Σαλαμίνα ναώ τού Αγίου Δημητρίου. Άδηλον πόσοι Τούρκοι επί τής περί ής ο λόγος μάχης εφονεύθησαν. Εφονεύθη καί ο αρχηγός τού ιππικού, επληγώθη δ’ ελαφρώς καί ο Κιουταχής.»




ΠΗΓΗ: https://www.se-skepseis.gr/archives/104763

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου