Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Οι Βρυκόλακες στην Ελλάδα του 17ου αιώνα


Με ειδική εντολή του Πάπα ό επίσκοπος Ίεραπόλεως Sebastiani πραγματοποιεί τό 1666 περιοδεία σ' όλες τις παραμεσογειακές χώρες για επιθεώρηση τών τοπικών καθολικών εκκλησιών. Μ' ολο πού τό ταξίδι ήταν δύσκολο και επικίνδυνο έξ αιτίας του τουρκοβενετικού πολέμου και τής πειρατείας, ό Sebastiani ολοκλήρωσε μέ ευσυνειδησία την αποστολή του. Για την Σαντορίνη γράφει: Είναι γνωστή ώς «νησί τών δαιμόνων» και «νησί τής κόλασης». Λένε πώς τά δαιμόνια κόβουν τις γούμενες τών καραβιών και δέν μπορούν ν' αράξουν στο λιμάνι...

Το 1642 οί Καθολικοί κατώρθωσαν νά εγκατασταθούν στή Σαντορίνη. Παρά τήν αντίδραση τών Ελλήνων οί Ιησουίτες εξασφαλίζουν μέ δωροδοκίες τήν άδεια τών Τούρκων καί χτίζουν τήν πρώτη εκκλησία. Ό Γάλλος ιερωμένος Francois Richard ήταν άπό τούς πρωτοπόρους τής εκστρατείας προσηλυτισμού στό Αιγαίο. "Εζησε πολλά χρόνια στή Σαντορίνη καί είχε τήν ευκαιρία νά ταξιδέψη σέ πολλά νησιά τών Κυκλάδων. Καρπός τής προσωπικής εμπειρίας του άπό τή θρησκευτική αποστολή στις ελληνικές θάλασσες καί τίς περιηγήσεις του στά νησιά είναι τό χρονικό πού κυκλοφόρησε στό Παρίσι τό 1657. Όλόκληρο κεφάλαιο του χρονικού του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρυκολάκων. Εχει τίτλο «Οί Ψευδοαναστημένοι πού οί Ελληνες ονομάζουν «βρυκολάκους». (Οι παραλλαγές της ονομασίας του βρυκόλακα στα κείμενα των περιηγητών : Βορδόλακας, ζορκόλακας, βουρδούλακας, νομόλακας, βολδόλακας, βουρκόλακας, βουλδούλακας κ.ά.). Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά ομαδικών παρακρούσεων των κατοίκων της Σαντορίνης. Πεθαμένοι πού ξαναγυρίζουν στη ζωή και εξοντώνουν τή νύχτα τούς νησιώτες, φρικαλέες σκηνές έκταφής «βρυκολακιασμένων», τελετές εξορκισμών άπο τούς ιερείς πάνω στά πτώματα μέσα στους ναούς, ανατριχιαστικοί άνασκολοπισμοί τών άλυωτων πτωμάτων μέ τσεκούρι και σκαπάνες. Αυτόπτης μάρτυρας τών σκηνών αυτών ό Ιησουίτης Ιεραπόστολος δεν αμφισβητεί διόλου την εμφάνιση τών βρυκολάκων και την κακοποιό δράση τους :

«Κάθε τόσο οί Ελληνες παππάδες, άφού προηγουμένως πάρουν άδεια του μητροπολίτη, πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν τό νεκρό πού υποπτεύονται πώς έχει βρυκολακιάσει. Κι' αν βρουν τό πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο είναι πια βέβαιοι πώς ό νεκρός έγινε όργανο του Σατανά. Αρχίζουν τότε τούς εξορκισμούς και δέν σταματούν άν δεν δουν σημάδια πού νά φανερώνουν πώς έφυγε τό δαιμόνιο: όταν δηλαδή άρχίση ή αποσύνθεση του πτώματος.

»Αυτό έγινε πριν άπό λίγα χρόνια. Τό πτώμα ενός κοριτσιού (Καλλίστη τό όνομά του) βρέθηκε άλυωτο. Τό έφεραν στήν εκκλησία κι' ό Ελληνας παππάς κατέφυγε στους εξορκισμούς. Και πραγματικά σέ λίγο άρχισε ή αποσύνθεση του πτώματος κατά τρομακτικό τρόπο, έτσι πού κανείς δέ μπορούσε νά μείνη πιά στο ναό άπό τή δυσοσμία. Τό έθαψαν, λοιπόν, και δέν ξαναφάνηκε ό βρυκόλακας πιά.

«Ωστόσο, μερικές φορές, οί εξορκισμοί τών Ελλήνων ιερέων δέν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα,είτε γιατί οί ίδιοι οί ιερείς δέν έχουν μεγάλη πίστη ειτε γιατί τό δαιμόνιο αντιστέκεται και δέν εννοεί νά εγκατάλειψη τή λεία του. Τότε ξερριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τή λιανίζουν μέ τό τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο τό νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται στή Γαλλία μέ τούς μάγους και τις μάγισσες, ύστερα άπό απόφαση της Δικαιοσύνης.

»Τελευταία πού πήγα στήν Αστυπάλαια έκαψαν πέντε πτώματα. Τά τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, τό τέταρτο ενός Ελληνα παππά και τό πέμπτο ενός κοριτσιού. Τό ίδιο έγινε και στή Νιό.

»Η γυναίκα ενός πεθαμένου ήρθε και μου εξομολογήθηκε πώς είδε τον άντρα της ατόφιο, πενήντα μέρες ύστερα άπό τήν κηδεία του. Μ' όλο πού τον είχαν ξεθάψει και τον είχαν ενταφιάσει σέ άλλο σημείο κι' είχαν γίνει όλοι οί καθιερωμένοι εξορκισμοί εκείνος ξαναγύρισε και βασάνιζε τον κόσμο• σκότωσε μάλιστα και τέσσερες ή πέντε ανθρώπους. Τότε τον ξέθαψαν για δεύτερη φορά και τον έκαψαν σέ επίσημη δημόσια τελετή.

«Πριν δυο χρόνια, γιά τήν ίδια αίτια, έκαψαν άλλα δυο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος πού νά μή γίνη λόγος γι' αυτούς τούς ψευδαναστημένους.

»Άλλά εκείνο πού αναστάτωσε περισσότερο τή Σαντορίνη ήταν ή προσήλωση ενός βρυκόλακα στη χήρα του. Λεγόταν Αλέξανδρος, ήταν παπουτσής και κατοικούσε στον Πύργο. Υστερα άπο το θάνατο του παρουσιάστηκε στη γυναίκα του, όπως ακριβώς ήταν και στή ζωή. Ερχόταν στο σπίτι και δούλευε, μερεμέτιζε τά παπούτσια των παιδιών, έβγαζε νερό από τή στέρνα. Και πολλές φορές τον έβλεπε νά κόβη ξύλα γιά τή φαμελιά του. Υστερα άπο λίγον καιρό ό κόσμος τρομοκρατημένος τον ξέθαψε, τον έκαψε και μαζί μέ τον καπνό εξαφανίσθηκε και ή εξουσία του Σατανά.

»Εμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πώς στην Αμοργό αυτοί οί βρυκόλακες έχουν τόσο άποχαλινωθή πού δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι' έκεί τις νύχτες αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι, πολλές φορές πέντε μαζί στά χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ηθελα νά έλθουν εδώ μερικοί από τούς δικούς μας τούς άθεους της Γαλλίας, όχι γιά ν' ακούσουν άλλά νά δουν μέ τά μάτια τους στο φώς της ημέρας και νά βεβαιωθούν πόσο άδικο έχουν πού πιστεύουν ότι σάν πεθαίνει ό άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του. Ιδού όμως και μιά άλλη απόδειξη :

»Ό ηγούμενος του περίφημου μοναστηρίου της Άμοργού μου διηγήθηκε ότι ένας έμπορος από τήν Πάτμο, πηγαίνοντας στήν Ανατολή γιά εμπόριο, αντί νά κερδίση χρήματα έχασε τή ζωή του. Μαθαίνοντας ή γυναίκα του τό θάνατο του έστειλε ένα καίκι γιά νά φέρουν τό νεκρό στήν πατρίδα του και νά τον θάψουν κατά πώς ταιριάζει σέ χριστιανό. Εβαλαν λοιπόν τό πτώμα σέ μιά κασσέλα, τή φόρτωσαν στο καίκι και ξεκίνησαν γιά τό νησί. Ενας άπο τούς ναυτικούς κάθησε απάνω στήν κασσέλα. Ξαφνικά νοιώθει κάτι νά κουνιέται μέσα. Τό λέει στους συντρόφους του. Αποφασίζουν τότε νά τήν ξεκαρφώσουν γιά νά δουν σέ ποιά κατάσταση βρισκόταν ό νεκρός. Ανοίγουν και τί νά δουν. Ό πεθαμένος έδειχνε σά νά ήταν ολοζώντανος. Καταλαβαίνετε τώρα τον τρόμο των θαλασσινών. Άλλά τί νά κάνουν, είχαν αναλάβει υποχρέωση. Ξανακάρφωσαν τή νεκρόκασα, έφθασαν στο νησί και τήν παρέδωσαν στή χήρα χωρίς νά πουν λέξη γιά ότι είδαν στο καίκι.

(Σημ. του συγγραφέα. Ύπάρχει. άραγε μιά πανάρχαιη παράδοση στίς δεισιδαιμονίες πού κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά τόν Μεσαίωνα και τούς νεωτέρους χρόνους; Οί αρχαιολόγοι πού μελέτησαν τά ευρήματα στά νεκροταφεία του Πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στή Σύρο, στή Νάξο, στήν Αμοργό (3000 π.Χ. περίπου) παρατήρησαν μέ έκπληξη οτι οί νεκροί θάβονταν σέ στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους, διπλωμένοι στά δύο, έτσι πού τά γόνατα νά φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και νά δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οί τάφοι καλύπτονταν άπο όλες τις πλευρές μέ βαρείες πλάκες, κλείνονταν οί νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους γιά νά μή μπορέσουν ίσως νά ξαναγυρίσουν στόν επάνω κόσμο και βασανίσουν τούς ζωντανούς. Γιά νά μή βρυκολακιάσουν, Ίσως.)

»Άλλά λίγες μέρες μετά τήν κηδεία ό πεθαμένος σκόρπισε τή φρίκη και τό θάνατο στο νησί. "Εμπαινε τις νύχτες στά σπίτια ουρλιάζοντας και χτυπώντας. Δεκαπέντε άνθρωποι, άλλοι άπό τά χτυπήματα, άλλοι άπό τήν τρομάρα τους πήγαν στόν άλλο κόσμο.

»Οί ιερείς καί οί καλόγεροι τουτόπου έκαναν ότι μπορούσαν γιά νά σταματήσουν αυτή τήν τραγωδία. Ωστόσο οί εξορκισμοί και οί δεήσεις δέν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν, λοιπόν, νά διώξουν τό νεκρό άπό τό νησί και νά τον μεταφέρουν στόν τόπο του θανάτου του, στή Μικρά Ασία. Τον φόρτωσαν σ' ένα καίκι, άλλά οί ναυτικοί δέν τον πέρασαν αντίπερα : στο πρώτο ερημονήσι πού βρήκαν άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Κι' άπό τότε ό βρυκόλακας δέν ξαναφάνηκε.

Ό ηγούμενος προσπαθούσε νά μέ πείση ότι αυτές οί εμφανίσεις τών βρυκολάκων αποδείχνουν πόσο ορθή είναι ή πίστη τής ελληνικής εκκλησίας. Μού λέει : Είδατε κανένα Τούρκο ή κανένα Λατίνο νά μεταμορφώνεται έτσι μετά τον θάνατο του; Τό αντίθετο συμβαίνει, του απαντώ. Τό ότι μπαίνει ό Σατανάς στους πεθαμένους σας και τούς κάνει νά βρυκολακιάζουν δείχνει ότι ή ελληνική πίστη είναι καταδικασμένη άπό τό Θεό. Οσο γιά τούς Τούρκους και τούς Λατίνους πού τάχα δέν γίνονται βρυκόλακες τά πράγματα είναι διαφορετικά. Οπως προκύπτει άπό τήν ιστορία τών Αράβων, αυτά τά φαινόμενα ήταν συνηθισμένα στήν έρημο. Επειτα του θύμισα κάτι πού είχε συμβή στή Σαντορίνη μέ τον Μαμούρη, ένα Λατίνο κληρικό πού τούρκεψε. Μέ απαίτηση όλου του λαού κρεμάστηκε στήν αντένα του ανεμόμυλου. "Ε λοιπόν, μ' όλο πού ήταν Τούρκος, βρυκολάκιασε και καταβασάνισε τον κόσμο μετά τό θάνατο του, ώσπου τον έκαψαν και ησύχασε τό νησί.

»Αύτά πού γράφω γιά τούς ψευδαναστημένους θά δώσουν ασφαλώς τήν ευκαιρία σέ πολλούς νά σκεφθούν και νά ερευνήσουν τό ζήτημα ώστε νά ανακαλύψουν κάτι περισσότερο. . .

»Πρέπει νά προσθέσω ότι υπάρχουν κι' άλλοι πεθαμένοι στά ελληνικά νεκροταφεία πού τά πτώματα τους μένουν άλυωτα δεκαπέντε και είκοσι χρόνια μετά τον ενταφιασμό τους. Και τούς βρίσκουν φουσκωμένους σάν μπαλόνια. Kι αν τούς χτυπήσης ήχούνε όπως τά τούμπανα. Αυτόν τον πεθαμένο τον λένε «ντουπί». Τό πώς γίνεται αυτό δέν είναι τής στιγμής. Τό μόνο πού μπορώ νά βεβαιώσω είναι ότι οί Ελληνες πιστεύουν πώς οί άλυωτοι είναι αφορισμένοι. Είναι γνωστό ότι οί "Ελληνες ιερείς και μητροπολίτες δταν αφορίζουν κάποιον προσθέτουν στο τέλος τήν κατάρα : «Και μετά θάνατον άλυτος και τυμπανιαίος».

Γι' αυτό ακριβώς, ό λαός πού βλέπει συχνά άλυωτους νεκρούς, τρέμει όταν ακούει έναν άπλό παππά νά έκτοξεύη τον αφορισμό του σά νά είναι πατριάρχης ».

Ό Richard παραθέτει στο χρονικό του και ένα κείμενο αυθεντικό, σχετικά μέ τά χαρακτηριστικά τών βρυκολάκων και τις αιτίες πού προκαλούσε το βρυκολάκιασμα. Το αντέγραψε άπο παλιό χειρόγραφο πού βρήκε στό ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης:


«Οποιος έχει κατάραν, κρατούσιν μόνον τά έμπροσθεν του σώματος του.

Εκείνος πού έχει ανάθεμα, φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τά δάχτυλα του.

Εκείνος όπού φαίνεται άσπρος είναι άφωρισμένος παρά τών θείωνΝόμων.

Εκείνος όπού φαίνεται μαύρος είναι άφωρισμένος ύπό άρχιερέως»


Μιά ανατριχιαστική ιστορία βρυκολάκων αφηγείται ό Γάλλος περιηγητής Pitton de Tournefort.(Relation d'un voyage du Levent, Paris, 1717 . Βλ. κεφ. Ό τελευταίος του αιώνα)


Παρακολούθησε ό ίδιος τό φρικαλέο περιστατικό στή Μύκονο τό χειμώνα του1700:

«Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, άπό φυσικού του δύστροπο και φιλόνεικο.Κανείς δέν ήξερε πώς και γιατί. Δυο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν νά περπατάη τή νύχτα μέ βαρειά βήματα, νά μπαίνη στά σπίτια, νά άναποδογυρίζη τά έπιπλα, νά σβήνη τά λυχνάρια, ν' άγκαλιάζη ξαφνικά τούς ανθρώπους και νά κάνη χίλιες δυο κατεργαριές. Στήν αρχή γέλασαν όλοι. Μά όταν άρχισαν να παραπονούνται και σοβαροί άνθρωποι ή υπόθεση πήρε διαστάσεις. Οί παππάδες έκαναν εξορκισμούς. Τίποτα, ό Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του

»Τή δέκατη μέρα έγινε λειτουργία γιά νά έκδιωχθή ό δαίμονας. Αποφασίστηκε νά ξεθάψουν τό κουφάρι και νά του ξερριζώσουν τήν καρδιά μέσα στήν εκκλησία. Ό χασάπης τής Μυκόνου, γέρος και αδέξιος άντί ν' άνοιξη τό στέρνο άνοιξε τήν κοιλιά. Εψαξε, έψαξε άλλά δέν εύρισκε αυτό πού ζητουσε. Κάποιος του είπε ν' άνοιξη τό διάφραγμα. Ετσι έβγαλαν τήν καρδιά. Γιά νά καλυφθή ή μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Άλλά τό θυμίαμα, καθώς ανακατευόταν μέ τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερώτερη μπόχα. Οί φτωχοί άνθρωποι τρελλάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πώς άπό τό ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός. Πού νά τολμήσουμε νά τούς πούμε πώς ήταν άπό τό λιβάνι. Μέσα στήν εκκλησία αντηχούσε μονάχα ή κραυγή «βρυκόλακας»! «βρυκόλακας»! Άπό τό θόρυβο θαρούσες πώς θά γκρεμισθή ό θόλος του ναού. Ό χασάπης έβανε όρκο πώς τό πτώμα ήταν όλόζεστο. Μερικοί έλεγαν πώς τό αίμα ήταν κατακόκκινο.

»Τό φοβερό νέο απλώθηκε άπό σοκάκι σέ σοκάκι σ' όλη τήν πολιτεία. Και σέ λίγο ώρμησαν στήν εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες πού βεβαίωναν πώς όταν έφεραν τό πτώμα άπό τά χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρυκολακιάσει.

«Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι γιά νά βλέπω καλύτερα. Παρά λίγο νά λιποθυμήσω άπό τή δυσωδία. Άλλά οί ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι άπό τήν τρομάρα, νόμιζαν πώς είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τή γνώμη μου και τούς είπα ότι είναι εκατό τά εκατό πεθαμένος. Τούς εξήγησα ήρεμα όλα τά περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος νά μ' άκούση ;

»Πήραν τήν καρδιά στήν ακρογιαλιά και τήν έκαψαν. Μ' όλα αυτά ό βρυκόλακας δέν ένοούσε νά ήσυχάση. Εγινε περισσότερο επιθετικός. Ανοιγε πόρτες, ακόμα και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τή νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες τών μελισσιών και τά κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε έγκατασταθή δεν τόλμησε νά τρυπώση.

» Ολο τό νησί είχε ύποστή ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οί έξυπνοι και οί μορφωμένοι είχαν παρασυρθή. ~Ηταν μιά αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη όπωςή μανία ή ή λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τά σπίτια τους και έστηναν τά κρεβάτια τους καταμεσίς στήν πλατεία γιά νά περάσουν τή νύχτα τους. Δέν υπήρχε άνθρωπος πού νά μήν είχε διαπιστώσει τήν παρουσία του βρυκόλακα.'Όλη τή νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στά χωράφια.

"Κάποιος είπε πώς τό κακό οφείλεται σέ μιά παράλειψη κατά τήν τελετή του έξορκισμού. Ή λειτουργία έπρεπε νά γίνη μετά τήν αφαίρεση της καρδιάς. Ετσι ξαναβρεθήκαμε στήν αναστάτωση της πρώτης μέρας. Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις μέρες και τρεις νύχτες.Οί παππάδες υποχρεώθηκαν νά νηστέψουν αυστηρά. Τούς έβλεπες νά τρέχουν άπό σπίτι σέ σπίτι μέ τήν αγιαστούρα στό χέρι.

» Είπαμε στους προεστούς νά στήσουν ενέδρες τή νύχτα και νά παρατηρήσουν τί συμβαίνει στήν πολιτεία. Ετσι έπιασαν μερικούς βαγαπόντηδες πού είχαν προκαλέσει όλη τήν αναστάτωση. Δέν ήταν βέβαια οί πρώτοι δράστες και τούς άφησαν ελεύθερους. Γιά ν' αναπληρώσουν τή νηστεία της φυλακής άρχισαν ν' αδειάζουν τή νύχτα τά σπίτια τών κατοίκων πού είχαν εγκαταλείψει τό βιός τους . Ετσι ξανάρχισαν οί λιτανείες.

»Μιά μέρα, άφού κάρφωσαν κι' έγώ δέν ξέρω πόσα γυμνά σπαθιά πάνω στό μνήμα του βρυκόλακα (ξέθαφταν τό πτώμα τρεις ή τέσσερες φορές τήν ημέρα ανάλογα μέ τίς εμπνεύσεις του καθενός) ένας Αρβανίτης πού βρέθηκε στή Μύκονο είπε μέ ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο νά καρφώνουν τόν βρυκόλακα μέ σπαθιά χριστιανικά.

— Δέν βλέπετε χαζοί, ότι ή λαβή αυτών τών σπαθιών έχει τό σχήμα του σταυρού κι' εμποδίζει τόν Σατανά νά βγή άπό τό κουφάρι ; Χρειάζονται τούρκικα σπαθιά!

»Άλλά και ή συνταγή του Αρβανίτη δέν ωφέλησε. Ό βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δέν ήξεραν πιά σέ ποιόν άγιο νά προσευχηθούν.

«Ξαφνικά μιά φωνή υψώθηκε άπ’ όλη τήν πόλη : πρέπει νά κάψουμε ολόκληρο τό βρυκόλακα. Ξέθαψαν πάλι τό κουφάρι και τό κουβάλησαν στήν πούντα του Αη Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά μέ πίσσα (Οχι ξύλα, άπό φόβο μήπως ό βρυκόλακας σβήσει τή φλόγα) και τό αποτέφρωσαν. Ό διάβολος είχε παγιδευθή κι' εξοντώθηκε. Ηταν καιρός. Γιατί οί περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν νά μεταναστεύσουν στήν Τήνο ή στή Σύρο».

Οί λαϊκές δεισιδαιμονίες γιά τά βρυκολακιάσματα έταλάνισαν τόν τόπο μας και κατά τούς σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας. Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τή διάρκεια του Εικοσιένα,κατά τήν περίοδο πού ακολούθησε τήν εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τίς πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.

Οί δεισιδαιμονίες έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και άλλοφροσύνης, όπως ύστερα άπό τίς επιδημίες πού προκαλούσαν θανατικό.

Το 1823 ή Νάξος είχε άποδεκατισθή άπό τήν ευλογιά. Τότε ακριβώς άρχισαν στο νησί τά ομαδικά βρυκολακιάσματα τών πεθαμένων. Τά κωμικοτραγικά επεισόδια πού ακολούθησαν ιστορεί ό σύγχρονος Ν. Δραγούμης («Ιστορικαί Αναμνήσεις», 'Αθήναι 1937 τόμ. Α' σελ. 109-111.):

»Έπειδή δέ πολλοί απεστάλησαν υπό τής νόσου εις τά βασίλεια του Πλούτωνος, διεδόθη και έπιστεύθη ή είδησις ότι, στασιάσαντες αθρόοι έν τω Αδη οί νεκροί, έβιάσαντο τόν Χάρωνα νά έπαναφέρη αυτούς εις τά άνω. Και καθ' έσπέραν, μόλις δύοντος του ηλίου, δρομαίοι έπανήρχοντο πάντες είς τά ίδια, και συζυγούντες περίφοβοι διά διπλών και τριπλών μοχλών θύρας τε και παρά¬θυρα, έμπεδούντες δέ και διά σωρείας στρωμάτων, προσκεφαλαίων και άλλων σκευών, κατεκλίνοντο στένοντες και τρέμοντες ώς ό Κάιν.

»Οί βουρκόλακες όμως, λεπτυνθέντες υπό του θανάτου, είσέδυον και διά κεκλεισμένων τών θυρών είς τά άδυτα και έφόβουν, ενίοτε δέ και έκακοποίουν τούς ζώντας. "Οτε δέ άνέτελλεν ή ημέρα και ήνοίγοντο αί οίκίαι, εξερχόμενοι άνδρες τε και γυναίκες, διηγούντο τρεμούση τη φωνή τά παράτολμα έργα και λόγια τών βουρκολάκων. Και τουτον μεν ήπείλησε νά ξυλοκοπήση υψηλόσωμός τις και σκελετώδης εάν ήρνείτο αύτώ τροφήν και πόσιν, ταύτης δέ τήν ξανθήν μακράν κόμην ήγωνίζετο ν' ανάσπαση φθονερά γείτων άγριαίνουσα ώς μέγαιρα τούς οφθαλμούς, και εκείνης τούς περιλεύκους και κυδωνιώντας κόλπους έτόλμησε νά ψαύση ίεροσύλως αύθαδες άλλ' ώραίον μειράκιον.

»Μυλωθρός δέ κάτοικων παρά τη οικία μου είχε δύο θυγατέρας, ωραίας ή μή δέν ενθυμούμαι, αίτινες φρίττουσαι διηγούντο καθ' έκάστην πρωίαν, πώς βουρκόλακες δύο, εισερχόμενοι μετά πάταγου και άνατρέποντες τά έπιπλα, έκτύπουν δεξιά και αριστερά και έγρύλιζον και παρεβίαζον τάς θύρας και «πέντε σισύραις έγκεκορδυλημένας» υπό του φόβου, άπεκάλυπτον και παρέσυ¬ραν και έβασάνιζον ποικιλοτρόπως τάς ταλαίπωρους δι' όλης της νυκτός. Ό δέ πατήρ, όστις έξησφαλισμένος εντός ετέρου κοιτώνος ήγρύπνει κρατών πυροβόλον, έπεκύρου τά λεγόμενα και όδυρόμενος έσφραγίζετο διά του σημείου του σταυρού.

»Ησαν όμως και οί μή πιστεύοντες είς βουρκόλακας, οίτινες άγαπώντες νά φιλοσοφώσι περί τάς ανθρωπίνους αδυναμίας και τήν περί τό εύρίσκειν τέχνας δεινότητα τών γενναίων, έμαθον παρελθούσης τής επιδημίας ότι οί δύο εκείνοι νυκτοκόρακες, έγκύψαντες μετά πολλού ζήλου είς τήν θεωρίαν τής θεογονικής επιστήμης τών αρχαίων, πολλάς δέ απορίας άπαντήσαντες, ένόμισαν μαθηματικώτερον νά λύσωσιν αύτάς, ώς πάλαι ποτέ Ζεύς, διά πειραμάτων, διό και μετεμόρφωσαν εαυτούς μέν εις Δίας, τά δέ δύο αθώα θυγάτρια του μυλωθρού είς Λητώ και Σεμέλην.

»Έν τοσούτω τών βουρκολάκων και ό αριθμός και ή τόλμη έπηυξάνετο. Βαθυπώγων τις Πρωτοσύγελλος (ίστέον δέ ότι ή εκκλησία του Αιγαίου έπλούτει τω καιρώ έκείνω Σακελλιώνων, Πριμικηρίων, Σικέλλων, Καστρηνίων, Ρεφερενδαρίων, Πρωτεκδίκων, Πρωτονοτάριων και άλλων αξιωματούχων, πάντων αγίων), γνωστός δια το φιλομειδές και φιλευτράπελον αύτου, προσβληθείς ύπο της ευλογίας, μετέβη εις τούς ουρανούς- άλλά καταβάς δικαιώματι βουρκόλακος εις τον κόσμον κατώρθωσε δυνάμει του σεβασμίου αύτου πώγωνος νά καθυποτάξη εις τά ίδια νεύματα πάντας τούς λοιπούς συναδέλφους καί νά κατάρτιση μυρίανδρον φάλαγγα, ήτις, πρωτοστάτην τάξασα αυτόν τον άγιον Πρωτοσύγκελλον καί στρατολογούσα καθ' έκάστην νεοσύλλεκτους περιεπλανάτο τήν νύκτα τάς οδούς καί έκορυβαντία καί έκραιπάλα καί ήλάλαζε καί έκορύφου τον τριγμόν τών οδόντων».

Μιά μακάβρια υπόθεση βρυκολάκων ειχε συνταράξει τό 1846 τήν Κορινθία. Αναστατώνονται οί Αρχές, κινητοποιείται ή κυβέρνηση, ειδοποιείται ή Ιερά Σύνοδος. Σπεύδει έπί τόπου ό επίσκοπος Αίγίνης καί αρχίζει τούς εξορκισμούς, τίς ιερουργίες, τούς αγιασμούς καί τά εύχέλαια (Έφ. «Άθηνα», φ. 31 Δεκεμβρίου 1848).

Στά Γενικά Αρχεία του Κράτους υπάρχει σχετική αναφορά του αρχιμανδρίτη Ζαχαρία Μαθά προς τήν Ιερά Σύνοδο μέ ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1848.

Τρεις μεθυσμένοι Σοφικίτες διασκεδάζοντας πάνω σέ μιά βάρκα στον Κορινθιακό, πνίγηκαν σέ απόσταση τριάντα μέτρων άπό τήν παραλία. Οί συγγενείς άνέσυραν τά πτώματα καί τά μετέφεραν στό χωριό γιά νά τά θάψουν. Ξεσηκώθηκαν όμως όλοι οί συχωριανοί καί δέν επέτρεψαν νά γίνη ή ταφή, γιατί σύμφωνα μέ μιά παλιά δεισιδαιμονία οί πνιγμένοι γίνονται βρυκόλακες, όταν θάβονται στή στεριά. Παίρνουν τά φέρετρα οί συγγενείς, τά φορτώνουν σ' ένα πλεούμενο, μά άντί νά τά πετάξουν στή θάλασσα τά έθαψαν στό νησάκι Σιδερώνα.

Άλλά πέντε μήνες αργότερα τό χωριό ξεσηκώθηκε πανικόβλητο. Οί πνιγμένοι βρυκολάκιασαν (επειδή δέν πετάχτηκαν στή θάλασσα), ανέβηκαν στό Σοφικό κι' άρχισαν νά κατατρομοκρατουν τούς κατοίκους. Καί ιδού ή συνέχεια, όπως εξιστορείται στήν αναφορά του αρχιμανδρίτη :

«Οί ένοχλούμενοι, έως τριάκοντα τόν αριθμόν, μετέβησαν είς τό νησίδιον καί έξέθαψαν τούς τεθαμμένους. Εύρόντες δέ αυτούς σώους καί άλυτους έπιστοποίησαν ότι έγιναν βρυκόλακες. 'Όθεν, σχίσαντες αυτούς τούς νεκρούς καί έκβαλόντες τάς καρδίας των, αύτάς μεν έκαυσαν έπί του πυρός, τούς δέ νεκρούς έβύθισαν εις τήν θάλασσαν, κρεμάσαντες διά σχοινιών λίθους άπό τών τραχήλων αυτών. Μετά δέ τήν τοιαύτην πράξιν οί μεν νεκροί έπαυσαν ένοχλούντες τούς ζώντας, τών δέ ζώντων έξέλιπον οί φόβοι».

Άλλά σέ λίγες μέρες κόπηκαν τά σχοινιά μέ αποτέλεσμα νά έκβρασθούν τά πτώματα στήν παραλία. Εσπευσαν οί δύστυχοι συγγενείς καί έθαψαν τούς νεκρούς τους νύχτα σέ μιά ερημική τοποθεσία. Μόλις όμως έγινε γνωστή ή ταφή τών νεκρών στή στεριά νέα θύελλα στο Σοφικό. Τά φαντάσματα τών βρυκολάκων ξανάρχισαν τις τρομοκρατικές επιδρομές τους.


Γράφει ό αρχιμανδρίτης :

«Κατά τον Νοέμβριο του1849 τόσος πανικός κατέλαβεν όλους έν γένει τούς Σοφικίτας και τόσον κατετρόμαξαν μικροί τε και μεγάλοι άπό τερατώδη τινά φανταστικά φαινόμενα ώστε και φυσικούς τινών θανάτους έβεβαίουν ώς έκ του τρόπου (δηλαδή άπό τούς βρυκόλακες) προερχομένους.Έκ τών τετρακοσίων οικογενειών του Σοφικού πολλαί μέν μετεκομίσθησαν είς άλλα του Δήμου χωρία, παραλείψασαι και οικίας και ιδιοκτησίας. Αί δέ μείνασαι συνήρχοντο καθ' έσπέραν άνά πέντε και δέκα, διανυκτερεύουσαι και έπαγρυπνούσαι δι' αλλήλων και άποκρούουσαι παν φαινόμενον αύτοίς φανταστικόν σημείον διά πυροβολισμού, διά κραυγών, διά κτύπων και χάλκινων αγγείων και δι' άλλων. Εντρομοι δέ γενόμενοι ούτοι οί άνθρωποι, διώρισαν και ενόπλους φύλακας οί όποιοι περιφερόμενοι άνά δέκα και είκοσι επαγρυπνούν προσέχοντες δήθεν τά θύματα τών βρυκολάκων (Γιάννης Βλαχογιάννης, «Πρωία» ,10 Ιουλίου 1932»

Τελικά διαπιστώθηκε ότι τον μύθο τών βρυκολάκων έπλασαν συντοπίτες εχθροί τών συγγενών τών πεθαμένων γιά νά τούς εκδικηθούν επειδή παλαιοτέρα είχαν δημιουργήσει τήν ίδια μακάβρια ιστορία γιά δικό τους πνιγμένο.

Παρόμοιο περιστατικό ιστορεί ό Ρουμελιώτης αγωνιστής του Εικοσιένα και πρώτος βιογράφος του Καραϊσκάκη Δημ. Αίνιάν.Τού αφηγείται ό πάρεδρος ενός χωριού τής Φθιώτιδος τό 1850 :

«Προ δύο ετών έβρυκολάκιασεν ένας χωριανός μας.Έφαίνετο φωτιά είς τό μνήμα του και πολλάκις έπήγαινε είς τήν οίκίαν του, έκαμνε κτύπους, ανακάτευε τά πράγματα, και ή δυστυχισμένη γυνή του έκινδύνευε νά άποθάνη άπό τόν φόβον της, διότι δέν έτόλμα νά ύπάγη ουδέ κανείς τών γειτόνων της είς συνοδείαν αυτής. Άμα δέ ένύκτωνεν όλοι είμεθα αναγκασμένοι νά κλείωμεν τάς θύρας και τά παράθυρα μας και νά φυλάττωμεν καλά διά νά μήν έλθη ό βρυκόλακας και είς τάς ίδικάς μας οικίας. Τέλος πάντων μή δυνάμενοι νά ύποφέρωμεν τήν δυστυχισμένην ταύτην ζωήν, άπεφασίσαμεν και ανοίξαμεν τόν τάφον. Και τί εύρίσκομεν ; Όλον άκέραιον, όπως τόν έβάλαμεν και μάλιστα έπάχυνε περισσότερον και έξετρυφέριανεν. Ολοι άπορήσαμεν όταν τόν είδαμεν. Τότε μας λέγει ό εφημέριος μας νά φέρωμεν ένα λοστόν, και άφού τόν έφεραν, (λάβετε, λέγει, είς άπό σας τόν λοστόν, και κρατών αυτόν μέ τάς δύο χείρας νά κτυπήση μ' όλας τάς δυνάμεις του τό σώμα επάνω είς τήν καρδίαν ώστε νά περάση ό λοστός άπό τό άλλο μέρος». Κανείς άπό ημάς δέν έκινήθη διά νά πάρη τόν λοστόν και νά κάμη αυτήν τήν έργασίαν.

»Τότε ό εφημέριος άποτεινόμενος είς έναν εύρωστον και θεωρητικόν, εις τόν όποιον υπέθετε μεγαλυτέραν παρά τούς λοιπούς τόλμην, «μή φοβήσαι,παιδί μου (λέγει) είναι έντροπή άνθρωπος, ώς εσύ, νά φοβήσαι άπό έναν άποθαμένον. Επειτα δέν ήξεύρεις ότι σήμερον Σάββατον, καί καμμιάν δύναμιν ούδ' έξουσίαν έχει ό βρυκόλακας νά κάμη κακόν ;».

»Ό νέος, άλλο άπό έντροπήν καί άλλο άπό σέβας προς τόν έφημέριον δέν έτόλμησε νά άντιτείνη, καί λαβών τόν λοστόν έστάθη άπό επάνω άπό τό σώμα του βρυκόλακα καί μέ πολλήν δύναμιν έκτύπησεν εις τήν καρδίαν.'Αλλά μέ ποίαν φρίκην είδαμεν, ότι ό λοστός δέν έμπήχθη εις τό σώμα καί ό βρυκόκόλακας έσυμμαζώχθη ώς νά ήταν ζωντανός. Τούτο ώς νά έγινε σήμερον τό ενθυμούμαι ακόμη. Αμέσως ό λοστός έπεσεν άπό τάς χείρας του χωριανού μας, καί παρ' ολίγον νά φύγωμεν όλοι, έάν ό εφημέριος δέν μας έμψύχωνεν, ότι ό βρυκόλακας τό Σάββατον δέν ημπορεί νά κάμη κακόν. Μας διορίζει λοιπόν καί φέρομεν ξύλα, καί άνάπτομεν φωτιάν επάνω είς τόν βρυκόλακα, καί μόλις είς διάστημα τριών ωρών κατωρθώσαμεν νά τόν καύσωμεν καί άπ' έκείνην τήν στιγμήν δέν είδομεν πλέον τίποτε είς τό χωρίον μας, έως ού έβρυκολάκιασεν άλλος, τόν όποιον, αύριον έχομεν σκοπόν νά ξεχώσωμεν» (Βιβλιοθήκη τουΛαού. Α', 1852 σ. 282 - 290.)

Σαράντα χρόνια αργότερα ανατριχιαστικές φρικαλεότητες στήν Άνδρο πού ξεπερνούν κάθε φαντασία. Καί πάλι έξ αιτίας τών βρυκολάκων.

Στό Δήμο Αρνης δύο χωριάτες αδελφοί «είδαν» μιά νύχτα τό φάντασμα κάποιου έχθρού τους πού είχε πεθάνει πριν λίγες μέρες. Πίστεψαν λοιπόν πώς βρυκολάκιασε καί τούς καταδιώκει. Και τί έκαναν ;

«Ευθύς τήν έπομένην μετέβησαν (οί δυο αδελφοί) είς τόν τάφον του έχθρού των, άνασκάψαντες δέ τόν τάφον έξήγαγον τό πτώμα καί τό μετέφεραν κάτωθεν συκής, όπου τό έκαυσαν, μάλιστα δέ ώς λέγουσι, ό εις τών αδελφών εξήγαγε τήν καρδιάν του νεκρού, ήν ιδιαιτέρως έκαυσεν καί τήν κόνιν αυτής μετέβαλεν είς καταπότια, άτινα κατέπιε διά νά παύση τό κατατρύχον αυτόν καρδιακόν νόσημα» («Νέα έφημερίς» 16 Ιανουαρίου 1890.).

Άλλά κάτι ανήκουστο έγινε το 1893 στό χωριό Βουρκωτή της Άνδρου. Ή γυναίκα ενός χωρικού υπέφερε άπό έπιλόχιο πυρετό. Ό σύζυγος, επειδή πριν λίγες μέρες πέθανε ή μητέρα του,πίστεψε πώς βρυκολάκιασε καί βασάνιζε τή νύφη της.

«Τό έπίμονον της συζύγου του πάθος άπέδωκεν ό σύζυγος είς τήν πρό τίνων ήμερων θανούσαν μητέρα του ήτις, κατά τήν κρίσιν του, επειδή ζώσα δέν ηύτύχησε νά ίδη έγγονον, ήδη νύκτωρ έπεφοίτα έπί της κλίνης της ασθενούς καί τεκούσης νύμφης της καί παρηνώχλει αυτήν. Καί ό άλιτήριος, χωρίς νά διστάση, έξέθαψε τό πτώμα τής ίδιας μητρός καί, φρικτόν ειπείν, διεμέλισεν αυτό είς τεμάχια, άτινα έδώ κι' έκεί κατέρριψε... Φρονούμεν ότι, γενομένης ανασκαφής έν τώ νεκροταφείω τής Βουρκωτής, ουδείς ίσως νεκρός θά εύρεθή άνύβριστος. Πάντων αί καρδίαι θά είναι καρφωμέναι μέ μαυρομάνικον μαχαίρι».

Απήχηση τών λαϊκών δεισιδαιμονιών γιά τούς βρυκόλακες αποτελεί καί το διήγημα του Σκιαθίτη πεζογράφου Αλέξανδρου Μωραίτίδη «Η Κουκίτσα».

«Και μία βραδυά, τήν ώρα όπου άνάπτουν τά φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τόν θάνατον τής Κουκίτσας, διεδόθη είς τό χωρίον : Βρυκολάκιασε ή Κουκίτσα...

»Καί έξηκολούθουν νά διασταυρούνται είς τούς φούρνους, ιδίως μεταξύ τών γυναικών αί παραδοξώτεραι φήμαι : Είδαν πολλαι τήν Κουκίτσαν νά μαγειρεύη είς τό σπίτι του παππά, άλλαι τήν είδαν νά σαρώνη, τυλιγμένη τήν κεφαλήν μέ μίαν άσπρην πετσέτα, άλλαι τήν είδαν νά πηγαίνη είς τό Κάστρο, βαστάζουσα τό δισάκι μέ τά ιερά του παππά-Κονόμου...»

Περί βρυκολάκων γράφει και ό Γάλλος περιηγητής Thevenot πού ταξίδεψε στό Αιγαίο τό 1655. Στή Χίο διάβασε ένα ύπόμνημα μέ πληροφορίες γιά τά χωριά του νησιού καί τίς δεισιδαιμονίες τών κατοίκων : (Οί κάτοικοι αύτου του τόπου (του Κάστρου της Αγίας Ελένης) πιστεύουν ότι το πτώμα πού δεν θά λυώση σέ σαράντα μέρες γίνεται βρυκόλακας». Ό συγγραφέας του υπομνήματος σημειώνει ότι περνώντας άπό έκεί τόν Απρίλη του1637 βρήκε έναν παππά νά διαβάζη ευχή πάνω σ' ένα πτώμα πού ένώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δέν έδειχνε διόλου αποσύνθεση. Μονάχα ένας σκούληκας έβγαινε άπό τό μάτι του πεθαμένου. Είναι ή πανουργία του Σατανά, είπε ό παππάς πού θέλει νά μας ξεγελάση γιά νά πιστέψουμε ότι τό σώμα έχει σαπίσει. Οπως εξήγησε ό παππάς, τό σώμα ή μάλλον τό πνεύμα του γύριζε τίς νύχτες στό χωριό, χτυπούσε τίς πόρτες και καλούσε τούς ανθρώπους μέ τ' όνομά τους. Κι' όσοι απαντούσαν πέθαιναν σέ δυό ή τρεις μέρες (Voyage de rar de Thevenot en Europe, en Asie el en Afrique. Edition Amsterdam, 1827, τόμ. A' σελ. 310).

Πληροφορίες γιά τη Σαντορίνη του ΙΖ' αιώνα ανευρίσκονται και στήν ιστορία τών φραγκικών δουκάτων του Αιγαίου του Sauger πού κυκλοφόρησε στό Παρίσι τό 1699 : «Ή νήσος Σαντορίνη ξεχωρίζει σ' όλο τό Αρχιπέλαγος όχι έξ αίτιας της ευφορίας της, άλλά γιά τά ψηλά βουνά της, γιά τό βάθος τών γκρεμών και τό τρομακτικό θέαμα τών βράχων πού τήν περιστοιχίζουν. Δέντρα και στάρια δέν φυτρώνουν, νερό ούτε σταγόνα έκτος άπό τίς βροχές. Οί κάτοικοι ζυμώνουν τρεις ή τέσσερες φορές τό χρόνο και διατηρούν τό ψωμί κατάξερο όλο τό χρόνο. Βγάζει εξαιρετικά κρασιά και νοστιμώτατα σύκα. Τό καταπληκτικό είναι πώς ή Σαντορίνη μ' όλες τίς δυσκολίες της είναι άπό τά πιο πυκνοκατοικημένα νησιά του Αρχιπελάγους. Υπάρχουν πέντε μικρές πόλεις πού χτίστηκαν άπό τούς παλιούς δούκες και πολλά κεφαλοχώρια μέ πληθυσμό Ελληνες και Λατίνους, πού ζουν μαζί, πολύ μονιασμένοι Πράγμα πολύ σπάνιο σ' άλλους τόπους. Τό λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα κι' ενα βήμα άπό τήν ακτή. Αβυσσος πού είναι αδύνατο να τη βυθομετρήση κανείς. Σ' αυτό τό νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο γιά μένα, μά πού φαίνεται έκεί συνηθισμένο. Μερικοί άπό τούς πεθαμένους ξαναγυρίζουν στά σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα άπό τήν ταφή τους. Και κανείς δέν ξέρει τί είναι αυτό πού τούς ξαναζωντανεύει. Οί Σαντορινιοί τούς λένε βουκόλακες».


ΠΗΓΗ: http://kallistorwntas.blogspot.com/2010/04/17-3.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου