Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

1945: Ο δήμιος της Κρήτης και της Μακεδονίας, επιλοχίας Ες Ες Φριτζ Σούμπερτ, στο δόκανο της Ελληνικής Αστυνομίας



Μετά την Κατοχή καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις συντακτικές πράξεις 73 και 90/1945 το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην χώρα μας, με αποστολή να δικάσει τους υπαίτιους Γερμανούς, Αυστριακούς, Ιταλούς, Βούλγαρους και Αλβανούς της Τσαμουριάς εγκληματίες πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό ζητήθηκε από την αρμόδια συμμαχική Επιτροπή να εκδοθούν όσοι εγκλημάτησαν σε βάρος του ελληνικού λαού. Παρά το γεγονός ότι είχαν διεξαχθεί ανακρίσεις από τις οποίες προέκυψε σημαντικό υλικό για τους εξακριβωμένους εγκληματίες πολέμου που έδρασαν στην Ελλάδα, τελικά οι σύμμαχοι δεν το έλαβαν σοβαρά υπόψη και παρέδωσαν ελάχιστους στις ελληνικές αρχές.

Ειδικότερα σε ότι αφορά τους Γερμανούς, τον Οκτώβριο του 1946, το συμβούλιο του ελληνικού γραφείου εγκληματιών πολέμου συσκέφθηκε σχετικά με τους Γερμανούς στρατιωτικούς που διετέλεσαν διοικητές των γερμανικών στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Οι τέσσερις διοικητές (Στούντεντ, Αντρέ, Μπρόγιερ, Μύλλερ) παραπέμφθηκαν με βάση τις δικογραφίες που είχαν σχηματισθεί, σε δικαστήρια με την προβλεπόμενη από τις διεθνείς συμφωνίες περί εγκληματιών πολέμου σύνθεση. Με το ίδιο βούλευμα οριζόταν η δίκη των στρατηγών Μπρούνο Όσβαλντ Μπρόγιερ (General der Fallschirmtruppe Bruno Bräuer), και Φρειδερίκου Γουλιέλμου Μύλλερ (General Friedrich Wilhelm Müller) οι οποίοι βρισκόταν ήδη στα χέρια της ελληνικής δικαιοσύνης, ενώ για τους υπόλοιπους διαβιβάσθηκαν στην κεντρική υπηρεσία που χειριζόταν τα ζητήματα εγκληματιών πολέμου και έδρευε στο Λονδίνο τα απαιτούμενα έγγραφα για την έκδοσή τους στην Ελλάδα.

Λίγους μήνες αργότερα παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές ο στρατηγός Αλεξάντερ Αντρέ (General der Flieger Alexander Andrae), ενώ απορρίφθηκε το αίτημα για τον πτέραρχο Κουρτ Στούντεντ (Generaloberst-Luftwaffe Kurt Arthur Benno Student) με το επιχείρημα ότι το ταξίδι στην Ελλάδα θα επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας του. Παρόλα αυτά ο Στούντεντ ήδη είχε δικαστεί στο Βρετανικό Στρατοδικείο στο Λίνεμπουργκ. Ωστόσο ένας από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες πολέμου σε ότι αφορά την χώρας ήταν ο επιλοχίας των Ες Ες (SS: Schutzstaffel, ελληνιστί Μοίρα Ασφαλείας) Φριτς Σούμπερτ που υπηρέτησε με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Κρήτη και τη Μακεδονία από τον Αύγουστο 1941 έως τον Σεπτέμβριο 1944 και ήταν υπαίτιος για εκτελέσεις εκατοντάδων Ελλήνων. Ο Σούμπερτ συνελήφθη  με πραγματικά μυθιστορηματικό τρόπο χάρη στην οξυδέρκεια των αστυνομικών που υπηρετούσαν στο Κέντρο Αλλοδαπών. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι αυτής της πραγματικά μεγάλη επιτυχίας της τότε Αστυνομίας Πόλεων ξεκινώντας από το ποιός ήταν ο επιλοχίας Σούμπερτ.

Ο Φριτς Σούμπερτ ήταν Γερμανός και γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1897 στο Ντόρτμουντ, ήταν παντρεμένος αλλά άτεκνος και η σύζυγός είχε χάσει τα ίχνη έως και το 1950 που απευθύνθηκε στις γερμανικές αρχές όπου και πληροφορήθηκε ότι συνελήφθη στις Ελλάδα και δικάσθηκε ως εγκληματίας πολέμου. Σύμφωνα με αρχεία της εποχής ο Σούμπερτ το 1934 είχε εγγραφεί ως μέλος του  Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος NSDAP (National Socialist German Workers Party) με αριθμό μητρώου 3397778, ενώ στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ βρέθηκε το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα, στο οποίο δεν αναφέρεται ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο (Geheime Staatpolizei, ελληνιστή μυστικής αστυνομίας), όπως έχει αναφερθεί στο παρελθόν σε διάφορα δημοσιεύματα του τύπου. Ο Σούμπερτ είχε υπηρετήσει στην SD (Sicherheitsdienst) την υπηρεσία ασφαλείας και κατασκοπείας των Ες Ες και συγκεκριμένα στο κλιμάκιο που ασχολούνταν με τα Βαλκάνια στην διάρκεια του μεσοπολέμου.


Ο Σούμπερτ στο Ρέθυμνο


Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύθηκε για να λάβει μέρος στην μάχη της Κρήτης το 1941 με το βαθμό του λοχία (Scharführer) του ενόπλου τμήματος των Ες Ες (Waffen SS). Με την μετάβαση του στην Κρήτη τα ίχνη του εντοπίζονται το καλοκαίρι του 1941 στο Ρέθυμνο, όπου έχει αναλάβει καθήκοντα διερμηνέα  του Γερμανού φρούραρχου της πόλης. Το γεγονός ότι ο Σούμπερτ γνώριζε ελληνικά ήταν η αιτία να δημιουργηθούν κάποιες φήμες που έκαναν λόγο περί ελληνικής του καταγωγής.  Ελέγετο ότι ο Σούμπερτ εκτός από ελληνικά μιλούσε και τουρκικά και συνομιλούσε σε αυτή την γλώσσα με ηλικιωμένους Μικρασιάτες που ζούσαν στο Ρέθυμνο. Επίσης κυκλοφορούσαν και κάποιες άλλες φήμες που έλεγαν ότι ο ίδιος εκμυστηρεύθηκε σε Έλληνες ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κωνσταντινίδης, το οποίο το άλλαξε όταν ήταν νέος και υπό την προστασία του Γερμανού προξένου στη Σμύρνη και μετέβη με την βοήθεια του πρόξενου στην Γερμανία για να σπουδάσει. Επιπλέον είχε ακουστεί ότι μετά το τέλος των σπουδών επέστρεψε στη Σμύρνη και υπηρέτησε στον Τουρκικό στρατό το οποίο μάλλον είναι μάλλον ανακριβές και οφείλεται στο γεγονός ότι η φυσιογνωμία του θύμιζε ανατολίτη, οι ντόπιοι του κόλλησαν το προσωνύμιο ο «Τούρκος».

Μέχρι τα μέσα του 1942 ο Σούμπερτ σταδιακά αφήνει στην άκρη τα καθήκοντα της διερμηνείας και παρότι  χαμηλόβαθμός υπαξιωματικός τοποθετήθηκε επικεφαλής ομάδας της οποίας η βάση ήταν στο χωριό Αυγενική (στο νομό Ηρακλείου) και είχε ως αποστολή την «επιβολή» της τάξης στους υπόδουλους έλληνες. Με απλά λόγια η ομάδα του Σουμπέρτ κατέστη πολύ σύντομα ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής διότι προέβαιναν σε ακρότητες (εκτελέσεις, βασανιστήρια, λεηλασίες) σε τέτοιο βαθμό που προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ να διατάξει τη σύλληψη του ανεξέλεγκτου γερμανού λοχία.


Έργα και ημέρες… του Σούμπερτ στην Ελλάδα

Η απόφαση του στρατηγού Μύλλερ να φυλακίσει τον Σούμπερτ ικανοποίησε για  λίγο την τοπική κοινωνία του Ηρακλείου, αλλά ο Σούμπερτ αποφυλακίσθηκε μόλις  ένα μήνα μετά, το  φθινόπωρο του 1943, με έμμεση παρέμβαση του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης στρατηγού Μπρούνο Μπρόιερ. Η συμπάθεια του Μπρόιερ στο πρόσωπο του Σούμπερτ ήταν εμφανής από την στιγμή που όχι μόνο μεθόδευσε την αποφυλάκισή του, αλλά τον προήγαγε και στο βαθμό του επιλοχία (Oberscharführer). Παράλληλα ο Μπρόιερ έδωσε το πράσινο φως στον Φριτς Σούμπερτ να συγκροτήσει μια ειδική ομάδα καταστολής γνωστή ως Jagdkommando Schubert (ελληνιστί  Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ) η οποία είχε ως αποστολή την καταδίωξη ανταρτών.

Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν γύρω περίπου 100 άτομα μεταξύ αυτών και κρητικοί  κατάδικοι που αποφυλακίστηκαν ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στην ομάδα του Σούμπερτ. Η ομάδα των «Κυνηγών Σούμπερτ» που αποκαλούνταν από τον κρητικό λαό περιφρονητικά «Σουμπερίτες» έκαναν απίστευτες θηριωδίες. Συνολικά υπολογίζεται ότι κατά την διάρκεια του πολέμου ο Σούμπερτ είναι υπεύθυνος για τον θάνατο περισσοτέρων από 270 αμάχων τους οποίους είτε εκτέλεσε ο ίδιο είτε διέταξε την εκτέλεση τους.

Ως πρώτο θύμα  του Σούμπερτ έχει καταγραφεί ο Π. Παπαδάκης ο οποίος  εφονεύθη στις 27 Αυγούστου 1941 στο Όρος Ρεθύμνης με την  κατηγορία ότι έκρυβε Άγγλους. Τον Ιούνιο 1942, ξαναχτύπησε εκ νέου για να εκδικηθεί τις εκτελέσεις ελλήνων δοσίλογων από τους άνδρες κρητικού οπλαρχηγού Μπαντουβά.


Ο Σούμπερτ αναβάτης σε γαϊδουράκι σε χωριό της Κρήτης κατά την διάρκεια της κατοχής.


Ειδικότερα ο  Σούμπερτ εκτέλεσε τους Ι. Μανουσάκη και Μ. Γρυπάρη με την κατηγορία υπόθαλψης Άγγλων, τον Εμμ. Μακράκη επειδή έκρυβε όπλα, και τον Μ. Μαυρουδή. Στις 26 Ιουνίου 1942 εκτέλεσε στο χωριό Αυγενική τους Α. Τζιράκη, Ι. Ξυλούρη, Μ. Λυδάκη και Ελ. Λυδάκη με την «κατηγορία» ότι ήταν συγγενείς ανταρτών. Τον Ιούλιο του 1942 στην περιοχή Άγιος Σύλλας βασάνισε τον Ε. Καραγιωργάκη και στην συνέχεια διέταξε την εκτέλεση του μαζί με άλλος κατοίκους του χωρίου και στην συνέχεια οι άνδρες του για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους έβαλαν φωτιά σε σπίτια.

Στις 9 Ιουλίου, ο Σούμπερτ επικεφαλής ομάδας κρούσης επιτέθηκε στο λημέρι της ομάδας του καπετάν Πετρακογιώργη, στη θέση Παπά-Πέραμα στην περιοχή Τεμενένι ο οποίος διέφυγε διότι ο υπενωμοτάρχης Σ. Περάκης τον άφησε να περάσει απαρατήρητος από του άνδρες του Σούμπερτ. Ωστόσο δοσίλογοι πρόδωσαν τον Περάκη τον οποίο βασάνισε σκληρά ο Σούμπερτ και στην συνέχεια τον φυλάκισε. Στην περίοδο Αύγουστος 1941 – Ιούνιος 1942 που ουσιαστικά χάνονται τα ίχνη του από την ενεργό δράση και πιθανολογείται ότι χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα και αλλάζοντας περιοχές συνέλεγε πληροφορίες για τις ομάδες των ανταρτών (συνδέσμους, κρησφύγετα, πιθανούς στόχους κ.α.).  Τον Αύγουστο 1943 αναλαμβάνει επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο και πραγματοποιεί ειδεχθή εγκλήματα στο χωριό Ροδάκινο.



Ειδικότερα έκαψε δώδεκα σπίτια που ανήκαν σε υπόπτους ως αντάρτες,  εκτέλεσε τους γέροντες Χ. Λουκογιάννη, Ν. Λουκογιάννη και Σ. Φρόνιμο και έκαψε ζωντανή μέσα σε φούρνο την Σ. Καπετανάκη. Την παραμονή του δεκαπενταύγουστου του1943 σκότωσε τους Ν. και Η. Μπομπολάκη στις Βουκολιές διότι άκουγαν στο ραδιόφωνο ελληνικές πατριωτικές εκπομπές από το εξωτερικό, ενώ στις 23 του ίδιου μήνα έβγαλε από  τις φυλακές των Χανίων και σκότωσε τρεις έλληνες, υπόδικους για φόνους δοσίλογων. Στις 13 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στις Βουκολιές και εκτέλεσε τον Μ. Χριστοδουλάκη με την κατηγορία ότι έκρυβε όπλα, ενώ στις 25 Σεπτεμβρίου από τις φυλακές Ηρακλείου παρέλαβε τέσσερις υπόδικους που κρατούνταν διότι είχαν εκτελέσει δοσίλογους που είτε συνεργαζόταν είτε ανήκαν στην ομάδα του Σούμπερτ. Όπως έχει προαναφερθεί τον Οκτώβριο του 1943 συγκρότησε το Jagdkommando Schubert με έδρα ένα ξενοδοχείο του Ηρακλείου όπου στρατωνίζονταν οι άνδρες της ομάδας του.



Οι “σουμπεραίοι”, φορούσαν γερμανικές στολές χωρίς διακριτικά και η πρώτη επίσημη «αποστολή» τους, έχει καταγραφεί στο χωριό Καλή Συκιά όπου συνέλαβαν 12 γυναίκες με την κατηγορία την υποστήριξης ανταρτών, έκαψαν τα σπίτια τους και την θανάτωσαν είτε δια τουφεκισμού είτε ρίχνοντας τες   ζωντανές στη φωτιά μαζί με πέντε ακόμη άνδρες του χωριού. Τον ίδιο μήνα στο χωριό Καλλικράτη Σφακίων οι άνδρες του Σούμπερτ με επικεφαλής τον ίδιο σκότωσαν 17 άνδρες και 11 γυναίκες και έκαψαν περισσότερα από 80 σπίτια. Το επόμενο χτύπημα έγινε στο χωριό Καλοί Λάκκοι όπου υπήρξαν καταστροφές αλλά όχι ανθρώπινες απώλειες διότι είχαν απομακρυνθεί οι κάτοικοι,  και στην συνέχεια στο Μουρί, όπου εκτελέσθηκαν πέντε χωρικοί εκ των ο οποίων τον ένα τον τύφλωσε ο Σούμπερτ πριν τον εκτελέσει. Το τελευταίο του θύμα στην Κρήτη ήταν μάλλον ο Γ. Γρηγοράκης των οποίο εκτέλεσε στο χωριό Γεφυράκι Κρουσώνος.

Η βαναυσότητα του Σούμπερτ οδήγησαν στην απομάκρυνση της ομάδας του από την Κρήτη και την μετάβαση του στην Μακεδονία στις 11 Ιανουάριου του 1944 μετά από επίπληξη του στρατηγού Μπρόιερ εξαιτίας της αγριότητας και της βαναυσότητας που επέδειξε στην Καλή Συκιά.  Ωστόσο το Μάρτιο του 1944 ξεκινά εκ νέου νέο κύκλο εγκληματικών πράξεων. Ειδικότερα στις 9 Μαρτίου ξεκινούν και πάλι να σκορπίζουν τον θάνατο με πρώτη στάση το Ασβεσταριό Γιαννιτσών όπου σκότωσαν τρία άτομα ενώ στις 23 του ίδιου μήνα εκτέλεσαν 16 άτομα και πυρπόλησαν πολλά σπίτια στο Ελευθεροχώρι. Στις 26 Ιουλίου του ίδιου έτους η ομάδα του Σούμπερτ σκότωσε 16 άτομα στις περιοχές Ασβεστοχώρι και Ν. Μάλγαρα και λεηλάτησε οικίες και δημόσια κτήρια, ενώ στις 28 Αυγούστου μετέβη στο χωριό Στάθη όπου εκτέλεσε τέσσερα άτομα. Στα τέλη του ίδιου μήνα εκτέλεσε δύο άτομα στο χωριό Κάρπη και διέταξε να πυρπολήσουν 150 σπίτια, λεηλάτησε τα πάντα και υφάρπαξε περισσότερα από 165 ζώα, ενώ στο χωρίο Γοργοπή εκτέλεσε 12 άτομα με την αιτιολογία ότι ήταν συγγενείς ανταρτών. Στις 2 Σεπτεμβρίου ο Σούμπερτ ξεπέρασε τον εαυτό όταν εξάντλησε την βαναυσότητα του σε μια προσπάθεια επιβολής ισχύος στον Χορτιάτη.

Ειδικότερα, ως αντίποινα σε μια ενέργεια ελλήνων ανταρτών που είχε ως αποτέλεσμα την απαγωγή ενός γερμανού αξιωματικού,  ο Σούμπερτ συνέλαβε 145 άτομα τα έκλεισε σε δύο σπίτια, έβαλε φωτιά και τους έκαψε ζωντανούς. Επιπρόσθετα ο Σούμπερτ θεωρείται υπαίτιος για 62 φόνους στα Γιαννιτσά μεταξύ αυτών και του γιατρού Μαντζανά και σωρεία βιασμών στην περιοχή της Κρύας Βρύσης τον Οκτώβριο του 1944.


Το μνημείο για το ολοκαύτωμα στον Χορτιάτη από τον Σούμπερτ.


Μέχρι τα τέλη του ίδιου του μήνα είχε απελευθερωθεί η Αθήνα και ο Σούμπερτ κατάφερε με μερικούς από τους άνδρες του να προσκολληθεί με τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα. Κατάφερε απαρατήρητος να εγκαταλείψει την χώρα και να χαθούν τα ίχνη του έως και Φεβρουάριο του 1945 που εμφανίσθηκε στην Βιέννη. Όλα έδειχναν ότι το Σούμπερτ θα κατάφερνε να μείνει ατιμώρητος για τα εγκλήματά του, αλλά τελικά φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά η αστυνομική ρήση ότι «ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος»!

Για ανεξήγητους μέχρι σήμερα λόγους ο Σούμπερτ στις αρχές Μάιου του 1945 μετέβη στην πόλη Σβατς της Αυστρίας και παραδόθηκε στις αμερικανικές αρχές λέγοντας ότι ονομάζεται Τάκης Κωνσταντινίδης ώστε να χαρακτηρισθεί εκτοπισμένος από τις συμμαχικές δυνάμεις και να μπει στην λίστα των επαναπατρισθέντων. Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία κρατήθηκε σε στρατόπεδο μαζί με άλλους Έλληνες που θα επαναπατριζόταν, και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1945 επιβιβάσθηκε σε ένα C-47 Skytrain με προορισμό το αεροδρόμιο της Ελευσίνας.



Λίγες ώρες αργότερα το μεταγωγικό αεροσκάφος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας όπου περίμενε ένα κλιμάκιο του Κέντρο Αλλοδαπών, το οποίο ήταν επιφορτισμένο να εξετάσει τους Έλληνες και ξένους που έφθαναν στην Ελλάδα που είτε είχαν συλληφθεί από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και είχαν οδηγηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε  διώκονταν από τους Γερμανούς την περίοδο του πολέμου. Σημειώνεται ότι μετά την απελευθέρωση η υπηρεσία του Κέντρου Αλλοδαπών ασχολούταν με υποθέσεις δοσίλογων, κατασκόπων, μαυραγοριτών και γενικά όσων είχαν οικονομικές σχέσεις με τους γερμανούς κατακτητές. Στο πλαίσιο αυτό εξέταζαν και τους παλιννοστούντες και την ημέρα που κατέφθασε ο Σούμπερτ στην Ελλάδα στην Ελευσίνα είχε μεταβεί το κλιμάκιο του Αλλοδαπών αποτελούμενο από έξι άτομα, πέντε αστυφύλακες και τον επικεφαλής υπαρχιφύλακα Αναστασιάδη. Μετά την προσγείωση ο κυβερνήτης του αεροσκάφους παρέδωσε σε ένα  υπαστυνόμο την κατάσταση των επιβατών και ένα φάκελο της Επιτροπής Παλιννοστήσεως Ομήρων, ο οποίος με τη σειρά του τον παρέδωσε στον Αναστασιάδη για να ξεκινήσει η διαδικασία. Ο Αναστασιάδης φώναζε τα ένα- ένα τα ονόματα από την κατάσταση, οι παλιννοστούντες απαντούσαν παρών και ένας αστυφύλακας τους οδηγούσε σε ένα διπλανό γραφείο όπου γινόταν η αρχική ταυτοποίηση των στοιχείων. Καθώς η διαδικασία εξελισσόταν κανονικά, ο Αναστασιάδης φωνάζει και το όνομα Τάκης Κωνσταντινίδης και ακούει ένα «παρών» με περίεργη και βαρεία προφορά.


Η πλαστή ταυτότητα του Σούμπερτ ως Κωνσταντινίδης


Αυτό του κινεί υποψίες, αλλά κοιτά δήθεν αδιάφορα τον άνδρα που του απάντησε, ο οποίος βρίσκεται στην γραμμή με τους άλλους παλιννοστούντες. Πρόκειται για ένα λιπόσαρκο μεσήλικα, κοινής φυσιογνωμίας, μετρίου αναστήματος με φαλάκρα και γυαλιά. Ο Αναστασιάδης τον ρωτά με χαλαρό ύφος από που κατάγεται και εκείνος του απαντά ότι είναι έλληνας από την Βέροια, το οποίο όμως ηχεί περίεργα στα αυτιά του έμπειρου αστυνομικού. Πλέον είναι πεπεισμένος ότι η προφορά του είναι ξενική , ενώ η απάντηση τον βάζει επίσης σε σκέψεις διότι η συνηθισμένη απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση είναι ο τόπος καταγωγής και όχι η επισήμανση ότι είναι Έλληνας. Παρόλα αυτά ο Αναστασιάδης είπε στον υποτιθέμενο Κωνσταντινίδη να καθίσει σε ένα πάγκο και με τρόπο έκανε νόημα σε ένα αστυφύλακα να παρακολουθεί τις αντιδράσεις του. Στην συνέχεια ασχολήθηκε με τους υπόλοιπους παλιννοστούντες και όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της εκφώνησης όλων το ονομάτων, εξέτασε προσωπικά έναν έναν τους συνεπιβάτες του Κωνσταντινίδη στο αεροπλάνο για να διαπιστώσει στοιχεία της ταυτότητας τους.


Ο δήμιος της Κρήτης και της Μακεδονίας στο δικαστήριο


Με έκπληξη διαπίστωσε ότι κανείς δεν τον γνώριζε πριν το στρατόπεδο της Αυστρίας στο Σβατς, και από πουθενά δεν προέκυπτε ότι ήταν έλληνας από την Βέροια. Αυτό προβλημάτισε ακόμη περισσότερο τον έλληνα υπαρχιφύλακα που πλέον ήταν πεπεισμένος   ότι ο Κωνσταντινίδης έκρυβε κάποιο μυστικό. Ωστόσο μια από τις γυναίκες που επέβαινε και αυτή στο αεροπλάνο, η Άννα Πίντερ,  αποκάλυψε στο Αναστασιάδη ότι είναι αυστριακή  χορεύτρια από την Βιέννη η οποία παντρεύτηκε έλληνα για να γλιτώσει από τους Ρώσους και είχε πλέον έλθει στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί μόνιμα. Αν και σύμφωνα με κάποιες πηγές η Πίντερ ανακρινόταν και ως ύποπτη για δοσιλογισμό, το μόνο βέβαιο είναι ότι στην συζήτηση της με τον Αναστασιάδη δήλωσε ότι ο Κωνσταντινίδης είναι γερμανός είτε από αφέλεια είτε εσκεμμένα, αν και ποτέ δεν έγιναν γνωστοί οι λόγοι που η αυστριακή χορεύτρια έδωσε ένα τόσο σημαντικό στοιχείο στις ελληνικές αρχές. Πλέον ώρα έχει περάσει και οι παλιννοστούντες συνοδεία των ανδρών του Αλλοδαπών μεταφέρονται στον Πειραιά για τις υπόλοιπες διαδικασίες επαναπατρισμού.


Ο Σούμπερτ, (πρώτος δεξιά) στο εδώλιο μαζί με επτά δοσίλογους, εκτελεστικά του όργανα.


Φθάνοντας στην έδρα της υπηρεσίας του, ο Αναστασιάδης έχοντας πεισθεί ότι ο Κωνσταντινίδης δεν είναι έλληνας αναφέρει όλα τα πεπραγμένα στον Αστυνόμο Αβραάμ Βαλσάμη.  Ο Βαλσάμης μαζί με τον ανθυπαστυνόμο Γεώργιο Δουκάκη αντιλαμβάνονται ότι πιθανό στο χέρια τους να έχουν κάποιον κατάσκοπο ή δοσίλογο και ξεκινούν εντατικές ανακρίσεις εκ περιτροπής. Ο Κωνσταντινίδης ξέρει καλά το μάθημα του ως παλαιός κατάσκοπος και απαντά στερεότυπα στις ερωτήσεις των ανακριτών του, υποστηρίζοντας ότι είναι έλληνας από την Βέροια και βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γερμανία κατά την διάρκεια του πολέμου.   Κάποιες φορές προσπαθεί να συγκινήσει στους αστυνομικούς λέγοντας ότι ενώ έχει υποφέρει τα πάνδεινα τόσα χρόνια από του γερμανούς, έρχεται την χώρα του να αντί οι αρχές να τον βοηθήσουν τον ταλαιπωρούν με άσκοπές ανακρίσεις. Ωστόσο ο έμπειρος Βαλσάμης δεν πέφτει στην παγίδα και κλείνει το Κωνσταντινίδη στο κρατητήριο αφήνοντας τον εκεί για δύο ημέρες. Στην συνέχεια αναλαμβάνει την ανάκριση ο Δουκάκης και ο Κωνσταντινίδης αλλάζει τακτική λέγοντας ότι είναι γερμανός και επέστρεψε στην Ελλάδα για να βρει και να παντρευτεί μια ελληνίδα από την Θεσσαλονίκη που είχε γνωρίσει την περίοδο του πολέμου. Παρόλο που ο γερμανός έπαιξε πειστικά το ρόλο του υποστηρίζοντας τον με  λογικά ανθρώπινα επιχειρήματα – δεν ήταν η πρώτη φορά που η αστυνομία αντιμετώπιζε μια τέτοια υπόθεση – το αστυνομικό δαιμόνιο του Δουκάκη που έλεγε ότι αυτό ο άνθρωπος κρύβει κάτι σκοτεινό. Έτσι συνέχισε επί ώρες την ανάκριση και κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα και στο χώρο ανάκρισης εισήλθε ο κάποιος Κουρκούτης ναυτικός πράκτορας στο επάγγελμα ο οποίος είχε μεταβεί στο Κέντρο Αλλοδαπών ως μάρτυρας σε μια υπόθεση δοσιλογισμού στα Χανιά.

Ενώ μιλούσε με τον Δουκάκη ο έμπειρος ανθυπαστυνόμος παρατήρησε ότι ο Κουρκούτης έστρεφε συνεχώς το βλέμμα στον Κωνσταντινίδη σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος είναι. Ο Δουκάκης διέκοψε προσωρινά την ανάκριση και πήγε με τον Κουρκούτη σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου ο ναυτικός πράκτορας είπε στον ανθυπαστυνόμο ότι είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο επικηρυγμένος από τις ελληνικές αρχές εγκληματίας πολέμου Φρίτζ Σούμπερτ. Πλέον το καλά κρυμμένο μυστικό του Σούμπερτ ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί πλήρως. Πλέον αναλαμβάνει τα ηνία της ανάκρισης ο Βαλσάμης ο οποίος ανακοινώνει στον Κωνσταντινίδη ότι αναγνωρίσθηκε ως ο διαβόητος εγκληματίας πολέμου Σούμπερτ. Φυσικά ο πρώην γερμανός κατάσκοπος συνεχίζει να υποστηρίζει ότι δεν είναι εγκληματίας πολέμου προβάλλοντας λογικά επιχειρήματα, όπως γιατί να επιστρέψει εφόσον καταζητείτο αλλά βρίσκεται και άλλος ένας μάρτυρας ο συνταγματάρχης Οικονόμου που είχε πολεμήσει στην Κρήτη και αναγνώρισε τον δημιουργό του Jagdkommando Schubert. Φυσικά η κατηγορία να σταθεί το δικαστήριο να έπρεπε να υπάρξουν και άλλα στοιχεία και για το λόγο αυτό ο Βαλσάμης στέλνει τον υπαστυνόμο Κανακάκη στην Κρήτη και τον υπαρχιφύλακα Φακή στην Θεσσαλονίκη για να συλλέξουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Κωνσταντινίδης είναι ο Σούμπερτ. Παράλληλα ο Βαρσάμης έχοντας το φάκελο με τις θηριωδίες του Σούμπερτ εξαπέλυσε ένα δριμύ κατηγορητήριο για τα εγκλήματα του στην Κρήτη και την Μακεδονία αλλά ο Σούμπερτ συνέχιζε να υποστηρίζει ότι δεν έχει καμία σχέση με τον γερμανό επιλοχία. Κάποια στιγμή όμως άλλαξε τακτική υποστηρίζοντας ότι είναι μεν ότι είναι Σούμπερτ αλλά δεν θυμάται τίποτε διότι του είχαν κάνει κάποια περίεργη ένεση στο Βερολίνο. Το γεγονός όμως ότι ο Σούμπερτ υποστήριζε πως θυμόταν το όνομα του αλλά όχι τις πράξεις τους ήταν σαφές σημείο κόπωσης που έκανε τον Βαλσάμη να ασκήσει μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση κατά την ανάκριση ώστε να τον αναγκάσει να «σπάσει». Πράγματι ο Σούμπερτ κάποια στιγμή παραδέχεται τα εγκλήματα του αλλά προσπαθεί να επιρρίψει ευθύνες περί ηθικής αυτουργίας στους στρατηγούς Μύλλερ και Μπρόιερ για να πέσει στα μαλακά, υποστηρίζοντας πως αυτός ήταν ένας χαμηλόβαθμος υπαξιωματικός που εκτελούσε εντολές. Μετά την ομολογία του ο Σούμπερτ οδηγήθηκε στη φυλακή όπου και παρέμεινε δύο χρόνια έως ότου δικασθεί. Οι Κανακάκης και Φακής συγκέντρωσαν τόσα στοιχεία και βρήκαν τόσους μάρτυρες να καταθέσουν κατά του Σούμπερτ που το αποτέλεσμα την δίκης ήταν προδιαγεγραμμένο. Ακόμη και οι γερμανοί στρατηγοί κατέθεσαν ότι ο Σούμπερτ ήταν ανεξέλεγκτος. Η δίκη του Σούμπερτ ξεκίνησε στις 6 Οκτωβρίου του 1947 και το δικαστήριο έβγαλε ξεχωριστή απόφαση για κάθε περιοχή που πραγματοποίησε θηριωδίες ο Σούμπερτ. Το κατηγορητήριο ήταν τόσο μεγάλο που θα χρειαζόταν όλες οι σελίδες της παρούσας έκδοσης για να το παραθέσουμε. Ο Σούμπερτ δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη δράση των ανδρών του, ούτε ότι προσωπικά είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε φόνους και βασανιστήρια . Για τα εγκλήματα του στην Κρήτη καταδικάσθηκε 16 φορές σε θάνατο και για την Μακεδονία εννέα. Το τελικό κομμάτι της καταδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου έχει ως εξής:


«  Καταδικάζει τον κηρυχθέντα ένοχον Φριτς Σούμπερτ

1. Δι’εκάστην των πράξεων των φόνων εις την ποινήν του θανάτου

2. Δι’εκάστην πράξιν εμπρησμών εις την ποινήν των προσκαίρων δεσμών είκοσι (20) ετών.

3. Δι’εκάστην πράξιν κλοπών, εις την ποινήν ειρκτής δέκα (10) ετών.

4. Δια την δήωσιν της χώρας εις την ποινήν των προσκαίρων δεσμών δεκαπέντε (15) ετών και

Δια τον βιασμόν εις την ποινήν της ειρκτής δέκα (10) ετών.Συγχωνεύει απάσας τας ποινάς εις την μείζονα ποινήν του θανάτου, μη επιτεινομένην και ορίζει τόπον εκτελέσεως της επιβληθείσης θανατικής ποινής την περιοχήν των Αθηνών.Και επιβάλλει εις βάρος αυτού την δικαστικήν δαπάνην.Εκρίθη, την 28ην 29ην 31ην Ιουλίου 1947, 2αν και 5ην Αυγούστου 1947, απεφασίσθη δε και εδημοσιεύθη την 5ην Αυγούστου 1947 υπογραφείσα νομίμως».


Η εκτέλεση του Σούμπερτ πίσω από τις φυλακές Επταπυργίου στις 22 Οκτωβρίου 1947.


Στις 22 Οκτωβρίου του 1947 το καμιόνι με το εκτελεστικό απόσπασμα και τον δήμιο της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης επιλοχία Φριτζ Σούμπερτ κατευθυνόταν προς τον τόπο εκτέλεσης μια περιοχή πίσω από τις φυλακές του Επταπυργίου. Στις 5.10 το πρωί όλα είχαν τελειώσει στον Χορτιάτη, στην περιοχή που τρία χρόνια πριν στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, ο Σούμπερτ είχε δώσει εντολή να καούν ζωντανοί 145 Ελληνες.


ΠΗΓΕΣ: https://military-history.gr/sergeant-ss-fritz-schubert-%CE%BFf-the-trap-hellenic-police-part1-2/

https://military-history.gr/sergeant-ss-fritz-schubert-%ce%bff-the-trap-hellenic-police-part-2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου