Οι καταστροφείς της Αλεξάνδρειας: Βεσπασιανός, Καρακάλλας, Αυρηλιανός, Διοκλητιανός
Ὁ τρίτος αἰῶνας δὲν ἦταν καὶ τόσο καλὸς γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Σὲ διάστημα μικρότερο τοῦ ἑνὸς αἰώνα, τρεῖς Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες γιὰ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον λόγο κατέστρεψαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο τὴν μεγαλύτερη ἑλληνικὴ πόλη τῆς Ἀρχαιότητας, χωρὶς λύπηση γιὰ τὴ φήμη της ὡς κέντρου τῶν γραμμάτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν ἢ γιὰ τὴν ἱστορία της.
Ἡ σφαγὴ τῶν Ἀλεξανδρινῶν τὸ 215 ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Καρακάλλα (211-217) μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν Ἡρωδιανό, τὸν Δίωνα Κάσσιο καὶ τὴν Historia Augusta.
Ἡ περιγραφὴ τοῦ Ἡρωδιανοῦ ἔχει ὡς ἑξῆς:
…ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια προφασιζόμενος ὅτι ἤθελε νὰ δεῖ τὴν πόλη ποὺ χτίστηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ νὰ θυσιάσει στὸν θεὸ ποὺ λατρεύεται ἐκεῖ ξεχωριστά. Διέταξε λοιπὸν νὰ ἑτοιμάσουν ἑκατόμβες γιὰ τὶς θυσίες καὶ γιὰ κάθε εἴδους καθαρμούς. Μόλις τὰ νέα ἔφτασαν ἐκεῖ, οἱ Ἀλεξανδρινοί, ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ φύση τους ἐπιπόλαιοι ποὺ εὔκολα καὶ μὲ τὸ παραμικρὸ ξεσηκώνονται, ἐνθουσιάστηκαν μαθαίνοντας γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ τοῦ ἑτοιμάζουν ὑποδοχὴ ποὺ ὅμοιά της, ἔλεγαν, δὲν εἶχε γίνει ποτὲ σὲ κανέναν αὐτοκράτορα. Γέμισαν τὸν τόπο μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ μουσικὰ ὄργανα ποὺ ἔβγαζαν μεγάλη ποικιλία ἤχων· σύννεφο ἀπὸ θυμιάματα καὶ κάθ ελογῆς μυρωδικὰ σκόρπιζαν εὐωδιὰ στὶς εἰσόδους τῆς πόλης· λαμπαδηδρομίες καὶ βροχὴ λουλουδιῶν ἑτοιμάστηκαν πρὸς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Ἀντωνίνος μπῆκε στὴν πόλη μαζὶ μὲ ὅλο τὸν στρατό, ἀνέβηκε πρῶτα στὸν ναὸ ὅπου θυσίασε ἀμέτρητα ζῶα καὶ ἄφησε σωροὺς λιβάνι στοὺς βωμούς. Ἀπὸ ἐκεῖ κατευθύνθηκε πρὸς τὸν τάφο τοῦ Ἀλέξανδρου. Ἔβγαλε τὴν πορφυρὴ χλαμύδα ποὺ φοροῦσε, τὰ δαχτυλίδια του μὲ τοὺς πολύτιμους λίθους, τὴ ζώνη καὶ ὅ,τι ἄλλο πολυτελὲς εἶχε πάνω του καὶ τὰ ἀπόθεσε στὸ μνῆμα.
Βλέποντας αὐτὰ ὁ λαὸς πῆρε μεγάλη χαρὰ καὶ ὀργάνωσε ὁλονύχτιες γιορτές, χωρὶς νὰ ξέρει τὶς κρυφὲς σκέψεις τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι αὐτὸς σὲ ὅλα τὰ παραπάνω ὑποκρινόταν, καθὼς τὸ σχέδιό του ἦταν νὰ ἐξοντώσει ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ ἐκείνους. Τὸ κρυφὸ μίσος του εἶχε τὴν ἑξῆς αἰτία. Ὅταν ἦταν ἀκόμα στὴ Ρώμη, ἐνόσω ὁ ἀδελφός του ζοῦσε ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ δολοφονία του, τὸν πληροφόρησαν ὅτι οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν εἶχαν διακωμωδήσει μὲ σκληρὸ τρόπο. Αὐτοί, φύσεις, θά ‘λεγε κανείς, παιγνιώδεις μὲ κλίση στὰ καυστικὰ ἀστεῖα και τὶς γελοιογραφίες, συνήθιζαν νὰ ἐκτοξεύουν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς ἐξουσίας πολλά, ποὺ στοὺς ἴδιους μὲν φαίνονται πνευματώδη, γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ τὰ ὑφίστανται εἶναι ἐνοχλητικά. Τὰ πιὸ ἐρεθιστικὰ βέβαια εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀποκαλύπτουν στ’ ἀλήθεια τὶς παλιοδουλειὲς κάποιου. Πολλὰ ἀπὸ τᾶ σκώμματα σὲ βάρος τοῦ Ἀντωνίνου ἀφοροῦσαν τὴ δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τὴν ἡλικιωμένη μητέρα του, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσαν Ἰοκάστη, ἐνῶ κορόιδευαν καὶ τὸν ἴδιο πού, ὄντας ἕνας μικροκαμωμένος ἄνθρωπος, ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Ἀχιλλέα, ἄνδρες δυνατοὺς καὶ σωματώδεις. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἀπὸ τὴ μεριά τους ὅλα τοῦτα τὰ θεωροῦσαν παιχνίδια, ὁ Ἀντωνίνος ὅμως, φύση ὀργίλη καὶ δολοφονική, ὁδηγήθηκε σὲ σκέψεις ὀλέθριες καὶ καταστροφικὲς γιὰ ἐκείνους.
Ἔτσι, ἀφοῦ πῆρε μέρος στὶς γιορτὲς καὶ τὶς πανηγυρικές τους ἐκδηλώσεις, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ πόλη εἶναι γεμάτη κόσμο, καθὼς εἶχαν συρρεύσει πλήθη ἀπὸ ὅλη τὴ γύρω περιοχή , κάλεσε μὲ ἀνακοίνωσή του ὅλους τοὺς νέους νὰ συγκεντρωθοῦν σὲ ἕνα μεγάλο ἀνοιχτὸ πεδίο, λέγοντας ὅτι θέλει νὰ σχηματίσει μιὰ φάλαγγα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ νὰ τῆς δώσει τὸ ὄνομά του, ὅπως ἀνάλογα εἶχε κάνει μὲ τὴ μακεδονικὴ καὶ τὴ σπαρτιατικὴ φάλαγγα. Διέταξε λοιπὸν τοὺς νεαροὺς νὰ μποῦνε ὅλοι στὴ γραμμή, γιὰ νὰ τοὺς ἐξετάσει ἕναν ἕναν ὁ αὐτοκράτορας καὶ νὰ διαπιστώσει ἂν ἡ ἡλικία, ἡ σωματικὴ διάπλαση καὶ ἡ φυσική τους κατάσταση εἶναι οι κατάλληλες γιὰ τὸν στρατό. Οἱ νεαροὶ ἔδωσαν ὅλοι τους πίστη στὶς παρακάτω ὑποσχέσεις καὶ θεώρησαν τὰ λόγια τοῦ Ἀντωνίνου εἰλικρινή, ἀφοῦ λίγο πρὶν εἶχε τιμήσει τὴν πόλη τους. Ἔτσι πῆγαν στὴ συγκέντρωση, μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους καὶ τ’ ἀδέλφια τους, ποὺ μοιράζονταν τὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰσιοδοξία τους.
Ὁ Ἀντωνίνος πέρασε ἀπὸ μπροστά τους, ὅπως εἶχαν τοποθετηθεῖ σὲ ἀπόσταση ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, στάθηκε σὲ ὅλους καὶ εἶπε στὸν καθένα κι ἀπὸ ἕναν διαφορετικὸ ἔπαινο -ὅταν ξαφνικά, ὅλος ὁ στρατός του, χωρὶς νὰ γίνει ἀντιληπτὸς καὶ χωρὶς νὰ κινήσει ὑποψίες, τοὺς περικύκλωσε. Μόλις, περνώντας ἀπ’ ὅλη τὴν παράταξη, διαπίστωσε ὅτι εἶχαν πιὰ βρεθεῖ μέσα στὸν κλοιὸ τῶν ὅπλων, σὰν νὰ εἶχαν πιαστεῖ σὲ δίχτυ, ἔφυγε περιστοιχιζόμενος ἀπὸ τοὺς φρουρούς του, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ στρατιῶτες, μὲ ἕνα σύνθημα, ἐπιτέθηκαν ἀπὸ παντοῦ σὲ ὅλους τοὺς περικυκλωμένους νεαροὺς καὶ σὲ ὅλους ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ γιὰ ἄλλους λόγους. Καθὼς λοιπὸν τοὺης εἶχαν κυκλωμένους ὁλόγυρα καὶ ἔνοπλοι ἀπέναντι σὲ ἄοπλους, τοὺς ἐξόντωσαν ὅλους μὲ κάθε τρόπο φόνου. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες κάποιοι σκότωναν καὶ κάποιοι ἄλλοι πιὸ πέρα ἔσκαβαν μεγάλα χαντάκια ὅπου τραβοῦσαν τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς πετοῦσαν μέσα, μέχρι ποὺ τὰ γέμισαν μὲ πτώματα. Κι ἀπὸ πάνω ἔριχναν χώματα, ὥσπου γρήγορα σχηματίστηκε ἕνας μεγάλος ὁμαδικὸς τάφος. Μαζὶ μὲ τοὺς νεκροὺς ἔριξαν καὶ πολλοὺς μισοπεθαμένους, ἐνῶ ἔσπρωξαν μέσα κι ἄλλους ποὺ δὲν εἶχαν τραυματιστεῖ. Σκοτώθηκαν ὅμως καὶ πολλοὶ στρατιῶτες, γιατὶ ὅσοι ἀπὸ τὰ θύματα ἦταν ἀκόμα ζωντανοὶ καὶ εἶχαν κάποιες δυνάμεις ἔτσι ὅπως σπρώχνονταν καὶ συμπλέκονταν τοὺς τράβηξαν μαζί τους στὸν τάφο. Τόση ἦταν ἡ ἔκταση τῆς σφαγῆς, ὥστε οἱ ἐκβολὲς τοῦ Νείλου, ποὺ εἶναι μεγάλη περιοχή, καὶ ὅλη ἡ παραλία γύρω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βάφτηκαν κόκκινα ἀπὸ τὰ ρυάκια τὸ αἷμα ποὺ διέσχιζαν τὴν πεδιάδα.
Ἡρωδιανός, ἔκδ. Lucarini, 95.16-97.19 (4.8.6-4.9.8). (Μτφ. “Κάκτος”.)
Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ Δίωνα Κάσσιου ἔχει ὡς ἑξῆς:
…Ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια ἀποκρύβοντας τὴν ὀργή του καὶ παριστάνοντας ὅτι λαχταροῦσε νὰ τοὺς δεῖ. Ἔτσι, ὅταν ἔφτασε στὰ προάστια, ὅπου οἱ ἐξέχοντες πολίτες εἶχαν ἔρθει μαζὶ μὲ διάφορα μυστικὰ καὶ ἱερὰ σύμβουλα, πρῶτα τοὺς χαιρέτησε ἐγκάρδια, καὶ μάλιστα διοργάνωσε συμπόσιο γιὰ τοὺς καλεσμένους του, κι ἔπειτα τοὺς ἐκτέλεσε. Τότε ἀφοῦ παρέταξε ὅλο τὸ στράτευμά του, βάδισε μέσα στὴν πόλη, ἀρχικὰ εἰδοποιώντας ὅλους τοὺς κατοίκους νὰ παραμείνουν στὶς οἰκίες τους, καὶ καταλαμβάνοντας τοὺς δρόμους καθὼς καὶ τὶς στέγες. Καί, γιὰ νὰ παραβλέψουμε τὶς λεπτομέρειες τῶν κακῶν ποὺ ἐπέπεσαν στὴν δυστυχισμένη πόλη, δολοφόνησε τόσους πολλοὺς ποὺ δὲν ἐπιχείρησε νὰ πεῖ τίποτα γιὰ τὸν ἀριθμό τους, ἀλλὰ ἔγραψε στὴ σύγκλητο ὅτι δὲν εἶχε σημασία πόσοι ἢ ποιοὶ εἶχαν πεθάνει, ἀφοῦ ὅλοι ἄξιζαν αὐτὴ τὴν τύχη. Ἀπὸ τὸν πλοῦτο ποὺ ὑπῆρχε στὴν πόλη, μέρος του λεηλατήθηκε καὶ μέρος του καταστράφηκε. Μαζὶ μὲ τοὺς πολίτες ἐξοντώθηκαν ἐπίσης πολλοὶ ξένοι, καὶ ὄχι λίγοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν συνοδέψει τὸν Καρακάλλα σφαγιάστηκαν μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας γιὰ τὴν ταυτότητά τους. Γιατὶ, καθὼς ἡ πόλη ἦταν μεγάλη καὶ οἱ ἄνθρωποι δολοφονοῦνταν ταυτόχρονα σὲ κάθε μέρος της μέρα-νύχτα, ἦταν ἀδύνατον νὰ διακρίνουν κάποιον ὅσο κι ἂν τὸ ἤθελαν. Οἱ ἄνθρωποι χάνονταν σύμφωνα μὲ τὴν τύχη, καὶ τὰ σώματά τους ἀμέσως ρίχνονταν σὲ βαθεῖς λάκκους, ὥστε οἱ ὑπόλοιποι νὰ ἀγνοοῦν τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ. Αὐτὴ ἦταν ἡ μοίρα τῶν ντόπιων. Ὅλοι οἱ ξένοι ἐξαιρέθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους, καὶ φυσικὰ ὅλη ἡ περιουσία τους λεηλατήθηκε. Ὁ Καρακάλλας ἦταν παρὼν στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς σφαγῆς καὶ τῆς λεηλασίας, τόσο κοιτώντας ὅσο καὶ παρεμβαίνοντας, ἀλλὰ κάποιες φορὲς ἔδινε διαταγὲς στοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σέραπη. Γιατὶ ζοῦσε στὸ ναὸ τοῦ θεοῦ ἀκόμη καὶ κατὰ τὰ μερόνυχτα τῆς αἱματοχυσίας. Ὁ Καρακάλλας, ἐνῶ σφάγιαζε τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς καὶ κατοικοῦσε στὸ ἱερὸ τέμενος, ἔστειλε μήνυμα στὴ σύγκλητο, ὅτι τελοῦσε τελετὲς καθαρμοῦ, ἐκεῖνες ἀκριβῶς τὶς μέρες κατὰ τὶς ὁποῖες στὴν πραγματικότητα θυσίαζε ἀνθρώπινα ὄντα στὸν ἑαυτό του ὅταν θυσίαζε ζῶα στὸ θεό. Γιατί τὸ ἀναφέρω αὐτὸ ὅμως, ὅταν τόλμησε νὰ ἀφιερώσει στὸ θεὸ (Σέραπη) τὸ σπαθὶ μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε σκοτώσει τὸν ἀδελφό του; Μετά, κατάργησε τὰ θεάματα καὶ τὰ δωρεὰν γεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν, καὶ διέταξε ὅτι ἡ Ἀλεξάνδρεια θὰ πρέπει νὰ διαιρεθεῖ στὰ δύο μὲ ἕνα τεῖχος, τὸ ὁποῖο θὰ φροροῦσαν στρατιῶτες κατὰ διαστήματα, ὥστε οἱ κάτοικοι δὲν θὰ μποροῦν πλέον νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Δίων Κάσσιος, ἔκδ. Dindorf, IV 301-302 (77.22-23).
Τὸ 212 ὁ Καρακάλλας κατάργησε διάφορα προνόμια τῶν φιλοσόφων τοῦ Μουσείου τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Πρὸς τοὺς Ἀριστοτελικοὺς φιλοσόφους ἐπεδείκνυε μεγάλο μίσος μὲ κάθε τρόπο, ἔτσι ὥστε ἐπιθύμησε νὰ κάψει ἀκόμη καὶ τὰ βιβλία τους. Πιὸ συγκεκριμένα, στὴν Ἀλεξάνδρεια κατάργησε τὰ δωρεὰν γεύματα ποὺ τοὺς δίνονταν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα προνόμια ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει.
Δίων Κάσσιος, IV.285(77.7.3).
Ἡ περιγραφὴ τῆς Historia Augusta (κειμένου τοῦ 4ου αἰώνα) ἔχει ὡς ἑξῆς:
Τότε πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἐκεῖ κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους στὸ Γυμνάσιο καὶ τοὺς προσέβαλε. Ἐπιπλέον, ἔδωσε διαταγὲς ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὰ φυσικὰ προσόντα ἔπρεπε νὰ καταταγοῦν στὸ στρατό. Ἀλλὰ ἐκείνους τοὺς ὁποίους κατέταξε, τοὺς ἐκτέλεσε. Ἐπιπλέον, ἔδωσε διαταγὴ στοὺς στρατιῶτες του νὰ σφάξουν τοὺς καλεσμένους τους (hospites), πράγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη σφαγὴ στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Historia Augusta, ἔκδ. Hohl, 187.29-188.6 (13.6.2-3)).
Ὁ αὐτοκράτορας Αὐρηλιανὸς (270-275) κατέστρεψε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἐξέγερσης.
Ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ, οἱ καβγάδες τῶν κατοίκων της γύρισαν σὲ θανάσιμη διαμάχη. Τότε τὰ τείχη της καταστράφηκαν, καὶ ἔχασε τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς περιοχῆς ποὺ καλεῖται Βρουχεῖο, τὸ ὁποῖο γιὰ πολὺ καιρὸ ἦταν τὸ ἐνδιαίτημα διαπρεπῶν ἀνδρῶν.
Ammianus Marcellinus, ἔκδ. Seyfarth, I 291.13-16 (22.16.15)
Ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284-305) ἀφοῦ πολιόρκησε τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν ἔκαψε. Ἐπίσης ἔκαψε βιβλία ἀλχημείας.
Ἰωάννης Μαλάλας, ἔκδ. Thurn, 237.32-238.47 (12.41):
Τότε οἱ Αἰγύπτιοι ἐπαναστάτησαν καὶ φόνευσαν τοὺς ἄρχοντές τους. Ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς ἐκστράτευσε ἐναντίον τους καὶ ἐπιτέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὴ Μεγάλη. Τὴν πολιόρκησε, ἔσκαψε τάφρους καὶ ἔκοψε καὶ ἄλλαξε πορεία στὸν ἀγωγὸ νεροῦ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸν Κάνωπο. Κυρίευσε τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν ἔκαψε. Ἔκανε τὴν εἴσοδό του στὴν πόλη πάνω σὲ ἕνα ἄλογο ποὺ παραπατοῦσε πάνω στὰ πτώματα. Γιατὶ εἶχε διατάξει τὸν στρατό του νὰ μὴ σταματήσει τὴ σφαγὴ προτοῦ τὸ αἷμα τῶν σκοτωμένων φτάσει στὰ γόνατα τοῦ ἀλόγου τὸ ὁποῖο ἵππευε. Κοντά στὴν πύλη ἀπ’ ὅπου εἰσῆλθε, τὸ ἄλογο τοῦ αὐτοκράτορα πάτησε σὲ ἕνα πτῶμα ἀνθρώπου καὶ σκόνταψε γονατίζοντας ἔτσι ὥστε τὸ γόνατό του βάφτηκε κόκκινο. Ὁ αὐτοκράτορας τὸ παρατήρησε καὶ ἔδωσε συγχώρεση, καὶ οἱ στρατιῶτες του σταμάτησαν τὴ σφαγὴ τῶν κατοίκων. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἀνήγειραν ἕνα χάλκινο ἄγαλμα τοῦ ἀλόγου ὑπὲρ εὐχαριστίας. Τὸ μέρος αὐτὸ λέγεται ἕως σήμερα Ὁ Ἵππος Διοκλητιανοῦ.
Σούδα, ἔκδ. Adler, II, 104.21-23 λ. «Διοκλητιανός»:
Τὰ περὶ χυμείας ἀργύρου καὶ χρυσοῦ τοῖς παλαιοῖς αὐτῶν γεγραμμένα βιβλία διερευνησάμενος ἔκαυσε.
Τὸ Βρουχεῖο βεβαίως, τὰ Βασίλεια (ἀνάκτορα) εἶχαν πωληθεῖ σὲ ἰδιῶτες ἀπὸ τὸν Βεσπασιανὸ τὸ 70 μ.Χ.:
Αὐτός, ἐπέβαλε πρόσθετες εἰσφορὲς στοὺς Ἀλεξανδρινούς. Καταρχάς, συνέλεξε μεγάλα ποσὰ ἀπὸ αὐτούς, μὲ διάφορους τρόπους, μὴ παραμελώντας καμμία πηγή, εἴτε ἀσήμαντη εἴτε ἀξιοκατάκριτη, καὶ ἔλαβε ἀπὸ κάθε πηγή, ἱερὴ καὶ μή, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσαν νὰ ληφθοῦν χρήματα. Ἐπίσης, ἀνανέωσε πολλοὺς φόρους ποὺ εἶχαν πέσει σὲ ἀχρηστία, αὔξησε πολλοὺς ποὺ ἦταν συνηθισμένοι, καὶ εἰσήγαγε νέους. Ἔτσι, οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τόσο γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὅσο καὶ γιατὶ εἶχε πωλήσει τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ παλατιοῦ, ἦταν θυμωμένοι μαζί του.
Δίων Κάσσιος, IV 92-93 (66.8.3-4).
Δὲν θὰ ἐπεκταθοῦμε ἐδῶ στὴν καταστροφὴ μέρους τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀπὸ τὸν Ἰούλιο Καίσαρα (ὁ ὁποῖος κατέστησε ἀκατοίκητη τὴ νῆσο Φάρο), γιὰ τὴν ὁποία ὁ πρῶτος συγγραφέας ποὺ γράφει σχετικὰ εἶναι ὁ Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. – 17 μ.Χ.), ὅπως τὸν παραθέτει ὁ Σενέκας ὁ νεότερος (4 – 65).
ΠΗΓΗ: cognoscoteam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου