Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Γιατί η στρατηγική συμμαχία με τη Γαλλία είναι game changer στη Μεσόγειο

 


άρθρο του κ. Κων/νου Γρίβα*

Αν και είναι πάρα πολύ νωρίς για να αρχίσουμε να πανηγυρίζουμε, αν και πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι, μάλλον μικροσκοπικό, για πρώτη φορά στην ιστορία της η Ελλάδα φαίνεται πως έχει την ευκαιρία να συνάψει μια ισότιμη στρατηγική συμμαχία, πρωτοφανούς δυναμικής. Συμμαχία με μια δύναμη πανευρωπαϊκής και παγκόσμιας εμβέλειας, τη Γαλλία.


Και λέμε για πρώτη φορά, γιατί στο παρελθόν οι συμμαχίες με μεγάλες δυνάμεις, όπως ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, ήταν λεόντειες, δεδομένης της διαφοράς γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ αυτών και της Ελλάδας. Αντιθέτως, η σημερινή Γαλλία, που δεν έχει φυσικά την υπόσταση που είχε πριν μερικές δεκαετίες, είναι στα μέτρα της Ελλάδας έτσι ώστε να συνάψει μια σχετικά ισότιμη σχέση μαζί της. Επιπλέον, η γεωπολιτική σμίκρυνση της Γαλλίας εν παραλλήλω με τον επιδιωκόμενο γιγαντισμό της Τουρκίας, καθιστά την τελευταία στρατηγική απειλή για το Παρίσι.

Συγκεκριμένα, η Γαλλία φαίνεται να κατανοεί πως, αν η Τουρκία καταφέρει να δορυφοροποιήσει την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως είναι οι σαφείς προθέσεις της, τότε θα θέσει σε ασφυκτικό κλοιό και το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Θα οδηγήσει τις δύο αυτές μεσογειακές χώρες σε μια απρόθυμη πλην αναγκαστική συνεργασία με την Άγκυρα, η οποία θα καταστεί έτσι ο αναντίρρητος κυρίαρχος της Ανατολικής Μεσογείου.

Αυτό θα είναι βαρύ πλήγμα για τη Γαλλία. Όμως, η Τουρκία δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα σταματήσει εκεί. Η επέμβασή της στη Λιβύη έδειξε ότι έχει ευρύτερες φιλοδοξίες. Έτσι, θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια στρατηγική συμμαχία με την Αλγερία, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο Παρίσι. Η τελευταία είναι παραδοσιακός αντίπαλος των Γάλλων και έχει εν εξελίξει ένα από τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα στον πλανήτη. Αγοράζει ένα τεράστιο πακέτο όπλων από τη Ρωσία, το οποίο, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνει συστήματα αεράμυνας S-400 και Pantsir S1, μαχητικά αεροσκάφη Sukhoi Su-35, υποβρύχια Kilo και άλλα.

Επίσης, εμφανιζόταν ότι θα ήταν και ο πρώτος πελάτης (εκτός Ρωσίας) για το πέμπτης γενεάς ρωσικό μαχητικό Sukhoi Su-57, με τεχνολογία stealth, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει επιβεβαιωθεί. Αξίζει να επισημανθεί πως η Αλγερία είναι και ανταγωνιστής της Αιγύπτου, ιδιαίτερα για το ποιος θα ελέγξει τη ρημαγμένη Λιβύη. Η δε Αίγυπτος, ως γνωστόν, είναι αντίπαλος και της Τουρκίας. Έτσι, μια τουρκοαλγερινή συμμαχία θα έθετε και την Αίγυπτο σε ασφυκτικό κλοιό, άρα έχει περισσότερες πιθανότητες να προκύψει.

Πού στοχεύει η Γαλλία

Σε αυτήν την περίπτωση η Γαλλία κινδυνεύει να απωλέσει το θαλάσσιο γεωπολιτικό της στήριγμα, που είναι η Μεσόγειος. Μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστρεπτική γι’ αυτήν. Μεταξύ άλλων, θα αποκοπτόταν από την Αφρική, όπου έχει μεγάλη παρουσία και σημαντικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Η γέφυρα που ενώνει τη Γαλλία με την Αφρική είναι η Μεσόγειος. Αν χάσει τον έλεγχό της χάνει και την Αφρική, η οποία της επιτρέπει να συνεχίζει να εμφανίζεται ως παγκόσμια δύναμη. Με άλλα λόγια, αν χάσει τη Μεσόγειο, η Γαλλία χάνει τα τελευταία απομεινάρια της αυτοκρατορικής της ταυτότητας.

Αυτό σημαίνει ότι θα μετατραπεί σε ένα μεσαιομεγάλο ευρωπαϊκό κράτος, σε μια Ευρώπη που μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο χώρο γερμανικής ηγεμονίας. Άρα, θα τεθεί σε μια πορεία εξάρτησης από το Βερολίνο κι αυτή είναι μοίρα χειρότερη από θάνατο. Συνακόλουθα, το Παρίσι φαίνεται να κατανοεί πως για να αποφευχθεί αυτό το ντόμινο των εξελίξεων οφείλει να στηρίξει αποφασιστικά την Ελλάδα. Κι αυτό αρχίζει να πράττει. Ή τουλάχιστον έχουμε κάποιες αρχικές ενδείξεις ότι προτίθεται να πράξει.

Βέβαια, αυτή είναι η “αμυντική” διάσταση της “φιλελληνικής” γαλλικής στάσης. Η “επιθετική” ενδέχεται να είναι η προσπάθεια της Γαλλίας να επιβληθεί ως η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη και ως μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του σημερινού πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Το Παρίσι φαίνεται να κατανοεί πως το “εγκεφαλικά νεκρό” ΝΑΤΟ και η απογύμνωση της ΕΕ δημιουργούν ένα κενό εξουσίας που καλεί τη Γαλλία να το καλύψει. Γιατί αν δεν το κάνει αυτή θα το κάνει η Γερμανία.

Τα “μικρά ΝΑΤΟ”

Εν παραλλήλω, το κενό αυτό φαίνεται πως μεγαλώνει λόγω της εσωτερικής κρίσης που ταλανίζει τις ΗΠΑ. Κρίση που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα τερματιστεί με τις προεδρικές εκλογές. Μάλλον θα ενταθεί, όποιος και αν είναι ο νικητής. Άρα, η Γαλλία πρέπει να δείξει ποιος είναι ο πραγματικά μεγάλος παίκτης στην Ευρώπη στο φάσμα του γεωστρατηγικού παιχνιδιού, ξεφεύγοντας από το οικονομικό επίπεδο, όπου κυριαρχεί το Βερολίνο.

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής φαίνεται πως θέλει να διαμορφώσει “μικρά ΝΑΤΟ” και “μικρές ΕΕ”, συνάπτοντας στρατηγικές συμμαχίες με κρίσιμης σημασίας χώρες της Ευρώπης, η σημαντικότερη εκ των οποίων είναι η Ελλάδα. Για την ακρίβεια, το σύστημα των δύο ελληνικών κρατών, Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία. Μια στενή συμμαχία με τις δύο κρατικές συνιστώσες του Ελληνισμού δημιουργεί μια γεωπολιτική σύνθεση που ξεπερνά κατά πολύ το απλό τους άθροισμα. Προσφέρει στο Παρίσι την αναγκαία γεωπολιτική βάση ώστε να οικοδομήσει τον κυρίαρχό του ρόλο στο πολυπολικό διεθνές σύστημα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η συγκεκριμένη συμμαχία προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για την Ελλάδα, οι οποίες ξεπερνούν την αναχαίτιση του τουρκικού ιμπεριαλισμού. Μεταξύ άλλων, μια τέτοια συμμαχία θα επαναπροσδιόριζε τη σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και θα λειτουργούσε απελευθερωτικά έναντι της γερμανικής χρηματοοικονομικής κατοχής. Τέλος, θα προσέφερε τεράστιο γεωπολιτικό κεφάλαιο στον Ελληνισμό για να διαπραγματευτεί, υπό νέους όρους, τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ (όταν και εάν η Ουάσιγκτον ξαναθυμηθεί ότι πρέπει να έχει συγκροτημένη παγκόσμια στρατηγική), αλλά και με τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες σημαντικές χώρες του διεθνούς συστήματος.

Οι ελληνικές άρχουσες ελίτ

Βέβαια είναι πολύ νωρίς για να πανηγυρίζουμε. Ναι μεν όλα τα παραπάνω βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα, ωστόσο μέχρι στιγμής δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι ισχύουν. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τις προθέσεις των Γάλλων. Για παράδειγμα, μπορεί απλά να θέλουν να επιτύχουν μια μεγάλη πώληση πολεμικού υλικού στην Ελλάδα και αυτή η προοπτική στρατηγικής συμμαχίας να αποτελεί απλώς μέρος του γαλλικού μάρκετινγκ.

Το ανατριχιαστικό είναι ότι ακόμη και αν ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα χαροποιήσουν τις άρχουσες ελληνικές ελίτ. Κι αυτό γιατί έχουν μάθει να λειτουργούν ως εξάρτημα μιας ξένης δύναμης και όχι να σχεδιάζουν στρατηγικές με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα. Επιπροσθέτως, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ορθώσουν ανάστημα έναντι της Άγκυρας και να διακινδυνεύσουν μια σύγκρουση με την τουρκική πολεμική μηχανή.

Κατά τα φαινόμενα, η επιδίωξη των ελληνικών ελίτ δεν είναι η αντίσταση. Είναι ο διάλογος με σκοπό τον “συμβιβασμό” μέσω “λελογισμένης” παραχώρησης εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η προοπτική μιας Ελλάδας, η οποία θα στοχεύει σε στρατηγική νίκη επί της Τουρκίας και σε ανάδειξή της σε ισχυρή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και σε σημαντικό παράγοντα στην Ευρώπη είναι κάτι που φαίνεται να τις ξεπερνά.

Το καθήκον της κυβέρνησης

Για να προχωρήσουν στην υλοποίηση μιας τέτοιας στρατηγικής, οι ελληνικές ελίτ πρέπει να “απειθαρχήσουν” έναντι του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον. Κι αυτό τους προκαλεί τρόμο. Βέβαια, η όποια αντίδραση προκύψει, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, μάλλον δεν θα είναι ιδιαίτερα έντονη. Κι αυτό, γιατί η Γαλλία αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της Δύσης, οπότε μια γαλλοελληνική στρατηγική συμμαχία θα αποτελέσει και μια βάση ισχύος για την ευρύτερη δυτική στρατηγική σε ένα διεθνές σύστημα, όπου η Ευρασία συσπειρώνεται ολοένα και περισσότερο εναντίον της ευρωγενούς Δύσης.

Απαιτείται, λοιπόν, κάποιο ηθικό θάρρος και μια στοιχειώδης πρωτοβουλία από τις ελληνικές ελίτ για να προχωρήσουν σε συμμαχία με τη Γαλλία. Αυτό το θάρρος θα το είχαν οι ηγετικές ελίτ της Μάλτας ή του Ναούρου, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το έχει το ελληνικό σύστημα εξουσίας στο σύνολό του κι όχι μόνο η κυβέρνηση.

Στην κυβέρνηση πέφτει το βάρος να διερευνήσει σοβαρά αν πράγματι ισχύει η προοπτική μιας μακρόπνοης στενής ελληνογαλλικής συμμαχίας που θα άλλαζε τα δεδομένα στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, αλλά και την Ευρώπη. Αν πράγματι αυτή η προοπτική είναι ρεαλιστική, τότε οφείλει ταχύτατα να προχωρήσει στην υλοποίησή της. Και τότε η ελπίδα θα ξαναγεννηθεί για την Ελλάδα.


*Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΠΗΓΗ: anixneuseis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου