Οι Χειμαρριώτες στην Ιταλία
Ὁ Βορειοηπειρωτικός Ἑλληνισμός μέ τήν διαρκῆ παρουσία του στούς ἀγῶνες γιά ἐλευθερία, εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένος μέ τήν μαχραίωνη ἱστορία τοῦ ἔθνους μας. Μεταξύ τῶν Ἑλλήνων τῆς Β. Ἠπείρου οἱ Χειμαρριῶτες κατέχουν ἐξέχουσαν θέση στήν συνείδησή μας γιά τό σθένος καί τούς ἀγῶνες τους πρός ἔνσωμάτωση στόν ἐθνικό κορμό.
Στήν ἱστορία τῆς Χειμάρρας Βορείου Ἠπείρου σημειώνονται πολλά ἀνεπιτυχῆ κινήματα κατά τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἐπαρχίας Χειμάρρας γιά νά ἀποφύγουν τόν θάνατο ἤ τόν ἐξανδραποδισμό κατέφυγαν πλειστάκις στά ᾿Ακροκεραύνια ἤ περνοῦσαν στήν Κέρκυρα καί στήν Ἰταλική Χερσόνησο (ἰδίως στήν ᾿Απουλία), ἀπ᾿ ὅπου και ἐπανήρχοντο μετά τίς καταστροφές στήν γῆ τους. Στήν Ἰταλία ὅμως, ἐκτός ἀπό τό πρόσκαιρο καταφύγιο πού εὕρισκαν, ἀπό τούς χρόνους τοῦ Γ. Καστριώτη ἀκόμη, συνήθιζαν νά κατατάσσονται ὡς μισθοφόροι στά στρατεύματα τῶν Ἰταλικῶν βασιλείων (Νεαπόλεως, Βενετίας, Δύο Σιχκελιῶν ἤ τῆς Ἱσπανίας καί ἀργότερα Γαλλίας). Μέ αὐτό τόν τρόπο εἰσέπρατταν χρήματα (γιά τήν συντήρηση τῶν οἰκογενειῶν), συνῆπταν σχέσεις καί ἐγνώριζαν τούς “Αρχοντες τῆς Δύσης (ἀπό τούς ὁποίους ἤλπιζαν σε πολεμική συμπαράσταση καί συνδρομή κατά τῶν Τούρκων) καί ἐχπαιδεύονταν στά ὅπλα, διατηρῶντας ταυτοχρόνως τό ἐλεύθερό τους φρόνημα.
Αλλωστε γνωρίζουμε ὅτι κύρια ἀπασχόληση τῶν Χειμαρριωτῶν στήν ἄγονη γῆ τοὺς ἦταν ἡ γεωργία καί ἡ κτηνοτροφία. Συνέλεγαν ἐπίσης καί πουλοῦσαν βελανίδια καί ἐδούλευαν στά ὑποτυπώδη ὀρυχεῖα. [1]
Ἡ ἔλλειψη ὅμως καλλιεργησίμων ἐδαφῶν καί βοσκοτόπων καί ἣ συνακόλουθη ἀδυναμία νά θρέψουν τίς οἰκογένειες καί τούς ἑαυτούς τους, ὠθοῦν, ὅπως εἴδαμε, τούς Χειμαρριῶτες στήν ξενιτιά καί τήν ἐνασχόληση μέ τήν πολεμική τέχνη.
Τό Πάνορμο, δέν κατέστη ποτέ κύριο ἐξαγωγικό λιμάνι τῆς περιοχῆς, καθόσον δέν ἀνεπτύχθη ἰδιαίτερα τό ἐμπόριο στήν ἐν γένει Ἐπαρχία.
Ἡ πλειονότητα τῶν οἰκογενειῶν τῆς Ἐπαρχίας ἀντιμετώπιζε ἔντονα οἰκονομικά προβλήματα καί σε ἐλάχιστες οἰκογένειες ἡ κατάσταση ἦταν διαφορετική. Ἦσαν οἱ οἰκογένειες τοῦ Λέκκα (ἀπό τήν Παλάσσα), τοῦ Ντ. Βάρφη (ἀπό Χειμάρρο), τοῦ Χριστόφορου Νίνα (ἀπό Δρυμάδες) κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι ἀπεκαλοῦντο ᾿Αρχηγοί ἤ Καπεταναῖοι. Ἢ μισθοφορία, λοιπόν ἦταν ἕνας παράγων πού συντελοῦσε στην οἰκονομική διαφοροποίηση τῶν Χειμαρριωτῶν πού ὑπηρετοῦσαν ἀπό τόν 16ο αἰῶνα ἕως καί τόν 18ο αἰῶνα ἀδιάκοπα στόν ἱσπανικό, βενετικό καί γαλλικό στρατό.
Τό 1735 καί τό βασίλειο τῆς Νεαπόλεως ἀρχίζει νά χρησιμοποιεῖ Χειμαρριῶτες μισθοφόρους, οἱ ὁποῖοι σχηματίζουν ξεχωριστό Τάγμα, τό ὁποῖο το 1786 ἀριθμοῦσε 2012 στρατιῶτες.
Οἱ Βενετοί καί ὁ βασιλεύς τῆς Νεαπόλεως ἔδιναν στούς Χειμαρριῶτες στρατιωτικές διαχρίσεις καί σύνταξη, ὡς ἀντάλλαγμα γιά τήν πολυετῆ καί πιστή τους στρατιωτική ὑπηρεσία. Ὁ Χρ. Νίνας, πού προἀναφέραμε, ἦταν συνταγματάρχης τοῦ βενετικοῦ στρατοῦ. Ὁ Γιάννης Σπῦρος (παπποῦς τοῦ Σπύρου Μήλιου) [2] ἦταν συνταγματάρχης τοῦ καλουμένου «Ἑλληνοαλβανικοῦ Τάγματος τῶν Μακεδόνων»[3]. Ὁ στρατηγός Δ. Λέκκας ἔφθασε μέχρι τό ἀξίωμα τοῦ πρωθυπουργοῦ καί βασιλέως τῆς Νεαπόλεως. ᾿Αναφέρονται ἐπίσης οἱ Α. Βάρφης, Στράτης Γκίκας, Πήλιος Κασνέτσης, Κ. ᾿Ανδροῦτσος, Χρ. Μπέγκας, Μίλιος Γιαννούσης, Δ. Ζάχος, Δ. Ζῶτος, Μᾶρκος καί Νάσε Μπόνος, Παππᾶς Ντούνης καί ἄλλοι ὑπηρετοῦντες στόν βενετικό στρατό ἤ στό βασίλειο τῶν δύο Σικελιῶν. [4]
Οἱ Χειμαρριῶτες στά στρατιωτικά τμήματα τοῦ βασιλείου τῆς Νεαπόλεως ἀποτελοῦσαν τό λεγόμενο «Regimmento de Macedoni» [5]. Τό 1828 ἀναφέρονταιό [6] 16.000 Χειμαρριῶτες νά ὑπηρετοῦν στά στρατιωτικά σώματα τοῦ ἱσπανικοῦ δασιλείου τῶν «Δύο Σικελιῶν», οἱ ὁποῖοι ἀναγκάσθηχαν νά περάσουν στήν Οὐνία, ἐνῶ τό 1875 ἐπανῆλθαν στήν Ὄρθοδοξία.
Τό 1811 ὁ ἑνδεκάχρονος Σπῦρος Μήλιος (ἦ Μίλιος κατ᾽ ὀρθότερη γραφή) προσκαλεῖται ἀπό τόν παπποῦ του Giάννη Σπῦρο (ἤ κατ᾽ ἄλλους ἀπό τό θεῖο του Δημήτρη Σπῦρο) καί αὐτός στήν Νεάπολη. Ἡ οἰκογένεια τῶν Σπύρων ἀναφέρεται στήν Νεάπολη ἀπό τό 1735 [7] . Ὁ μετέπειτα στρατηγός Σπ. Μήλιος θά λάβει στήν Ἰταλία τήν στρατιωτική ἐkπαίδευση καί ἐμπειρία. Θά ἀποβεῖ πολύτιμη γιά τήν Χειμάρρα καί ὁλόκληρο τό Γένος στήν συνέχεια, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπαναστάσεως.
Σημαντική ἧταν ἢ συμμετοχή τῶν Χειμαρριωτῶν στά τάγματα τῶν γνωστῶν «Stradioti», ψιλῶν ἱππέὧν, στά ὁποῖα ἡ βενετική πολιτεία, τό βασίλειο τῆς Νεαπόλεως στρατολογοῦσε Ἑλληνόφωνους, ᾿Αλβανόφωνους χαί ὀλίγους Δαλματούς (καθώς καί ἡ ᾿Αγγλία καί ἡ Γαλλία). Τά τάγματα αὐτά ἄρχισαν να δημιουργοῦνται μετά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἰδίως στό τέλος τοῦ 15ου αἰῶνα καί τοῦ 1όου. Χαραχτηριστικό τους, τό παράτολμο καί ἣ ἀνδρεία τῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐλαφρῶς ὁπλισμένοι καί ἔφεραν ἀσπίδα, σπάθη, λόγχη, θώρακα μεταλλικό καί προκαλοῦσαν στίς μάχες τόν θαυμασμό, ἐφαρμόζοντας ἄριστα τήν ταχτική τοῦ αἰφνιδιασμοῦ καί τῶν ἐνεδρῶν [8]. ᾿Ανάμεσα στά ἔτη 1470-1600 ἀναφέρονται Χ. ἀρχηγοί τῶν στρατιωτῶν ὁ Μερκούρης Μπούας (μετεῖχε στήν ἅλωση τῆς Γένουας, ὑπηρετῶντας στόν γαλλικό στρατό), ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ Κόμητος τοῦ ᾿Ακουίνου καί Ῥόκας Σέκα ἀπό τόν Λουδοδῖκο ΙΒ΄ καί ἀπεβίωσε τό 1527) τοῦ ὁποίου τά ἀνδραγαθήματα ἔψαλλε ὁ Ἰ. Κορωναῖος [9], ὁ Πέτρος Βρεττός καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι συγχέονται μέ τούς λοιπούς Ἕλληνες λόγω μετεγκαταστάσεως. Ἐπίσης, ἀναφέρονται «τάγματα στρατιωτῶν» και στήν Νεάπολη, στήν Ἑλληνική Κοινότητα τῆς ὁποίας μετεῖχαν καί Χειμαρριῶτες, συμμετέχοντες ἐπίσης ἐνεργά στήν ζωή τῆς κοινότητος.
Στό παρεκκλήσιο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, στην συνοικία τοῦ ᾿Αγ. Ἰωσήφ στήν Νεάπολη, ὅπου ἡ ἐκκλησία τῶν ᾿Αγ. Πέτρου καί Παύλου, σώζονται σήμερα τάφοι τῶν ἀρχηγῶν τῶν στρατιωτῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων τοῦ ᾿Ανδρέα Κοντόσταυλου (ἀπό τή Μάνη) ἀποδιώσαντος τό 1586. ᾿Αρχηγοί τῶν στρατιωτῶν ἀναφέρονται οἱ οἰκογένειες τῶν Παλαιολόγων, Κόντη, Ράλλη, Κλαδᾶ, Παγωμένου, Κορωναίου, Λάσκαρη, Μποκώρη κ.ἄ. ᾿Από τους «στρατιῶτες» ἐδιδάχθησαν οἱ στρατοί τῆς Δύσης τήν χρήση τοῦ ἐλαφροῦ ἱππικοῦ, τήν ὁποίαν και ἀγνοοῦσαν ἐνωρίτερον. (Απομίμηση τῶν «στρατιωτῶν» ἦσαν καί, τά τουρχικά τάγματα τῶν ᾿Ακιντσίδων). Οἱ «στρατιῶτες» ἐκαλοῦντο Argoulets (ἀπό τήν ᾿Αργολίδα ἀπ᾽ ὅπου προήρχοντο πολλοί ἐξ αὐτῶν), Dragons (ἐκ τοῦ δράκοντος τοῦ ἐμόλήματός τους), Hussards (δηλαδή Χωσάριοι, ὅπως ἀποκαλοῦσαν τό ἱππικό οἱ Βυζαντινοί) καί Carabins (δηλαδή Καραόβήσιους, διότι πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς ἦσαν ναυτικοί). Ὅταν σύν τῷ χρόνῳ ἐτελειοποιήθηκαν στήν Δύση τά τουφέκια, ὁπλίσθηχαν μέ αὐτά οἱ «στρατιῶτες» καί ἐπανερχόμενοι στήν πατρίδα τοὺς ἐδίδαξαν τήν χρήση τοὺς στούς ἄλλους πολεμιστές (ἀρματωλούς) [10].
Τά τάγματα τῶν στρατιωτῶν μετεῖχαν ἐπίσης τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων στά Ἰόνια νησιά καί στήν ἀπέναντι ἠπειρωτική ἀκτή σέ πολλές τοπικές ἐπαναστατικές κινήσεις κατά τῶν Τούρκων, συνέβαλαν δέ σημαντικά στούς ἀγῶνες τῶν Χ. γιά τήν ἐλευθερία. Ὁ Κ. Σάθας γιά τίς ἐπαναστατικές βινήσεις στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνος σημειώνει:
«Δύο καί μόνοι χριστιανικοί φανοί ἔλαμπον ἔτι ἐν μέσῳ τοῦ βαρβαριχοῦ σκότους, τό ὁποῖον περιέβαλλε τήν ἑτοιμοθάνατον Ἑλλάδα, ἣ ἡρωϊκή Χειμάρρα καί ἢ μεγάθυμος Μάνη: ἣ πρώτη δημοκρατία στρατιωτικῶς διωργανωμένη ἐπεξετείνετο μέχρι τοῦ λιμένος τῶν ᾿Αγίων Σαράντα καί ἐθεωρεῖτο συνέχεια τῆς πολιτείας τοῦ Βουθρωτοῦ” ψιλῷ ὀνόματι ἀναγνωρίζοντα τήν ἐπικυριαρχίαν τῶν Ἑνετῶν, τά ἀποτελοῦντα τήν Χειμάρρα χωρία ἐδιοικοῦντο ὑπό ἰθαγενῶν ὁπλαρχηγῶν καί τῶν ἐν Βουθρωτῷ συγκεντρωθέντων πολυαρίθμων στρατιωτῶν»””.
Παραπομπές
1. Γκ. Ἂρς «Ἡ ᾿Αλβανία καί ἡ Ἤπειρος. στά τέλη τοῦ ΙΗ΄ καί ἀρχές τοῦ 1Θ΄ αἰῶνα» (σελ. 43), ᾿Αθῆναι 1993,
2. Ἡ γραφή Μίλιος (ὦ: τοῦ Μιχαήλ) εἶναι ὀρθοτέρα. Ὅμως, ἔχει ἐπικρατήσει ἡ γραφή, Μήλιος καί Σπυρομήλιος.
3. Ἡ περίφημη «Brigata Macedone». Τὰ τάγματα συνεκεντροῦντο ἀπό Ἕλληνες καί ᾿Αλβανόφωνους, ἰδίως τοῦ Ἠπειρωτικοῦ χώρου. Μακεδονία τότε ἐκάλουν τήν μεταξύ τοῦ ποταμοῦ Ἴστρου καί Ὀλύμπου χώρα, καί Μακεδόνες τους κατοίκους αὐτῆς τῆς περιοχῆς.
4. Κ. Χατζηαντωνίου «Χειμάρρα, τό ἄπαρτο κάστρο τῆς Βορείου Ἠπείρου», ᾿Αθῆνα, 2002 (σελ. 69λ
5. Κ Σάθα «Ἕλληνες στρατιῶτες εἰς τήν Δύσιν» (σελ. 68), ᾿Αθῆναι, 1885.
6. Σελ. 87 στό βιβλίο τοῦ Λ. Σπύρου «Χειμάρα». ᾿Αθῆναι, 1996. Ὁ ἀριθμός τῶν Χ. φαίνεται μεγάλος, ἐν τούτοις ὁ συγγραφέας ἐπιμένει ὅτι τό 1850 οἱ Χ’ καί ἄλλοι Ἠπειρῶτες (ἰδίως Παργινοί καί Σουλιῶτες) ἀνήρχοντο σέ 33.000.
7 Ἰ. Βλαχογιάννης. «᾿Απομνημονεύματα» Σπυρομήλιου.
8. Ἐγκυκλοπαιδικά Λεξικά Ἐλευθερουδάκη καί Δρανδάκη.
9. Κ. Σάθα «Ἑλληνικά ᾿Ανέκδοτα» τ. Α΄.
10. Κ. Σάθα Ἕλληνες Στρατιῶτες εἰς τήν Δύσιν.
11. Κ Σάθα, ὡς ἀνωτέρω, σελίς 71 καί Verdirotti III σελ. 85.
ΠΗΓΗ: Αθανάσιος Κόρμαλης, από το Περιοδικό Ελλοπία τ. 61, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002, σελ. 64-65
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου