Ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος ήταν δάσκαλος του πρώτου Ρωμαίου Αυτοκράτορα και "κυνηγός φαντασμάτων" - Το στοιχειωμένο σπίτι της Αθήνας
Ο Αθηνόδωρος ο Σάνδωνος ή Κανανίτης ήταν στωικός φιλόσοφος που πέθανε επτά χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού. Έγινε γνωστός κυρίως γιατί υπήρξε δάσκαλος του Οκταβιανού που αργότερα ως Αύγουστος έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης, αλλά και για τον ψύχραιμο τρόπο που αντιμετώπισε ένα τρομερό φάντασμα.
Η επιρροή του Αθηνόδωρου στον πρώτο αυτοκράτορα της Ρώμης
Ο Οκταβιανός από μικρός είχε δείξει τον αδίστακτο χαρακτήρα του, αλλά ο Αθηνόδωρος είχε καταφέρει να του επιβληθεί και να κερδίσει το σεβασμό του. Έτσι, ο δάσκαλος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το νεαρό μαθητή του. Είναι αυτός που του έμαθε να συγκρατεί το θυμό του και να μην έχει δημόσια ξεσπάσματα κάτι που ήταν συνηθισμένο στους Ρωμαίους αριστοκράτες.
Κάθε φορά που ο μικρός Οκταβιανός ένιωθε να τον πνίγει ο θυμός, ο Αθηνόδωρος τον είχε κάνει να λέει μέσα του την ελληνική αλφαβήτα ώστε να συγκρατεί τα νεύρα του και να σκέφτεται ψύχραιμα. Αυτό ήταν κάτι που τον βοήθησε να πάρει σημαντικές αποφάσεις που συνέβαλαν στο να επιβληθεί στους αντιπάλους του και να μείνει ο μοναδικός κυρίαρχος ολόκληρης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την οποία κυβέρνησε ως ο πρώτος αυτοκράτοράς της με το όνομα (και τίτλο) “Αύγουστος”.
Ένα φάντασμα τρομοκρατεί τους Αθηναίους
Για τον δάσκαλο του Οκταβιανού, τον Αθηνόδωρο, έχει διασωθεί μία ιστορία που είναι ενδεικτική της παροιμιώδους ψυχραιμίας του. Είναι η πρώτη γνωστή ιστορία για ένα σπίτι που το στοίχειωνε ένα φάντασμα. Μάλιστα μοιάζει πολύ με αντίστοιχες σύγχρονες ιστορίες!
Την έχει καταγράψει ο Ρωμαίος συγγραφέας, Πλίνιος ο Νεότερος (61–115 μ.Χ.), σε επιστολή του σ’ ένα φίλο του, τον Λικίνιο Σούρα. Ο Πλίνιος ισχυρίζεται ότι βρήκε καταγραφή της ιστορίας από κάποιον που την έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας.
Λίγο έξω από την Αθήνα υπήρχε μία έπαυλη που οι ιδιοκτήτες της αντιμετώπιζαν ένα σοβαρό και τρομακτικό θέμα. Μέσα στην ησυχία της νύχτας ξαφνικά ακουγόταν από μακριά θόρυβος από χτυπήματα και σύρσιμο αλυσίδων. Σταδιακά ο θόρυβος δυνάμωνε και εμφανιζόταν μπροστά στους ενοίκους της οικίας το φάντασμα ενός γέρου με μακριά λευκή γενειάδα. Φορούσε ένα βρώμικο χιτώνα και είχε χειροπέδες στα χέρια και αλυσίδες στα πόδια.
Στο σημείο αυτό μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη του Καρόλου Ντίκενς στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», όπου τον πρωταγωνιστή της, Εμπενέζερ Σκρούτζ, επισκέπτεται το φάντασμα του συνεταίρου του, που επίσης φορά αλυσίδες! Το φάντασμα τον προειδοποιεί να αλλάξει χαρακτήρα για να μην έχει την ίδια κατάληξη με αυτόν.
Όπως ήταν φυσικό, οι ιδιοκτήτες του σπιτιού είχαν κατατρομοκρατηθεί και τις νύχτες ξαγρυπνούσαν εξαιτίας της παρουσίας του απρόσκλητου επισκέπτη. Ο Πλίνιος στη συνέχεια αναφέρει ότι οι άνθρωποι έπαθαν σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα επειδή δεν μπορούσαν να κοιμηθούν ούτε την ημέρα -όταν απουσίαζε το φάντασμα- αφού ο τρόμος είχε φωλιάσει μέσα τους και μεγάλωνε μέρα με τη μέρα.
Τελικά οδηγήθηκαν στην παράνοια και το θάνατο. Έτσι η έπαυλη έμεινε ακατοίκητη για μεγάλο χρονικό διάστημα γιατί κανείς δεν την αγόραζε παρά το γεγονός ότι η αξία της είχε πέσει δραματικά.
Ο Αθηνόδωρος φθάνει στην Αθήνα
Κάποτε έφθασε στην Αθήνα ο Αθηνόδωρος, είτε για να φοιτήσει στις περίφημες φιλοσοφικές σχολές ή να διδάξει σε μία απ’ αυτές. Επειδή θα έμενε για καιρό αναζήτησε να νοικιάσει ένα ευρύχωρο σπίτι για εκείνον και το προσωπικό του. Πληροφορήθηκε τότε ότι λίγο έξω από την πόλη υπήρχε μία ωραία έπαυλη.
Ο Αθηνόδωρος ενδιαφέρθηκε να τη νοικιάσει και εξεπλάγην όταν άκουσε πόσο χαμηλό ήταν το νοίκι. Αυτό τον έκανε να υποψιαστεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και ύστερα από έρευνα ανακάλυψε γιατί η έπαυλη νοικιαζόταν τόσο φθηνά και τη φοβερή ιστορία που έκρυβε.
Αντί, όμως, να την απορρίψει έδειξε ακόμη μεγαλύτερο ζήλο να μείνει στην έπαυλη.
Ο μεσίτης προφανώς θα πέρασε τον Αθηνόδωρο για τρελό, αλλά αφού έκλεισε τη συμφωνία λίγο τον ενδιέφερε τι θα έκανε όταν θα εμφανιζόταν μπροστά του το φάντασμα του γέρου. Όμως, ο Αθηνόδωρος είχε βρει ένα τρόπο για να το ξεφορτωθεί από την έπαυλη και μάλιστα από την πρώτη κιόλας νύχτα που θα έμενε εκεί!
Ένας αρχαίος “Γκοστμπάστερ” εν δράσει
Όταν μετακόμισε με το προσωπικό του στην έπαυλη, ο Αθηνόδωρος μετέτρεψε σε γραφείο το δωμάτιο που ήταν πιο κοντά στην κεντρική είσοδο. Επίσης, είπε στους υπηρέτες του να πιάσουν τα πίσω δωμάτια και να μη βγουν καθόλου από εκεί. Στο δωμάτιο-γραφείο του ο Αθηνόδωρος είχε μαζί του τρία αντικείμενα: λυχνάρι, σημειωματάριο, και γραφίδα. Αυτά θα ήταν τα «όπλα» του με τα οποία θα αντιμετώπιζε το φάντασμα.
Τοποθέτησε τα αντικείμενα πάνω σ’ ένα τραπέζι, άνοιξε το σημειωματάριό του και άρχιζε να γράφει σε αυτό με τη γραφίδα του. Καθώς νύχτωνε, άναψε το λυχνάρι πάνω στο τραπέζι, και συνέχιζε το γράψιμο. Κάποια στιγμή και ενώ είχε βραδιάσει για τα καλά αντιλήφθηκε έναν μακρινό ήχο από χτυπήματα και σύρσιμο αλυσίδων.
Έκανε ότι αγνόησε τον θόρυβο και επικεντρώθηκε στη δουλειά του.
Όμως, ο θόρυβος δυνάμωνε και έγινε τόσο δυνατός που δεν μπορούσε πλέον να τον αγνοήσει: σήκωσε το κεφάλι του και είδε μπροστά του το τρομακτικό θέαμα του φαντάσματος του βρωμερού γέρου με τις αλυσίδες και τις χειροπέδες. Παρά το γεγονός ότι ο Αθηνόδωρος τρόμαξε, είχε την ψυχραιμία να μην δείξει κανένα φόβο, και παρίστανε τον αδιάφορο.
Έσκυψε το κεφάλι στο σημειωματάριο πάνω στο τραπέζι και συνέχισε να γράφει σε αυτό.
Το φάντασμα χτυπούσε όλο και πιο δυνατά τις αλυσίδες του, αλλά αυτός δεν του έδινε σημασία και συνέχισε να (τον) γράφει. Το φάντασμα χτυπούσε τώρα δαιμονισμένα τις αλυσίδες. Ο Αθηνόδωρος σήκωσε το κεφάλι του και έκανε νόημα στο φάντασμα με το χέρι του να περιμένει πρώτα να τελειώσει το γράψιμο και ότι στη συνέχεια θα ασχολούταν μαζί του.
Ήταν φανερό ότι ο Αθηνόδωρος είχε καταφέρει να εκνευρίσει το φάντασμα του γέρου σε τέτοιο σημείο που εμφανίστηκε πάνω από το κεφάλι του, όπως ήταν σκυμμένος και έγραφε, προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή του χτυπώντας τις αλυσίδες και δείχνοντας με το χέρι.
Ένα παλιό έγκλημα αποκαλύπτεται
Τότε ο Αθηνόδωρος σηκώθηκε από το τραπέζι και αφού πήρε το αναμμένο λυχνάρι μαζί του ακολούθησε το φάντασμα στον κήπο. Αυτό στάθηκε σ’ ένα σημείο του και τότε εξαφανίστηκε. Ο Αθηνόδωρος σημάδεψε με χόρτα και φύλλα το ακριβές σημείο και το πρωί ανέφερε στις αρχές της Αθήνας τι είχε συμβεί.
Αφού υπέδειξε το σημείο όπου το φάντασμα εξαφανίστηκε, είπε ότι θα έπρεπε να σκαφτεί για να λυθεί το μυστήριο με το γέρο που στοίχειωνε την έπαυλη.
Πράγματι, οι Αθηναίοι έσκαψαν εκεί και βρήκαν πολύ παλιά ανθρώπινα οστά με κατάλοιπα από αλυσίδες που εξαιτίας της σκουριάς είχαν κολλήσει πάνω σε αυτά. Ήταν προφανές ότι ο γέρος είχε υπάρξει θύμα κάποιας εγκληματικής ενέργειας και το πτώμα του είχε ταφεί πρόχειρα σ’ εκείνο το σημείο δεμένο με χειροπέδες και αλυσίδες πριν από πολλά χρόνια.
Όλοι κατάλαβαν ότι το φάντασμα ήθελε τα λείψανά του να ταφούν κανονικά, και γι’ αυτό στοίχειωσε την έπαυλη. Έτσι τα οστά καθαρίστηκαν από τις σκουριές των αλυσίδων και ενταφιάστηκαν με όλα τα προβλεπόμενα ταφικά έθιμα.
Μετά απ’ αυτό, το φάντασμα δεν εμφανίστηκε ξανά στην έπαυλη.
Η ιστορία του Αθηνόδωρου είναι η πρώτη που χρησιμοποιεί παραμέτρους που θα γίνουν κοινός τόπος για ιστορίες φαντασμάτων στη σύγχρονη εποχή. Ο ίδιος ο Αθηνόδωρος δικαιωματικά φέρει τον τίτλο του πρώτου «κυνηγού φαντασμάτων», ή αλλιώς «Γκοστμπάστερ»!
ΠΗΓΗ: Πλίνιος ο Νεώτερος, Επιστολή στον Λικίνιο Σούρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου