Winston Churchill και Κύπρος: Ένα άγνωστο κείμενο του 1907
Ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε δύο Αυτοκρατορίες, την Βρετανική και την Τουρκική, στις 4 Ιουνίου του 1878 υπογράφεται στην Κωνσταντινούπολη η λεγόμενη Συνθήκη της Κύπρου. Το κείμενό της αποτελείται από δύο άρθρα, θα συμπληρωθεί δε στις 4 Ιουλίου με ένα παράρτημα έξη άρθρων. Η Συνθήκη αφορά την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών έναντι της Ρωσίας, η οποία στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 έχει καταλάβει τις παληές αρμενικές επαρχίες της Adjara (όπου το λιμάνι του Batoum) του Ardahan και του Kars, προβλέπει δε (άρθρο Ι) ότι αν αυτή επιχειρήσει στο μέλλον να καταλάβει και άλλα οθωμανικά εδάφη, η Μ. Βρετανία δεσμεύεται να συνδράμει τον Σουλτάνο με την δύναμη των όπλων της.
Προκειμένου η Μ. Βρετανία να διευκολυνθεί στην εξασφάλιση εφοδίων για την εκπλήρωση της δέσμευσής της, ο Σουλτάνος (άρθρο ΙΙ) συναινεί να περιέλθει η Κύπρος υπό την κατοχή και την διοίκησή της. Το νησί θα αποδοθεί στην Τουρκία, εάν και όταν η Ρωσία της επιστρέψει τις παραπάνω επαρχίες (άρθρο VI του παραρτήματος). Τέλος, η Μ. Βρετανία (άρθρο III του παραρτήματος) υποχρεώνεται να καταβάλλει κάθε χρόνο στην Υψηλή Πύλη, ολόκληρο το περίσσευμα του εθνικού εισοδήματος της Κύπρου, ύστερα από την αφαίρεση των διοικητικών δαπανών. Το ποσό του, ύστερα από διαπραγματεύσεις, ορίζεται σε 92.799 λίρες στερλίνες, 11 σελίνια και τρεις πένες….
Το 1907, ο Winston Spencer Churchill είναι 33 ετών, βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων και κοινοβουλευτικός υφυπουργός Αποικιών. Με την ιδιότητά του αυτή, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, επισκέπτεται την Κύπρο. Στον δρόμο της επιστροφής του στο Λονδίνο, συντάσσει υπόμνημα για την κατάσταση στο νησί, το οποίο, με τίτλο Η κατάσταση της Κύπρου (Condition of Cyprus) απευθύνει στον Sir Francis Hopwood, μόνιμο υφυπουργό Αποικιών, και στον Λόρδο Elgin, επικεφαλής του ίδιου υπουργείου. Το κείμενο του υπομνήματος βρίσκεται στα βρετανικά Εθνικά Αρχεία (TNA (PRO) CAB 37/89/33) και παρατίθεται εδώ αυτούσιο:
Sir F. Hopwood, Lord Elgin,
Ανησυχώ για την κατάσταση στην Κύπρο, από την οποία μόλις έφυγα, ύστερα από μια σύντομη αλλά φορτωμένη επίσκεψη. Δεν είχα καταλάβει, ότι από την έναρξη της κατοχής μας, πριν από τριάντα χρόνια, αντλήσαμε από αυτό το νησί, εξαντλημένο όπως ήταν, ύστερα από 300 χρόνια τουρκικής κακοδιοίκησης, πάνω από 1.800.000 λίρες. Η εντύπωση που είχα σχηματίσει, ήταν πως η ζωή στην Κύπρο συνεχίζεται, λίγο-πολύ χάρις σε γενναία επιχορήγηση από το Θησαυροφυλάκειό μας. Οι μέθοδοι κατάρτισης των εθνικών λογαριασμών ευνοούν αυτή την εικόνα, την οποία, όπως πιστεύω, έχουν σχεδόν όλοι. Η εικόνα, όμως, είναι τελείως εσφαλμένη. Με την Συνθήκη του 1878, υποχρεώσαμε την Κύπρο να πληρώνει, κάθε χρόνο, 92.800 λίρες στον Σουλτάνο, ως φόρο. Η Συνθήκη αυτή καταρτίσθηκε για τους δικούς μας σκοπούς. Θεωρήθηκε, τότε, ως μεγάλης στρατηγικής σημασίας το να έχουμε ένα οπλοστάσιο και μια στρατιωτική βάση στην Ανατολή, από όπου θα μπορούσαμε να παρακολουθούμε την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη. Όταν ορίσαμε το εν λόγω ποσό του φόρου, δεν ζητήσαμε την γνώμη των Κυπρίων. Ουδέποτε συμφώνησαν με αυτόν και υπολογίσθηκε στη βάση όσων δήλωσε η Τουρκία πως μπόρεσε να απομυζήσει από το νησί, με συνήθεις τουρκικές μεθόδους. Αδημονούσαμε, εντούτοις, να αποκτήσουμε το νησί και δεν είχαμε την πολυτέλεια -ή δεν μας ενδιέφερε- να σαστίσουμε με τους όρους, κυρίως διότι αφορούσαν τα συμφέροντα άλλων ανθρώπων και μόνον. Ανασκοπώντας αυτή την αρχική συναλλαγή, δεν μπορώ παρά να σκεφθώ πως υπήρξε ανάρμοστη. Δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε ποτέ να συναινέσουμε στο να γίνουμε οι εισπράκτορες αυτού του μισητού και καταθλιπτικού φόρου, με τον οποίο ο Τούρκος συνέθλιψε και κατέστρεψε τόσες πολλές από τις υποτελείς του επαρχίες. Όμως, αυτή υπήρξε η μισή μόνον συναλλαγή.
Συμπτωματικά, τον ίδιο ακριβώς χρόνο που άρχισε η κατοχή μας στο νησί, ο Σουλτάνος αρνήθηκε την εξόφληση του τουρκικού χρέους του 1855, του οποίου η Μ. Βρετανία και η Γαλλία υπήρξαν συνεγγυήτριες, ενώ υπέγγυα ήταν τα έσοδα της Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Tουλάχιστον εδώ, στην Κύπρο, υπήρχε ένα μέρος των εσόδων αυτών, που μπορούσαμε να κατάσχουμε. Έτσι, δεσμεύσαμε ολόκληρο τον φόρο και τον διοχετεύσαμε στην εξυπηρέτηση του ανεξόφλητου δανείου. Χωρίς αμφιβολία, από την δική μας πλευρά, τούτο υπήρξε ένας συμφέρων διακανονισμός. Υπήρξε όμως, μια έντιμη και ηθική πράξη; Δείτε τις συνέπειες: Η Κύπρος δεν ρωτήθηκε για τον φόρο προς την Τουρκία. Επιπλέον, ουδεμία είχε σχέση με την επέκταση της βρετανο-γαλλικής εγγύησης του δανείου του 1855 και, ακόμα περισσότερο, δεν ρωτήθηκε σχετικά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εγγυήθηκαν το δάνειο του 1855 για λόγους υψηλής πολιτικής, ολοκληρωτικά άσχετους με την Κύπρο. Θα πρέπει να υποτεθεί πως, παραχωρώντας την εγγύηση, η Μ. Βρετανία έπραξε αποκλειστικά προς το βρετανικό συμφέρον. Ασφαλώς, η Μ. Βρετανία και ουδείς έτερος, έφερε την ευθύνη για το μερίδιό της σε περίπτωση υπερημερίας. Δεν είχε και δεν έχει περισσότερο δικαίωμα να κάνει την Κύπρο να συμμετάσχει στην εξόφληση αυτής της γνήσια βρετανικής υποχρέωσης, από ότι θα είχε στην περίπτωση της Κεϋλάνης ή οποιουδήποτε μικρού ανεξάρτητου κράτους που θα μπορούσε να υποτάξει με την δύναμη των όπλων. Όμως, αυτό έπραξε. Ο Τούρκος, ούτε μία δεκάρα δεν εισέπραξε από τον φόρο και, από την άποψη αυτή, η Συνθήκη του 1878, στην πραγματικότητα, ξεπεράσθηκε ολοκληρωτικά. Εντούτοις, η Κύπρος υποχρεώθηκε, έτσι κι αλλιώς, να πληρώσει. Τα χρήματα ήρθαν σ’εμάς και χρησιμοποιήθηκαν από εμάς για την κάλυψη του συνολικού τμήματος μιάς καθαρά βρετανικής υποχρέωσης.
Από την σκοπιά της Κύπρου, η υπόθεση φαίνεται πολύ άσχημη. Οι Κύπριοι βλέπουν πως τους δεσμεύσαμε να πληρώσουν στον Σουλτάνο έναν υπερβολικό φόρο. Βλέπουν πως έχουμε διάφορα δικά μας χρέη να εξοφλήσουμε. Και παρατηρούν πως, αντί να εκπληρώνουμε τον όρο της Συνθήκης, με τον οποίο δεσμεύθηκαν τόσο αντικανονικά, εμείς, έτσι κι’ αλλιώς, παίρνουμε τα χρήματά τους και τα κρατάμε για τους εαυτούς μας. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε για τα αισθήματά τους; Είναι απολύτως αληθές, ότι κάτω από το βάρος που θέσαμε σ’αυτό το μικρό και πενόμενο νησί, ο κυπριακός λαός κατέρρευσε. Παρ’όλο που επιβλήθηκε η πιο σκληρή οικονομία, παρ’όλο που όλα τα δημόσια έργα παραμελήθηκαν και ολόκληρη η δημόσια διοίκηση περικόπηκε σε σημείο λιμοκτονίας, ουδέποτε πετύχαμε τίποτα παραπάνω από τον Σουλτάνο. Τους αποσπάσαμε ολόκληρο τον φόρο των 92.800 λιρών και, ως αποτέλεσμα, προχωρήσαμε στο να μεταχειριζόμαστε την Κύπρο, ωσάν να ήταν ένα μη οικονομικά αυτάρκες προτεκτοράτο. Τέθηκε υπό τον πλέον αυστηρό έλεγχο του Θησαυροφυλακείου. Το προϊόν όλων των οικονομιών της -παρ’όλη την αυτοθυσία των Κυπρίων- και κάθε περίσσευμα, όσο αξιοθρήνητα μικρό και να ήταν, τα κατάσχαμε στο τέλος κάθε οικονομικού έτους. Η διαφορά ανάμεσα στα ποσά που είχαν εισπραχθεί και, αθροιστικά, στην δαπάνη για την δημόσια διοίκηση και σε ολόκληρο τον φόρο, εμφανίζονταν, στη συνέχεια, ως επιχορήγηση και οι λογαριασμοί παρουσιάζονταν στην Βουλή, με τρόπο που έκανε οποιονδήποτε να υποθέτει ότι, στην πραγματικότητα, η Κύπρος ζούσε με βρετανικό χρήμα. Αυτή η εξοργιστική και ανήθικη τακτική διήρκεσε 27 χρόνια. Σ’αυτό το χρονικό διάστημα, πετύχαμε να αποσπάσουμε από το κατεστραμμένο νησί, 60.000 λίρες το χρόνο, κατά μέσο όρο, ή, περίπου, 1.600.000 λίρες, συνολικά.
Στις αρχές του 1906, το υπουργείο Αποικιών επέστησε την προσοχή του υπουργού των Οικονομικών (Chancellor of the Exchequer) σχετικά με την αξιοθρήνητη κατάσταση του νησιού, την αργή του πρόοδο, κάτω από την βρετανική κατοχή, τους ανυπόφορους οικονομικούς περιορισμούς, υπό τους οποίους τελούσε, και το αχρείο σύστημα, κατά το οποίο κάθε τοπικό οικονομικό περίσσευμα ή αποταμίευμα, διοχετεύονταν αποκλειστικά στην μείωση της συνολικής επιχορήγησης. Τότε ο υπουργός αποφάσισε -και επρόκειτο για φιλελεύθερη απόφαση- να δώσει αυτό που το Θησαυροφυλάκειο αποκαλεί μία “σταθερή επιχορήγηση 50.000 λιρών ετησίως”, έτσι ώστε τα οικονομικά περισσεύματα και αποταμιεύματα, εγγυημένα πάνω σ’αυτή την βάση, να ρέουν προς όφελος του νησιού. Με άλλα λόγια, υποσχεθήκαμε στην Κύπρο, ότι δεν θα την υποχρεώσουμε να εισφέρει στην εξόφληση καθαρά βρετανικών χρεών, με περισσότερο από 42.800 λίρες ετησίως. Αυτό είναι το καθεστώς που ισχύει σήμερα, παρ’όλον ότι δεν πρέπει να λησμονείται πως πρόκειται για ρύθμιση που ισχύει για τρία χρόνια, εκτός και αν η γενναιοδωρία μας φθάσει πολύ μακριά.
Δεν υποτιμώ την ανακούφιση που παρέχεται έτσι. Είναι πραγματική, είναι αποτελεσματική και, όσο διαρκεί, θα υπάρξει αισθητή και ουσιαστική διευκόλυνση και βελτίωση στην κατάσταση. Μολοντούτο όμως, είναι ολοφάνερο πως δεν έχουμε κανένα δικαίωμα -με εξαίρεση την ανωτέρα βία- να εισπράξουμε, έστω μια δεκάρα από τον κυπριακό φόρο, προκειμένου να ανακουφιστούμε από τις δικές μας, νόμιμες υποχρεώσεις, όσο ατυχής και να ήταν ο τρόπος με τον οποίο συμφωνήθηκαν. Σπάνια θα δει κανείς θέαμα πιο απεχθές από την καταπίεση μιας μικρής κοινότητας από μία Μεγάλη Δύναμη, με σκοπό το χρηματικό όφελος. Και, αναμφισβήτητα, αυτό είναι το θέαμα που παρουσιάζει σήμερα, η εκ μέρους μας οικονομική μεταχείριση της Κύπρου. Το να αποσπούμε φόρο με εξαναγκασμό, από οποιαδήποτε κτήση ή από έδαφος που διοικείται υπό την αιγίδα του Στέμματος,
είναι, κατά την άποψή μου, ανάξιο της Μ. Βρετανίας και τελεί ολοκληρωτικά σε διάσταση προς όλες τις αρχές της αποικιακής μας πολιτικής. Πέραν από τους ταχυδακτυλουργικούς λογαριασμούς, καταρτισμένους τεχνητά και με σοφιστεία, όσο επιτρέπει η ανθρώπινη ευφυΐα, ένα παραμένει το θεμελιώδες γεγονός: Η Κύπρος πληρώνει 42.800 λίρες ετησίως και η Μ. Βρετανία εισπράττει 42.800 λίρες ετησίως, για το δικό της όφελος, προκειμένου, δηλαδή, να εξοφλεί τμήμα των δικών της χρεών. Και αυτό, θα πω, συνιστά μια επονείδιστη κηλίδα στην αυτοκρατορική πολιτική.
Πόσο διαφορετική είναι η μοίρα της Κύπρου από εκείνην οποιουδήποτε άλλου νησιού ή προτεκτοράτου που διοικείται από το υπουργείο Αποικιών! Στα περισσότερα από αυτά δίνουμε μεγάλες επιχορηγήσεις -στην Σομαλία 75.000 λίρες το χρόνο- όλες οριστική απώλεια για μας, όλες καθαρό κέρδος για εκείνα. Είμαστε, συνήθως, ενθουσιασμένοι όταν τα βλέπουμε αυτοσυντηρούμενα. Από κανένα δεν αποσπούμε οποιαδήποτε πληρωμή, εκτός αν αυτή αποτελεί συνεισφορά στην δαπάνη για την τοπική φρουρά, από την οποία προστατεύονται και από την οποία κερδίζουν πολλά. Όμως, η Κύπρος που ήρθε στα χέρια μας κατεστραμμένη και εξουθενωμένη, ύστερα από 300 χρόνια φρικτής κακομεταχείρισης, η Κύπρος που όχι μόνον δεν έλαβε ούτε δεκάρα από εμάς, αλλά συντηρείται μόνη της και έχει συμβάλει στην πληρωμή των δικών μας χρεών με ποσό που ανέρχεται σήμερα σε 1.800.000 λίρες, αποσπασμένο από εκείνην με κόστος την δυστυχία και την αποτελμάτωση, επειδή δεν μπορεί (ορίστε μας!) να μας πληρώνει πάνω από 42.800 λίρες το χρόνο, η Κύπρος είναι στιγματισμένη ως πάμπτωχη κοινότητα που ζει με επιχορηγήσεις.
Η εικόνα της δυστυχίας δεν γίνεται λιγότερο φανερή, ούτε αν η Κύπρος θεωρηθεί ως μια επαρχία της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, στην οποία έχουν παραχωρηθεί πολιτικά δικαιώματα, αντί αυτού που πράγματι είναι, δηλαδή ένα νησί για το οποίο είμαστε υπεύθυνοι και διοικείται ωσάν να ήταν βρετανική αποικία. Συγκρίνατε, αναλογικά, το ποσόν που αποσπούμε από την Κύπρο προς το συμφέρον μας, με τον φόρο που έχει επιδικασθεί -βάσει διεθνών συμφωνιών- στην Τουρκία, και εισπράττεται από την Αίγυπτο, από την Σάμο, από την Ρωμυλία και, πάνω απ’όλα, από την Κρήτη. Η Κρήτη καταβάλλει μόνον 5.000 λίρες ετησίως. Με βάση τα εθνικά τους εισοδήματα, το ποσό που η Κύπρος καταβάλλει κάθε χρόνο στην Μ. Βρετανία, αντιστοιχεί σε 34.000.000 λίρες, που θα πλήρωνε η Μ. Βρετανία ετησίως. Το πώς αυτός ο τόπος έχει κατορθώσει να ορθοποδήσει και να προοδεύσει, παρ’όλη την ειδεχθή αποστράγγιση, είναι αξιοθαύμαστο. Το γεγονός συνιστά ισχυρή απόδειξη, από την μια πλευρά των αρετών της βρετανικής διοίκησης και από την άλλη της εγγενούς αξίας του νησιού.
Σε υπεράσπιση του ισχύοντος συστήματος, μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν φέρουμε πραγματική ευθύνη απέναντι στον λαό της Κύπρου, παρά μόνον μέσα στα πλαίσια της Συνθήκης του 1878. Και ότι, εάν και όταν η Ρωσία επιστρέψει στην Τουρκία το Kars και άλλα μέρη της Μικράς Ασίας, είμαστε συμβατικά δεσμευμένοι να επιστρέψουμε στον Σουλτάνο και την Κύπρο. Το επιχείρημα, εν όψει της εικονικής υπόσχεσης του Λόρδου Salisbury προς τους Κυπρίους, ότι το νησί ουδέποτε θα επιστραφεί στην Τουρκία, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Όμως, για να μιλήσω σοβαρά, είναι έντιμο να κακομαθαίνουμε τους νησιώτες με διπλωματικά μυθεύματα, υπό το κράτος μιας διεθνούς συνθήκης, την οποία και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έχουν ανοικτά παραβιάσει και αγνοήσει; Έχουμε, πλέον, μείνει για πολύ καιρό στην Κύπρο. Το επόμενο έτος θα είναι το τριακοστό από την επιβολή της κατοχής μας. Έχουμε αναλάβει εκεί πολλές συμβατικές υποχρεώσεις, οι γνωριμίες μας έχουν αυξηθεί και αυξάνονται καθημερινά. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε το νησί στην Τουρκία. Η Ευρώπη και η Βουλή των Κοινοτήτων, ουδέποτε θα επέτρεπαν τέτοια επιστροφή στο παρελθόν. Πρόκειται να την δώσουμε στην Ελλάδα; Δεν γνωρίζω να έχει εγερθεί τέτοιο ζήτημα και θα μου προκαλούσε βαθιά θλίψη, εάν επρόκειτο να τεθεί. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η ζωή των Μουσουλμάνων σ’αυτό στο νησί, που συνιστούν πάνω από το 1/5 του πληθυσμού και έχουν πάντοτε συμπεριφερθεί απέναντί μας με απόλυτη νομιμοφροσύνη και καλή συμπεριφορά, θα γινόταν ολοκληρωτικά ανυπόφορη και όλοι θα ήταν καταπιεσμένοι και χωρίς δικαιώματα, ακριβώς όπως υπέφεραν οι Έλληνες τον παλιό καιρό. Ποιά άλλη Δύναμις θα μπορούσε να ενδιαφερθεί;
Δεν θα με στενοχωρούσε το γεγονός ότι, εγκαταλείποντας την Κύπρο, θα πρέπει να λάβουμε μέτρα για την εκπλήρωση του χρέους μας, μέχρι το ποσό των 42.800 λιρών, ετησίως. Η άσκοπη, όμως, θυσία τόσης προσπάθειας από Βρετανούς αξιωματούχους, η άκαρπη απασχόληση τόσων ετών, η παραδοχή της αποτυχίας, είτε να ξαναζωντανέψουμε τον τόπο είτε να συμφιλιωθούμε με τον λαό του, θα αποτελούν ένα λυπηρό επεισόδιο στην βρετανική ιστορία και, δικαιολογημένα, δεν θα είναι αρεστά στην βρετανική κοινή γνώμη. Ο καθένας γνωρίζει, ότι, σήμερα, δεν υπάρχει πρόθεσή μας να αλλάξουμε το διεθνές καθεστώς της Κύπρου και ότι σκοπεύουμε να την κρατήσουμε υπό την κατοχή μας επ’αόριστον. Και με αυτό το δεδομένο, είναι, ασφαλώς, καιρός να εγκαταλείψουμε την θεωρία, ότι έχουμε μόνον περιορισμένη ευθύνη στο νησί και ότι έχουμε δικαίωμα να κάνουμε στους Κυπρίους πράγματα τα οποία, ούτε στα όνειρά μας δεν θα τολμούσαμε να διαπράξουμε εις βάρος των συνυπηκόων μας, σε οποιοδήποτε τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ας αφήσουμε στο νησί της Κύπρου όλα τα έσοδα που εισπράττονται από την φορολόγηση των κατοίκων της, για την ανάπτυξή της και για την αποκατάσταση της φημισμένης ευμάρειάς της. Και ας επιλέξουμε το επόμενο έτος -αυτό της συμπλήρωσης τριάντα ετών κατοχής- γι’αυτή την πράξη δικαιοσύνης και επανόρθωσης.
Η παρούσα κατάστασις στο νησί είναι ιδιαίτερα απογοητευτική. Δεν εννοώ, πως δεν έχει βελτιωθεί σημαντικά υπό την διακυβέρνησή μας. Ούτε, ακόμα περισσότερο, ότι δεν είναι ασύγκριτα πιο καλή από ό,τι θα ήταν υπό τους Τούρκους. Και, βεβαίως, ούτε πως οι ίδιοι οι Κύπριοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, δεν παραδέχονται και δεν αναγνωρίζουν το γεγονός αυτό. Ωστόσο, μια βελτίωση με μέτρο την Τουρκία, δεν αποτελεί επαρκή και πρόσφορη υπεράσπιση της βρετανικής πολιτικής. Η οικονομική βελτίωση και ανόρθωση του νησιού έχουν αυξηθεί πολύ. Η ετήσια οικονομική αφαίμαξη που ανέρχεται, κατά μέσο όρο, μεταξύ 20 και 30% του συνολικού εισοδήματος, με τα ποσά της να έχουν διοχετευθεί εκτός του νησιού, χωρίς οποιοδήποτε ανταποδοτικό όφελος, και ο δαπανηρός χαρακτήρας της υψηλού επιπέδου βρετανικής διοίκησης, έχουν αποτρέψει σημαντικά κάθε μορφή ταχύρρυθμης ανόρθωσης. Ο ασθενής δεν πέθανε στα χέρια μας. Στην μακρά περίοδο της ανάρρωσης έχει, αργά αλλά σταθερά, δυναμώσει. Εάν όμως, η έμφυτη ενεργητικότητα της Κύπρου δεν απομαστευόταν χρόνο με τον χρόνο, το νησί θα ήταν εδώ και καιρό υγιές και ισχυρό. Και αν αύριο αφήσουμε αυτή την ενεργητικότητα ελεύθερη, η ευμάρεια της Κύπρου θα αποκατασταθεί σύντομα, χωρίς αυτό να στοιχίσει, έστω, μια δεκάρα στην Μ. Βρετανία και χωρίς να την αναγκάζουμε να εξεμεί τα μεγάλα ποσά που της έχουμε ήδη αποσπάσει.
Στο μεταξύ, ωστόσο, κάθε αναγκαίο έργο έχει παραλύσει. Εκπαίδευση, γέφυρες, λιμάνια, δρόμοι, όλα έχουν παραλύσει. Εκπαίδευση, γέφυρες, λιμάνια, δρόμοι, οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων που αγωνίζονται και σχεδόν λιμοκτονούν, η ανάπτυξη της γεωργίας (που περιλαμβάνει βαμβάκι και μετάξι) η κατασκευή των απόλυτα δικαιολογημένων και επειγόντως αναγκαίων διακλαδώσεων της σιδηροδρομικής γραμμής Αμμοχώστου-Μόρφου, που λειτουργεί σήμερα και, πάνω απ’όλα, η απίστευτα παραμελημένη αναδάσωση του νησιού -σ’αυτήν στηρίζονται η ομορφιά και η άνεση της ζωής, η συχνότητα των βροχοπτώσεων και η προμήθεια καύσιμης ύλης- όλα, μα όλα, είναι περιορισμένα μέσα σε αυταρχικά και αφύσικα όρια.
Όπου υπάρχει οικονομική αδικία, θα υπάρξει και πολιτική δυσφορία. Όπου μια κοινωνία χρησιμοποιεί μιάν άλλη σαν αγελάδα για άρμεγμα, θα υπάρξουν αναπότρεπτα, έχθρα και διάσταση. Είναι ανώφελο για την Δύναμη που εισπράττει φόρο, να αναζητά ευγνωμοσύνη από τον λαό που τον πληρώνει, χωρίς την θέλησή του, όσο έντιμη και αποτελεσματική και να είναι η σημερινή διακυβέρνησή της. Οι Κύπριοι γνωρίζουν ότι βγάζουμε χρήματα από αυτούς. Γνωρίζουν ότι, πέραν από τους μισθούς των Βρετανών αξιωματούχων, των επιφορτισμένων με τη διοίκηση του νησιού, υπάρχει η ετήσια πληρωμή ενός τεράστιου ποσού που πρέπει να καταβληθεί σε μια Δύναμη, στην άλλη πλευρά της θάλασσας, και ότι είναι η απόσπαση αυτού του ποσού που, χρόνο με τον χρόνο, εμποδίζει εκείνη ή την άλλη δραστηριότητα ή απόλαυση, που έχουν τόσο ανάγκη και ολόψυχα επιθυμούν. Γνωρίζουν πως ζούμε εις βάρος τους και ότι, παρ’όλο τον πλούτο μας, είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε την δύναμή μας προκειμένου να στύψουμε κάθε χρόνο το νησί, για να αποσπάσουμε αυτό που για κείνους αποτελεί έναν φόρο που τους τραυματίζει και τους σακατεύει. Και ενώ η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, όλα τα επιτεύγματα της βρετανικής διοίκησης, όλη η δεξιότητα και η αφοσίωσή της, ακόμα και αν συγκριθούν με την πάλαι ποτέ τουρκική τυραννία, δεν πετυχαίνουν να έχουν οποιαδήποτε απήχηση στις καρδιές του λαού. Όπου και να πήγα, έγινα δεκτός από τον ελληνικό πληθυσμό -αποτελεί τα 4/5 του νησιού- με ελληνικές σημαίες και με ελληνικά τραγούδια, με παθιασμένες εκκλήσεις στην μεγαλοψυχία και την φιλελεύθερη παράδοση της Μ. Βρετανίας, προκειμένου να τους επιτρέψουμε να ενωθούν με την Ελλάδα και να τους “απελευθερώσουμε”. Και αν οι μουσουλμάνοι διαμαρτύρονται γι’αυτές τις διαδηλώσεις που κάθε χρόνο γίνονται όλο και πιο βίαιες, τούτο οφείλεται στο ότι γνωρίζουν πως η ένωση με την Ελλάδα θα αποτελέσει την καταστροφή τους και όχι στο ότι δεν νοιώθουν και αυτοί την οικονομική πίεση, υπό τις σημερινές συνθήκες. Τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν έτσι. Είναι μάταιο, να περιφέρονται οι Βρετανοί επισκέπτες του νησιού, παραπονούμενοι για την κυπριακή “αγνωμοσύνη”. Κοιτάξτε πίσω από το σύμπτωμα. Αγγίξτε την αιτία.
Αξίζει τον κόπο να μετατρέψουμε την Κύπρο σε επιτυχία μας. Πολιτικά, είναι μια από τις χώρες, όπου οι βρετανικές μέθοδοι, ούτως ειπείν, δικάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρώπης. Μια μεγάλη και τρανή επιτυχία στην Κύπρο, όπως στην Αίγυπτο, θα προσθέσει στα μάτια του κόσμου, μεγαλείο -ακόμα και ακτινοβολία- στο βρετανικό όνομα. Η αποτυχία, αντίστοιχα, συνεπάγεται δυσφήμηση και ανυποληψία. Αλλά, από καθαρά υλική άποψη, αξίζει τον κόπο να μετατρέψουμε την Κύπρο σε επιτυχία μας, κάτι εύκολο στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας. Παρατηρώ ότι δαπανούμε περίπου 80.000 λίρες το χρόνο στο προτεκτοράτο της Σομαλίας, ποσό το οποίο είναι, σχεδόν τελείως, αντιπαραγωγικό. Ακόμα και σε άλλες χώρες που ζουν από επιχορηγήσεις, υπάρχουν στοιχεία αμφιβόλου αποτελέσματος. Η Κύπρος αποτελεί μια βεβαιότητα. Γνωρίζουμε πως το νησί, όχι μόνον είναι ήδη αυτοσυντηρούμενο αλλά και ικανό να συνεισφέρει ένα σεβαστό ποσό για τις ανάγκες μας.
Γνωρίζουμε ότι τον δέκατο πέμπτο αιώνα, με μη επιστημονικές μεθόδους παραγωγής, ο πληθυσμός της Κύπρου υπερέβαινε το 1.000.000 κατοίκους, ή περισσότερο από τέσσερις φορές παραπάνω από τον σημερινό, και ότι μία μόνον πλούσια πόλις, η Σαλαμίς -σήμερα ένα μελαγχολικό ερείπιο- κάποτε είχε 250.000 κατοίκους. Δεν υπάρχει θέμα δημιουργίας αλλά αναβίωσης. Και αν επιτραπεί, τα έσοδα του νησιού να διοχετεύονται στα δημόσια έργα και στην επιστημονική οργάνωση, η αναβίωση αυτή, σίγουρα θα πραγματοποιηθεί με απρόσμενη ταχύτητα. Η Μ. Βρετανία, όχι μόνον θα αναγνωρισθεί για ένα ακόμα καλό έργο αποκατάστασης, αλλά θα εισπράξουμε και μια πιο υλική αμοιβή, με την διατήρηση μιας πολύτιμης περιοχής για τις βρετανικές διοικητικές ικανότητες και με την σταθερή ανάπτυξη εμπορικών επαφών. Το εάν η αλλαγή που προτείνω θα έχει ως αποτέλεσμα να εξανεμισθούν οι βλέψεις για ελληνική εθνική ενότητα, αυτές που έχουν αρχίσει να προκαλούν τόση αναταραχή και θα προκαλέσουν περισσότερη, δεν είμαι σε θέση να το πω. Όμως, σε κάθε περίπτωση, με την άρση της αδικίας του φόρου, τα οικονομικά συμφέροντα των Κυπρίων θα συνταχθούν με την δική μας πλευρά. Και, χωρίς να επιθυμώ να υποτιμήσω την ειλικρίνειά τους, θα εναπέθετα πολλά στην λύση αυτή.
Εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να έχουμε κάνει το καθήκον μας και να έχουμε απαλλαγεί από αυτή την κατάσταση που ηθικά, πολιτικά και οικονομικά είναι αδικαιολόγητη. Αποφεύγω σκόπιμα την αναφορά στις λεπτομέρειες της νέας ρύθμισης. Πιστεύω, εντούτοις, ότι το επόμενο έτος, οπότε συμπληρώνονται 30 χρόνια κατοχής μας, θα πρέπει να θεωρηθεί σαφώς, ως το έτος για το γεγονός. Τολμώ να πω, ότι οι Κύπριοι θα μπορούσαν να παρακινηθούν να ψηφίσουν, μιά για πάντα, ένα ετήσιο ποσό που δεν θα υπερβαίνει τις 10.000 λίρες, ως επιστροφή αξίας από την βρετανική προστασία. Όμως αυτή η εισφορά θα πρέπει να είναι αυτόβουλη. Τείνω προς την άποψη, ότι το εισοδηματικό κεφάλαιο θα πρέπει να διοχετεύεται για τοπικούς σκοπούς, χωρίς όμως, να θέλω να μειώσω τον υφιστάμενο έλεγχο του κυβερνήτη σε ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής και της οικονομίας. Ει δυνατόν, δεν πρέπει να απομακρυνθούμε από τις διατάξεις της Συνθήκης του 1878. Ο φόρος μπορεί είτε να εισπράττεται και να επιστρέφεται εξωλογιστικά, μέσω μιας αντίστοιχης επιχορήγησης, ή, διαφορετικά, η επιχορήγηση, απλά, θα καταργηθεί. Το νησί θα αναγνωρισθεί ως αυτοσυντηρούμενο και η επιβάρυνσή μας για την εξυπηρέτηση του δανείου του 1855 θα αυξηθεί κατά 35.000 λίρες, περίπου, ετησίως. Αυτό είναι το αγκάθι. Όμως, αδυνατώ να αντιληφθώ, γιατί εμείς έχουμε περισσότερο δικαίωμα από οποιονδήποτε άλλο, να αρνούμεθα την εκπλήρωση του τμήματος της οφειλής μας ή να την μεταθέτουμε δια της βίας σε άλλους.19 Οκτωβρίου 1907
W. S. C.
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: Όταν το 1914 η Τουρκία τάσσεται στο πλευρό της Γερμανίας και των συμμάχων της, η Μ. Βρετανία ακυρώνει, μονομερώς, την Συνθήκη του 1878 και προσαρτά το νησί, ενώ το 1923, με την Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία παραιτείται από όλα τα εδαφικά της δικαιώματα σ’αυτό. Δύο χρόνια αργότερα, το 1925, η Κύπρος ανακηρύσσεται, επίσημα, βρετανική αποικία. Όσο για τον φόρο, το 1927 η βρετανική κυβέρνηση αυξάνει την επιχορήγηση μέχρι το ποσό του, υπό τον όρο όμως, ότι η Κύπρος θα καταβάλλει 10.000 λίρες το χρόνο, ως “αμυντική δαπάνη”...
ΠΗΓΗ: cognoscoteam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου