Αριστοτέλης: Η αρετή της ηδονής
«Όλοι οι άνθρωποι θεωρούν ότι το ύψιστο αγαθό είναι η ευδαιμονία. Σ’ αυτό συμφωνεί τόσο ο πολύς κόσμος όσο και οι μορφωμένοι». Αυτό υποστηρίζει ο Αριστοτέλης στην αρχή των Ηθικών Νικομαχείων (1195a14-27) και ξεκινά την έρευνα της ευτυχίας. Θα αφιερώσει δέκα βιβλία με σκοπό να μιλήσει ενδελεχώς για την κατάκτηση της ευδαιμονίας, του ύψιστου αγαθού της ζωής, και αυτό γιατί, (αν και συμφωνούν όλοι στην ονομασία) ο πολύς κόσμος και οι σοφοί δεν αποδίδουν στη λέξη το ίδιο νόημα. Οι πρώτοι θεωρούν ότι η ευδαιμονία είναι η ηδονή, ο πλούτος ή οι τιμές. Τα δύο τελευταία δεν θα εξεταστούν σε βάθος από τον Αριστοτέλη· είναι εμφανές ότι δεν συνιστούν την ευδαιμονία.
Τι συμβαίνει όμως με την ηδονή; Εδώ οι φιλόσοφοι έχουν αφιερώσει θεωρίες τόσο για την υπεράσπιση όσο και για την καταδίκη της. Ο Αριστοτέλης δεν θα την προσπεράσει. Είναι η σειρά του να αναλύσει την έννοια της ηδονής (όπως άλλωστε έκανε και ο Πλάτωνας σε πολλά έργα του) και μάλιστα θα της αποδώσει και μια ηθική αρετή, την αρετή της ηδονής.
Η ηθική αρετή εδράζει ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη, αποτελεί τη μεσότητα, το ορθό μέτρο της συμπεριφοράς του ατόμου. Όσον αφορά τις ηδονές λοιπόν, ο Αριστοτέλης αποφαίνεται: Η σωφροσύνη είναι η μεσότητα στις ηδονές (μεσότης ἐστὶ περὶ ἡδονὰς ἡ σωφροσύνη). Ποια είναι όμως η υπερβολή και ποια η έλλειψη;
«Σχετικά με τις ηδονές και τις λύπες -όχι όλες και λιγότερο για τις λύπες- η μεν μεσότητα είναι η σωφροσύνη, η δε υπερβολή η ακολασία. Δεν υπάρχουν όμως πολλοί που να παρουσιάζουν έλλειψη όσον αφορά τις ηδονές (ἐλλείποντες δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς οὐ πάνυ γίνονται)· γι’ αυτό και επειδή δεν έχουν όνομα οι άνθρωποι αυτού του είδους, ας τους ονομάσουμε τότε αναίσθητους.»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1107b4-8
Η έννοια της ηδονής κατέχει σημαντικό ρόλο στη φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης την εξετάζει σε πολλά έργα, κυρίως βιολογικά και ηθικά, σε μία προσπάθεια να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει τις επιλογές των ανθρώπων αλλά και τα ζώα. Το δίπολο ηδονής- πόνου κυριαρχεί στη ζωή μας, συνδέεται με τις αισθήσεις και καθοδηγεί τις επιθυμίες μας: «Όπου υπάρχει αίσθηση, υπάρχει και ηδονή και λύπη και, όπου υπάρχουν αυτά, εκεί αναγκαστικά υπάρχει και η επιθυμία» (Περί ψυχής, 413b23-24). Ο συγγραφέας των Ηθικών Νικομαχείων θα αφιερώσει τα τελευταία κεφάλαια του Γ΄ βιβλίου στην ανάλυση της «αρετής των ηδονών», προκειμένου αυτός που θέλει να ευτυχήσει να την κατακτήσει.
Ο άνθρωπος όμως δεν διαθέτει απλώς αίσθηση αλλά και νόηση, γεγονός που οδηγεί τον Αριστοτέλη στη διάκριση των ηδονών σε σωματικές και ψυχικές. Η υπερβολή των ψυχικών ηδονών (η φιλομάθεια και η φιλοτιμία είναι τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί) δεν φαίνεται να προβληματίζει τον Αριστοτέλη, καθώς ο ίδιος δεν δείχνει διατεθειμένος να συζητήσει τις «ηδονές της διάνοιας». Αντιθέτως, για μια ακόμη φορά θα ερευνήσει τις σωματικές ηδονές, εκείνες που εδράζουν στις αισθήσεις. Η σωφροσύνη ωστόσο δεν αναφέρεται σε όλες τις αισθήσεις. Δεν χρήζουν όλες σωφροσύνης (περὶ δὲ τὰς σωματικὰς εἴη ἂν ἡ σωφροσύνη, οὐ πάσας δὲ οὐδὲ ταύτας είναι αναγκαία). Για παράδειγμα, κάποιος που απολαμβάνει όσα βλέπει, χρώματα, σχήματα και ζωγραφιές (οἷον χρώμασι καὶ σχήμασι καὶ γραφῇ), δεν ανήκει ούτε στους σώφρονες ούτε στους ακόλαστους. Το ίδιο και αυτός που απολαμβάνει τις μουσικές μελωδίες και το θέατρο. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει με την οσμή· δεν υπάρχει ούτε εδώ ακολασία, μόνο κατά σύμπτωση (κατὰ συμβεβηκός). Ακόλαστοι δεν χαρακτηρίζονται όσοι απολαμβάνουν τη μυρωδιά των «μήλων, των ρόδων και των θυμιαμάτων» αλλά εκείνοι που μέσω της οσμής (π.χ. φαγητού) επιθυμούν το αντικείμενο του πόθου τους (ἐπιθύμημα). Αυτό μπορεί να συμβεί με τους ανθρώπους (οσμή φαγητού) και με τα ζώα. Ο Αριστοτέλης όμως θα προσπεράσει και την οσμή για να φτάσει στην αρετή της ηδονής, στη σωφροσύνη που είναι αναγκαία στον άνθρωπο, ώστε να τον διακρίνει από τα ζώα:
«Η σωφροσύνη και η ακολασία σχετίζονται με αυτές ακριβώς τις ηδονές που είναι κοινές στον άνθρωπο και στα υπόλοιπα ζώα (καὶ τὰ λοιπὰ ζῷα κοινωνεῖ), και γι’ αυτό φαίνονται δουλοπρεπείς και κτηνώδεις (ἀνδραποδώδεις καὶ θηριώδεις)· αυτές είναι η αφή και η γεύση. Ακόμα, φαίνεται η γεύση σχετίζεται λίγο ή και καθόλου με τη σωφροσύνη και την ακολασία· διότι έργο της γεύσης είναι η κρίση των χυμών, όπως κάνουν αυτοί που δοκιμάζουν τα κρασιά και αυτοί που μαγειρεύουν τα φαγητά· δεν ευχαριστιούνται όλοι με αυτά, ούτε είναι ακόλαστοι βέβαια, αλλά όταν βρίσκουν απόλαυση η οποία συμβαίνει μέσω της αφής, όπως στα τρόφιμα και στα ποτά και στις λεγόμενες σαρκικές απολαύσεις (τοῖς ἀφροδισίοις λεγομένοις). […] Η πιο κοινή αίσθηση σε όλα τα ζώα είναι αυτή που σχετίζεται με την ακολασία· και φαίνεται ότι δικαίως είναι επονείδιστη, αφού υπάρχει σ’ εμάς όχι επειδή είμαστε άνθρωποι, αλλά επειδή είμαστε ζώα. Το να χαίρεται κάποιος μ’ αυτά και πολύ περισσότερο να τα αγαπάει είναι κτηνώδες (τὸ δὴ τοιούτοις χαίρειν καὶ μάλιστα ἀγαπᾶν θηριῶδες).»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1118a23-1118b4
Για να γίνει πιο κατανοητός ο Αριστοτέλης θα διακρίνει τις επιθυμίες σε κοινές, ατομικές και επίκτητες. Το φαγητό ανήκει στις φυσικές επιθυμίες που είναι κοινές και εκεί είναι που συναντάμε την υπερβολή. Όσοι λοιπόν ενδίδουν στη φυσική επιθυμία του φαγητού και ρέπουν προς την υπερβολή οι ακόλαστοι, σε αντίθεση με τους σώφρονες ανθρώπους περνούν από την ηδονή στη λύπη, λόγω του ότι αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους. «Είναι παράλογο να λυπάται κανείς εξαιτίας της ηδονής», απορεί ο Αριστοτέλης.
Σε αντίθεση με τον ακόλαστο, ο σώφρων γνωρίζει. Οι πράξεις του καθοδηγούνται από την ορθή μεσότητα, που υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγει τη λύπη:
«Ο δε σώφρων βρίσκεται στο μέσο αυτών των πραγμάτων· γιατί από τη μια δεν ευχαριστιέται μ’ αυτά όπως ο ακόλαστος, (αλλά μάλλον δυσανασχετεί) ούτε γενικά ευχαριστιέται με όσα δεν πρέπει, ούτε υπερβολικά με κανένα από αυτά, ούτε όταν του λείπουν λυπάται, ούτε τα επιθυμεί παρά μόνο με μέτρο και όχι περισσότερο από όσο πρέπει, ούτε όταν δεν πρέπει, ούτε κανένα από αυτά· όσα όμως είναι ευχάριστα (ἡδέα ὄντα) και βοηθούν στην υγεία ή την ευεξία, θα τα επιθυμήσει με μέτρο και όπως πρέπει, καθώς και τα άλλα ευχάριστα πράγματα που δεν στέκονται εμπόδιο σ’ αυτά ούτε είναι αντίθετα στο καλό και δεν υπερβαίνουν την κατάστασή του, επειδή όποιος συμπεριφέρεται έτσι αγαπάει περισσότερο τις ηδονές από όσο αξίζουν· ο σώφρων όμως δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, αλλά συμπεριφέρεται σύμφωνα με τον ορθό λόγο.»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1119a11-21
Η ευδαιμονία διδάσκεται. Η «αρετή της ηδονής» που ανήκει στις ηθικές αρετές πρέπει να καλλιεργείται εξ απαλών ονύχων, καθώς ο εθισμός σε τέτοιου είδους ηδονές ξεκινά από μικρή ηλικία. Τα παιδιά ζουν με τις επιθυμίες τους, χωρίς να καθοδηγούνται από τον ορθό λόγο.
«Επειδή τα παιδιά ζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και σ’ αυτά υπάρχει περισσότερο η επιθυμία της ηδονής (ἡ τοῦ ἡδέος ὄρεξις). Αν λοιπόν το παιδί δεν μάθει να υπακούει πρόθυμα και υπό καθοδήγηση, θα ξεστρατίσει· διότι η επιθυμία για την ηδονή είναι άπληστη, και στον ανόητο άνθρωπο έρχεται από παντού και η δράση της επιθυμίας αυξάνει την έμφυτη τάση (ἡ τῆς ἐπιθυμίας ἐνέργεια αὔξει τὸ συγγενές) με αποτέλεσμα οι επιθυμίες να γίνονται μεγάλες και έντονες, και να πλήττουν τη λογική (τὸν λογισμὸν ἐκκρούουσιν).»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1119b5-10
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την εγκράτεια από τη σωφροσύνη (1152a1-7): Ο εγκρατής έχει φαύλες επιθυμίες αλλά δεν ενδίδει, ο σώφρων επιθυμεί ορθά και χαίρεται με τις αποφάσεις και τις επιλογές του. Ναι, αν θέλουμε ευτυχισμένα παιδιά πρέπει να τα συνηθίσουμε σε λογικές επιθυμίες, ώστε να τις αποζητούν και στο μέλλον.
«Όπως ακριβώς πρέπει το παιδί να ζει σύμφωνα με τις επιταγές του παιδαγωγού, έτσι και οι επιθυμίες (τὸ ἐπιθυμητικὸν) πρέπει να υπακούν στη λογική· διότι στον σώφρονα άνθρωπο οι επιθυμίες είναι σύμφωνες με τη λογική· επειδή σκοπός και των δύο είναι το καλό. Και ο σώφρων άνθρωπος επιθυμεί αυτά που πρέπει, όπως πρέπει και όταν πρέπει· το ίδιο ορίζει και η λογική.»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1119b13-18
ΠΗΓΗ: https://antikleidi.com/2022/04/11/aristotle_areti_idonis/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου