Πώς βλέπει το Ισραήλ την συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας
Το αντιτουρκικό μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο και οι ισορροπίες της Ιερουσαλήμ.
Με αφορμή την πρόσφατη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας Γαλλίας-Ελλάδας, το Ισραήλ καλείται να αποκωδικοποιήσει τις γαλλικές επιδιώξεις στην Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο ρόλος που θα ήθελε να παίξει ο γαλλικός παράγοντας στην περιοχή έχει σημασία για την ισραηλινή πλευρά, καθότι, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, η Γαλλία αποτελεί την σημαντικότερη υπολογίσιμη εξωστρεφή στρατιωτική δύναμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, η αφυπηρέτηση της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ -η θητεία της οποίας αποδείχθηκε επωφελής για το Ισραήλ ως προς τις διπλωματικές του σχέσεις με την ΕΕ και ως προς την ενίσχυση του οπλοστασίου του-, αποτέλεσε μια μη ευχάριστη εξέλιξη, παρότι αναμενόμενη.
Σε περιφερειακό επίπεδο, το Ισραήλ ανέκαθεν είναι απρόθυμο να εμπλακεί σε οποιαδήποτε εστία έντασης δυτικότερα των μεσογειακών του ακτών. Από της συστάσεώς του, απασχολείται με θερμά μέτωπα στα σύνορά του, και πέραν αυτών: στον Βορρά (Συρία, Λίβανος), στην Ανατολή (Δυτική Όχθη, Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν) και στον Νότο (αιγυπτιακή χερσόνησος του Σινά, Γάζα). Ως εκ τούτου, από ισραηλινής απόψεως, η ενεργοποίηση ενός πρόσθετου «δυτικού μετώπου» αποτελεί ένα ενδεχόμενο εξαιρετικά δυσάρεστο, το οποίο θα ήταν καλό να αποφευχθεί.
Η ισραηλινή αυτή θεώρηση καταδεικνύεται από την στάση που τηρεί το Ισραήλ ως προς το Κυπριακό, την μοναδική δυτικότερη διαρκή εστία έντασης. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξης του Ισραήλ, υιοθετήθηκε η θεώρηση ότι το Κυπριακό εντάσσεται στο πλαίσιο του ιστορικού περιφερειακού ανταγωνισμού Ελλάδας-Τουρκίας. Από την άλλη, οι δύο αυτές χώρες ανήκουν στην ΝΑΤΟϊκή συμμαχία, και ως εκ τούτου, πολύ δύσκολα θα αφεθούν να εμπλακούν σε πόλεμο μεταξύ τους –εκτίμηση η οποία επιβεβαιώθηκε το καλοκαίρι του 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Αυτό το δεδομένο ωθεί το Ισραήλ να μην επιθυμεί να λάβει οποιαδήποτε «καθαρή θέση» ως προς το εκάστοτε θερμό κλίμα που παρατηρείται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ακόμα και όταν οι διμερείς του σχέσεις με την Ελλάδα χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη ψυχρότητα. Βάσει αυτής της λογικής, όταν ακόμα δεχόταν πιέσεις από την τότε φιλικότερη Τουρκία, το Ισραήλ αρνήθηκε το 1983 να αναγνωρίσει την «ΤΔΒΚ». Η απόσταση που τήρησε η ισραηλινή διπλωματία ως προς το Κυπριακό, τόσο κατά το 1983 όσο και πρωτύτερα, εξηγείται και από το γεγονός ότι μια «λάθος κίνηση», θα καθυστερούσε κάθε πιθανότητα βελτίωσης των σχέσεων με την Ελλάδα, τη μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που ηρνείτο να αναγνωρίσει de jure το Ισραήλ. Πέραν αυτού όμως, μια τυχόν ισραηλινή στήριξη προς την κατέχουσα Τουρκία, θα τόνιζε ακόμα περισσότερο τις διεθνείς επικρίσεις που στόχευαν το Ισραήλ και την συνέχιση της στρατιωτικής του παρουσίας στα εδάφη που απέκτησε μετά τον Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο του 1967.
Από το 2010 και εντεύθεν, οι σχέσεις του Ισραήλ με την Ελλάδα και την Κύπρο βελτιώθηκαν σημαντικά. Έκτοτε, και παρότι τα ισραηλινά κέντρα αποφάσεων θεωρούν θετική αυτήν την εξέλιξη, εκφράζεται ο προβληματισμός μήπως το Ισραήλ, σε βάθος χρόνου, βρεθεί εγκλωβισμένο στο αντιτουρκικό μέτωπο που αρχίζει να παγιοποιείται στην Ανατολική Μεσόγειο, με την συμμετοχή της Αιγύπτου του προέδρου Αλ-Σίσι, μιας χώρας που έχει αποκτήσει ρόλο-κλειδί για την ισραηλινή ασφάλεια, σε στρατιωτικό, πολιτικό και ενεργειακό επίπεδο. Η ισραηλινή πλευρά δεν θα ήθελε ποτέ να μην είναι σε θέση να αποφασίσει αφ’ εαυτής ως προς το ποια στάση θα τηρήσει για ζητήματα που είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν εντάσεις σε ένα μελλοντικό «θερμό δυτικό μέτωπο» –το οποίο είναι πάντοτε απευκταίο.
Η ελληνική και η κυπριακή πλευρά επιδιώκουν να προβάλουν ότι στο υπάρχον αντιτουρκικό μέτωπο της Ανατολικής Μεσογείου προστίθεται ενεργά και η Γαλλία, καθότι, αναμφίβολα, η πρόσφατη συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας θα ενδυναμώσει σε βάθος χρόνου την ελληνική αποτρεπτική ισχύ σε σημαντικό βαθμό. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Ισραήλ εκτιμάται ότι θα επιμείνει να κρατηθεί μακριά από εντάσεις πέραν των δυτικών του ακτών –γεγονός το οποίο διαφαίνεται από την επιμονή της ισραηλινής κυβέρνησης να αποφεύγει να σχολιάσει περαιτέρω αυτήν την σημαντική εξέλιξη. Ωστόσο, το Ισραήλ είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολο θα είναι να ελέγξει τις εξελίξεις σε περίπτωση που η ίδια η Γαλλία πλέον θα αποφασίσει να καταστήσει αισθητή την στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σε βάθος χρόνου. Σε ένα τέτοιο σενάριο, το Ισραήλ θα σκεφτεί πάρα πολύ εάν τελικά θα θελήσει να «κάψει τις γέφυρές» του με την σημαντική Τουρκία –ενώ παρόμοια σκέψη θα απασχολήσει την κυβέρνηση της Άγκυρας, η οποία και εκείνη, παρά τις κατά καιρούς αντι-ισραηλινές κορώνες της, γνωρίζει πολύ καλά ότι το «κόψιμο κάθε γέφυρας’ με το εξίσου σημαντικό Ισραήλ θα επιφέρει ποικίλες δυσχέρειες στην τουρκική εξωτερική πολιτική σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε, ότι παραμένει ανοικτή η διαφορά Ισραήλ-Λιβάνου για την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους, καθώς επίσης και ότι η Γαλλία είναι πάντοτε σε θέση να επιβάλει τις επιθυμίες της στα λιβανικά πράγματα. Εάν ποτέ η Γαλλία λάβει το πράσινο φως από τις ΗΠΑ προκειμένου να διευθετήσει μια εστία έντασης τέτοιας σημασίας –που σκοπό θα έχει να απαλλάξει τον Λίβανο από την ιρανική επιρροή-, τότε μόνο το Ισραήλ θα σκεφτόταν με σοβαρότητα να συνταχθεί σε μια τέτοια προσπάθεια, καθότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα επηρεαζόταν σημαντικά η ενεργειακή του ασφάλεια, η οποία σχετίζεται με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην διαφιλονικούμενη ζώνη στα ανοικτά των νοτίων λιβανικών ακτών. Κατά πόσον, όμως, η Γαλλία θα ήταν διατεθειμένη να παρεκτείνει την επιρροή της στην περιοχή; Από το γράμμα και το πνεύμα της πρόσφατης ελληνο-γαλλικής συμφωνίας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν διαφαίνεται –και επομένως, δικαίως το Ισραήλ δεν θεωρεί ότι παρίσταται ανάγκη να διατυπώσει κρίσεις και απόψεις περί του περιεχομένου όσων διαλαμβάνονται στα ελληνο-γαλλικά συμπεφωνημένα.
Σε καθαρά διπλωματικό επίπεδο, η ενίσχυση των σχέσεων της Γαλλίας, της Ελλάδας (και κατά συνέπεια και της Κύπρου), εξυπηρετεί τη μόνιμη ισραηλινή επιδίωξη, η οποία συνίσταται στο να υπάρχουν ευήκοα ώτα στον τρόπο που διαχειρίζεται η εκάστοτε κυβέρνηση του Ισραήλ την διαρκή διένεξη με τους Παλαιστινίους. Με δεδομένη την αγαστή συνεργασία ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ, την Αθήνα, και την Λευκωσία την τελευταία δεκαετία, το Ισραήλ μπορεί να υπολογίζει ότι η ισχυροποίηση των δεσμών Αθήνας-Παρισιού θα επιδράσει ευνοϊκά στον τρόπο με τον οποίον τα συλλογικά ευρωπαϊκά όργανα θα εκλαμβάνουν τις ισραηλινές θέσεις, όταν και εφόσον αυτό θα χρειάζεται. Η ανάπτυξη του ελληνο-γαλλικού άξονα σε επίπεδο ΕΕ προσδίδει μια σημαντική εναλλακτική για την επιχειρηματολογία που επιθυμεί το Ισραήλ να προβάλει για τα δικά του εθνικά θέματα ενώπιον των Βρυξελλών, την στιγμή που η φιλοϊσραηλινή Ουγγαρία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε δυσμένεια, οι σχέσεις Ισραήλ-Πολωνίας δοκιμάζονται, και η εποχή της Άγκελα Μέρκελ έχει πλέον λήξει –γεγονός που θα προβληματίζει τους Ισραηλινούς μέχρις ότου αναδειχθεί ο νέος Γερμανός καγκελάριος, το ενδοαευρωπαϊκό αντίβαρο της διακυβέρνησης Εμμανουέλ Μακρόν.
ΠΗΓΗ: άρθρο του Γαβριήλ Χαρίτου, δρ. διεθνών σχέσεων, ερευνητής στο ισραηλινό Ινστιτούτο Μπεν-Γκουριόν. Διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου