Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

Οι Ιεροί Πόλεμοι των Δελφών: Συγκρούσεις για τον έλεγχο του μαντείου



Με τον όρο Ιεροί Πόλεμοι στην αρχαία ελληνική ιστορία έχουν μείνει γνωστές τέσσερις διακριτές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ του 6ου και του 4ου αιώνα π.Χ και αφορούσαν τον έλεγχο του Μαντείου των Δελφών και της γύρω περιοχής. Οι συγκρούσεις αυτές παρουσιάζουν έναν χαρακτήρα διττό.

Από τη μία πλευρά αναμφίβολα υφίσταται ο θρησκευτικός χαρακτήρας, μιας και οι συγκρούσεις γινόταν επ’ ονόματι του θεού Απόλλωνος και παράλληλα η ηττημένη πλευρά καλούταν να πληρώσει το αντίτιμο της ασέβειας στον θεό. Από την άλλη όμως είναι κάθε φορά ξεκάθαρα και τα πολιτικά κίνητρα που σε κάθε σύγκρουση ωθούσαν τις εκάστοτε παρατάξεις στις ενέργειές τους, τη στιγμή μάλιστα που διαρκώς εξελισσόταν ένας ιδιότυπος αγώνας για το ποια παράταξη θα απολάμβανε τον έλεγχο πάνω στην Δελφική Αμφικτιονία και το κύρος που αυτός προσέφερε. Στους ιερούς πολέμους είχαν εμπλακεί διαδοχικά ποικίλες φυλετικές ομάδες, ενώ τα συγκρουόμενα συμφέροντα διαρκώς δημιουργούσαν νέους συσχετισμούς δυνάμεων και συμμαχιών, στοιχεία που ατόνησαν μόλις στα τέλη του 4ου αιώνα, όταν η Δελφική Αμφικτιονία απώλεσε την προνομιακή θέση που απολάμβανε μέχρι τότε στον ελληνικό κόσμο κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες.

Τι ήταν όμως η Δελφική Αμφικτιονία; υπήρξε ένας από τους παλαιότερους διακρατικούς οργανισμούς της αρχαιότητας με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, στον οποία συμμετείχαν από κοινού αντιπρόσωποι διαφορετικών φυλετικών ομάδων. Στο αμφικτυονικό συνέδριο συμμετείχαν με δικαίωμα ψήφου δώδεκα ελληνικές φυλές: οι Θεσσαλοί, οι Βοιωτοί (με κυρίαρχη τη Θήβα), οι Δωριείς (με κυρίαρχη τη Σπάρτη), οι Ίωνες (με κυρίαρχη την Αθήνα), οι Μάγνητες, οι Λοκροί (με μια ψήφο για τους Οζολούς και μία για τους Οπούντιους Λοκρούς), οι Οιταίοι, οι Αχαιοί, οι Φωκείς, οι Μαλιείς, οι Περραιβοί και οι Δόλοπες. Παράλληλα στο συνέδριο εκπροσωπούνταν δίχως δικαίωμα ψήφου και οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες, οι Ηλείοι, οι Αρκάδες, οι κάτοικοι της Τριφυλλίας και οι Δρύοπες. Αρχικά το συνέδριο φαίνεται να είχε ως καθήκον του την φροντίδα του ιερού της Δήμητρας, το οποίο βρισκόταν στην πόλη Ανθήλη κοντά στις Θερμοπύλες. Εκεί κοντά βρισκόταν ιερό του Αμφικτύονος, ενώ και η θεά Δήμητρα αποκαλούταν Αμφικτυονίς. Προς επίρρωση της θέσης αυτής προστίθεται και το γεγονός ότι οι σύνοδοι της Αμφικτυονίας και στις Θερμοπύλες και στους Δελφούς ονομαζόταν Πυλαίες (Πυλαία εαρινή και Πυλαία μεταπωρινή), ενώ και ο ένας από τους δύο αντιπροσώπους, αυτός που αντιπροσώπευε την πόλη του στην συζήτηση των θεμάτων στο συνέδριο, ονομαζόταν πυλαγόρας – ο άλλος αντιπρόσωπος ονομαζόταν ιερομνήμονας και είχε καθήκον του να ψηφίζει για τα ζητήματα έπειτα από τη συζήτηση. Οι ονομασίες αυτές αναδεικνύουν εύγλωττα τη σχέση της Αμφικτυονίας με την περιοχή των Θερμοπυλών. Αργότερα η Αμφικτυονία ανέλαβε την φροντίδα του ιερού του Απόλλωνος στους Δελφούς, εντάσσοντας παράλληλα στον κύκλο της τις περισσότερες φυλετικές ομάδες.


1ος Ιερός Πόλεμος

Στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα τα τέσσερα φυλετικά κράτη των Θεσσαλών (Ισταιώτιδα, Θεσσαλιώτιδα, Πελασγιώτιδα και Φθιώτιδα) συνέπηξαν στενή συμμαχία επιθετικού χαρακτήρα και άρχισαν να ενσωματώνουν σταδιακά στο κράτος τους διάφορες γειτονικές περιοχές. Στα πλαίσια της πολιτικής τους αυτής υπέταξαν διαδοχικά τους Μάγνητες, τους Αινιάνες και τους Μαλιείς, ενώ κατάφεραν να επικρατήσουν και επί των Φωκέων, εντάσσοντας και τις ψήφους των τελευταίων στο θεσσαλικό μέτωπο που ήλεγχε τη Δελφική Αμφικτυονία. Η μοναδική φωκική πόλη που αντιστεκόταν στους Θεσσαλούς ήταν η παραλιακή πόλη της Κίρρας (η ύπαρξη και δεύτερης πόλης με το όνομα Κρίσσα, της οποίας η Κίρρα ήταν επίνειο ή η ταύτιση των δύο πόλεων είναι ακόμα θέμα υπό συζήτηση, ελλείψει μάλιστα και σαφών αρχαιολογικών δεδομένων). Η πόλη ήλεγχε το μοναδικό λιμάνι που εξυπηρετούσε τους Δελφούς και πλούτιζε από τα τέλη που επέβαλλε στους προσκυνητές και στα διαμετακομιζόμενα προϊόντα. Παράλληλα όμως ήταν και διαβόητο ορμητήριο πειρατών που λυμαίνονταν τον κορινθιακό κόλπο με θύματα κυρίως πλοία γειτονικών παραλιακών πόλεων και πιστούς που επιθυμούσαν να κατευθυνθούν προς τους Δελφούς. Η εισβολή του θεσσαλικού ιππικού σταμάτησε μπροστά στα τείχη της Κίρρας.

Η προκλητική όμως στάση των κατοίκων της Κίρρας προκάλεσε την σύμπηξη ενός διευρυμένου μετώπου εναντίον της (μάλλον κατά το έτος 595 π.Χ. ή κατ’ άλλους το 592 π.Χ.). Το συμβούλιο των Αμφικτυόνων κήρυξε ιερό πόλεμο κατά της Κίρρας λόγω ασέβειας και όρισε ως στόχους του πολέμου την καταστροφή των γαιών, την πώληση των κατοίκων ως δούλων και την αφιέρωση της χώρας στον Απόλλωνα, την Άρτεμη, την Λητώ και την Αθηνά Προνοία. Έτσι ξέσπασε ο Α΄ Ιερός Πόλεμος. Την κύρια ευθύνη διεξαγωγής του πολέμου από πλευράς Αμφικτυονίας ανέλαβαν οι Θεσσαλοί στην ξηρά, ενώ τον θαλάσσιο αποκλεισμό πραγματοποίησε ο τύραννος της Σικυώνας Κλεισθένης, παρόλο που η πόλη του δεν αποτελούσε μέλος της Αμφικτυονίας. Πιθανότερη αιτία της πρωτοβουλίας του αυτής ήταν η θέληση του να τιμωρήσει του Κιρραίους για την πειρατική τους δράση, η οποία προκαλούσε ζημιά στο θαλάσσιο εμπόριο και στους κατοίκους των παραλιακών περιοχών της Σικυώνας. Με αυτούς συνέπραξαν και οι Αθηναίοι με στρατιωτικές δυνάμεις υπό της ηγεσία του Αλκμέωνος, του γιού του Μεγακλέους – άρχοντα στην Αθήνα της περίοδο των Κυλωνείων – σε μια αποστολή που ενδεχομένως ήταν αποτέλεσμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αν και η έκταση των γεγονότων οδήγησε και στην ανάμειξη του ονόματος του Σόλωνα στο όλο εγχείρημα. Οι υπόλοιπες πόλεις της συμμαχίας φαίνεται να συμμετείχαν με μικρές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι Κίρρα από την άλλη, σχετικά απομονωμένη, φαίνεται να απολάμβανε την στήριξη των Δρυόπων και ενδεχομένως του Άργους και της Κορίνθου (εχθρών του Κλεισθένη της Σικυώνας).

Για την ίδια την πολιορκία της Κίρρας και την πτώση της οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Είναι σίγουρο, όπως προειπώθηκε, ότι ο αποκλεισμός της πόλης από στεριάς πραγματοποιήθηκε από τους Θεσσαλούς, ενώ ο θαλάσσιος αποκλεισμός (κεφαλαιώδους απ’ ότι φαίνεται σημασίας για την πτώση της πόλης) ήταν έργο των Σικυωναίων. Η πόλη πολιορκήθηκε στενά για δέκα χρόνια και τελικά υπέκυψε (μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η άλωση της πόλης πραγματοποιήθηκε νωρίτερα – το 592 π.Χ., όταν τα πηγάδια της πόλης δηλητηριάστηκαν με εντολή του Σόλωνα με τη χρήση του φυτού ελλέβορο, αλλά ή αντίσταση των Κιρραίων συνεχίστηκε για αρκετά ακόμα χρόνια στις κοντινές κορυφογραμμές που είχαν καταφύγει μέχρι οι Θεσσαλοί να κατορθώσουν να τους καθυποτάξουν οριστικά). Χρειάστηκαν πάντως αρκετά χρόνια μέχρι να καταστείλουν οι Θεσσαλοί όλες τις εστίες αντίστασης των Κιρραίων στα βουνά της περιοχής.

Τελικά όμως η Κίρρα υπέκυψε. Οι διακηρύξεις της Αμφικτυονίας εκτελέστηκαν κατά γράμμα: Οι κάτοικοι της Κίρρας εξανδραποδίστηκαν, η χώρα τους πέρασε από φωτιά και σίδερο, με τρόπο μάλιστα τόσο συστηματικό ώστε ακόμα και σήμερα δεν έχουν βρεθεί τα ερείπια της ιστορικής Κίρρας, ενώ η ύπαιθρος αφιερώθηκε στο θεό και απαγορεύτηκε το χτίσιμο οικιών ή η καλλιέργεια της γης στο Κρισσαίο πεδίο. Ως ανάμνηση της νίκης αυτής θεωρήθηκαν οι πυθικοί αγώνες του 582 π.Χ., που ακολούθησαν την οριστική κάμψη της αντίστασης των Κιρραίων στα βουνά. Στους αγώνες αυτούς κατήγαγε νίκη και βραβεύτηκε ο Κλεισθένης της Σικυώνας. Οι Θεσσαλοί απέκτησαν το έλεγχο της περιοχής προσωρινά, για να απομακρυνθούν αρχικά 20 χρόνια αργότερα, όταν και ηττήθηκαν από τους Βοιωτούς, ενώ στα 510 π.Χ. οι ενωμένοι πια Φωκείς εξεγέρθηκαν κατά των Θεσσαλών και κατόρθωσαν στην μάχη της Υάμπολης να εκδιώξουν τους Θεσσαλούς από τα εδάφη τους.


2ος Ιερός Πόλεμος

Σε αντίθεση τόσο με τον πρώτο , όσο και με τους δύο επόμενους ιερούς πολέμους ο δεύτερος ιερός πόλεμος δεν έχει να παρουσιάσει ούτε μεγάλη χρονική έκταση αλλά ούτε και γεγονότα ιδιαίτερης αξίας. Πηγές για τα λίγα αυτά γεγονότα αποτελεί πρωτίστως ο Θουκυδίδης (Ιστοριών Βιβλίο Α) και ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι Περικλής/ Φάβιος Μάξιμος). Σύμφωνα με αυτές η πόλη των Δελφών ανεξαρτητοποιήθηκε με το πέρας του Α’ ιερού πολέμου και απέκτησε μεγάλο κύρος και ευημερία. Στα 457 π.Χ. όμως οι Αθηναίοι, μετά τη νίκη τους κατά των Βοιωτών στα Οινόφυτα και έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο της Βοιωτίας και την υποστήριξη των Φωκέων, προχώρησαν και απέσπασαν την πόλη των Δελφών από την Αμφικτυονία για να την παραχωρήσουν στους Φωκείς, αποκτώντας έτσι έμμεσα για τους ίδιους τον έλεγχο του μαντείου. Η πράξη τους αυτή προκάλεσε την οργή της Σπάρτης, με αποτέλεσμα στα 448 π.Χ. να ξεσπάσει μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας σύγκρουση που ονομάστηκε Β΄ Ιερός Πόλεμος. Οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευσαν και απέδωσαν ξανά το μαντείο των Δελφών στους Αμφικτύονες, επαναφέροντας την προηγούμενη κατάσταση. Όμως λίγο αργότερα (η χρονολογία είναι ασαφής) ο Περικλής εκστράτευσε ξανά και έδωσε πάλι τον έλεγχο της πόλης στους Φωκείς.

Εάν για τον Δεύτερο Ιερό Πόλεμο οι πληροφορίες είναι λίγες και σποραδικές, δεν συμβαίνει το ίδιο για τον Τρίτο Ιερό Πόλεμο, που διήρκεσε αρκετά χρόνια και του οποίου τα γεγονότα είμαστε σε θέση να ανασυνθέσουμε με μεγάλη ακρίβεια. Στην πρώτη φάση αυτού του πολέμου κεντρικό ρόλο κατέχει η πόλη των Θήβας. Κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 360 π.Χ. η Θήβα αποτελούσε μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο.


3ος Ιερός Πόλεμος

Η απώλεια των δύο βασικών ηγετών της (Επαμεινώνδα και Πελοπίδα) δεν την αποθάρρυναν από το να συνεχίσει μια ενεργητική επεκτατική πολιτική, κυρίως κατά των γειτονικών Φωκέων. Στα πλαίσια της πολιτικής της αυτής η Θήβα επεδίωξε να χρησιμοποιήσει το αμφικτυονικό συνέδριο προς εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εαρινής Πυλαίας του 356 π.Χ. οι Θηβαίοι απεσταλμένοι και οι υποστηρικτές τους πρότειναν ψήφισμα που απειλούσε με πόλεμο στην περίπτωση μη άμεσης καταβολής των προστίμων σε συγκεκριμένους Φωκείς, μεταξύ αυτών και γνωστών για τα εχθρικά προς τους Φωκείς αισθήματα τους, για παράνομη καλλιέργεια ιερών εδαφών. Ένα δεύτερο ψήφισμα μάλιστα αποκήρυσσε όλους όσους όφειλαν στο μαντείο πρόστιμα, μηδέ των Σπαρτιατών εξαιρουμένων. Το πρόστιμο αυτό, ιδιαίτερα εξοντωτικό για τους Φωκείς, ήταν αδύνατο να πληρωθεί, ενώ παράλληλα άφηνε τόσο στους κατοίκους της Φωκίδας, όσο και στους Σπαρτιάτες δύο μόνο δρόμους, αυτόν της ταπείνωσης και αυτόν του πολέμου.

Οι Φωκείς επέλεξαν τον πόλεμο. Εξέλεξαν αρχηγό του στρατού των Φωκέων έναν εξέχοντα εκπρόσωπο της αντιθηβαϊκής παράταξης, τον Φιλόμηλο από την πόλη Λέδων, ο οποίος πρότεινε την κατάληψη των Δελφών με σκοπό την ακύρωση της απόφασης. Πρώτη ενέργεια του Φιλόμηλου ήταν να ζητήσει συνδρομή από τους Σπαρτιάτες. Ο βασιλιάς Αρχίδαμος έκρινε πως η ενίσχυση των Φωκέων θα βοηθούσε τη δημιουργία ενός ισχυρού αντιπάλου για τους Βοιωτούς στα σύνορά των τελευταίων και για το λόγο αυτό ενίσχυσε τον Φιλόμηλο οικονομικά με 15 τάλαντα για την απόκτηση στρατού. Έτσι με ένα εκστρατευτικό σώμα 5.000 ανδρών ο Φιλόμηλος κατέλαβε τους Δελφούς, τους οχύρωσε και κατέστρεψε την επιγραφή στην οποία ήταν καταγεγραμμένη η απόφαση εναντίον τους. Κατόπιν έστειλε αντιπροσωπίες σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, εξηγώντας τους λόγους που οδήγησαν στην ενέργεια αυτή και επαναφέροντας την παλιά αξίωση των Φωκέων πάνω στην ιερή πόλη. Η αρχική αποστολή των πρέσβεων ήταν επιτυχής καθώς οι Φωκείς συνέπηξαν συμμαχία με την Αθήνα, τη Σπάρτη και πιθανόν και με τις πόλεις του Άργους, της Κορίνθου και της Σικυώνας. Παράλληλα οι αντιδράσεις σε πρώτη φάση ήσαν χλιαρές, καθώς οι Θεσσαλοί, κύριοι ανταγωνιστές των Φωκέων για το μαντείο ήταν απασχολημένοι στη διαρκή διαμάχη τους με τον τύραννο των Φερών Λυκόφρονα.

Όταν όμως το 355 π.Χ. έληξε ο συμμαχικός πόλεμος με την ταπείνωση της Αθήνας – φάνηκε καθαρά τότε ότι η ενδεχόμενη αθηναϊκή βοήθεια θα ήταν υποτυπώδης – και οι Θεσσαλοί ήρθαν σε προσωρινή ανακωχή με τις Φέρες, οι Βοιωτοί έκριναν ότι είχε έλθει η κατάλληλη στιγμή να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Στην μεταπωρινή Πυλαία του 355 π.Χ., μάλλον στην παλαιά έδρα της Αμφικτυονίας στην Ανθήλη και με περιορισμένο αριθμό συνέδρων, αποφασίστηκε ιερός πόλεμος κατά των Φωκέων. Ο Φιλόμηλος αντέδρασε και χρησιμοποιώντας χρήματα από το ταμείο του ιερού των Δελφών προσέλκυσε πλήθος μισθοφόρων με ασυνήθιστα υψηλό μισθό. Κατόρθωσε μάλιστα την άνοιξη του 354 π.Χ. να νικήσει ένα στράτευμα συνασπισμένων Βοιωτών και Λοκρών και να αποκόψει και εξολοθρεύσει 6.000 Θεσσαλούς που είχαν προωθηθεί στη Λοκρίδα. Όμως το φθινόπωρο του ίδιου έτους εξαναγκάστηκε να δώσει εκ παρατάξεως μάχη στην πόλη Νέον με τις Βοιωτικές ενισχύσεις, ηττήθηκε και σκοτώθηκε κατά την υποχώρηση. Ο έτερος διοικητής του στρατού, ο Ονόμαρχος, υποχώρησε με τα υπολείμματα του στρατού για να αναδιοργανωθεί.

Ενώ όμως η Αμφικτυονία φαινόταν μετά τη νίκη στο Νέον να βρίσκεται σε θέση ισχύος απέναντι στους Φωκείς, η άστοχη ενέργεια – ανεξαρτήτως των αιτιών που ώθησαν σε αυτή – των Θηβαίων να αποστείλουν εκστρατευτικό σώμα 5000 οπλιτών υπό τον Παμμένη να υποστηρίξουν την επανάσταση του Πέρση σατράπη Αρτάβαζου κατά του Μεγάλου Βασιλέως της Περσίας Αρταξέρξη (Χειμώνας 354/3 π.Χ.), προσέφερε στον Ονόμαρχο την ευκαιρία να σταθεροποιήσει τη θέση του. Με μια σειρά μάλιστα επιχειρήσεων την άνοιξη και το θέρος του 353 π.Χ. κατόρθωσε να κυριεύσει δύο στρατηγικά σημεία, την Άμφισσα στη Λοκρίδα και το Θρόνιο, που βρίσκεται κοντά στο στενό των Θερμοπυλών. Ακολούθως δήωσε μέρος της Δωρίδας και κυρίευσε την βοιωτική πόλη του Ορχομενού. Προσπάθησε μάλιστα στη συνέχεια να κυριεύσει και τη Χαιρώνεια, αλλά απέτυχε και κατόπιν ηττήθηκε από ένα βοιωτικό στρατιωτικό απόσπασμα που είχε σπεύσει προς βοήθεια της πόλης.Το έτος 353 π.Χ. σηματοδοτεί και την έναρξη μιας νέας φάσης του Ιερού Πολέμου, με την εμπλοκή σε αυτόν του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Β΄. Η αρχή και η αιτία της εμπλοκής του δυστυχώς δεν είναι ιδιαίτερα σαφείς, αν και φαίνεται να προκλήθηκε μετά από αίτημα των Θεσσαλών, στα πλαίσια της αντίδρασης των τελευταίων στην σύμπραξη των Φωκέων με τον τύραννο των Φερών Λυκόφρονα. Τα πρώτα στάδια της εισβολής του Φιλίππου ήταν επιτυχή. Ο Λυκόφρων αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Ονόμαρχου, ο οποίος έστειλε στη Θεσσαλία στρατό υπό τη διοίκηση του αδερφού του Φάυλλου, ο οποίος όμως νικήθηκε από το Φίλιππο. Τότε ο Ονόμαρχος εγκατέλειψε τη Βοιωτία και με το στρατό του (στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και πολιορκητικές μηχανές που είχε για χρήση κατά των βοιωτικών πόλεων) έσπευσε στη Θεσσαλία να συνδράμει τον Λυκόφρονα και το Φάυλλο. Μόλις συνάντησε το Φίλιππο στο πεδίο της μάχης παρατάχθηκε για να τον αντιμετωπίσει βάζοντας σε εφαρμογή ένα ευφυές στρατήγημα. Έκρυψε δηλαδή τους καταπέλτες του στις υπώριες μιας κρυφής κοιλάδας, ώστε να μην είναι αντιληπτές από το Φίλιππο, και αφού προέβαλλε μια υποτυπώδη άμυνα προσποιήθηκε πως υποχωρεί. Ο Φίλιππος ξεγελάστηκε και καθώς προχώρησε δίχως πρώτα να ανιχνεύσει το έδαφος, δέχτηκε καταιγισμό βολών από τους καταπέλτες στα εκτεθειμένα πλευρά της φάλαγγας και υπέστη βαριές απώλειες. Ήταν μια ταπεινωτική ήττα για τον Φίλιππο, αποτέλεσμα της δικής του κακής εκτίμησης της κατάστασης, που του προξένησε πολλές δυσχέρειες και σχεδόν οδήγησε σε στάση του στρατού του εναντίον του. Αναγκάστηκε έτσι να επιστρέψει ταπεινωμένος στη Μακεδονία, υποσχόμενος να επιστρέψει δριμύτερος, όπως ένας πολεμικός κριός (σύμφωνα με το λόγια του ιδίου) σε μια προσπάθεια να περισώσει ό, τι ήταν δυνατόν από το καταρρακωμένο του γόητρο.

Την άνοιξη του 352 π.Χ. , ίσως και λίγο νωρίτερα, ο Ονόμαρχος ετοιμάστηκε να εισβάλλει εκ νέου στη Θεσσαλία. Προτού ξεκινήσει την επιχείρηση κυρίευσε στη Βοιωτία την Κορώνεια, για να αποδυναμώσει τους Θηβαίους και να παρεμποδίσει οποιαδήποτε αρωγή των Θηβαίων προς τους Θεσσαλούς. Παράλληλα οι Αθηναίοι έστειλαν με στόλο τον στρατηγό Χάρη στον Παγασητικό κόλπο, για να παράσχει υποστήριξη στον Ονόμαρχο. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για την συμμαχία της Αμφικτυονίας, όμως ο Φίλιππος έδρασε ακαριαία. Ως επικεφαλής ενός συνασπισμένου στρατού Θεσσαλών και Μακεδόνων (που αριθμούσε 20.000 πεζούς και 3.000 ιππείς) έφτασε πρώτος στις Παγασές και κατέλαβε τον λιμένα, αποκόπτοντας ουσιαστικά τους Αθηναίους από τους Φωκείς και καθηλώνοντας τους κατοίκους των Φερών. Κατόπιν τούτου προχώρησε για να αναμετρηθεί με τον Ονόμαρχο. Η μάχη έλαβε χώρα αρχές θέρους του 352 π.Χ. στο Κρόκιον (ή Κροκωτόν) Πεδίο της Μαγνησίας. Ο Φίλιππος, για να αναδείξει το ότι η μάχη είχε την νομιμοποίηση της αμφικτιονίας – και να καθησυχάσει τους συμμάχους του που αμφέβαλλαν για τα κίνητρα του – διέταξε τους στρατιώτες του να φορούν στεφάνια από δάφνη (ιερό φυτό του Απόλλωνα). Η συντριπτική υπεροχή του Φιλίππου σε ιππικό και το στρατηγικό σφάλμα του Ονόμαρχου να επιλέξει την πεδιάδα για την διεξαγωγή της μάχης έκρινε την έκβαση της αναμέτρησης. Οι Φωκείς νικήθηκαν και υποχώρησαν. 6.000 σκοτώθηκαν και 3.000 αιχμαλωτίστηκαν, για να ριχτούν έπειτα στη θάλασσα ως ιερόσυλοι. Ο Ονόμαρχος σκοτώθηκε ή κατά τη διάρκεια της μάχης ή λίγο αργότερα, ενώ ο Λυκόφρων απελπισμένος αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη του στον Φίλιππο και να αποχωρήσει υπόσπονδος μαζί με 2.000 μισθοφόρους. Ο Φίλιππος, σε μια μία εντυπωσιακή όσο και πρωτάκουστη απόφαση, εξελέγη άρχων (ταγός) των Θεσσαλών, πήρε για λογαριασμό του τον έλεγχο των Παγασών, ενώ απέδωσε στην θεσσαλική ομοσπονδία την πόλη των Φερών, αφού πρώτα προσδέθηκε μαζί της, καθώς παντρεύτηκε μια ευγενή Φεραία, την Νικησίπολη (η κόρη του από τον γάμο αυτό πήρε το εύγλωττο όνομα Θεσσαλονίκη). Παράλληλα οι Θεσσαλοί παραχώρησαν στο Φίλιππο και των έλεγχο περιοχών που είχαν κατακτήσει αιώνες πριν, όπως την Περραιβία και τη Μαγνησία. Όταν όμως μετά τη διευθέτηση αυτή ο Φίλιππος θέλησε να περάσει στην κεντρική Ελλάδα (μέσο του θέρους 352 π.Χ.) με πορεία προς τη Φωκίδα, βρήκε το πέρασμα των Θερμοπυλών κλειστό από ένα συνασπισμένο στράτευμα Φωκέων, Αθηναίων, Σπαρτιατών και Αχαιών. Ο Φίλιππος έκρινε ασύμφορη την αντιπαράθεση και αποφάσισε να υποχωρήσει προσώρας.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και μετά το 352 π.Χ., κυρίως μεταξύ Φωκέων και Βοιωτών, μιας και ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος σε άλλα μέτωπα. Η οικονομική ευρωστία των Φωκέων, λόγω της εκμετάλλευσης του δελφικού ταμείου ισοσκελιζόταν από την ωμή ισχύ των βοιωτικών δυνάμεων. Το 351 π.Χ. πέθανε ο Φάυλλος και αντικαταστάθηκε στην διοίκηση από κάποιον Μνασέα, ο οποίος σκοτώθηκε λίγο αργότερα αντιμετωπίζοντας τους Βοιωτούς. Ο νέος αρχηγός, Φάλαικος, γιός του Ονόμαρχου, έχοντας απολέσει και τις προωθημένες φωκικές βάσεις στη Βοιωτία δεν μπορούσε να προχωρήσει σε επιθετικές ενέργειες κατά της Βοιωτίας. Οι συγκρούσεις γενικά την περίοδο αυτή ήταν ελάσσονος σημασίας, δίχως καμία πλευρά να μπορεί να επικρατήσει της άλλης. Το 349 π.Χ. ο Πυθόλαος, αδελφός του Λυκόφρονα, κατόρθωσε να ανακτήσει τον έλεγχο στις Φέρες , απειλώντας άμεσα της κτήσεις του Φιλίππου στη Μαγνησία και ειδικά τις Παγασές. Ο Φίλιππος τότε έδρασε με ταχύτητα και καθυπόταξε την περιοχή.

Στις αρχές του 347 π.Χ. ο Φάλαικος, λόγω της στασιμότητας στις πολεμικές επιχειρήσεις, καθαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από τρεις στρατηγούς (Δεινοκράτης, Καλλίας, Σωφάνης) και οι Φωκείς εισέβαλαν εκ νέου στη Βοιωτία. Οι εξαντλημένοι Βοιωτοί ζήτησαν τη μακεδονική βοήθεια και ένα μακεδονικό άγημα υπό τον Παρμενίωνα βοήθησε τους συμμάχους να αποκρούσουν την φωκική επίθεση στις Άβες, χωρίς όμως να προχωρήσει σε κάποια επιθετική ενέργεια στη συνέχεια. Εν συνεχεία (346 π.Χ.) οι αρχηγοί των Φωκέων ζήτησαν την βοήθεια των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, με αντάλλαγμα τον έλεγχο από τους τελευταίους των πόλεων της Νίκαιας, των Αλπηνών και του Θρονίου (πόλεις που εξασφάλιζαν σε όποιον τις κατείχε τον έλεγχο των Θερμοπυλών). Ο Φίλιππος απέτρεψε αυτή την δυνητικά πολύ επικίνδυνη γι’ αυτόν συμμαχία διπλωματικότατα, καθώς προσέφερε την στήριξή του στον έκπτωτο στρατηγό των Φωκέων Φάλαικο, ώσπου ο τελευταίος αποκαταστάθηκε στην εξουσία και απέσυρε τις πρόταση που είχε γίνει στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες.

Ο τερματισμός του 3ου Ιερού Πολέμου σχετίζεται άμεσα με τις διεργασίες για την υπογραφή της Φιλοκρατείου ειρήνης και το διπλωματικό παιχνίδι που διαδραματίστηκε γύρω από αυτήν. Στα πλαίσια της υπογραφής της συνθήκης και αφού απέτυχε η προσπάθεια του Φιλίππου για ένα κοινό μέτωπο Αθηναίων και Μακεδόνων κατά των Θηβαίων (οι οποίοι, αν και σύμμαχοι των Μακεδόνων, είχαν σταδιακά παραγκωνιστεί από αυτούς), επιλύθηκαν και πολλά ζητήματα σχετικά με την τύχη των Φωκέων. Οι Θεσσαλοί και (προπάντων) οι Βοιωτοί επιθυμούσαν την ολοκληρωτική καταστροφή των φωκικών πόλεων και την εκτέλεση όλων των Φωκέων, μια προοπτική στην οποία αντιδρούσαν οι Αθηναίοι (σύμμαχοι των Φωκέων) αλλά και απέρριπτε και ο Φίλιππος (καθώς θα ενίσχυε την Θήβα, μια προοπτική ελάχιστα επιθυμητή για τον ίδιο). Η υπογραφή της Φιλοκρατείου ειρήνη μεταξύ Φιλίππου και Αθήνας, απομόνωσε διπλωματικά τους Φωκείς και ανάγκασε τον Φάλαικο να συνθηκολογήσει με το Φίλιππο. Τελικά ο Φίλιππος αποδέχτηκε την παράδοση του Φάλαικου και μάλιστα του επέτρεψε κρυφά να αποχωρήσει υπόσπονδος μαζί με τους μισθοφόρους του. Κατόπιν συγκάλεσε το αμφικτυονικό συνέδριο σε έκτακτη Πυλαία.

Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο του 346 π.Χ. Οι Φωκείς αποκλειστήκαν από το συνέδριο και το ιερό του Απόλλωνος. Παρά τις φωνές και τις ενστάσεις των Θεσσαλών και των Βοιωτών που ζητούσαν την θανάτωση όλων των ενηλίκων Φωκέων ως ιερόσυλων, η απόφαση ήταν μετριοπαθής. Ούτε οι σοδειές των Φωκέων καταστράφηκαν, ούτε οι πολίτες εκτελέστηκαν. Οι Φωκείς υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ετήσια αποζημίωση 60 ταλάντων (το ποσό αυτό μειώθηκε αργότερα σε 30 τάλαντα) έως ότου αποπληρώσουν το σύνολο των χρημάτων που αφαίρεσαν από το ταμείο του Απόλλωνος, υποχρεώθηκαν να μη φέρουν όπλα ή να διατηρούν ίππους, ενώ οι πόλεις τους θα γκρεμίζονταν έως ότου έφταναν σε επίπεδο χωριών συγκεκριμένου πληθυσμού και απόστασης μεταξύ τους. Οι ψήφοι τους στο Αμφικτυονικό συνέδριο αφαιρέθηκαν και δόθηκαν στο Φίλιππο ενώ, στα πλαίσια της συνεδρίασης και για πρώτη φορά δόθηκαν δύο ψήφοι στην πόλη των Δελφών, καθώς οι Περραιβοί και οι Δόλοπες της παραχώρησαν τις ψήφους τους. Ο Φίλιππος έτσι έδρεψε μεγάλα ανταποδοτικά οφέλη, που μετριάστηκαν κάπως από την αποξένωσή του από τους Θηβαίους (που εύλογα δυσαρεστήθηκαν από τον διακανονισμό και θεώρησαν τον Φίλιππο υπαίτιο γι’ αυτό), ενώ οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες συνέχισαν να τον αντιμετωπίζουν με οργή.


4ος Ιερός Πόλεμος

Ο Τέταρτος Ιερός Πόλεμος αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέχεια του προηγουμένου. Οι παλαιές έχθρες συνεχίστηκαν να υφίστανται στην δελφική Αμφικτυονία κατά το διάστημα της απουσίας του Φιλίππου στη Θράκη. Κατά την εαρινή Πυλαία του 339 π.Χ. οι κάτοικοι της Άμφισσας (υποστηριζόμενοι από την Θήβα) πρότειναν ψήφισμα που καταδίκαζε την Αθήνα, διότι η πόλη είχε αφιερώσει ξανά στους Δελφούς τρόπαια των περσικών πολέμων, στα οποία είχε αναγράψει, σε μια κίνηση ελάχιστα διπλωματική, και το όνομα της Θήβας στην περσική παράταξη. Την υπόθεση της Αθήνας υπερασπίστηκε ο Αισχύνης ως αντιπρόσωπος της πόλης και κατόρθωσε να μεταστρέψει την οργή των Αμφικτυόνων προς την πλευρά της Άμφισσας, κατηγορώντας τους Αμφισσείς ότι είχαν χτίσει εργαστήρια στο απαγορευμένο έδαφος της πόλης Κίρρας, που έπρεπε να μείνει έρημο. Μάλιστα, πρωτοστατούντων των ιερέων, το κοινό κατήλθε στην Κίρρα και γκρέμισε τα εργαστήρια των κατοίκων της Άμφισσας. Αυτοί με τη σειρά τους εξοργίστηκαν και έστησαν ενέδρα, στην όποια σκότωσαν αρκετούς των Δελφών κατά την επιστροφή τους.

Άμεσα συγκλήθηκε νέο έκτακτο συνέδριο των Αμφικτυόνων στις Θερμοπύλες, με μειωμένη σύνθεση καθώς τόσο η Θήβα (που υποστήριξε τους Αμφισσείς) όσο και η Αθηναίοι (που ήθελαν να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις με τη Θήβα, στα πλαίσια της εχθρότητας τους απέναντι στο Φίλιππο και πείστηκαν από το Δημοσθένη ότι μια απόφαση υπέρ του Φιλίππου θα ευνοούσε την κάθοδό του στην νότια Ελλάδα) δεν έστειλαν αντιπροσώπους. Επειδή όμως ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος στο βορρά (πολεμώντας κατά των Σκύθων) η Αμφικτυονία ανέθεσε την ευθύνη της διεξαγωγής του πολέμου στον πρόεδρο της Αμφικτυονίας Κόττυφο τον Φαρσάλλιο. Αυτός πέρασε με το στρατό της Αμφικτυονίας τις Θερμοπύλες, επέβαλλε πρόστιμο στους κατοίκους της Άμφισσας και εξεδίωξε τους υπαίτιους των ανοσιουργημάτων. Ενώ όμως η κατάσταση φαινόταν να βαίνει προς εκτόνωση, η Θήβα, ενθαρρυμένη και από την αθηναϊκή αποστασία, προχώρησε σε δραστικές κινήσεις. Κατέλαβε δηλαδή τη Νίκαια (αποκλείοντας έτσι την πρόσβαση μέσω Θερμοπυλών), ενώ και οι Αμφισσείς ανακάλεσαν τους εξόριστους και εξεδίωξαν όσους είχε επαναφέρει η Αμφικτυονία. Η αντίδραση του Φιλίππου ήταν πια αναμενόμενη.

Κατά την μεταπωρινή Πυλαία του 339 π.Χ. το συμβούλιο των Αμφικτυόνων ανέθεσε στο Φίλιππο τη διεξαγωγή ενός νέου ιερού πολέμου κατά της Άμφισσας. Πλέον ο Φίλιππος είχε νόμιμη αφορμή να βαδίσει στη Νότια Ελλάδα, αν και οι συσχετισμοί δυνάμεων δεν ήταν με το μέρος του, ειδικά με την ύπαρξη της προοπτικής συνασπισμού Αθήνας και Θήβας εναντίον του. Για να εμποδίσει το συνασπισμό αυτό ο Φίλιππος κινήθηκε ταχύτατα νότια. Παρέκαμψε μέσω της Οίτης τα στενά των Θερμοπυλών, προωθήθηκε στην Ηράκλεια της Τραχίνας και από εκεί στο Κυτίνιο της Δωρίδας. Κατόπιν προχώρησε στη Φωκίδα και κατέλαβε την Ελάτεια. Από εκεί έστειλε αντιπροσώπους στη Θήβα απαιτώντας δύο μόνο πράγματα : την παράδοση της Νίκαιας και την σύμπραξή των Θηβών ενάντια στην Αθήνα ή έστω την ελεύθερη διέλευση του από την Βοιωτία για να βαδίσει κατά της Αθήνας.

Όμως και οι Αθηναίοι δεν είχαν σταθεί νωθροί στην περίπτωση αυτή, αλλά είχαν αποστείλει πρεσβεία στη Θήβα με επικεφαλής τον Δημοσθένη, ο οποίος πλειοδότησε στον άτυπο διαγωνισμό και απέσπασε την συμμαχία της Θήβας για την αθηναϊκή πλευρά, προσφέροντας την αρχηγία της συμμαχίας στους Θηβαίους και υποσχόμενος ότι η Αθήνα θα καλύψει τα δύο τρίτα των στρατιωτικών δαπανών. Ο Φίλιππος μετά από ένα διάστημα απραξίας αντέδρασε το Χειμώνα του ίδιου έτους. Με ένα τέχνασμα (το οποίο περιγράφει ο Πολύαινος στο έργο του) προσποιήθηκε πως αποχωρεί από το Κυτίνιο προς βορρά, και αφού η επαγρύπνηση των 10.000 μισθοφόρων που έλεγχαν τα περάσματα του Παρνασσού και των Παραποταμίων είχε ατονήσει, πέρασε τις διαβάσεις των στενών τη νύχτα και κατέλαβε την Άμφισσα, ανατρέποντας μεμιάς την γραμμή άμυνας των Αθηναίων και των Βοιωτών στα περάσματα του Παρνασσού και αναγκάζοντάς τους να συμπτυχθούν στη Χαιρώνεια, εντός του Βοιωτικού εδάφους. Ο Φίλιππος εξεδίωξε τους Αμφισσείς από την πόλη τους και την παρέδωσε στους Δελφούς, ολοκληρώνοντας την αποστολή που του είχε αναθέσει το αμφικτυονικό συνέδριο και τερματίζοντας εμπράκτως τον Τέταρτο Ιερό Πόλεμο με την ενέργειά του αυτή. Κατόπιν προχώρησε στη Βοιωτία, εκεί όπου στην περίφημη μάχη της Χαιρώνειας κατανίκησε τους αντιπάλους του και εξασφάλισε την ηγεμονία του, με την σύμπηξη της συμμαχίας της Κορίνθου.

Ο τέταρτος ιερός πόλεμος αποτέλεσε και της τελευταία σύγκρουση γύρω από το μαντείο των Δελφών. Οι εκρηκτικές εξελίξεις που προκάλεσε η εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ασία και η επέκταση του Ελληνισμού στον χώρο της Ασίας μείωσε την αξία της Δελφικής Αμφικτυονίας, καθώς μετατόπισε τα κέντρα των εξελίξεων πέρα από το στενό πεδίο της κεντρικής Ελλάδας και μετέβαλλε τον χαρακτήρα των συγκρούσεων, με τη σταδιακή απώλεια των τυπικά θρησκευτικών χαρακτηριστικών σε αυτές. Απέμεινε έτσι η ανάμνηση των συγκρούσεων και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του Αμφικτιονικού συνεδρίου, ένας χαρακτήρας διακρατικός, την εποχή που οι τοπικισμοί στα πλαίσια της πόλης κράτους ήταν ο κανόνας στον ελληνικό κόσμο.


ΠΗΓΗ: cognoscoteam

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου