Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Τα ελληνικά πυρπολικά στην Επανάσταση (1821-1829). Μια στατιστική αξιολόγηση της δράσης τους


Η οθωμανική ναυτική δύναμη την οποία κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στα 1821 οι Έλληνες ναυτικοί, δεν αποτελούσε πλέον το φόβητρο που ήταν για τους ευρωπαϊκούς στόλους τον 16ο αιώνα. Η ετοιμότητα και εκπαίδευση των πληρωμάτων είχε εξασθενήσει, εγκαταλειφθεί αλλά και σταδιακά εκχωρηθεί σε κρίσιμο βαθμό στους χριστιανούς ραγιάδες του Αιγαίου (Έλληνες μελλάχηδες των ναυτικών νησιών που στέλνονταν ετησίως να υπηρετήσουν στο στόλο). 

Ειδικά μετά την καταστροφή του σουλτανικού στόλου από το Ρωσσικό στον Τσεσμέ κατά τα Ορλωφικά στα 1770, η αυτοπεποίθηση για το «αήττητο» του οθωμανικού ναυτικού είχε χαθεί οριστικά. Εν τούτοις το τεράστιο μέγεθός του, η ισχύς των πολεμικών του σκαφών, οι αστείρευτοι πόροι για νέες ναυπηγήσεις και η ενίσχυσή του από τους έμπειρους στόλους των βορειο-αφρικανικών περιοχών (Αλγέρι, Τύνιδα, Τριπολίτιδα και Αίγυπτος) δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για τον τελικό νικητή στην επικείμενη ναυτική αναμέτρηση. Ο Οθωμανικός στόλος αποτελούνταν στην αρχή της Επανάστασης σύμφωνα με διαφορές πηγές από 4 τρίκροτα, 13-17 δίκροτα, 16-18 φρεγάτες, 5-6 κορβέτες και δεκάδες μπρίκια.

Ο ελληνικός στόλος, στον πυρήνα του ουσιαστικά ένας πρώην εμπορικός, την τελευταία 50ετια (1774-1821) και μετά τη Ρωσο-τουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), είχε μεταβληθεί σε καθαρά πολεμικό, με την αύξηση της ναυτικής εκπαίδευσης, εμπειρίας και ετοιμότητας των πληρωμάτων του, τη βελτίωση των τακτικών μάχης αλλά και την ενίσχυσή του με ναυτικά πυροβόλα για την αντιμετώπιση των πειρατών της βόρειας Αφρικής. Ο πυρήνας της δύναμής του αποτελούνταν από τους ισχυρούς στόλους των τριών ναυτικών νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών και δευτερευόντως της Κάσου, του Γαλαξιδίου και της Σάμου. Ο αριθμός των πλοίων του, που μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των συγκρούσεων (μπρικο-γολέτες άνω των 180 tn με 12-18 πυροβόλα) ανερχόταν σύμφωνα με ποικίλες πηγές σε περίπου 200.

Το επαναστατικό ναυτικό κλήθηκε να αντιμετωπίσει στο θαλάσσιο πεδίο έναν πράγματι υπερμεγέθη στόλο, που όμως η ποιότητά του ήταν απολύτως αμφισβητήσιμη τόσο σε επίπεδο στελεχιακού δυναμικού (ναυτών, αξιωματικών και ηγεσίας) όσο και στο πεδίο του στρατηγικού και τακτικού σχεδιασμού. Με την έναρξη της επανάστασης το βασικό πρόβλημα του δυσκίνητου οθωμανικού στόλου ήταν η στελέχωση των πλοίων με εξειδικευμένο προσωπικό, μιας και τα ελληνικά πληρώματα που υπηρετούσαν στο οθωμανικό ναυτικό ή δραπέτευσαν για να ενισχύσουν τους νησιωτικούς στόλους ή εσφάγησαν ως αντίποινα. Επιπλέον ο φόβος της έκρηξης ενός Ρωσσο-τουρκικού πολέμου και το ενδεχόμενο ναυτικής επίθεσης από τη κατεύθυνση της Σεβαστούπολης, κρατούσε τον κύριο όγκο του σουλτανικού ναυτικού στην Κωνσταντινούπολη (ειδικά τα 4 τεράστια τρίκροτα). Παρόλα ταύτα η εκ παρατάξεως αντιμετώπιση των τεράστιων οθωμανικών πολεμικών σκαφών φάνηκε από την αρχή ότι ήταν όχι μόνο αδύνατη αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη και ως εκ τούτου το δυσεπίλυτο ζήτημα αντιμετώπισής τους, οδήγησε το ελληνικό ναυτικό στο να αναπτύξει και να εξελίξει στο μέγιστο βαθμό την κατασκευή και τακτική χρήση των πυρπολικών, σημειώνοντας μ’ αυτά κατά κύριο λόγο, τις μεγάλες ναυτικές νίκες του.

Η χρήση των πυρπολικών ήταν γνωστή από την αρχαιότητα έως το 18ο αιώνα. Τα χρησιμοποίησαν οι Συρακόσιοι εναντίον των Αθηναίων, οι Πέρσες στην Τύρο κατά του Μ. Αλεξάνδρου, οι Ρωμαίοι στους Καρχηδονιακούς πολέμους, οι Κινέζοι το 208 μ.Χ στην επική σύγκρουση του «Πορφυρού Λόφου», οι Άγγλοι ενάντια στην Ισπανική αρμάδα το 1588, οι Ολλανδοί στους πολέμους με την Αγγλία την περίοδο 1652-1674. Τελευταίοι χρήστες οι Ρώσσοι κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο του 1768-1774, όταν στις 24-26 Ιουνίου/6-8 Ιουλίου του 1770 στο λιμάνι του Τσεσμέ, με 4 πυρπολικά, οδηγούμενα από μεικτά ελληνο-ρωσσικά πληρώματα (με συμμετοχή και του Ιω. Βαρβάκη), κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τον οθωμανικό στόλο προκαλώντας του απώλειες 15 πλοίων γραμμής, 6 φρεγατών και 11.000 ανδρών (!)

Το ελληνικό ναυτικό επέφερε επαναστατικές αλλαγές στην κατασκευή και τακτική χρήση τους στα χρόνια του Αγώνα συστηματοποιώντας τη θεαματικά σε σχέση με την αρχαιότητα. Τα πυρπολικά μέχρι τότε κατευθύνονταν από τον άνεμο ή τα θαλάσσια ρεύματα, μεμονωμένα, χωρίς πλήρωμα, φέροντας εύφλεκτες ή εκρηκτικές ύλες αποκλειστικά εναντίον αγκυροβολημένου στόχου. Οι Έλληνες πυρπολητές, αντίθετα, ακολουθούσαν το στόλο στη ναυμαχία, επιβαίνοντας οι ίδιοι ως πλήρωμα στο εύφλεκτο πυρπολικό. Κατευθύνονταν με συνοδεία πλοίων, εναντίον αγκυροβολημένου αλλά και πλέοντος στόχου έχοντας και σκάφος διαφυγής (σκαμπαβία), θέτοντας πυρ στον κατάλληλο χρόνο μετά τη συγκόλληση με το εχθρικό πλοίο. Μάλιστα για καλύτερη αγκίστρωση, επεδίωκαν τη διείσδυση του πρωραίου καταρτιού (πρόβολος) μέσα στην εχθρική κανονιοθυρίδα ενώ επιχειρούσαν συχνά ως ζεύγη ταυτόχρονα μάλιστα από δύο μεριές!!!



Τα πυρπολικά του Αγώνα ήταν σκάφη μικρού και μεσαίου μεγέθους. Το 45% όσων χρησιμοποιήθηκαν ήταν εκτοπίσματος άνω των 180 τόνων και το 55% κυμαινόταν από 60-100 τόνους. Αποτελούσαν αγορασμένα ή μετασκευασμένα μπρίκια που μετατρέπονταν σε πυρπολικά ανάλογα με τις ανάγκες των κατά καιρούς ναυτικών εκστρατειών με κόστη αγοράς και μετατροπής που κυμαίνονταν από 20-40.000 γρόσια. Από τα 112 πλοία που μετετράπησαν σε πυρπολικά, 65 ανήκαν στα 3 νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά), 36 σε άλλα νησιά και 11 προέρχονταν από λάφυρα.

Πρώτος ο Ψαριανός Γεώργιος Καλαφάτης αξιοποιώντας την εμπειρία των γεροντότερων Ψαριανών από τη ναυμαχία του Τσεσμέ το 1770 πρότεινε να μετατρέψουν εμπορικό πλοίο σε πυρπολικό τον Μάιο του 1821 για την αντιμετώπιση του τουρκικού δικρότου που ελλιμενιζόταν στην Ερεσσό. Στο εγχείρημα αυτό συνέβαλε καθοριστικά ο Παργινός Ιωάννης Δημολίτσας ή Πατατούκος, που ζούσε στα Ψαρά. Με τις γνώσεις που είχε αποκομίσει από την επαφή του στο γαλλικό ναύσταθμο της Τουλών με τον Μαλτέζο μηχανικό Ρίτσι και με τη βοήθεια του Ρώσσου Ιβάν Αφανάσιεφ που είχε αντίστοιχη εκπαίδευση από τη θητεία του στο ρωσσικό ναυτικό, ετοιμάστηκε το «μπουρλότο» που σε λίγο θα γινόταν το φόβητρο του οθωμανικού ναυτικού. Μετά τον θάνατο του Πατατούκου τον Μάρτιο του 1823, ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Νικόδημος ήταν αυτός που τελειοποίησε την κατασκευή του ανορθόδοξου αυτού όπλου.

Η προετοιμασία και η μετασκευή ενός πλοίου σε πυρπολικό ήταν μια επίπονη εργασία που απαιτούσε ειδικές γνώσεις και δεξιοτεχνία. Κατά την μετατροπή άνοιγαν κατά μήκος του καταστρώματος, σε κάθε πλευρά, κυκλικά ή τετράγωνα ανοίγματα (ρούμποι) μέσω των οποίων θα διοχετεύονταν το πυρ στο εχθρικό πλοίο. Κάτω από αυτά, με στόχο την ταχεία παραγωγή και μετάδοση μεγάλου όγκου φλογών, έβαζαν ειδικά βαρέλια (μίνες φωτιάς) που στο κάτω μέρος είχαν εύφλεκτες σφαιρικές μάζες γεμάτες εκρηκτικά μείγματα θείου, νίτρου και πυρίτιδας και στο πάνω φρύγανα, δαδί, πίσσα, νέφτι, λίπος και ρητίνη. Στο υπόστρωμα, κάτω από τα ανοίγματα, τοποθετούνταν επιπλέον βαρέλια με μπαρούτι (μίνες μπαρουτιού) και στο χώρο άλλα εύφλεκτα υλικά διάσπαρτα. Μέσω ενός συστήματος αύλακα, περιμετρικά του καταστρώματος, γεμισμένου με μπαρούτι για την πυροδότηση, επικοινωνούσαν με κάθετες συνδέσεις όλα τα εύφλεκτα υλικά και οι μίνες, ενώ ειδικοί πυρο-εκσφενδονιστικοί ξύλινοι σωλήνες (τρούμπες) στην πλώρη διοχέτευαν φλόγες στο πλοίο-στόχο. Για την αύξηση της εμπρηστικότητας όλο το πυρπολικό (κύτος, ξάρτια, ιστία) ήταν αλειμμένο με μείγμα πίσσας, οινοπνεύματος και θείου με μικρά ανοίγματα στα πλευρά για την  κυκλοφορία του αέρα και την καλύτερη καύση των εμπρηστικών υλών.

Αφού το σκάφος πλησίαζε, δεχόμενο σφοδρά πυρά από τα εχθρικά πυροβόλα, και με επιδέξιες κινήσεις του πηδαλιούχου αγκιστρωνόταν με γάντζους σταθερά στον στόχο, ο καπετάνιος-πυρπολητής, από την πρύμνη, έβαζε με πυρσό φωτιά στον αύλακα με την πυρίτιδα. Λίγο πριν την έκρηξη το πλήρωμα (συνήθως 20-25 εθελοντές) διέφευγε εγκαίρως μέσω ενός προσδεδεμένου μικρού πλοιαρίου-ακάτου, της σκαμπαβίας, και διασωζόταν από το συνοδευτικό μπρίκι που το περίμενε. Ήταν φανερό ότι το τολμηρό εγχείρημα απαιτούσε υπερβολικό θάρρος, πνεύμα αυτοθυσίας, πειθαρχία, συντονισμό και ασφαλώς εμπειρία. Ιδιαίτερα στο κρίσιμο διάστημα της προσέγγισης και της αγκίστρωσης, το πυρπολικό ήταν απολύτως εκτεθειμένο και το πλήρωμά του δεχόταν καταιγισμό πυρών ακόμη και από φορητά όπλα με κίνδυνο την πρόωρη ανάφλεξη ή και επίθεση από εξοπλισμένες βάρκες του πλοίου-στόχου που προσπαθούσαν να το απομακρύνουν. Συχνά όμως στα εχθρικά πληρώματα (λιγότερο στα αιγυπτιακά μετά το 1825) επικρατούσε τρόμος, πανικός και χάος μπροστά στο φόβο της επικείμενης έκρηξης, ιδίως όταν οι φλόγες πλησίαζαν την αποθήκη πυρομαχικών και κάθε διάθεση άμυνας παρέλυε.

Η απόφαση για την πρώτη χρήση πυρπολικού εναντίον εχθρικού σκάφους πάρθηκε στις 24 Μαΐου 1821, σε σύσκεψη των Ελλήνων πλοιάρχων έξω από την Ερεσσό της Λέσβου στο πλοίο του ναυάρχου Ιακ. Τομπάζη, όταν έγινε αντιληπτό ότι το τεράστιο τουρκικό δίκροτο των 84 πυροβόλων ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί με τα μικρής ισχύος ελληνικά κανόνια. Στην πρώτη αυτή επιτυχημένη επιχείρηση συμμετείχαν τα 2 ψαριανά πυρπολικά του Γεωργίου Καλαφάτη και αυτό του Δημητρίου Παπανικολή (1790-1855) με πηδαλιούχο τον θρυλικό Ιωάννη Θεοφιλόπουλο ή Καραβόγιαννο από τα Λαγκάδια Γορτυνίας ενώ στο πλήρωμά του επέβαιναν μεταξύ των άλλων και ο κατασκευαστής Ιωάννης Δημολίτσας ή Πατατούκος, ο Ανδρέας Πιπίνος και ο Ιβάν Αφανάσιεφ.

 Ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης (1790-1877) αναδείχθηκε δικαίως στον πλέον αναγνωρίσιμο και πιο επιτυχημένος πυρπολητή του Αγώνα, αφού πιστώνεται τις μεγάλες επιτυχίες, στη Χίο τη νύχτα της 6ης Ιουνίου 1822, με την ανατίναξη του δικρότου των 84 πυροβόλων, ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου και τον θάνατο του καπουδάν πασά, Νουαϊχ Ζααντέ Καρά Αλή, 3ου θεσμικά στην ιεραρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά τον σουλτάνο και τον Μεγάλο Βεζύρη. Η επιτυχία επαναλήφθηκε 5 μήνες μετά με την καταστροφή και της υποναυαρχίδας των 74 πυροβόλων στην Τένεδο τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Ανάμεσα στους επιφανείς νεκρούς πυρπολικών επιθέσεων, η πιο τραγική μορφή ήταν σίγουρα ο Γεώργιος Ανεμογιάννης από τους Παξούς (1798-1821) όταν στις 10 Ιουνίου 1821, στην προσπάθειά του με ένα σπετσιώτικο πυρπολικό να κάψει τουρκική κορβέτα στη Ναύπακτο, αιχμαλωτίστηκε, ανασκολοπίστηκε, ψήθηκε ζωντανός και κρεμάστηκε στα τείχη της πόλης για παραδειγματισμό. Στις 16 Ιουνίου 1825 σκοτώθηκε και ο Υδραίος πυρπολητής Ιωάννης Ματρώζος στην προσπάθειά του να πλήξει ανεπιτυχώς αιγυπτιακή κορβέτα στη ναυμαχία του Ταινάρου. Την ίδια τύχη είχε και ο Θεόδωρος Θ. Βώκος στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου έτους όταν προσπαθώντας να πυρπολήσει μια αιγυπτιακή φρεγάτα έξω από τον Άραξο σκοτώθηκε από πυρά πυροβόλου. Από αγγλικά πυρά σκοτώθηκε στην Ύδρα και ο πυρπολητής Γεώργιος Πολίτης που διακρίθηκε στη Μεθώνη, τη ναυμαχία της Σούδας και το Μεσολόγγι, με 2 επιτυχίες στο ενεργητικό του. Το περιστατικό συνέβη, όταν ο Άγγλος ναύαρχος Χάμιλτον, στις 15 Δεκεμβρίου 1826, φτάνοντας με τη φρεγάτα «Cambrian» στην Ύδρα, απείλησε το νησί με βομβαρδισμό απαιτώντας την απελευθέρωση 2 πλοίων της Ιονίου Πολιτείας. Για αντίποινα αιχμαλώτισε 7 υδραίικα πλοία ανοίγοντας πυρ που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 6 Υδραίων, εκ των οποίων και ο Πολίτης.




Η εμπειρία που αποκτήθηκε τα πρώτα χρόνια οδήγησε από το 1824 στην τελειοποίηση της κατασκευής αλλά και της τακτικής χρήσης των πυρπολικών  Η πρώτη ταυτόχρονη πυρπολική επίθεση από δύο πλευρές σημειώθηκε στις 5 Αυγούστου 1824 στη Σάμο, όταν ο Υδραίος Δημήτριος Ραφαλιάς και ο Σπετσιώτης Λέκκας Ματρώζος ανατίναξαν μια Τριπολίτικη φρεγάτα. Η πιο μαζική πυρπολική επίθεση έγινε στις 30 Απριλίου 1825 στο λιμάνι της Μεθώνης – μετά την πτώση της Σφακτηρίας – στις 8 το βράδυ, όπου ελλιμενίζονταν περίπου 28 αιγυπτιακά πολεμικά και μεταγωγικά πλοία. Έξι υδραίικα πυρπολικά διείσδυσαν αιφνιδιαστικά (αν και ένα αυστριακό πλοίο ενημέρωσε τους Αιγυπτίους για την παρουσία τους) και έθεσαν πυρ. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό αφού εκτός από τις 10 επιβεβαιωμένες απώλειες εχθρικών πλοίων, υπέστησαν σοβαρές ζημιές και μια επιπλέον φρεγάτα, 3 μπρίκια και 13 μεταγωγικά (!). Οι πλέον όμως ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις ήταν οι δύο ανεπιτυχείς επιδρομές στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας στις 29 Ιουλίου 1825 και στις 4 Ιουνίου 1827 σε μια απέλπιδα προσπάθεια πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου μέσα στην ίδια του τη βάση.

Από τα 24 κατεστραφέντα εχθρικά πλοία κατά διάρκεια του Αγώνα (ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ), τα 15 ήταν αγκυροβολημένα και τα 9 εν πλω κατά τη διάρκεια ναυμαχίας, εκ των οποίων τα 3 μεγάλα δίκροτα που καταστράφηκαν την περίοδο 1821-1822. Μόλις 15 πυρπολικές επιθέσεις εκδηλώθηκαν τα πρώτα 3 χρόνια της Επανάστασης που απέφεραν όμως αυτές τις 3 εντυπωσιακές απώλειες και κατέστησαν τα πυρπολικά το φόβητρο του οθωμανικού στόλου αναγκάζοντάς τον να αποσύρει εντελώς από το ναυτικό πεδίο μάχης τα πανίσχυρα μεν αλλά ογκώδη και δυσκίνητα δίκροτα που αποτελούσαν πλέον ιδανικούς υποψήφιους στόχους. Από τον Αύγουστο του 1824 έως τον Ιούνιο του 1825 καταστράφηκαν 19 εχθρικά σκάφη, όταν εκδηλώθηκαν 39 πυρπολικές επιθέσεις σε μια σειρά επικών ναυμαχιών που δόξασαν το ελληνικό επαναστατικό ναυτικό (Σάμου, Κω-Αλικαρνασσού, Γέροντα, Μυτιλήνης, Ηρακλείου, Μεθώνης, Καφηρέα, Σούδας και Ταινάρου). Την επόμενη περίοδο από τον Ιούλιο του 1825 μέχρι και την 28η Μαΐου 1828 (όταν εκδηλώθηκε και η τελευταία πυρπολική επίθεση του Αγώνα από τον Κανάρη εναντίον τουρκικής κορβέτας στη Μυτιλήνη) σημειώθηκαν μόλις 2 επιτυχίες σε 16 επιθέσεις. Στα παραπάνω στοιχεία δεν περιλαμβάνονται απόπειρες εκδήλωσης επίθεσης στη διάρκεια των οποίων είτε απέτυχε η προσέγγιση είτε αναχαιτίστηκε είτε το πλοίο-στόχος διέφυγε τελικά χωρίς εμπλοκή και καταστροφή του πυρπολικού. Οι συνολικές απώλειες πάντως των Τουρκο-Αιγυπτίων από πυρπολικές επιθέσεις στη διάρκεια του ναυτικού Αγώνα, κατά προσέγγιση, πρέπει να ανήλθαν σε πάνω από 12.000 άνδρες.

Ήταν σαφές όμως ότι από τα μέσα του 1825 και μετά, τα αιγυπτιακά ιδίως πληρώματα με ευρωπαίους αξιωματικούς επικεφαλής, αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ψυχραιμία και πειθαρχία τις πυρπολικές επιθέσεις και τις αναχαίτιζαν πιο συντονισμένα. Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν αυτή της φρεγάτας του καπετάν μπέη Ταχήρ όταν στις 30 Αυγούστου 1826, δυτικά της Φώκαιας, κατάφερε να απωθήσει 3 συνολικά επιθέσεις ελληνικών πυρπολικών σε μια μέρα (!).

Η Ύδρα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης κινητοποίησε με δικά της πληρώματα 54 πυρπολικά, οι Σπέτσες 23, τα Ψαρά 25, ενώ 8 με μεικτά πληρώματα αποτέλεσαν μονάδες του Εθνικού στόλου. Συνολικά 500-600 ναυτικοί υπηρέτησαν στους στολίσκους των πυρπολικών και 80 είναι οι καταγεγραμμένοι κυβερνήτες-πυρπολητές (35 Υδραίοι, 20 Σπετσιώτες και 25 Ψαριανοί). Η μαζική τους χρήση οδήγησε φυσικά και σε σοβαρές απώλειες. Συνολικά χάθηκαν κατά τη διάρκεια των ναυτικών συγκρούσεων 97 πυρπολικά (51 υδραίικα, 29 ψαριανά, 9 σπετσιώτικα και 8 γαλαξιδιώτικα) από διάφορες αιτίες (ΠΙΝΑΚΑΣ Ι), τα μισά στα χρόνια 1824-1825.

Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν από μόνα τους το βαθμό μαχητικότητας, αποφασιστικότητας, ευφυΐας, ευρηματικότητας και ηρωισμού που διέκρινε τους προγόνους μας θαλασσομάχους και ιδίως τους «μπουρλοτιέρηδες», που ανταπεξήλθαν με απόλυτη επιτυχία στις ναυτικές συγκρούσεις του Αγώνα, κατανικώντας υπερμεγέθεις στόλους υπό εξαιρετικά άνισους όρους, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.


  * αριθμοί πυροβόλων ανά είδος πλοίου: τρίκροτα (110-130), δίκροτα (74-84), φρεγάτες (36-54), κορβέτες (24-32), μπρίκια (12-24), γολέτες (8-12)


* όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο





*εκ των οποίων (6) από πυρά ναυτικών πυροβόλων κατά την αναχαίτιση της επίθεσης

**εκ των οποίων (8) στην καταστροφή του Γαλαξιδίου και (2) στην καταστροφή των Ψαρών






*Υ=Ύδρα, Σ=Σπέτσες, Ψ=Ψαρά



ΠΗΓΗ: cognoscoteam

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου