Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Θα ασπάζονταν οι Ρώσοι τον πόλεμο;


Σε μια συνέντευξη, στις 28 Ιανουαρίου, στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης για την κρίση στην Ουκρανία, ο Σεργκέι Λαβρόφ, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, είπε, «αν εξαρτάται από την Ρωσική Ομοσπονδία, δεν θα γίνει πόλεμος». Υπονόησε, επίσης, ότι υπήρχαν «ψήγματα λογικής» στις επίσημες απαντήσεις που είχαν δώσει οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ στις απαιτήσεις της Ρωσίας λίγες μέρες νωρίτερα. Για ορισμένους Δυτικούς σχολιαστές, τα σχόλια του Λαβρόφ ήταν μια ελπιδοφόρα σηματοδότηση ότι το Κρεμλίνο είχε επιτύχει τους ενδιάμεσους στόχους του και ότι μπορεί να άλλαζε πορεία. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, είχε την Δύση ακριβώς εκεί που ήθελε: μετακινώντας περισσότερους από εκατό χιλιάδες στρατιώτες στα ουκρανικά σύνορα και εκδίδοντας τελεσίγραφο, είχε υποχρεώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ να μπουν σε διάλογο με τη Μόσχα. Εξ’ αρχής, λοιπόν, η ρωσική κυβέρνηση είχε ενεργήσει με προμελετημένη πολιτική των άκρων, επιδιώκοντας μια προσέγγιση που έχει αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ με ελάχιστες επιλογές, εκτός από την διαπραγμάτευση επί ίσοις όροις.

Σε μεγάλο μέρος του ρωσικού κοινού, ωστόσο, οι ενέργειες του Κρεμλίνου έχουν φανεί πολύ διαφορετικές. Εν μέσω της εκτεταμένης λαϊκής ανησυχίας για την οικονομία και την πανδημία της COVID-19, και τους αυξανόμενους φόβους για έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας, η ρωσική κυβέρνηση έχει φαινομενικά σπεύσει ορμητικά σε μια περιττή και πιθανώς απερίσκεπτη αντιπαράθεση με την Δύση. Στα αυτιά των Ρώσων, ακόμη και η πρόσφατη συμφιλιωτική γλώσσα του Λαβρόφ έχει έναν ανησυχητικό τόνο. Όπως συνέχισε ο Υπουργός Εξωτερικών, «Δεν θέλουμε πόλεμο, αλλά δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να ποδοπατήσει τα συμφέροντά μας ή να τα αγνοήσει». Οι λέξεις είναι γνωστές στην Ρωσία. Σύμφωνα με τους στίχους του «Αν το Αύριο Φέρει Πόλεμο» (If Tomorrow Brings War), ενός δημοφιλούς σοβιετικού τραγουδιού από την εποχή του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, «Δεν θέλουμε πόλεμο, αλλά θα υπερασπιστούμε τον εαυτό μας / δικαιωματικά ενισχύουμε την άμυνά μας. / Θα κατατροπώσουμε τον εχθρό μας σε εχθρική γη / με λίγη αιματοχυσία και ένα δυνατό χτύπημα!». Λίγο αφότου το τραγούδι ενθουσίασε την χώρα, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Φινλανδία.

Όπως και με την Φινλανδία το 1939, το Κρεμλίνο συνεχίζει να λέει ότι θέλει να αποφύγει μια σύγκρουση, αλλά φαίνεται ότι κάνει ό,τι μπορεί για να την προκαλέσει. Υπήρξαν συχνές φήμες για τις ρωσικές προσπάθειες να δημιουργηθεί ένα πρόσχημα για πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου ενός [προσχήματος] που αφορούσε το πλαστό βίντεο σχετικά με μια επίθεση Ουκρανών στον άμαχο πληθυσμό της [περιοχής] Ντονμπάς, που βγήκε στην επιφάνεια στις αρχές Φεβρουαρίου. Τέτοιες τακτικές είναι παρόμοιες με αυτά που έκανε η σοβιετική ηγεσία όταν προκάλεσε τον πόλεμο με την Φινλανδία.

Εν μέσω εβδομάδων ανάλυσης των κινήσεων των στρατευμάτων της Ρωσίας και των προφανών κινήτρων του Πούτιν για την στρατιωτική συσσώρευση, έχει δοθεί σχετικά λίγη προσοχή στο τι σκέφτονται οι απλοί Ρώσοι για τις εξελίξεις. Ωστόσο, πολλά μπορούν να μαθευτούν από τα δεδομένα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων. Σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, οι Ρώσοι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που γενικά, αν και αδιάφορα, υποστηρίζουν τον Πούτιν, είναι βαθιά αμφίθυμοι σχετικά με μια σύγκρουση με την Ουκρανία. Πολλοί φοβούνται σοβαρές οικονομικές συνέπειες˙ δεδομένου του ρόλου που διαδραματίζει η Ουκρανία στην ρωσική κουλτούρα και ιστορία, κάποιοι φοβούνται ότι ένας πόλεμος θα ισοδυναμούσε με την Ρωσία να «πολεμά τον εαυτό της» (όπως το έθεσε το 1987 το ροκ είδωλο της [εποχής της] περεστρόικα Boris Grebenshchikov). Για τον Πούτιν, ο οποίος αντιμετωπίζει την επανεκλογή σε δύο χρόνια, αυτές οι εγχώριες ανησυχίες δεν είναι ασήμαντες. Εάν η Ρωσία εισέλθει σε έναν παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία, θα μπορούσε να απειλήσει την ευρεία λαϊκή βάση στην οποία έχει στηριχτεί ο Πούτιν για περισσότερα από 20 χρόνια.


Η ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Εξωτερικά, πολλοί Ρώσοι φαίνεται να υποστηρίζουν την φιλοπόλεμη στάση του Κρεμλίνου απέναντι στην Δύση. Στην συνέντευξη με τον Λαβρόφ, η Margarita Simonyan, επικεφαλής του ρωσικού ειδησεογραφικού δικτύου RT, προσπέρασε την ερώτηση που έκαναν οι ακόλουθοί της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Πότε θα χτυπήσουμε την Ουάσιγκτον;» Μολονότι οι φιλοπόλεμες απόψεις της ίδιας της Simonyan έχουν κάνει πολλά για να εγείρουν τέτοια ερωτήματα, η βασική θέση του Κρεμλίνου σχετικά με την άμυνά του στις παραβιάσεις της Δύσης φαινόταν συχνά να βρίσκει υποστήριξη. Όπως σχολίασε ένας από τους ερωτηθέντες της ομάδας εστίασης (focus-group), σε μια πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης, «Η Ρωσία θα είναι υποχρεωμένη να απαντήσει … Μας δημιουργούν κόστος από όλες τις πλευρές˙ μας δαγκώνουν. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε; Να ενδώσουμε;».

Υπάρχει επίσης ένα προηγούμενο, οι διεκδικητικές εξωτερικές πολιτικές του Κρεμλίνου να κερδίζουν λαϊκή υποστήριξη στο εσωτερικό. Το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, τα ποσοστά δημοτικότητας του Πούτιν εκτοξεύτηκαν. Για πολλούς, η χερσόνησος της Κριμαίας έχει ιδιαίτερη σημασία. Για τον μέσο Ρώσο, είναι μια ρωσική αυτοκρατορική επικράτεια με ρωσόφωνο πληθυσμό και ένα κρίσιμο στρατιωτικό προπύργιο στην Σεβαστούπολη. Έτσι, η κατάληψη της Κριμαίας έγινε αντιληπτή από πολλούς Ρώσους ως μια σημαντική παρηγοριά για την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, η διόρθωση μιας ιστορικής αδικίας.

Αλλά σε αντίθεση με την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία, η προσάρτηση της Κριμαίας δεν περιελάμβανε μια αντιπαράθεση μεταξύ δύο βαρέως εξοπλισμένων δυνάμεων. Ο Πούτιν ξαναπήρε την χερσόνησο, όπως την είχε [πάρει] η Μεγάλη Αικατερίνη το 1783, χωρίς να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό. Αντίθετα, οποιαδήποτε εκστρατεία για την επαναβεβαίωση της ρωσικής ισχύος στην Ουκρανία φαίνεται τώρα σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι τόσο βίαιη όσο και παρατεταμένη. Και για το συγκεκριμένο ζήτημα ενός πραγματικού πολέμου, πολλοί Ρώσοι φαίνονται να είναι βαθιά ανήσυχοι. Εξάλλου, ο πόλεμος και το αδιέξοδο στην ανατολική Ουκρανία, που ακολούθησε την εκστρατεία της Κριμαίας το 2014, έχει ήδη στοιχίσει την ζωή χιλιάδων ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου ενός απροσδιόριστου αριθμού Ρώσων στρατιωτών και εθελοντών μαχητών. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό δημιούργησε στην Ρωσία την αντίληψη ότι μια επίθεση στην Ουκρανία δεν θα λειτουργήσει όπως λειτούργησε στην Κριμαία. Οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι θα είναι ένας πραγματικός πόλεμος, με θύματα. Και μπροστά σε μια τέτοια σύγκρουση, είναι πολύ περισσότερο αμφίθυμοι. Είναι αξιοσημείωτο ότι τον Απρίλιο του 2021, κατά την διάρκεια της αρχικής συσσώρευσης των ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα με την ανατολική Ουκρανία, η κοινή γνώμη ήταν μοιρασμένη σχετικά με την ρωσική στρατιωτική δράση: το 43% των ερωτηθέντων είπε ότι η Ρωσία πρέπει να επέμβει και ο ίδιος αριθμός είπε ότι δεν πρέπει.

Οι ρωσικές ανησυχίες για τον πόλεμο είναι ακόμη πιο ξεκάθαρες σε άλλες πρόσφατες δημοσκοπήσεις από το Κέντρο Levada (Levada Center), τον ανεξάρτητο οργανισμό δημοσκοπήσεων με έδρα τη Μόσχα. Σε έρευνα ομάδας εστίασης που διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 2021, το Κέντρο διαπίστωσε ότι πολλοί Ρώσοι εξέφρασαν κούραση για το ότι βρίσκονται σε συνεχή κατάσταση αντιπαράθεσης με την Δύση και την Ουκρανία. Η κυρίαρχη στάση μεταξύ των συμμετεχόντων ήταν: «Είναι τρομακτικό, δυσάρεστο, και δεν θέλω να εμπλακώ». Ώθηση σε αυτή την βαθιά ανησυχία δίνει η αίσθηση πολλών Ρώσων ότι η Ρωσία μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσει μεγάλης κλίμακας οικονομικό κόστος από την αντιπαράθεση με την Δύση. Σε ξεχωριστή δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου, το Levada διαπίστωσε ότι το ποσοστό του πληθυσμού που διαισθανόταν ότι μια «οικονομική κρίση» στην Ρωσία ήταν πιθανή το ερχόμενο έτος, είχε αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με μόλις ένα έτος νωρίτερα, ανεβαίνοντας από λιγότερο από 50% σε περίπου 64%.

Η αυξανόμενη οικονομική απαισιοδοξία φαίνεται να συντονίζεται στενά με τις υποθέσεις για έναν πιθανό πόλεμο. Είναι αξιοσημείωτο ότι, στην έρευνα του Δεκεμβρίου, το ποσοστό των Ρώσων που ανέμεναν «ένοπλη σύγκρουση με μια γειτονική χώρα» το ερχόμενο έτος είχε αυξηθεί κατά παρόμοιο ποσοστό -14 ποσοστιαίες μονάδες- από λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού, ένα χρόνο νωρίτερα, σε πολύ περισσότερο από ένα τρίτο. Και το κρίσιμο [είναι] -δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης στην Ουκρανία- [ότι] ο αριθμός που ανέμενε έναν πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή το ΝΑΤΟ το ερχόμενο έτος έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από 14% σε 25% του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, φαίνεται να υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες για τις προοπτικές ενός ευρύτερου «παγκόσμιου πολέμου». Σε μια άλλη πρόσφατη έρευνα του Levada, σχετικά με τους πιο συνηθισμένους φόβους των Ρώσων, ο φόβος ενός νέου παγκόσμιου πολέμου κατετάγη δεύτερος, πίσω μόνο από τον φόβο ότι αγαπημένα πρόσωπα ή τέκνα θα αρρωστήσουν. Σύμφωνα με την δημοσκόπηση, η σαφής πλειοψηφία των Ρώσων —56%— δήλωσε ότι φοβάται έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ άλλο ένα 14% υπέδειξε ότι ανησυχεί μετρίως για αυτό. (Πολύ κοντά, στην τρίτη θέση, κατετάγη η «κατάχρηση εξουσίας από τις Αρχές», την οποία το 53% των Ρώσων υπέδειξε ότι φοβάται πολύ και ένα άλλο 18% υπέδειξε ότι φοβάται τουλάχιστον ορισμένες φορές).

Ακόμη και χωρίς έναν πραγματικό πόλεμο, οι προβλέψεις για το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό της Ρωσίας για το 2022 είναι ήδη θλιβερές. Τις τελευταίες εβδομάδες, η αντιπαράθεση με την Δύση έχει αποδυναμώσει το ρούβλι, το οποίο είχε παραμείνει σχετικά σταθερό το 2021, και έχει βλάψει τα χρηματιστήρια της Ρωσίας, επηρεάζοντας τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιπλέον, τα φαινομενικά καλά νέα ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα στην Ρωσία έχει αρχίσει επιτέλους να αυξάνεται ξανά μετά από χρόνια μείωσης, μετριάστηκε από το γεγονός ότι αυξάνεται από χαμηλό σημείο εκκίνησης και μόνο λόγω της συσσωρευμένης ζήτησης που προκαλείται από την πανδημία. Το ζοφερό αίσθημα των καταναλωτών έχει αυξηθεί από τις ανησυχίες ότι οι νέες Δυτικές κυρώσεις θα μπορούσαν να αφήσουν την Ρωσία χωρίς μετατρέψιμο νόμισμα ή πρόσβαση στο διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT.

Γενικά, οι Δυτικές κυρώσεις δεν έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις ρωσικές στάσεις για τις πολιτικές του Κρεμλίνου, με πρόσφατες δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι μόνο το 46% των Ρώσων πιστεύει ότι οι κυρώσεις θα επηρεάσουν τον γενικό πληθυσμό, σε αντίθεση με την ελίτ του Κρεμλίνου. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα, ωστόσο, μόλις γίνουν αισθητές οι επιπτώσεις. Σε μια πρόσφατη έκθεση που επίσης επισημάνθηκε στον ρωσικό Τύπο, οικονομολόγοι από το Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών (Institute of International Finance) που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, συμπέραναν ότι μια αναστολή της πρόσβασης στο SWIFT θα «περιόριζε απότομα» την ικανότητα των καθημερινών Ρώσων να διεξάγουν διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Οι πιο εξέχοντες Ρώσοι μακροοικονομολόγοι έχουν επίσης κάνει ανησυχητικές προβλέψεις. Στα τέλη Ιανουαρίου, ο Evsey Gurvich, επικεφαλής της Ομάδας Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (Economic Expert Group), ενός ανεξάρτητου οργανισμού οικονομικών ερευνών με έδρα τη Μόσχα, είπε ότι «εάν επεκταθούν οι κυρώσεις, η οικονομία της Ρωσίας θα πάει σε μηδενική ανάπτυξη ή σε ένα ελαφρύ μείον».


«ΒΟΜΒΑΡΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ VORONEZH»

Μακράν η μεγαλύτερη ανησυχία πολλών Ρώσων για έναν πόλεμο στην Ουκρανία είναι η φύση της σύγκρουσης. Η Σοβιετική Ένωση διεξήγαγε πολέμους πληρεξουσίων με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Κορέα, τη Μέση Ανατολή, και το Βιετνάμ, αλλά εκείνες ήταν μακρινές περιοχές, που περιελάμβαναν πληθυσμούς με μικρή σχέση με την Ρωσία. Κατά την διάρκεια εκείνων των συγκρούσεων, οι Ρώσοι έτειναν να υποστηρίξουν τους πολέμους, αλλά ελάχιστοι εκτός του επαγγελματικού στρατιωτικού προσωπικού γνώριζαν την πραγματική έκταση της σοβιετικής εμπλοκής. Η εξαίρεση σε αυτό ήταν η εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, η οποία υπονόμευσε ιδιαίτερα την Σοβιετική Ένωση, τόσο ηθικά όσο και οικονομικά. Επιπροσθέτως, το Αφγανιστάν μοιραζόταν σύνορα με την Σοβιετική Ένωση, όπως [μοιράζεται] η Ουκρανία με την Ρωσική Ομοσπονδία σήμερα, και ο πόλεμος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Κατά την διάρκεια της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν, μεγάλος αριθμός νεαρών Ρώσων θυσιάστηκε και πολλές οικογένειες ζούσαν με τον συνεχή φόβο της κλήσης των γιων τους στον στρατό.

Όπως και με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, πολλοί άνθρωποι ανησυχούν ότι ένας πόλεμος στην Ουκρανία είναι απίθανο να είναι αναίμακτος και φοβούνται για τα αγόρια τους. Η Ουκρανία είναι στην διπλανή πόρτα. Και μολονότι πολλοί Ρώσοι έχουν οικογενειακούς δεσμούς με Ουκρανούς, δεν συμμερίζονται την άποψη του Πούτιν ότι οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι είναι το ίδιο έθνος. Σύμφωνα με μια πρόσφατη κοινή έρευνα του Levada και του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας του Κιέβου (Kyiv International Institute of Sociology), η πιο κοινή άποψη μεταξύ των Ρώσων -που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 51% του πληθυσμού- είναι ότι η Ρωσία και η Ουκρανία πρέπει να είναι ανεξάρτητα αλλά φιλικά κράτη «χωρίς βίζες και τελωνεία». Περίπου η ίδια αναλογία Ουκρανών —49%— έχει την ίδια άποψη. Αντίθετα, μόνο το 16% των Ρώσων και το 6% των Ουκρανών υποστηρίζουν την ιδέα ενός ενοποιημένου κράτους. Αξιοσημείωτο είναι [ότι], τα δύο τρίτα των Ρώσων ηλικίας μεταξύ 18 και 24 ετών -αυτοί που θα ήταν πιο πιθανό να πολεμήσουν στον πόλεμο του Πούτιν- έχουν θετική στάση απέναντι στην Ουκρανία και μπορεί να είναι πολύ διστακτικοί να πολεμήσουν.

Μέχρι τώρα, οι εξωτερικές πολιτικές του Πούτιν φαίνονταν γενικά να ενισχύουν την δημοτικότητά του. Μαζί με την προσάρτηση της Κριμαίας, οι Ρώσοι έχουν γενικά υποστηρίξει τις προσπάθειες του Κρεμλίνου να στηρίξει τις αυτονομιστικές περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας. Κάθε στρατιωτική επιχείρηση από τον σύντομο πόλεμο με την Γεωργία, τον Αύγουστο του 2008, και μετά, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής εκστρατείας στην Συρία, είτε έχει αυξήσει είτε έχει διατηρήσει τα ποσοστά αποδοχής του Πούτιν και του Κρεμλίνου.

Αλλά πολλοί Ρώσοι έχουν επίσης επίγνωση ενός άλλου μοτίβο που πολύ συχνά πάει μαζί με τις επεμβάσεις στο εξωτερικό, τόσο κατά την σοβιετική εποχή όσο και επί Πούτιν: οι ρωσικές στρατιωτικές ενέργειες έχουν συχνά συμπέσει με την αυξανόμενη καταστολή ή την οικονομική κατάρρευση στο εσωτερικό. Όταν, για παράδειγμα, η Σοβιετική Ένωση εισήλθε στην Τσεχοσλοβακία το 1968, υπήρξε μια σαφής πολιτική ψυχρότητα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Η πίεση αυξήθηκε στους αντιφρονούντες και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Σοβιετικού τότε ηγέτη, Alexei Kosygin, σταμάτησαν. Η καταστροφική εισβολή στο Αφγανιστάν, η οποία προκάλεσε τεράστια αποστράγγιση στην ρωσική οικονομία, συνέβαλε στην επιτάχυνση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Πιο πρόσφατα, η προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014, αν και δημοφιλής η ίδια, οδήγησε επίσης σε νέες κυβερνητικές πιέσεις στην κοινωνία των πολιτών και σε μια αδιάκοπη καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ήταν επίσης στον απόηχο της προσάρτησης της Κριμαίας που η ρωσική οικονομία άρχισε να μένει στάσιμη. Εν μέσω των Δυτικών κυρώσεων και της συνεχούς πτώσης των τιμών του πετρελαίου, τα πραγματικά εισοδήματα των Ρώσων ξεκίνησαν μια επταετή μείωση. Στα σύγχρονα ρωσικά, υπάρχει μια έκφραση για αυτό το είδος αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς: «Βομβαρδίζοντας το Voronezh», με το «Voronezh» να είναι ενδεικτικό μιας τυπικής ρωσικής πόλης μεσαίου μεγέθους. Η απώθηση στο ΝΑΤΟ με έναν πόλεμο που θα προκαλέσει τον θάνατο περισσότερων Ρώσων και θα επιδεινώσει την οικονομική και πολιτική κατάσταση των απλών Ρώσων είναι ένα τέλειο παράδειγμα βομβαρδισμού του Voronezh.


ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΥΤΙΝ

Προς το παρόν, δεν είναι σαφές εάν οι στάσεις του κοινού θα έχουν οποιαδήποτε επίδραση στις ενέργειες του Κρεμλίνου στην Ουκρανία. Τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων έξι μηνών του 2021, τα ποσοστά αποδοχής του Πούτιν έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα. Μολονότι οι αξιολογήσεις του Πούτιν έχουν μικρή σημασία σε σύγκριση με εκείνες των Δυτικών ηγετών, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε αποτελεσματικής αντιπολίτευσης στην Ρωσία, ο Πούτιν συνεχίζει να απολαμβάνει την αποδοχή περισσότερου από το 60% του πληθυσμού. Και φαίνεται να είναι πεπεισμένος ότι, πρώτον, το να επιστρέψει την Ουκρανία στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας και να την μετατρέψει σε κράτος–«μαξιλάρι» είναι ένας εφικτός στόχος και [ότι], δεύτερον, το να κινηθεί προς αυτόν τον στόχο μπορεί να διατηρήσει και να ενισχύσει την δημοτικότητά του στο εσωτερικό.

Μέχρι στιγμής τα έχει καταφέρει. Έχει κρατήσει τον κόσμο σε μια κατάσταση έντασης και αβεβαιότητας, χωρίς να υπονομεύει σημαντικά την υποστήριξή του στο εσωτερικό. Και επί του παρόντος, δεν υπάρχει οργανωμένο κίνημα στην Ρωσία ενάντια σε έναν πόλεμο. Αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα, σε περίπτωση μιας στρατιωτικής σύγκρουσης. Γιατί ένα πράγμα φαίνεται σαφές: οι Ρώσοι είναι απρόθυμοι να επωμιστούν το τίμημα ενός πολέμου. Το Κρεμλίνο πάντα φοβόταν την πιθανότητα μιας «έγχρωμης επανάστασης» στο εσωτερικό της Ρωσίας, υποθέτοντας ότι θα προερχόταν από φιλελεύθερους επικριτές του καθεστώτος. Αλλά μια μεγαλύτερη απειλή μπορεί να προέλθει από απλούς Ρώσους που είναι δυσαρεστημένοι με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ψήφισαν υπέρ των κομμουνιστών στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές του 2021. Εάν αρκετοί Ρώσοι πεισθούν ότι ένας πόλεμος, ή η προοπτική ενός πολέμου, αποτελεί απειλή για τoν οικονομικό τους βιοπορισμό, η υποστήριξη προς το καθεστώς θα μπορούσε να διαβρωθεί.

Το αν αυτή η πραγματικότητα θα έχει οποιαδήποτε επίδραση στην σκέψη του Κρεμλίνου είναι κάθε άλλο παρά βέβαιο. Ο Πούτιν μπορεί κάλλιστα να υπολογίσει ότι τα οφέλη από την επαναβεβαίωση της ρωσικής ισχύος υπερέχουν οποιουδήποτε πολιτικού κόστους. Αλλά αν το κάνει, ίσως όχι μόνο να απομακρύνει τους Ουκρανούς περαιτέρω από την Ρωσία˙ ίσως επίσης να απομακρύνει τους Ρώσους περαιτέρω από το Κρεμλίνο.


ΠΗΓΗ: https://foreignaffairs.gr/articles/73565/andrei-kolesnikov/tha-aspazontan-oi-rosoi-ton-polemo

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου