Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Το ζήτημα του Καστελόριζου στις σχέσεις Ιταλίας – Τουρκίας. Από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο



Η πολιτική και οικονομική σημασία του Καστελόριζου για την Ελλάδα είναι προφανής. Το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης (με το Καστελόριζο ή Μεγίστη να είναι το μεγαλύτερο από τα νησιά, με έκταση 9,1 τ. χλμ και μόλις 1,25 ν. μ. από τις τουρκικές ακτές) παραχωρήθηκε στην Ελλάδα από την Ιταλία (όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα) στις 10 Φεβρουαρίου 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων που διαμόρφωνε τις σχέσεις των νικητών Συμμάχων και της ηττημένης Ιταλίας στον μεταπολεμικό κόσμο.


Από την ιταλική κατάκτηση στη Χάγη (1912-1929)

Η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα από το 1912, οπότε και τα είχε καταλάβει στο πλαίσιο του Ιταλο – τουρκικού πολέμου του 1911-1912. Το Καστελόριζο ωστόσο αποτέλεσε εξαίρεση.  Μέχρι και το 1913 το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης παρέμενε υπό οθωμανική κατοχή. Τότε, με αφορμή τις επιτυχίες του ελληνικού στόλου στο πλαίσιο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου (Οκτώβριος 1912-Μάιος 1913) οι νησιώτες εξεγέρθηκαν, εκδίωξαν την τοπική φρουρά και κήρυξαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Ωστόσο για διπλωματικούς και στρατιωτικούς λόγους η ένωση δεν ήταν εφικτή και το νησί απέκτησε ένα αυτοδιοίκητο καθεστώς το οποίο συνεχίστηκε μέχρι το 1915. Τότε, στο πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) η Γαλλία κατέλαβε το νησιωτικό σύμπλεγμα με σκοπό να το χρησιμοποιήσει ως βάση παρατήρησης και καταστολής του οθωμανικού και του γερμανικού ναυτικού που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Η γαλλική κατοχή συνεχίστηκε μέχρι το 1921 οπότε το Παρίσι πούλησε το νησί στην Ιταλία.


Ο ναύαρχος Frédéric Paul Moreau (δεύτερος από τα αριστερά στην πρώτη σειρά) διοικητής της μοίρας του γαλλικού πολεμικού ναυτικού που κατέλαβε το Καστελόριζο το 1915 


Μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησαν διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη της Ελβετίας (1922-1923) ανάμεσα στους νικητές- συμμάχους του πολέμου και την Τουρκία, διάδοχο κράτος της διαλυμένης Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρά την αρχική συμφωνία,  η Τουρκία προέβαλλε ξαφνικά αντιρρήσεις ως προς την παραχώρηση του Καστελόριζου στην Ιταλία. Η τουρκική διπλωματία ισχυριζόταν ότι η παραχώρηση του συμπλέγματος σε μια «ξένη» δύναμη (η ίδια η Τουρκία ήταν ξένη ως προς το νησί καθώς αυτό κατοικούταν εξολοκλήρου από Έλληνες και μια εβραϊκή μειονότητα) θα προκαλούσε αντιδράσεις στην τουρκική κοινή γνώμη λόγω της εγγύτητας με τις τουρκικές ακτές.

Στην πραγματικότητα οι αντιρρήσεις αυτές ήταν ένα διπλωματικό τέχνασμα. Είχαν στόχο την δημιουργία ενός τεχνητού προβλήματος με σκοπό την παροχή ανταλλαγμάτων και την διασπορά διχόνοιας ανάμεσα στους συμμάχους. Παρόλα αυτά, η τακτική απέτυχε και με βάση το Άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923, σε ισχύ από τις 6 Αυγούστου του 1924) το σύνολο των Δωδεκανήσων παραχωρήθηκε στην Ιταλία. Σύμφωνα ακόμη με το Άρθρο 16, τυχόν προβλήματα που θα προέκυπταν από τον διακανονισμό θα επιλύονταν με διμερείς συμφωνίες μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών.

Στην περίπτωση του Καστελόριζου αυτό συνέβη άμεσα. Η ασάφεια ως προς την κυριότητα επί των νησίδων γύρω από το νησί δημιούργησε προστριβές ανάμεσα σε Ρώμη και Άγκυρα. Αμφότερες οι πλευρές προέβησαν σε περιορισμένες κινήσεις επίδειξης ισχύος στην περιοχή με τους Τούρκους μάλιστα να αποβιβάζουν φρουρά στις νησίδες προκαλώντας την οργή του Μουσολίνι αλλά ταυτόχρονα τη συνετή του αντίδραση και την επιδίωξη διαλόγου, εφόσον πρώτα αποχωρούσαν οι τουρκικές δυνάμεις. Πράγματι, η ένδειξη καλής θέλησης από τη Ρώμη είχε αντίκτυπο στην Άγκυρα. Η φρουρά αποχώρησε και η Τουρκία δείχνοντας την πρόθεσή της να μην οξύνει τις σχέσεις της με την Ιταλία, ξεκίνησε τον διάλογο.

Στις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν οι Τούρκοι ήθελαν το ζήτημα να διευθετηθεί σύντομα και επισήμαναν ότι υπάρχουν δύο τρόποι επίλυσης: είτε με έναν φιλικό διακανονισμό ανάμεσα στις δύο χώρες, επιλογή την οποία προέκριναν είτε με την προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Μάλιστα, θεωρούσαν ότι η παραχώρηση ορισμένων νησίδων στην Τουρκία εκ μέρους της Ιταλίας, ως ένδειξη καλής θέλησης, θα ήταν μια αρκετά συμφέρουσα κίνηση για τη Ρώμη και θα βελτίωνε την εικόνα της Ιταλίας στην τουρκική κοινή γνώμη, περισσότερο από ό,τι μια γραπτή συνθήκη. Πίστευαν δε ότι οι Γάλλοι παραχώρησαν το νησί στην Ιταλία, ώστε να υπάρχει μια πηγή τριβών ανάμεσα στη Ρώμη και την Άγκυρα και ότι κάποια στιγμή «(Ο (Τούρκος) Υπουργός Εξωτερικών είναι πεπεισμένος ότι η Ιταλία μια μέρα, ως ανταμοιβή σε άλλους τομείς, θα επιστρέψει φιλικά το Καστελόριζο στην Τουρκία, απαλλάσσοντας τον εαυτό της από μια απειλή, αν και υποτιθέμενη και από μια περιττή επιβάρυνση που θα μπορούσε ίσως να τροφοδοτηθεί από παρεξηγήσεις.» (μετάφραση από τα ιταλικά).


Γενική άποψη του Καστελόριζου στις αρχές του 20ού αιώνα


Για τους Ιταλούς μια τέτοια κίνηση ήταν εκτός σχεδίου. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές η διαμάχη για την κυριαρχία επί των νησίδων γύρω από το Καστελόριζο ήταν δευτερεύον ζήτημα και δεν έπρεπε να επηρεάσει τις σχέσεις των δύο χωρών αλλά σε καμία περίπτωση οι νησίδες δεν ήταν δυνατό απλά να παραχωρηθούν  στην Τουρκία. Επιπρόσθετα ήταν επιτακτικό να κατοχυρωθούν και τα δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης των νησίδων (για ξυλεία και βοσκή) από τους νησιώτες, στα οποία η Τουρκία παρέθετε προσκόμματα. Η προσφυγή στη Χάγη φαινόταν περισσότερο συμφέρουσα στην ιταλική διπλωματία, εφόσον το ζήτημα παρέμενε στο δικό του ειδικό πλαίσιο και δεν αποκτούσε ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις, καθώς μάλιστα θεωρούταν πιθανό ακόμη και το ενδεχόμενο χρήσης στρατιωτικών μέσων από την Άγκυρα για την προσάρτηση των νησίδων σε περίπτωση κλιμάκωσης. Ήταν μια περίοδος προσέγγισης με την Άγκυρα και για τον λόγο αυτό επιδιωκόταν και η επίλυση των όποιων διαφορών ανάμεσα στα δύο κράτη.  Παρόλα αυτά, οι Ιταλοί εκτιμούσαν ότι η προσφυγή δεν θα επηρέαζε σημαντικά τις σχέσεις με την Τουρκία αποδεικνύοντας ότι το φασιστικό καθεστώς χρησιμοποιούσε τους διεθνείς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Μάλιστα, υπολόγιζαν ότι το χρονικό διάστημα που θα χρειαζόταν μέχρι τελικά να ξεκινήσουν οι διαδικασίες από το Διεθνές δικαστήριο, θα συνέπιπτε με την ανάληψη της προεδρίας του από Ιταλό δικαστή.  Σε καμία περίπτωση ωστόσο το ζήτημα δεν έπρεπε να προσλάβει μεγαλύτερες διαστάσεις και για τον λόγο αυτόν έπρεπε να καταστεί σαφές στην Άγκυρα ότι δεν θα ήταν αποδεκτό να χρησιμοποιηθεί ως διπλωματικό εργαλείο στις διαπραγματεύσεις για άλλα ζητήματα των διμερών σχέσεων.

Σύντομα δόθηκε οδηγία στον κυβερνήτη της Ρόδου και τον Ιταλό πρέσβη στην Άγκυρα να απέχουν από τυχόν προκλητικές ενέργειες και τον Ιανουάριο του 1928 κοινοποιήθηκε στις τουρκικές αρχές η πρόθεση των Ιταλών να προσφύγουν στη Χάγη, η οποία έγινε αποδεκτή. Οι Τούρκοι από την πλευρά τους υποσχέθηκαν να μην προβούν σε ενέργειες, ικανές να διαταράξουν το υπάρχον καθεστώς. Τελικά στις 30 Μαΐου 1929 κατατέθηκε επίσημα η προσφυγή στην Χάγη. Φαίνεται μάλιστα ότι συμφωνήθηκε μυστικά με τους Τούρκους διπλωμάτες να μην λειτουργήσουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο νησιωτικό σύμπλεγμα μέχρι την οριστική διευθέτηση της διαφοράς.


Η Σύμβαση της Άγκυρας (1932)

Για τις δύο χώρες ήταν μια περίοδος διπλωματικής προσέγγισης. Η Τουρκία ήταν χρήσιμη για την φασιστική Ιταλία και τις πολιτικές της βλέψεις σε Ανατολική Μεσόγειο και Βαλκάνια και από την πλευρά της η Τουρκία επιθυμούσε την συνεργασία με τη Ρώμη για οικονομικούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους. Στο πλαίσιο αυτό και παρά τη συμφωνία για προσφυγή στη Χάγη, έγινε προσπάθεια να επιτευχθεί μια κοινά αποδεκτή λύση. Πράγματι, έπειτα από διαπραγματεύσεις έγινε δυνατή η επίλυση του ζητήματος χωρίς την εμπλοκή του Διεθνούς Δικαστηρίου. Στις 4 Ιανουαρίου του 1932 ο Ιταλός πρέσβης στην Τουρκία, Βαρόνος Pompeo Aloisi συνυπέγραψε με τον Τούρκο υπουργό των Εξωτερικών Tevfik Rustu Bey, τη Σύμβαση της Άγκυρας βάσει της οποίας ρυθμίστηκε η κυριαρχία επί των νησίδων με έναν παράδοξο τρόπο: στην Ιταλία παραχωρούνταν οι νησίδες που βρίσκονταν εντός ενός νοητού κύκλου με κέντρο τον θόλο της μητρόπολης Καστελόριζου και ακτίνα την απόσταση από τον θόλο έως το ακρωτήριο του Αγ. Στεφάνου ενώ οι νησίδες εκτός του κύκλου θα τελούσαν υπό τουρκική κυριαρχία (Άρθρα 1 και 3). Η Συμφωνία απέδιδε επίσης την ιταλική κυριαρχία στις νησίδες Ρω και Στρογγύλη (Άρθρο 3) γύρω από το Καστελόριζο και στην Τουρκία τη νήσο Kara Ada (Αρκόνησος) στον κόλπο της Αλικαρνασσού (Άρθρο 2). Επιπλέον ρυθμίζονταν τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών, όπως προέκυπταν από τις παραπάνω διατάξεις (Άρθρο 5).  Η Σύμβαση παραμένει σε ισχύ ακόμη και σήμερα και πρόσφατα έγινε αντικείμενο διαστρέβλωσης από τον εμπνευστή της «Γαλάζιας Πατρίδας», ναύαρχο εν αποστρατεία, Τσιχάτ Γιαϊτζι (Cihat Yayci).


Τα σύνορα Τουρκίας –  ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας του 1932


Λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, σε συνέχεια του Συμφώνου της Άγκυρας καθορίστηκαν με πρακτικό και τα θαλάσσια σύνορα ανάμεσα στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα και την Τουρκία. Χαρακτηριστική είναι η διάταξη υπ’ αριθμό 30 βάσει της οποίας η κυριαρχία των Ιμίων αποδιδόταν στην Ιταλία (και επομένως στην Ελλάδα ως διάδοχο κράτος). Σύμφωνα με την διεθνή πρακτική τότε, για να αποκτήσει ισχύ μια συμφωνία έπρεπε να σταλεί στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Η Σύμβαση της Άγκυρας πράγματι εστάλη ενώ το Πρακτικό θεωρήθηκε συμπληρωματικό αυτής και επομένως δεν κρίθηκε αναγκαίο να σταλεί ξεχωριστά. Μέχρι το 1995 η Άγκυρα δεν αμφισβητούσε την ισχύ του Πρακτικού. Σήμερα όμως το θεωρεί άκυρο με το επιχείρημα ότι δεν είχε σταλεί στη ΚτΕ, παρά τις διαβεβαιώσεις τόσο της Ελλάδας όσο και της Ιταλίας ότι παραμένει σε ισχύ καθώς δεν ήταν απαραίτητη η αποστολή του.


Στιγμιότυπα από την επίσκεψη του Ιταλού Βασιλιά Vittorio Emanuele III και της βασίλισσας Έλενας στο Καστελόριζο τον Ιούνιο του 1929




Από τον Πόλεμο της Αιθιοπίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Παρά ταύτα, τα προβλήματα συνεχίστηκαν. Σύμφωνα με αναφορά ανώτερου Ιταλού διπλωμάτη προς τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, Fulvio Suvich, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να εμποδίζουν τους κατοίκους του Καστελόριζου να ασκήσουν το συμφωνημένο δικαίωμα οικονομικής δραστηριότητας (ξυλείας και βοσκής) στις τουρκικές ακτές. Ωστόσο η κυριότερη πηγή παραπόνων από την Άγκυρα ήταν οι στρατιωτικές ενέργειες των Ιταλών στα νησιά και ειδικότερα στη Λέρο, στη Ρόδο και στο Καστελόριζο. Από τα τέλη του 1934 οι Ιταλοί άρχιζαν να προετοιμάζονται για την επιχείρηση εναντίον της Αιθιοπίας (Β΄ Ιταλο – αιθιοπικός πόλεμος, Οκτώβριος 1935 – Μάιος 1936). Άμεση συνέπεια ήταν η ενίσχυση της στρατιωτικής τους παρουσίας στα Δωδεκάνησα ως προκεχωρημένης βάσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε περιορισμένη στρατιωτική παρουσία και στο Καστελόριζο, το οποίο για ακόμη μια φορά βρέθηκε στο προσκήνιο της διπλωματικής αρένας. Για τα επόμενα χρόνια επανειλημμένα οι Ιταλοί διπλωμάτες καθησύχαζαν την Τουρκία για τις προθέσεις τους, ενώ η Άγκυρα εξακολουθούσε να διαμαρτύρεται και να ανησυχεί γι’ αυτές μέχρι και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Για την Ιταλία το ζήτημα του Καστελόριζου είχε ρυθμιστεί και είχαν δοθεί επανειλημμένες διαβεβαιώσεις στην Άγκυρα ότι η στρατιωτική δραστηριότητα στα νησιά δεν στρέφεται εναντίον της. Μάλιστα, στην κηδεία του Κεμάλ Ατατούρκ το 1938, όταν ο επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας, υπουργός Εξωτερικών Κόνσταντιν φον Νόιρατ (Konstantin von Neurath), ρώτησε τον Τούρκο ομόλογό του για ποιο λόγο η στάση της Τουρκίας ήταν εχθρική προς την Ιταλία, έλαβε έκπληκτος την απάντηση ότι οι Τούρκοι ανησυχούσαν λόγω της στρατιωτικής παρουσίας στο Καστελόριζο επειδή, σε αντίθεση με τις εγκαταστάσεις σε Ρόδο και Λέρο (που αποτελούσαν τις κύριες στρατιωτικές θέσεις των Ιταλών στα Δωδεκάνησα) η παρουσία ενόπλων δυνάμεων εκεί δεν θα μπορούσε να έχει άλλον στόχο πέρα από μια απόβαση στις τουρκικές ακτές.

Στην πράξη,  η πραγματική απειλή για την Τουρκία από την στρατιωτική παρουσία των Ιταλών στα Δωδεκάνησα δεν ήταν στις ακτές απέναντι από το Καστελόριζο αλλά η δυνατότητα της Ιταλίας να απειλήσει με τα μέσα που διέθετε επιτόπου τις θαλάσσιες οδούς και ειδικότερα την ασφάλεια των Στενών του Ελλησπόντου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1936 η Τουρκία διαπραγματεύτηκε και πέτυχε την αλλαγή του καθεστώτος των Στενών με την Συνθήκη του Μοντρέ, η οποία είναι ακόμη σε ισχύ, επιτρέπει την στρατικοποίηση τους και προσδίδει στην Τουρκία τον ρόλο του «φύλακα» των Στενών. Η ασφάλεια των Στενών απειλήθηκε ακόμη περισσότερο μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από την Ιταλία τον Απρίλιο του 1939, γεγονός που οδήγησε την Τουρκία σε σύναψη συμμαχίας με την Βρετανία και τη Γαλλία (Οκτώβριος 1939) και στην ανάπτυξη στρατευμάτων στα παράλια απέναντι από τα Δωδεκάνησα. Στα διπλωματικά έγγραφα μάλιστα φαίνεται ότι οι προστριβές μεταξύ των δύο χωρών για το Καστελόριζο αποτέλεσαν τον πρώτο σταθμό των ενεργειών που κατά τους Τούρκους στρέφονταν κατά της ασφάλειας της χώρας τους.


Υδροπλάνα της Air France στο λιμάνι του Καστελόριζου, όταν το νησί αποτελούσε σταθμό στο ταξίδι Μασσαλία – Βυρηττός


Παρά τα σχέδια για άμεση κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Συμμάχους με την ενεργό συμμετοχή της Τουρκίας τη στιγμή που η Ιταλία θα εξερχόταν στον πόλεμο, η κατάρρευση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940, δύο μόλις εβδομάδες μετά την έξοδο της Ιταλίας σε αυτόν, η αδυναμία των Βρετανών να ανταποκριθούν στις συμμαχικές τους υποχρεώσεις απέναντι στην Άγκυρα και η αδράνεια των ιταλικών δυνάμεων στα Δωδεκάνησα, ματαίωσαν τα σχέδια της Τουρκίας. Το σχέδιο περί απόβασης δεν πραγματοποιήθηκε, με την Τουρκία να παραμένει ουδέτερη κατά τη διάρκεια του πολέμου, ωστόσο δραστήρια διπλωματικά προκειμένου να επιτύχει την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων. Ωστόσο, μετά από έναν έντονο διπλωματικό αγώνα, τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, η οποία με τον τρόπο αυτό κληρονόμησε ό,τι κατείχε πριν η Ιταλία, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, της Σύμβασης και του Πρακτικού της Άγκυρας.


Γραμματόσημα αρχών του 20ου αιώνα από το Καστελόριζο (Ελληνικής, Γαλλικής και Ιταλικής διακυβέρνησης)


Επίλογος

Για την Τουρκία το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου από τότε που έπαψε να είναι υπό τον έλεγχό της αποτελεί ένα μόνιμο «αγκάθι» στα πλευρά της Μικράς Ασίας. Η κατοχή του από μια ξένη δύναμη αποτελεί μια συνεχή πηγή δυσαρέσκειας και ανησυχίας για την Άγκυρα. Ο προφανής λόγος κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν η εγγύτητα μιας άλλης δύναμης στις τουρκικές ακτές, γεγονός που περιόριζε την ελευθερία πρόσβασης της Τουρκίας στη θάλασσα και κατά συνέπεια καθιστούσε ευάλωτες τις θαλάσσιες οδούς από και προς τις ακτές της. Για τον λόγο αυτό η Τουρκία, παρά του ότι δεν αμφισβήτησε την ιταλική κατοχή στο ίδιο το νησί, δεν έχασε την ευκαιρία να διεκδικήσει και να οξύνει (ελεγχόμενα) το ζήτημα της κυριότητας των νησίδων γύρω από το Καστελόριζο, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό ένα (ελάσσονος σημασίας) διπλωματικό ζήτημα με την Ιταλία με την ελπίδα ότι τελικά θα της παραχωρηθεί σε ένδειξη καλή θέλησης.

Η κατοχή έγινε περισσότερο επώδυνη με την εγκατάσταση φρουράς στο νησί. Σαφώς η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας ήταν μακράν ανώτερη από τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να σταθμεύσουν σε ένα νησί του μεγέθους του Καστελόριζου και οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν σοβαρή ή ανυπέρβλητη απειλή. Ωστόσο η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων περιέπλεκε το ζήτημα τόσο διπλωματικά, καθώς επιβεβαιωνόταν έμπρακτα η εξουσία της Ιταλίας εκεί όσο και (δευτερευόντως) στρατιωτικά επειδή δυνητικά ήταν ευκολότερη η παρενόχληση των θαλάσσιων οδών και η δημιουργία δυσχερειών στην ίδια την Τουρκία, σε μια εποχή μάλιστα που ήταν έκδηλες οι επεκτατικές διαθέσεις του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος. Έτσι, όταν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βρετανοί χρησιμοποιούσαν τα Δωδεκάνησα ως (μεταπολεμικό) δόλωμα για να προτρέψουν την Τουρκία να εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και όταν αργότερα σκιαγραφήθηκε φανερή η ήττα της Ιταλίας, η Άγκυρα δεν έχασε την ευκαιρία να διεκδικήσει την κυριότητα όχι μόνο του Καστελόριζου αλλά του συνόλου των Δωδεκανήσων. Για τους λόγους αυτούς, διαχρονικά, παρά το μέγεθός του, ο έλεγχος του Καστελόριζου από μια άλλη χώρα απειλεί, περιορίζει και αποτελεί ένα μείζον ζήτημα για την Τουρκία. Ένα ενοχλητικό διπλωματικό πρόβλημα, το οποίο διατίθεται να συντηρεί και να φέρνει στο προσκήνιο έως ότου επιτύχει τις όποιες επιδιώξεις της.


ΠΗΓΗ: cognoscoteam

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου