Κυριακή 10 Απριλίου 2022

Τιμολέων ο Κορίνθιος


Η ιστορία των Ελλήνων της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας (Μεγάλη Ελλάδα) αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού- και, δυστυχώς, είναι άγνωστη σε πολλούς. Οι Έλληνες της Δύσης άφησαν πίσω τους μια μακρά ιστορία, στην οποία βρίσκει κανείς θαυμαστές, πανίσχυρες πόλεις- κράτη (μεταξύ των οποίων δεσπόζουν οι Συρακούσες, οι οποίες στο ζενίθ της ισχύος τους ήταν μια πραγματική αυτοκρατορία- η ισχυρότερη δύναμη που εμφανίστηκε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο μέχρι την έλευση της ελληνιστικής περιόδου), σημαντικά επιτεύγματα σε κάθε τομέα, αλλά και πολιτικές μηχανορραφίες, προδοσίες, πραξικοπήματα, τυραννίδες, εμφύλιες συγκρούσεις και μακροχρόνιους πολέμους εναντίον του μεγάλου εχθρού, της Καρχηδόνας.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως οι ίδιοι οι Περσικοί Πόλεμοι, για τους οποίους γνωρίζουν όλοι, πραγματικά ωχριούν μπροστά στη διάρκεια και την έκταση των πολέμων των Ελλήνων της Magna Grecia εναντίον των Καρχηδονίων: Τεράστιοι στρατοί, γιγαντιαίες εκστρατείες, μεγάλες μάχες, λαμπρές πόλεις που καταστράφηκαν, έντονο πολιτικό παρασκήνιο και ηγεμόνες με τεράστιες φιλοδοξίες και (ενίοτε) εφάμιλλες ικανότητες συνθέτουν ένα σκηνικό που κράτησε για αιώνες, και έλαβε πραγματικά τέλος μόνο με τη «σφραγίδα» της Ρώμης, που εν τέλει επιβλήθηκε και στις δύο πλευρές.

Τα κεφάλαια της ιστορίας της Μεγάλης Ελλάδας είναι πολλά, όπως και οι πρωταγωνιστές τους- ωστόσο αντικείμενο του παρόντος κειμένου είναι ένα που ξεχωρίζει, λόγω του τρόπου με τον οποίο αντιστράφηκε μια εξαιρετικά κρίσιμη για όλο τον ελληνισμό της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας κατάσταση, χάρη στις ικανότητες ενός άνδρα, το όνομα του οποίου είναι άγνωστο στους περισσότερους: Ο λόγος για τον Τιμολέοντα τον Κορίνθιο.


Η Μεγάλη Ελλάδα σε κρίση

Ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος (Διονύσιος Α’) είναι αναμφίβολα η γνωστότερη φυσιογνωμία της ιστορίας της Μεγάλης Ελλάδας: Ο πανίσχυρος τύραννος των Συρακουσών επέβαλε ένα απολυταρχικό καθεστώς στην πόλη του, την οποία κατέστησε μια πραγματική υπερδύναμη, μετά από δεκαετίες πολέμων με τους Καρχηδονίους, αλλά και με τις άλλες ελληνικές πόλεις που αμφισβητούσαν την εξουσία του. Ωστόσο, ο θάνατός του, το 367 πΧ, άφησε ένα μεγάλο κενό εξουσίας. Ο γιος του, Διονύσιος Β’, ο Νεότερος, δεν είχε τη «στόφα» του (αδίστακτου μεν, ικανότατου δε) πατέρα του, και αυτό δεν άργησε να φανεί, καθώς η εξουσία του και η ισχύς των Συρακουσών άρχισε να αμφισβητείται- και σε μεγάλο βαθμό η αμφισβήτηση αυτή προερχόταν από τον Τάραντα: Η ισχυρή αυτή ελληνική πόλη είχε δημοκρατικό πολίτευμα, ωστόσο πρακτικά τα ηνία είχε ο Αρχύτας, πυθαγόρειος φιλόσοφος και φίλος του Πλάτωνα, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την εκλαμβανόμενη αδυναμία του Διονυσίου Β’ και την επιθυμία των άλλων ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας να απαλλαγούν από την ηγεμονία των Συρακουσών προκειμένου να καταστήσει τον Τάραντα ηγέτιδα πόλη των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας. Παράλληλα, στις ίδιες τις Συρακούσες, την εξουσία του τυράννου αμφισβήτησε η ανανεωμένη δημοκρατική παράταξη, και το τελικό αποτέλεσμα ήταν να επέλθει αποσταθεροποίηση και εν τέλει διάσπαση της αυτοκρατορίας του Διονυσίου του Α’.




Ο Διονύσιος ο Β′ προσπάθησε να διατηρήσει τον έλεγχο και να ανακτήσει την εξουσία, ωστόσο οι προσπάθειές του δεν καρποφόρησαν, δεδομένου και ότι απέναντί του στον αγώνα για τις Συρακούσες είχε και άλλον έναν επίδοξο «ισχυρό άνδρα» της Σικελίας- τον Ικέτα, τύραννο της πόλης των Λεοντίνων. Ταυτόχρονα οι Καρχηδόνιοι, επιδιώκοντας τη «ρεβάνς» και τη δυναμική επάνοδό τους στη Σικελία (όπου οι παρουσία τους είχε μειωθεί κατά πολύ μετά τους πολέμους με τον Διονύσιο τον Α’) διαπραγματεύονταν με πολλούς από τους τυράννους των ελληνικών πόλεων, μεταξύ τους και τον Ικέτα: Ο τύραννος των Λεοντίνων ζήτησε τη βοήθεια του καρχηδονιακού στρατού για να επιτύχει τους σκοπούς του, η οποία και ήρθε, καθώς η Καρχηδόνα διέβλεπε πως επρόκειτο για την ιδανική στιγμή, καθώς μεταξύ των ελληνικών δυνάμεων της Σικελίας επικρατούσε διάσπαση και χάος.

Η καρχηδονιακή δύναμη- 150 πλοία φορτωμένα με στρατό, υπό τον Μάγωνα (η δύναμή τους υπολογίζεται σε 50.000 πεζούς και εκατοντάδες άρματα και πολιορκητικές μηχανές)- αποβιβάστηκε το 345 πΧ στη Σικελία και κινήθηκε προς το εσωτερικό του νησιού, καταλαμβάνοντας την πόλη Έντελλα, ενώ ο Ικέτας καταλάμβανε μεγάλο τμήμα των Συρακουσών, πιέζοντας δραματικά τον Διονύσιο τον Β’, ο οποίος κατέφυγε στη βαριά οχυρωμένη ακρόπολη-νησί της Ορτυγίας.

Με την ισχυρότερη πόλη της Μεγάλης Ελλάδας να βρίσκεται σε αυτή τη θέση και τις άλλες ελληνικές πόλεις να εμπλέκονται σε μεταξύ τους συγκρούσεις, ο ελληνισμός της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας αντιμετώπιζε υπαρξιακή απειλή- και αυτή τη φορά δεν υπήρχε ηγεμόνας του βεληνεκούς του Διονυσίου του Α′ για να αλλάξει τα δεδομένα.

Ωστόσο, στη «σκακιέρα», εισερχόταν και ένα άλλο, ισχυρό κομμάτι: Πριν τις εξελίξεις αυτές, οι εξόριστοι Συρακούσιοι στους Λεοντίνους είχαν ζητήσει τη βοήθεια της μητρόπολης, Κορίνθου, για να απελευθερώσουν την πόλη τους από την τυραννίδα του Διονυσίου του Β’, και η Κόρινθος απάντησε, στέλνοντας μια μικρή στρατιωτική δύναμη 700 μισθοφόρων, με επικεφαλής τον στρατηγό Τιμολέοντα.


Τιμολέων ο Κορίνθιος

Ο Τιμολέων, γιος του Τιμαινέτου και της Δημαρίστης, ήταν επιφανής πολίτης της Κορίνθου ο οποίος είχε διακριθεί στο παρελθόν σώζοντας τη ζωή του αδελφού του, Τιμοφάνη- ωστόσο, χρόνια μετά, συνέπραξε στη δολοφονία του, όταν ο Τιμοφάνης προσπάθησε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα στην Κόρινθο. Η πράξη του αυτή τον στιγμάτισε, και απείχε από τα κοινά επί 20 χρόνια- ωστόσο κέρδισε τη φήμη του αδυσώπητου εχθρού της τυραννίδας, και ήταν ο στρατηγός που επελέγη – αν και σε σχετικά μεγάλη ηλικία- για να αποσταλεί στη Μεγάλη Ελλάδα, καθώς θεωρήθηκε πως δεν θα εκμεταλλευόταν τις εξελίξεις για να γίνει ο ίδιος τύραννος.

Ο Τιμολέων και οι 700 μισθοφόροι του, βετεράνοι συγκρούσεων στην Ελλάδα, έφτασαν με 10 πλοία στο Ρήγιο μερικές ημέρες μετά την κατάληψη των Συρακουσών από τον Ικέτα. Εκεί τον περίμεναν 20 καρχηδονιακά πλοία με πρέσβεις του Ικέτα, οι οποίοι του πρότειναν να πάει μόνος τους στις Συρακούσες για να γίνει συνεργάτης του τυράννου και να στείλει τη στρατιωτική του δύναμη πίσω στην Κόρινθο, καθώς, όπως υποστήριζαν ο πόλεμος είχε πρακτικά τελειώσει.

Ωστόσο, ο Κορίνθιος στρατηγός δεν είχε περάσει τη θάλασσα για να γίνει συνεργάτης ενός τυράννου που υποκρινόταν τον «ελευθερωτή» των Συρακουσών από έναν άλλον τύραννο, και μάλιστα με τη βοήθεια των Καρχηδονίων. Με τη βοήθεια των κατοίκων του Ρηγίου ξέφυγε από τους Καρχηδόνιους και πήγε στο Ταυρομένιο, όπου συμμάχησε με τον ηγεμόνα της πόλης, Ανδρόμαχο. Έχοντας πλέον εξασφαλίσει μια βάση, άρχισε να καταστρώνει τα σχέδιά του για να αντιμετωπίσει τους τρεις αντιπάλους του: Τον Ικέτα, τον Διονύσιο τον Β′ και τους Καρχηδόνιους.


Ο τολμών νικά (με τη διπλωματία ή/και τα όπλα)

Ο Κορίνθιος στρατηγός ήξερε πως χρειαζόταν συμμάχους για να επικρατήσει- και ως εκ τούτου, όταν του ζήτησε συμμαχία το Άδρανο, ο ίδιος δέχτηκε, και επικεφαλής δύναμης 1.000 ανδρών κατευθύνθηκε προς τα εκεί, αλλά τον είχε προλάβει ο Ικέτας, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη με 5.000 στρατιώτες. Ωστόσο, λένε πως η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, και επί της προκειμένης αυτό φάνηκε να ισχύει για τον Κορίνθιο στρατηγό, ο οποίος, επιδιδόμενος σε ένα παράτολμο «blitzkrieg», επέλεξε να χτυπήσει τη δύναμη του Ικέτα σε μια ριψοκίνδυνη νυχτερινή επίθεση, χωρίς να έχει καν αφήσει τους άνδρες του να ξεκουραστούν. Η επίθεση αποδείχτηκε επιτυχής, ο στρατός του Ικέτα ηττήθηκε και ο Τιμολέων εισήλθε νικητής στο Άδρανο.

Επρόκειτο για την πρώτη του πραγματική στρατιωτική επιτυχία, η οποία, σε πρακτικό επίπεδο, δεν ήταν κάτι συγκλονιστικό- ωστόσο ενίσχυσε το γόητρό του, καθώς, στα μάτια των Ελλήνων της Σικελίας, εξελίχθηκε, από «άλλος ένας τυχοδιώκτης» με 1.000 πολεμιστές, σε υπολογίσιμη δύναμη. Ως εκ τούτου, άρχισε να αποκτά συμμάχους, όπως την Τυνδαρίδα και τον τύραννο της Κατάνης, Μάμερκο.

Όσο ο Τιμολέων αύξανε την ισχύ του, λαμβάνοντας παράλληλα και ενισχύσεις από την Κόρινθο, ο Διονύσιος ο Β‘, πολιορκημένος στην Ορτυγία, δεν έβλεπε την κατάστασή του να βελτιώνεται- οπότε επιδόθηκε σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Τιμολέοντα, δεχόμενος να του παραδώσει την Ορτυγία, το πολεμικό της υλικό και τους 2.000 μισθοφόρους του, με αντάλλαγμα να του επιτραπεί να αποσυρθεί ο ίδιος με μέρος της περιουσίας του και το στενό του περιβάλλον στην Κόρινθο.




Ο Τιμολέων δέχτηκε, και ακολούθησε μια, χωρίς υπερβολές, καταδρομική επιχείρηση από τις δυνάμεις του Κορίνθιου στρατηγού: 400 άνδρες κατάφεραν να περάσουν κάτω από τη μύτη των δυνάμεων του Ικέτα, στην Ορτυγία, παραλαμβάνοντάς την ενώ ο Διονύσιος ο Β’ έσπαγε και αυτός τον ναυτικό αποκλεισμό και μετέβαινε στην Κατάνη, όπου είχε ο Τιμολέων το στρατόπεδό του. Ο Κορίνθιος στρατηγός επέτρεψε στον έκπτωτο τύραννο να αποσυρθεί στην Κόρινθο, όπου θα ζούσε για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.


Η αντεπίθεση

Ο ένας αντίπαλος είχε βγει από το «κάδρο»: Πλέον σκοπός ήταν η απελευθέρωση των Συρακουσών. Ο Ικέτας, θορυβημένος από τον τρόπο που διαμορφωνόταν η κατάσταση, οργάνωσε μια προσπάθεια δολοφονίας του Τιμολέοντα, η οποία αποδείχτηκε ανεπιτυχής, ενισχύοντας κι άλλο το γόητρο του Κορίνθιου. Επιδιώκοντας να πάρει ξανά το πάνω χέρι στις Συρακούσες, ζήτησε τη βοήθεια των Καρχηδονίων του Μάγωνα, επιτρέποντάς τους να εισέλθουν στην πόλη και να καταλάβουν τμήματά της.

Με τον μεγάλο εχθρό να βρίσκεται για πρώτη φορά μέσα στην πόλη, και μάλιστα με δύναμη 60.000 ανδρών, η κατάσταση γινόταν ιδιαίτερα δύσκολη για τους πολιορκημένους στην Ορτυγία, οι οποίοι παρόλα αυτά μπορούσαν να αντιστέκονται ακόμα, καθώς ανεφοδιάζονταν με μικρά σκάφη που αποστέλλονταν από την Κατάνη, με τη βοήθεια του Μάμερκου, διασπώντας τον κλοιό.

Ο Μάγων και ο Ικέτας αντιλήφθηκαν πως, για να πέσει η Ορτυγία, έπρεπε πρώτα να πέσει η Κατάνη- και την άνοιξη του 343 πΧ εκστράτευσαν εναντίον της, με τις πιο αξιόμαχες δυνάμεις τους. Αυτό, ωστόσο, έδωσε την ευκαιρία στους πολιορκημένους της Ορτυγίας να αντεπιτεθούν και να καταλάβουν την οχυρή συνοικία της Αχραδίνας, την οποία και συνέδεσαν αμυντικά με την ακρόπολη. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο Μάγων και ο Ικέτας να γυρίσουν εσπευσμένα στις Συρακούσες. Παράλληλα όμως, οι κορινθιακές ενισχύσεις, περνούσαν στη Σικελία- και ο Τιμολέων, έχοντας πλέον δύναμη 4.000 ανδρών, εξανάγκασε σε συμμαχία μαζί του τον τύραννο της Μεσσήνης Ίππωνα και βάδισε κατά των Συρακουσών.

Στο μεταξύ, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων και του Ικέτα επικρατούσε αναβρασμός: Ο Μάγων δεν εμπιστευόταν τις δυνάμεις του συμμάχου του, καθώς οι Έλληνες μισθοφόροι του τυράννου έβλεπαν φιλικά τους Κορίνθιους (ωστόσο υπάρχουν και φημολογίες πως ο Καρχηδόνιος στρατηγός εμπλεκόταν και σε πραξικόπημα που στηνόταν στη δική του πόλη). Ο Μάγων και οι δυνάμεις του αποχώρησαν από τις Συρακούσες και επέστρεψαν στην Αφρική (όπου ο Μάγων εκτελέστηκε, είτε λόγω εμπλοκής στις προαναφερθείσες μηχανορραφίες, είτε επειδή είχε αποτύχει να λύσει οριστικά το θέμα της Σικελίας), αφήνοντας μόνο τον Ικέτα. Ο Τιμολέων δεν έχασε την ευκαιρία και επιτέθηκε, καταλαμβάνοντας με ευκολία τις Συρακούσες.

Ο Κορίνθιος στρατηγός, με δυνάμεις πολύ μικρότερες από αυτές των αντιπάλων του, είχε καταφέρει να απελευθερώσει τις Συρακούσες με ελάχιστες, έως μηδενικές, απώλειες. Το γόητρό του βρισκόταν στα ύψη, και ο ίδιος το αξιοποίησε για να «κατεδαφίσει» την παράδοση της τυραννίδας στην πόλη, εγκαθιδρύοντας δημοκρατικό πολίτευμα και γκρεμίζοντας τα ανάκτορα και τους τάφους των τυράννων- ενώ παράλληλα στρεφόταν εναντίον των άλλων τυράννων των ελληνικών πόλεων της Σικελίας: Το 342-341 πΧ εκστράτευσε εναντίον του Ικέτα, που είχε καταφύγει στους Λεοντίνους, αλλά δεν τα κατάφερε να τον ανατρέψει. Αντ’αυτού, στράφηκε προς τον Λεπτίνο, τύραννο της Απολλωνίας, του Εγγύου και άλλων πόλεων, και τον ανάγκασε να παραδοθεί και να αποσυρθεί και αυτός στην Κόρινθο. Αφού έδωσε στις πόλεις αυτές την ανεξαρτησία τους, επέστρεψε στις Συρακούσες για να συνεχίσει την ανασυγκρότησή τους και έστειλε επίλεκτη δύναμη 1.000 ανδρών υπό τον Δείναρχο και τον Δημάρετο για επιδρομές στην ελεγχόμενη από τους Καρχηδόνιους επικράτεια, συγκεντρώνοντας έτσι χρήματα, απελευθερώνοντας την Έντελλα και προσελκύοντας και άλλες πόλεις στη συμμαχία του. Ωστόσο οι επιτυχίες αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Καρχηδονίων, που έστειλαν νέο στράτευμα στη Σικελία. Αντιμέτωπος με αυτή την απειλή, ο Τιμολέων έσπευσε να συμμαχήσει με τυράννους που μέχρι πρότινος ήταν εχθροί του- μεταξύ τους και ο Ικέτας- για να αντιμετωπίσει τη νέα εισβολή.


Η καρχηδονιακή εισβολή

Πιστή στην «παράδοση» της αποστολής τεράστιων στρατευμάτων σε εκστρατείες στη Σικελία, η Καρχηδόνα έστειλε μια γιγαντιαία δύναμη η οποία αριθμούσε 70.000 πολεμιστές, από τους οποίους 10.000 ήταν Καρχηδόνιοι και περιελάμβαναν τους επίλεκτους του Ιερού Λόχου της πόλης. Επίσης, είχαν μαζί τους 10.000 άλογα για το ιππικό και τα άρματα- μια δύναμη η οποία μεταφέρθηκε με μια τεράστια αρμάδα στο Λιλύβαιο το 341 πΧ, επιδιώκοντας να καταλάβει όλη τη Σικελία.

Στη συμμαχία των ελληνικών πόλεων επικράτησε αναστάτωση, καθώς, για άλλη μια φορά, βρίσκονταν αντιμέτωπες με μια υπαρξιακή απειλή. Ωστόσο ο Τιμολέων δεν δίστασε να βαδίσει άμεσα προς τα δυτικά, κατά του εχθρού με μόλις 10.000 άνδρες (εκ των οποίων μόνο οι 3.000 ήταν Συρακούσιοι) χτυπώντας μέσα στην ελεγχόμενη από τους Καρχηδόνιους επικράτεια, προκειμένου να προλάβει μια σαρωτική προέλασή τους η οποία θα τους ενίσχυε και θα προκαλούσε ακόμα περισσότερους κλυδωνισμούς στη συμμαχία του. Στην πορεία χρειάστηκε να αντιμετωπίσει και μια στάση στο στράτευμά του, που είχε ως αποτέλεσμα να επιστρέψουν στις Συρακούσες 1.000 μισθοφόροι. Παρόλα αυτά, συνέχισε με όσους άνδρες είχε προς τον Κρίμησο ποταμό, όπου είχε πληροφορηθεί πως πλησίαζε το καρχηδονιακό στράτευμα. Ήταν αρχές του καλοκαιριού του 341 πΧ.


H μάχη του Κρίμησου ποταμού

Οι οιωνοί μάλλον δεν ήταν καλοί, καθώς ο αντίπαλος ήταν πολλαπλάσιος αριθμητικά (εξαπλάσιος- επταπλάσιος)- ωστόσο ο Τιμολέοντας τους…έκανε καλούς: Το ελληνικό στράτευμα σταμάτησε σε ένα ύψωμα μεταξύ της Έντελλας και της Έγεστας, μπροστά από το οποίο έρεε ο Κρίμησος. Από εκεί αντιλαμβάνονταν την άφιξη του τεράστιου καρχηδονιακού στρατού, στην άλλη όχθη.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν είναι ό,τι καλύτερο για την ψυχολογία ενός στρατεύματος να διαπιστώνει ότι ο αντίπαλος έχει συντριπτική αριθμητική υπεροχή, οπότε στις ελληνικές γραμμές άρχισε να επικρατεί ανησυχία, η οποία εντάθηκε όταν πέρασαν από την περιοχή άμαξες με σέλινο, καθώς εκλήφθη ως κακός οιωνός επειδή το χρησιμοποιούσαν σε νεκρικές τελετές. Ωστόσο ο Κορίνθιος στρατηγός, για να σταθεροποιήσει το ηθικό, έσπευσε να…ενημερώσει τους άνδρες του πως τα πράγματα δεν ήταν απαραίτητα έτσι, καθώς, όπως τους υπενθύμισε, το σέλινο το χρησιμοποιούσαν επίσης και στα στεφάνια των νικητών στους αγώνες των Ισθμίων, άρα ο οιωνός ήταν νίκης και όχι θανάτου. Μάλιστα ο ίδιος, για να πείσει ακόμα περισσότερο τους πολεμιστές του, έφτιαξε επί τόπου ένα στεφάνι από σέλινο το οποίο και φόρεσε, παροτρύνοντας τους άνδρες του να κάνουν το ίδιο.

Αρχικά οι κινήσεις των Καρχηδονιακών δυνάμεων ήταν αθέατες, λόγω της πρωινής ομίχλης, ωστόσο η ορατότητα βελτιώθηκε όσο πλησίαζε το μεσημέρι- και ο Τιμολέοντας είδε τους Καρχηδόνιους να αρχίζουν να περνούν τον ποταμό, με τους επίλεκτους του Ιερού Λόχου και τους Καρχηδόνιους πολεμιστές να προπορεύονται και να ακολουθούν οι μισθοφορικές δυνάμεις.




Ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Κορίνθιος στρατηγός- το μεγάλο στοίχημα στο οποίο θα «έπαιζε» όλη τη μάχη: Ως γνωστόν, ένας στρατός βρίσκεται σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση κατά τη διάβαση ενός ποταμού, και επί της προκειμένης αυτό ήταν ακόμα πιο σημαντικό, καθώς ο Κρίμησος εμπόδιζε το καρχηδονιακό στράτευμα να αξιοποιήσει τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του. Παράλληλα, εάν κατάφερνε να «σπάσει» τον Ιερό Λόχο και τις ίδιες καρχηδονιακές δυνάμεις, οι μισθοφόροι που ακολουθούσαν ενδεχομένως να κατέρρεαν.

Ο Τιμολέων διέταξε επίθεση: Για αρχή έστειλε το ιππικό, υπό τον Δημάρετο, εναντίον των εμπροσθοφυλακών που είχαν μόλις περάσει, για να εμποδίσει την ανασύνταξή τους, ωστόσο τα άρματα των Καρχηδονίων εμπόδιζαν τη δράση των ιππέων του, επιτρέποντας να περνούν το ποτάμι και άλλες δυνάμεις. Οπότε ο Κορίνθιος στρατηγός πήρε το κέντρο, μαζί με τους επίλεκτους μισθοφόρους του και τους Συρακούσιους και παρέταξε τους υπόλοιπους Σικελιώτες και τους περισσότερους μισθοφόρους του στα δύο άκρα της παράταξής του.

Ακολούθησε έφοδος του ελληνικού πεζικού κατά μέτωπο και του ιππικού από τα πλάγια, και ακολούθησε σκληρότατη σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού στρατεύματος και των πλέον επίλεκτων καρχηδονιακών δυνάμεων, η οποία ήταν αμφίρροπη, καθώς η ελληνική πλευρά είχε πλεονέκτημα, ωστόσο όλο και περισσότεροι Καρχηδόνιοι περνούσαν το ποτάμι.

Όπως προείπαμε, λένε πως η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς- αλλά στην περίπτωση του Τιμολέοντα και των Ελλήνων πολεμιστών στον Κρίμησο ποταμό, εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού του 341 πΧ, μάλλον τους λάτρεψε, καθώς η αποφασιστική εξέλιξη που έκρινε τη μάχη ήρθε από τον καιρό: Εν μέσω της σκληρής, σώμα με σώμα και ασπίδα με ασπίδα σύγκρουσης εκ παρατάξεως, ξέσπασε σφοδρότατη καταιγίδα, με κεραυνούς, βροχή, χαλάζι και ανέμους. Σε μια εξέλιξη η οποία παραπέμπει σε παρέμβαση θεών από ομηρικό έπος, οι Έλληνες δέχονταν τους ανέμους, τη βροχή και το χαλάζι στην πλάτη, μένοντας πρακτικά ανεπηρέαστοι ενώ οι Καρχηδόνιοι τα δέχονταν κατά πρόσωπο, προκαλώντας σύγχυση και αποσυντονισμό. Παράλληλα τα νερά του ποταμού, που προσπαθούσαν να διαβούν οι καρχηδονιακές δυνάμεις, φούσκωναν, ενώ η λάσπη δυσχέραινε τις κινήσεις τους.

Το τελικό αποτέλεσμα δεν άργησε να προκύψει: Η ελληνική παράταξη διατήρησε τη συνοχή της, συνεχίζοντας την πίεση, ενώ η καρχηδονιακή, που ήταν ήδη σε αστάθεια λόγω της διάβασης του ποταμού, απλά αδυνατούσε να συνεχίσει να μάχεται αποτελεσματικά. Το τεράστιο καρχηδονιακό στράτευμα κατέρρευσε, «σπάζοντας» πέρα από κάθε ελπίδα ανασύνταξης, και τράπηκε σε άτακτη φυγή, κατά την οποία άλλοι σκοτώνονταν και άλλοι παρασύρονταν από τα νερά και πνίγονταν λόγω του βαρέος οπλισμού τους.

Η συντριβή των Καρχηδονίων ήταν πλήρης: Οι νεκροί τους ανήλθαν στους 10.000, εκ των οποίων 3.000 ήταν Καρχηδόνιοι πολίτες, ένα πλήγμα άνευ προηγουμένου στην ιστορία της πόλης. Επίσης, 15.000 ήταν οι αιχμάλωτοι (περισσότεροι από το σύνολο των Ελλήνων πολεμιστών), ενώ τα λάφυρα περιελάμβαναν 200 άρματα, 10.000 ασπίδες και 1.000 πλούσια διακοσμημένους θώρακες. Στη συνέχεια οι δυνάμεις του Τιμολέοντα κατέλαβαν και το στρατόπεδο των Καρχηδονίων, με τις πλούσιες σε χρυσό και ασήμι αποσκευές, ενώ το κατεστραμμένο αντίπαλο στράτευμα υποχωρούσε άτακτα προς το Λιλύβαιο.

Από τα λάφυρα της αποφασιστικής αυτής νίκης ο Τιμολέων έστειλε αναθήματα στις Συρακούσες και τις άλλες συμμαχικές σικελικές πόλεις- ωστόσο τα πιο λαμπρά τα έστειλε στην Κόρινθο, για να βλέπουν οι Έλληνες πως μόνο οι ναοί της πόλης του ήταν διακοσμημένοι με λάφυρα όχι από φόνους Ελλήνων, αλλά από θρίαμβο επί βαρβάρων, και να μαθαίνουν «ότι Κορίνθιοι και Τιμολέων ο στρατηγός ελευθερώσαντες τους Σικελίαν οικούντας Έλληνας από Καρχηδονίων χαριστήρια θεοίς ανέθηκαν».


Η αποστασία των τυράννων και η τιμωρία τους

Ο Τιμολέων άφησε τους μισθοφόρους του να λεηλατούν την ελεγχόμενη από τους Καρχηδόνιους επικράτεια, ωστόσο, παρά τον θρίαμβό του, το στράτευμά του παρέμενε μικρό, και δεν μπορούσε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στη βάση τους, στο Λιλύβαιο- οπότε γύρισε στις Συρακούσες.

Τα απομεινάρια του εκστρατευτικού σώματος των Καρχηδονίων εγκατέλειψαν τη Σικελία και γύρισαν στην Καρχηδόνα, σπέρνοντας πανικό- οπότε, για να αποφύγει το ενδεχόμενο ελληνικής εισβολής στην Αφρική, η καρχηδονιακή ηγεσία ανακάλεσε τον Γέσκωνα, που είχε εξοριστεί για το πραξικόπημα στο οποίο φέρεται να εμπλεκόταν και ο Μάγων, άρχισε να στρατολογεί νέο μισθοφορικό στράτευμα (με πολλούς Έλληνες μισθοφόρους) και προσέγγισε τους τυράννους της Μεγάλης Ελλάδας, οι οποίοι φοβούνταν τη δύναμη του Τιμολέοντα.

Σε πρώτη φάση οι Καρχηδόνιοι συμμάχησαν με τον Ικέτα και των πρώην σύμμαχο του Τιμολέοντα, Μάμερκο της Κατάνης (που είχε ανησυχήσει για την αυξανόμενη επιρροή του Κορίνθιου στρατηγού στη Σικελία), ενώ στη συνέχεια ο Γέσκων έπλευσε προς τη Μεσσήνη με 70 πλοία, ενθαρρύνοντας τον τύραννό της, Ίππωνα- απρόθυμο σύμμαχο του Τιμολέοντα- να αποστατήσει και αυτός.

Ο Κορίνθιος στρατηγός έστειλε μισθοφορική δύναμη κατά των τυράννων, αλλά αυτή ηττήθηκε. Ο Μάμερκος σταμάτησε εκεί τις δραστηριότητές του, μα ο Ικέτας πέρασε στην αντεπίθεση, εισβάλλοντας στα εδάφη των Συρακουσών και επιδιώκοντας να νικήσει τον Τιμολέοντα σε αποφασιστική μάχη. Η αναμέτρηση αυτή έλαβε χώρα στον ποταμό Δαμυρία: Ο Τιμολέων συνέτριψε τον στρατό του τυράννου των Λεοντίνων, αναγκάζοντάς τον να καταφύγει στην πόλη του. Ωστόσο αυτή τη φορά δεν θα γλίτωνε: Ο Ικέτας συνελήφθη και παραδόθηκε στον Κορίνθιο στρατηγό, που τον εκτέλεσε ως τύραννο και προδότη, μαζί με τον γιο του.

Ακολούθως, ο Τιμολέων στράφηκε κατά του Μάμερκου της Κατάνης: Η αναμέτρηση με τον πρώην σύμμαχό του, ο οποίος υποστηριζόταν από καρχηδονιακά στρατεύματα, έλαβε χώρα στη μάχη του ποταμού Αβόλου, όπου ο Τιμολέων διέλυσε τον Μάμερκο και τους Καρχηδονίους συμμάχους του-  με αποτέλεσμα η Καρχηδόνα να αναγκαστεί να ζητήσει ειρήνη το 338 πΧ. Σύμφωνα με τους όρους της, όλες οι ελληνικές πόλεις γίνονταν αυτόνομες, ο Άλυκος γινόταν ξανά το όριο μεταξύ των επικρατειών των Ελλήνων και των Καρχηδονίων στη Σικελία και οι Έλληνες που ζούσαν στην καρχηδονιακή επικράτεια μπορούσαν να μετοικήσουν στις Συρακούσες με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους. Επίσης, οι Καρχηδόνιοι δεσμεύονταν να μην συμμαχήσουν ξανά με Έλληνες τυράννους.

Η Κατάνη παραδόθηκε και ο Μάμερκος κατέφυγε στη Μεσσήνη και στον τρίτο αποστάτη τύραννο, Ίππωνα. Ο Τιμολέων πολιόρκησε την πόλη και οι κάτοικοί της εξεγέρθηκαν, εκτέλεσαν τον Ίππωνα και παρέδωσαν τον Μάμερκο στον Κορίνθιο στρατηγό, ο οποίος τον πήγε στις Συρακούσες όπου δικάστηκε και εκτελέστηκε.

Ο Τιμολέων συνέχισε το έργο του, ανατρέποντας τυράννους στη Μεγάλη Ελλάδα, εγκαθιδρύοντας δημοκρατικά καθεστώτα και ανοικοδομώντας τον Ακράγαντα και τη Γέλα. Παράλληλα επιδίωξε να προσελκύσει νέους αποίκους για την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στη Σικελία και συνέβαλε στην επανίδρυση και άλλων πόλεων που είχαν καταστραφεί από τους πολέμους. Επίσης, συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση των πολιτευμάτων, επιδιώκοντας τη διαμόρφωση μιας συμμαχίας που σεβόταν την αυτονομία των μελών της μεν, αναγνώριζε πως, σε περίπτωση επιστροφής των Καρχηδονίων, την ηγεσία αναλάμβαναν οι Συρακούσες, και ότι για αρχιστράτηγο θα καλούσαν στρατηγό από την Κόρινθο.


Το τέλος του Τιμολέοντα

Σε μια παράδοξη για τα δεδομένα της Μεγάλης Ελλάδας εξέλιξη, που υποδεικνύει την ακεραιότητα και το ήθος του ανδρός, ο Τιμολέων αποσύρθηκε το 337 πΧ με την οικογένειά του σε ένα αγρόκτημα που του παραχώρησαν οι Συρακούσιοι για τις υπηρεσίες του. Ο ίδιος ήταν ήδη σε μεγάλη ηλικία όταν απεστάλη στη Σικελία, και στο επόμενο διάστημα κράτησε απόσταση από τα κοινά, παρεμβαίνοντας μόνο συμβουλευτικά σε σοβαρά ζητήματα, όταν του το ζητούσε η Εκκλησία του Δήμου- άλλωστε αντιμετώπιζε και σοβαρά προβλήματα όρασης. Όταν πέθανε, το 336 πΧ, κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές και η σορός του τάφηκε στην αγορά- ενώ η νεκρική του κλίνη μεταφέρθηκε στην Ορτυγία, όπου βρίσκονταν κάποτε τα ανάκτορα των τυράννων, και στη θέση τους είχαν χτιστεί τα δικαστήρια.


Όταν η σορός του καιγόταν, απαγγέλθηκε το εξής ψήφισμα:

«Ο δάμος των Συρακοσίων Τιμολέοντα Τιμαινέτου Κορίνθιον τόνδε θάπτεν μέν από διακοσιάν μνάν, τιμάσθαι δε εις τον άπαντα χρόνον αγώνεσσι μουσικοίς και ιππικοίς και γυμνικοίς, ότι τους τυράννους καταλύσας και τους βαρβάρους καταπολεμήσας και τας μεγίστας των Ελληνίων πόλεων ανοικίσας αίτιος εγενήθη τάς ελευθερίας τοις Σικελιώταις».

(«Ο δήμος των Συρακουσίων θάβει αυτόν εδώ τον Τιμολέοντα, τον γιο του Τιμαινέτου, τον Κορίνθιο, με 200 μνες , με σκοπό να τον τιμά για πάντα με αγώνες μουσικούς, ιππικούς και γυμναστικούς,επειδή, αφού κατέλυσε τους τυράννους και συνέτριψε τους βαρβάρους και ανοικοδόμησε εκ νέου τις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, έγινε ο αίτιος της ελευθερίας για τους Σικελιώτες»).


ΠΗΓΗ: http://www.tapantareinews.gr/2022/04/blog-post_4.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου