1903: Μία μικρασιατική πόλη προσχωρεί στον Καθολικισμό επειδή το Πατριαρχείο της στερεί την κυριότητα από τοπικό μοναστήρι
Το έτος 1903 η Πέραμος της Κυζίκου έλαβε την ανήκουστη απόφαση να αποσκιρτήσει από την Ορθοδοξία και να προσχωρήσει στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Αφετηρία της απονενοημένης κίνησης των Περαμίων υπήρξε η σύγκρουσή τους με το μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνο Β΄(1900-Οκτ.1903) για τη διαχείριση της ενοριακής Μονής Παναγίας της Φανερωμένης*. Από την αρχή της σύντομης ποιμαντορίας του ο ιεράρχης αντιτάχθηκε στην απαίτηση των Περαμίων να έχουν αυτοί την αποκλειστική κυριότητα της Μονής, ένα δικαίωμα που ήταν παλαιόθεν αναγνωρισμένο με σουλτανικά φιρμάνια. Εξ αιτίας αυτής της διαμάχης για περίπου δύο χρόνια οι Περαμιώτες δεν είχαν καμία σχέση ή επαφή με το μητροπολίτη τους και δεν τον μνημόνευαν στις ιεροτελεστίες.
Για το ζήτημα της Παναγίας Φανερωμένης οι Περάμιοι είχαν δικαιωθεί από τα πολιτικά (οθωμανικά) δικαστήρια, όμως το ζήτημα παραπέμφθηκε και στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο απεφάνθη ότι ο Κωνσταντίνος είχε το δικαίωμα να διαθέτει τα έσοδα της Μονής κατά την κρίση του, η Πέραμος ξεσηκώθηκε! Σύντομα η κρίση έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις:
Στις αρχές του 1903 μια αντιπροσωπεία της Κοινότητας μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να προωθήσει το αίτημα της εκκλησιαστικής ένωσης με τη Ρώμη, στη βάση των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας (1439)! Ενώπιον του εκεί αποστολικού εκπροσώπου της Καθολικής Εκκλησίας, Μonsignore Bonetti, οι Περάμιοι ανακοίνωσαν επισήμως ότι αναγνωρίζουν ως πνευματικό τους ηγέτη τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προσκομίζοντας και σχετικό έγγραφο που έφερε την υπογραφή 543 αρχηγών οικογενειών της Περάμου. Η διαβεβαίωση ότι στο εξής ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία, δόθηκε και προς τον Υπουργό Θρησκειών του οθωμανικού κράτους. Από τα μέσα Απριλίου οι έξι ιερείς των δύο ενοριακών ναών του χωριού έπαψαν να αναφέρουν το όνομα του Πατριάρχη και άρχισαν να μνημονεύουν το όνομα του Πάπα Λέοντος του ΧΙΙΙ: “Μνήσθητι, Κύριε, του Επισκόπου και Πατρός ημών Λέοντος”!
Θορυβημένο το Φανάρι απέστειλε εξαρχικώς στην Πέραμο και στην Αρτάκη το μητροπολίτη Ξάνθης (και Καβάλλας) Ιωακείμ, μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με σκοπό να νουθετήσει το απολωλός ποίμνιο. Όμως οι Περαμιώτες τον υποδέχτηκαν με άγριες διαθέσεις και απέρριψαν τις συμβιβαστικές προτάσεις του. Σύμφωνα με δυτική πηγή, μόνο πενήντα υποστηρικτές του βρέθηκαν στο χωριό, σε σύνολο 800 οικογενειών. Αντιθέτως, κατά την ίδια πηγή, με ενθουσιασμό έγινε δεκτή η πρεσβεία των Καθολικών που έφτασε αργότερα στην Πέραμο.
Για το Πατριαρχείο απέμενε μόνο η οδός των δραστικών μέτρων. Πρώτα ανακήρυξε την ενοριακή μονή της Παναγίας Φανερωμένης ως σταυροπηγιακή, που σημαίνει ότι το μοναστήρι υπαγόταν πλέον απευθείας στο Πατριαρχείο και όχι στην τοπική Εκκλησία. Στη συνέχεια, στις 29 Μαΐου η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να καθαιρεθούν οι έξι ιερείς του χωριού και να εξοριστούν στο Άγιον Όρος, “ως απειθήσαντες εις τας διαταγάς της Μ. Εκκλησίας και αποκηρύξαντες την πάτριον θρησκείαν”. Επιπλέον οι επτά δημογέροντες της κοινότητας αφορίστηκαν και εξορίστηκαν από το χωριό, ενώ οι δύο δικηγόροι που χειρίστηκαν την υπόθεση αρχικά στερήθηκαν του δικαιώματος να εισέρχονται στο Πατριαρχείο και στη συνέχεια φυλακίστηκαν στην Πάνορμο. Για όλους τους ανωτέρω επικρέμονταν και άλλες απειλές, όπως της ολικής δήμευσης της περιουσίας τους. Η εκτέλεση των αποφάσεων (η προσαγωγή των πρωταιτίων στην Κωνσταντινούπολη, η σύλληψη, η φυλάκιση και η εξορία τους) θα ήταν αδύνατη, εάν το Πατριαρχείο δεν είχε ζητήσει τη βοήθεια της οθωμανικής εξουσίας!
Για τις εκκλησίες και τα σχολεία της Περάμου το Πατριαρχείο αποφάσισε να κλείσουν “μέχρι νεωτέρας”, δηλ. μέχρις ότου οι περίπου 120 “ορθοφρονούσες” οικογένειες του χωριού, που είχαν κρατήσει αποστάσεις από το κίνημα, να δηλώσουν επισήμως ότι παραμένουν πιστά τέκνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και ότι καταδικάζουν το διάβημα των συγχωριανών τους.
Υπό τον φόβο των συνεπειών και μέσα σε κλίμα γενικής αποδοκιμασίας και ισχυρών πιέσεων, οι ιερείς και οι δημογέροντες της Περάμου ανέκρουσαν πρύμναν και απέσυραν τις υπογραφές τους, δηλώνοντας την ειλικρινή τους μεταμέλεια και ζητώντας την άφεση και την επιείκεια της Εκκλησίας. Μέχρι το τέλος του Ιουνίου τους είχε ακολουθήσει όλη η κοινότητα. Διαβάζουμε σε έντυπα της εποχής: “Η κοινότης της Περάμου, ήτις ένεκα του ζητήματος της Μονής Φανερωμένης είχεν εξολισθήσει, […] μεταμεληθείσα επί τη πολιτεία αυτής ωμολόγησε την πλάνην και επανερχομένη εις τους κόλπους της Εκκλησίας επικαλείται την άφεσιν και συγγνώμην αυτής. […] H αγία και ιερά Σύνοδος μετ’ αγαλλιάσεως ενωτίσθη τα γενόμενα και μετά μητρικής χαράς παρέχει την συγγνώμην και το έλεος αυτής προς πάντας τους αιτησαμένους την συγχώρησιν” (Εκκλησιαστική Αλήθεια, 27 Iουν. 1903). – “Άπαντες οι Περάμιοι εξητήσαντο συγγνώμην και άφεσιν των υπ’ αυτών πεπλημμελημένων παρά της Μ. Εκκλησίας, ήτις ανοικταίς αγκάλαις αυτούς υπεδέξατο και γεγηθυία κληρικοίς και λαϊκοίς και συνέγνω και συνεχώρησεν” (Νέα Ημέρα, 5/18 Ιουλ. 1903). Όπως φαίνεται, από τη γενική συγχώρηση της Ιεράς Συνόδου αποκλείστηκε ο δικηγόρος που εξαρχής θεωρήθηκε ιθύνων νους και πρωτεργάτης της εξέγερσης.
Μετά την αίσια λύση του Περαμιακού ζητήματος, στις 26 Ιουνίου ο Πατριάρχης μετέβη στα ανάκτορα του Γιλντίζ, συνοδεία αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για να υποβάλει τις ευχαριστίες του και να εκφράσει “την εθνικήν και εκκλησιαστικήν ευγνωμοσύνην προς την Α.Α.Μ. τον Σουλτάνον”.
Συμβολικό τέλος στην πολύκροτη υπόθεση δόθηκε στις 29 Ιουνίου, εορτή Πέτρου και Παύλου, με την επίσκεψη του Μητροπολίτη Κυζίκου στην Πέραμο, για πρώτη φορά από την εκλογή του! Επιτροπή Περαμίων μετέβη στην Πάνορμο και παρέλαβε τον Μητροπολίτη, τον οποίο οι κάτοικοι “υπεδέξαντο μετά συγκινήσεως και αγαλλιάσεως”. Με την άφιξη της πομπής στην Πέραμο άνοιξαν οι θύρες των ναών και “ετελέσθη πάνδημος δοξολογία διά την αποσόβησιν φρικτού ανοσιουργήματος”.
Αξιοσημείωτο είναι ότι μετά από λίγες μέρες διεξήχθησαν στην Πέραμο εκλογές για την ανάδειξη δημογερόντων, υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Επανεξελέγησαν όλοι οι παλιοί δημογέροντες, σαφής υποδήλωση ότι η κοινότητα δεν αποδοκίμασε τις αποφάσεις και τις επιλογές τους ή έστω δεν τους έριξε το ανάθεμα.
Η πνευματική ηγεσία της Ορθοδοξίας δεν επιθυμούσε να προκαλέσει στους Περαμιώτες αισθήματα αδικίας και δυσαρέσκειας, γι’ αυτό και στις αποφάσεις της για την διαχείριση των οικονομικών της Μονής στάθηκε γενναιόδωρη απέναντι στην Κοινότητα. Σύμφωνα με τις τελικές ρυθμίσεις της Ιεράς Συνόδου (απόφαση 16/29ης Αυγ.), από τα συνολικά έσοδα του Μοναστηριού θα αφαιρούνταν τα αναγκαία για τη συντήρησή του και 70 λίρες ετησίως για έναν επίτροπο του Μητροπολίτη στην Πέραμο, που θα εκτελούσε καθήκοντα ιεροκήρυκα σε όλα τα χωριά της περιοχής.
Από τα υπόλοιπα έσοδα, το 40% θα διατίθετο “κατ’ εκκλησιαστικήν φιλοτιμίαν” για τα σχολεία και τις εκκλησίες της Περάμου, ενώ το 60% για τις ανάγκες της υπόλοιπης περιφέρειας. Η απόφαση απογοήτευσε τους κατοίκους των τεσσάρων ενδιαφερόμενων κοινοτήτων (Μηχανιώνα, Λαγκάδα, Νεοχώρι / Γιαπητζή-κιοϊ και Καστέλλι) και ο Κωνσταντίνος έγινε δέκτης διαμαρτυριών, ύβρεων και επιθέσεων από την πλευρά της Αρτάκης.
Το γεγονός διαδραματίστηκε στις 23 Αυγούστου και έγινε αιτία να αμαυρωθεί ο λαμπρός εορτασμός της Μονής Παναγίας Φανερωμένης, η πανήγυρη της οποίας συγκέντρωνε χιλιάδες προσκυνητές όχι μόνο από τη χερσόνησο της Κυζίκου, αλλά και την Κωνσταντινούπολη και όλη την Προποντίδα.
Στις 23 Αυγούστου 1903, ανήμερα της εορτής, οι κάτοικοι της Αρτάκης, οργισμένοι από την “άδικη” απόφαση της Ιεράς Συνόδου και έχοντας την υπόνοια ότι εισηγητής της πρότασης ήταν ο μητροπολίτης Κυζίκου, συγκεντρώθηκαν στη Μητρόπολη, τον “εξύβρισαν ασεβέστατα” και τον “εκακοποίησαν αγριώτατα και θηριωδέστατα”. Η Νέα Ημέρα (29/12 Σεπτ. 1903) στηλιτεύει “την στυγερά, μυσαρά και φρικτή” πράξη των Αρτακηνών, οι οποίοι “εξώκειλαν εις την αποτρόπαιον και βδελυράν της 23ης Αυγούστου κακουργίαν, ασεβώς και ανοσίως χείρας άραντες κατά του Μητροπολίτου αυτών ως μιαροί και βέβηλοι”.
Κατά την καθολική πηγή, το επισκοπικό οίκημα λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, ενώ ο μητροπολίτης σώθηκε χάρη στην επέμβαση της τουρκικής αστυνομίας. Οι πρόκριτοι της Αρτάκης έσπευσαν να καταδικάσουν τα γεγονότα και να υποσχεθούν τη σύλληψη και την αυστηρή τιμωρία των ενόχων. Ο μητροπολίτης μετέβη για ανάρρωση στα Δαρδανέλλια, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου, πιθανόν συνεπεία των τραυμάτων του.
Λίγες μέρες μετά τα αποτρόπαια γεγονότα της Αρτάκης το Πατριαρχείο έστειλε στη χερσόνησο της Κυζίκου τον διάκονο Απόστολο Τρύφωνος (μετέπειτα Μητροπολίτη Ρόδου) για να διενεργήσει ανακρίσεις. Το μόνο γνωστό από την αποστολή του είναι ότι την επαύριον της επίσκεψής του στην Πέραμο οι Τούρκοι συνέλαβαν εκ νέου έξι από τους δημογέροντες της κωμόπολης και τους οδήγησαν σιδηροδέσμιους στο Μπαλίκεσιρ και εν συνεχεία στην Πάνορμο. Οι δύο απελευθερώθηκαν, οι τέσσερις όμως στάλθηκαν εξόριστοι στα βάθη της Μικράς Ασίας!
Η “υπόθεση της Περάμου” έκανε το γύρο στα φύλλα των ευρωπαϊκών εφημερίδων (στις γαλλόφωνες ως “l’ affaire de Péramos”), όμως στον ελληνικό Τύπο οι αναφορές ήταν ελάχιστες και στο σύνολό τους επικριτικές για τους Περάμιους. Η απόφασή τους να αποκηρύξουν το Πατριαρχείο και να ζητήσουν την προστασία του Πάπα χαρακτηρίζεται ως “ανηκούστως ποταπόν και αντιχριστιανικώτατον σκάνδαλον”, που αποδίδεται σε σκοτεινές επιδιώξεις “βδελυρών τινων κερδοσκόπων” [εννοούνται οι δύο δικηγόροι της υπόθεσης], οι οποίοι κατόρθωσαν να εξάψουν “τα πνεύματα των απλοϊκών Περαμίων, δίκην αγέλης συρομένων υπό ενός επονειδίστου δικολάβου κατά την μητρός Εκκλησίας” (Αγών, 27 Ιουν. 1903).
Κατά την εφημερίδα της Τεργέστης, οι Περάμιοι ήταν “αδικαιολόγητοι και ασύγγνωστοι. Kαι αν έτι αδικούντο ουδαμώς επετρέπετο προς αυτούς να προσενεχθώσι ούτως αφιλοστόργως προς την Μ. Εκκλησίαν και να λακπατήσωσιν ούτως ιματώς και ασυστόλως δίκην αλιτηρίων και αλαστόρων και εναγών εθνικάς παραδόσεις και εθνικήν ιστορίαν, να εγκολάψωσι δε και αυτοί εν τω εαυτών μετώπω το ανεξίτηλον στίγμα ότι εν έτει 1903 διά την διαχείρισιν μιάς μονής απαρνήσαντo ό,τι άγιον και ιερόν ο Έλλην κέκτηται” (Νέα Ημέρα, 6/20 Ιουν. 1903). [μτφρ.: …να στραφούν ενάντια στην Μ. Εκκλησία με τόση έλλειψη στοργής… και να τσαλαπατήσουν με τέτοια θρασύτητα και αναισχυντία σαν αδίστακτοι και αχρείοι και μιασμένοι… και να χαράξουν στο μέτωπό τους…]
Πολύ ηπιότερη στους χαρακτηρισμούς της ήταν η “Εκκλησιαστική Αλήθεια”, έντυπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που περιορίστηκε σε αναφορές για “αντιπειθαρχικήν στάσιν”, “απειθή πολιτείαν” και “εκνόμους ενεργείας” των Περαμιωτών. Προφανώς το Φανάρι ήθελε να κρατήσει ανοιχτές τις οδούς για την επάνοδο της Περάμου στη μητρική Εκκλησία.
Σε επιστολές κατοίκων της περιοχής στηλιτεύεται και η “επονείδιστη και αντιχριστιανική” διαγωγή των αντιπροσώπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την κρίση. Κατά τον “Κυζικηνό” επιστολογράφο, “ο εν Κωνσταντινουπόλει αντιπρόσωπος του Πάπα έπρεπε να βδελυχθή και να στρέψη μετ’ αγανακτήσεως το πρόσωπον από των ούτως αναισχύντως εμπορευομένων την θρησκείαν”. Αντί γι’ αυτό όμως, οι καθολικοί “εφρύαξαν από χαράν και ευθύς ως σαρκοβόρα όρνεα έσπευσαν να επιπέσωσι επί το πτώμα” (Αγών, 11 Ιουλ. 1903). Πάντως οι διαθέσιμες πηγές της εποχής δε συνδέουν το γεγονός του 1903 με προσηλυτιστικές κινήσεις των Καθολικών στην περιοχή.
Τέλος σε κάποιες πηγές προσκείμενες στην Καθολική Εκκλησία επιχειρείται να διαχωριστεί η υπόθεση του Μοναστηριού από την επιθυμία των Περαμιωτών να προσχωρήσουν στην Καθολική Εκκλησία. Για παράδειγμα, Έλληνας καθολικός κληρικός (εκ των απεσταλμένων του Μonsignore Bonetti στην Πέραμο) υποστηρίζει σε επιστολή του ότι “οι Περάμιοι προσήλθον υπό την σκιάν του Πάπα εκ πεποιθήσεως προς την ορθότητα του δυτικού δόγματος, ανεξαρτήτως οιουδήποτε υλικού συμφέροντος” (Αγών, 27 Ιουλ. 1903). Βέβαια μια τέτοια θέση δεν αντέχει σε κριτική.
Ο ελληνικός Τύπος αποφεύγει να ασκήσει κριτική προς το Πατριαρχείο για τα λάθη του. Αναμφίβολα το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την απονενοημένη κίνηση των Περαμίων, επειδή για σχεδόν δύο χρόνια απέφευγε να ασχοληθεί με την υπόθεση και να δώσει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στη διαφορά τους με τον επιχώριο μητροπολίτη. Η μεγάλη αυτή καθυστέρηση αφενός επιδείνωσε την κατάσταση και αφετέρου επέτρεψε σε διαφόρους να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις για ίδιον όφελος και να παρασύρουν την κοινότητα με ψευδείς υποσχέσεις (οι πηγές αναφέρονται με μελανά χρώματα στις πράξεις του δικηγόρου Κλ.Π., που δε δίστασε να εμπλέξει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, τη Ρωσική Πρεσβεία κ.ά.).
Το σημαντικότερο όμως ατόπημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν ότι ενέπλεξε την οθωμανική εξουσία στα εκκλησιαστικά ζητήματα, γενικότερα στα εσωτερικά ζητήματα της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Δειλή κριτική ασκεί μόνο η εφημερίδα της Τεργέστης, επισημαίνοντας ότι με την πρόκληση τέτοιων επεμβάσεων, το ίδιο το Πατριαρχείο υπονομεύει το καθεστώς των προνομίων που του παραχωρήθηκαν μετά την Άλωση (“ημείς αυτοί γινόμεθα δημιουργοί παραβάσεων και παραίτιοι αθετήσεων των έκπαλαι κεχορηγημένων από του 1453 τω ημετέρω Πατριαρχείω προνομιών” Νέα Ημέρα, 5/18 Ιουλ.).
Δεν πρέπει βέβαια να αγνοούμε ότι πέρα από τους δυνητικούς θεωρητικούς κινδύνους, η οθωμανική επέμβαση στο περαμιακό ζήτημα στην πράξη εκδηλώθηκε με τη σύλληψη των ιερέων και των προυχόντων της κοινότητας από τουρκικά όργανα, τη μεταφορά τους σιδηροδέσμιων και συνοδεία Τούρκων χωροφυλάκων στην Κωνσταντινούπολη και στους τόπους εξορίας κλπ., και όλα αυτά διά “πατριαρχικού τακριρίου”, δηλ. με γραπτό αίτημα του Πατριαρχείου!
Το “Περαμιακό ζήτημα” δεν έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη της κοινότητας και είναι άγνωστο σήμερα στους απογόνους των προσφύγων, παρά το γεγονός ότι οι Περαμιώτες πρόσφυγες της πρώτης γενιάς είχαν εμπλακεί ενεργά στην κρίση και οι περισσότεροι είχαν βιωμένη μνήμη για τα γεγονότα του 1903. Στα δημοσιευμένα ονόματα των ιερέων και των δημογερόντων του 1903 μπορούμε να αναγνωρίσουμε αρκετούς από τους μετέπειτα θρησκευτικούς λειτουργούς, δασκάλους, κοινοτικούς άρχοντες και ευυπόληπτα μέλη της περαμιώτικης κοινότητας στην Καβάλα και στους προσφυγικούς οικισμούς.
Τα θλιβερά γεγονότα του 1903 απουσιάζουν επίσης από τις σελίδες των προσφυγικών συλλόγων και των ομάδων που υπηρετούν και διασώζουν την προσφυγική μνήμη στα κοινωνικά δίκτυα. Αν κάτι βρέθηκε στην πρόχειρη αναζήτησή μας για το εν λόγω θέμα είναι η αντιπαράθεση της Αρτάκης με τον Πέραμο για τη διαχείριση της ιστορικής Μονής. Τίποτε άλλο…
Βέβαια πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι μετά το 1903 η Πέραμος (και η ευρύτερη περιοχή) έγραψε στις σελίδες της ιστορίας της ανείπωτα δεινά, ικανά να επικαλύψουν κάθε προηγούμενο: Μνημονεύουμε απλώς την πυρπόληση του χωριού από παρακρατικές ομάδες και τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή τον Ιούλιο του 1915 (διασώθηκαν μόνο 11 από τα περίπου 1.000 κτήρια της κωμόπολης)· το συστηματικό αφανισμό όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της κοινότητας και της γύρω περιοχής: αμπελώνων, ελαιώνων, μορεόνων, δασών κ.ά.· Τον εκτοπισμό του άρρενος πληθυσμού στα βάθη της Ασίας (από τους 1.942 εκτοπισθέντες το Σεπτέμβριο του 1915 επέστρεψαν στην Πέραμο μετά το 1918-1919 μόνο 680 άτομα) και την πληθυσμιακή αποψίλωση του χωριού κ.ά.
Παρ’ όλα αυτά μέχρι το 1922 η Πέραμος δε είχε λησμονήσει και δεν είχε αποδεχθεί την “αδικία” του 1903. Σε αναλυτική έκθεση που είχε υποβάλει στις 12 Ιουλίου 1921 η τελευταία Δημογεροντία της Περάμου (απαντήσεις σε ερωτήματα του οικονομικού επόπτη Πανόρμου για τις ζημιές που είχε υποστεί το χωριό κατά το Διωγμό του 1915-1918) υπάρχει και η ακόλουθη αναφορά: “Μοναί: Εν τη περιφερεία Περάμου κείται η Ι. Μονή της Παναγίας Φανερωμένης, ήτις δυνάμει Φιρμανίων ανήκει ημίν, διευθύνει δε αυτήν το Πατριαρχείον, παρά τας διαμαρτυρίας ημών, μη εισακουομένων”. (Γ. Σγουρίδης, “Η Πέραμος της Κυζίκου”, Αθήνα 1968, σ. 210).
Όπως και να έχει, η περίπτωση της Περάμου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο στοχασμού για το πώς κατασκευάζεται η συλλογική μνήμη μιας κοινότητας, πώς μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και πώς συντονίζεται με τις ανάγκες του παρόντος.
Η χερσόνησος της Κυζίκου και η “Παναγία Φανερωμένη”
Η τριγωνική χερσόνησος της Κυζίκου, έκτασης περίπου 300 τετρ. χιλιομ., προβάλλει στη μικρασιατική ακτή της Προποντίδας. Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε περίπου 25.000 ανθρώπους: 20.700 Έλληνες, 2.500 Τούρκους, 1.000 Αρμένιους και 500 Κιρκάσιους, Εβραίους κ.ά. Το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού κατοικούσε στα 14 παράλια χωριά και οι μεγαλύτερες ελληνικές κοινότητες ήταν της Αρτάκης (περίπου 9.000 Έλληνες), της Περάμου (3.500), της Μηχανιώνας (1.600) και της Γωνιάς (1.600).
Την περίοδο αυτή η Μητρόπολη της Κυζίκου, με έδρα την Αρτάκη, εκτεινόταν και στη βορειοδυτική άκρη της μικρασιατικής χερσονήσου. Στο κέντρο σχεδόν της χερσονήσου βρισκόταν η ιστορική Μονή της Παναγίας Φανερωμένης, που ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εόρταζε στις 23 Αυγούστου. Η εικόνα της Παναγίας, που κατά την παράδοση ήταν έργο του Ευαγγελιστή Λουκά και θεωρούνταν θαυματουργή, το 1922 εναποτέθηκε στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
ΠΗΓΗ: cognoscoteam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου