Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Η εκστρατεία του Αλεξάνδρου A’ της Ηπείρου στην ιταλική χερσόνησο



Πριν την έλευση του μέγιστου Πύρρου, ένας άλλος Ηπειρώτης βασιλιάς διέσχισε επίσης το Ιόνιο πέλαγος και έκανε την ιταλική χερσόνησο να σειστεί κάτω από τα σανδάλια του.

Αδελφός της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδας, ο Αλέξανδρος A’ της Ηπείρου (343-331 π.X) ήταν ένας ηγεμόνας με αναμφισβήτητες ικανότητες και μεγάλες φιλοδοξίες. Έχοντας ανέλθει στον θρόνο με την βοήθεια του κουνιάδου του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας που εκθρόνισε τον προηγούμενο βασιλιά Αρύββα, συνέσφιξε περαιτέρω τις σχέσεις του με την δυναστεία των Αργεαδών νυμφευόμενος την κόρη του ευεργέτη του και αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου Κλεοπάτρα.

Έχοντας λάβει πρόσκληση για βοήθεια από την πόλη του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία που πιεζόταν αφόρητα από τους Μεσσαπίους και Λευκανούς γείτονές της και διψώντας για περιπέτεια, αποβιβάστηκε το 334 π.Χ στην μεγάλη χερσόνησο με ισχυρό στρατό, αναδιοργανωμένο κατά τα μακεδονικά πρότυπα, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει την δική του ηγεμονία στην Δύση.

Σύμφωνα με παράδοση που διασώζουν οι ιστορικοί Τίτος Λίβιος (ΙΙ.VIII.XXIV) και Ιουστίνος (12.2), ανάμεσα στους λόγους που παρακίνησαν τον Αλέξανδρο να διεξάγει την εκστρατεία ήταν κι ένας χρησμός από το μαντείο της Δωδώνης που τον προειδοποιούσε να φυλάσσεται από την πολη Πανδοσία και τον ποταμό Αχέροντα. Έτσι, πιστεύοντας πως πρόκειται για τις ομώνυμες τοποθεσίες στην Ήπειρο, ξεκίνησε με ενθουσιασμό για την εκστρατεία στην Δύση, θεωρώντας πως έτσι θα απέφευγε και τον κίνδυνο στον οποίο αναφερόταν ο χρησμός του μαντείου.



Αν και δεν έχει διασωθεί λεπτομερής αφήγηση της εκστρατείας του, το πιθανότερο είναι ότι με την άφιξή του στον Τάραντα, ξεκίνησε αμέσως πόλεμο εναντίον των Μεσσαπίων. Αφού κατάφερε να υποτάξει κάποιες από τις πόλεις τους, σύναψε συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας με την ισχυρότερη από αυτές, το Βρινδήσιο (Ιουστίνος, 12.2). Στην συνέχεια προέλασε βόρεια κατά μήκος της ακτής της Απουλίας, συνάπτοντας συμμαχία με τους Πευκέτιους (Poediculi στα λατινικά) και φτάνοντας βόρεια μέχρι τον Σιπούντα, στην επικράτεια των Δαυνίων (Λίβιος II.VIII.XXIV). Πιθανότατα τον επόμενο χρόνο απελευθέρωσε από τους Λευκανούς την πόλη Ηράκλεια, που ήταν αποικία των Ταραντίνων, και σύναψε συμμαχία με το Μεταπόντιο. H προέλαση ενός ελληνικού στρατού βαθιά μέσα στην ιταλική ενδοχώρα προκάλεσε την ανησυχία και των Σαμνιτών στα νότια Απέννινα, οι οποίοι όπως αναφέρει ο Λίβιος (ΙΙ. VIII.XVII) άρχισαν επίσης να κινητοποιούν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την απειλή από τον νότο. Τον επόμενο χρόνο (332 π.Χ) ο Αλέξανδρος συνέτριψε έξω από την λευκανική πρωτεύουσα Ποσειδωνία τις ενωμένες δυνάμεις των Λευκανών και των Σαμνιτών (Λίβιος II.VIII.XVII) και έφτασε με τον στρατό του στις παρυφές της Καμπανίας, που από το 338 π.Χ ήταν ρωμαϊκή κτήση. Τότε σύναψε συνθήκη φιλίας με τους Ρωμαίους, που την ίδια περίοδο επεξέτειναν την δική τους επιρροή προς νότο εις βάρος των οσκικών φύλων (Ιουστίνος 12.2, Λίβιος II.VIII.XXIV).

Στην συνέχεια προέλασε νότια προς την χώρα των Βρουτίων, στην σημερινή Καλαβρία, και απελευθέρωσε την Τερίνα, που ήταν αρχαία αποικία του Κρότωνα (Πλίνιος, 3.10). Ύστερα προέλασε πάλι βόρεια και, αφού νίκησε τους Βρούτιους σε μάχη, κατέλαβε την πρωτεύουσά τους Κωσεντία. Τριακόσιες από τις επιφανέστερες οικογένειες στάλθηκαν ως όμηροι στην Ήπειρο για να εξασφαλιστεί η νομιμοφροσύνη της πολεμοχαρούς ιταλικής φυλής, ενώ συνήφθη και συμμαχία με τους Θούριους, στην επικράτεια των οποίων ο Αλέξανδρος αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα του Συνεδρίου των Ιταλιωτών Ελλήνων προκαλώντας την οργή των κατοίκων του Τάραντα (Στράβων, Γεωγραφικά VI.3.4).

Αντιλαμβανόμενοι ότι ο πολέμαρχος που κάλεσαν από την μητροπολιτική Ελλάδα πολεμούσε για να δημιουργήσει την δική του αυτοκρατορία στην Ιταλία κι όχι για να τους προστατέψει από τους βαρβάρους, οι κάτοικοι του Τάραντα διέλυσαν την συμμαχία τους με τον Αλέξανδρο και ακολούθησαν στο εξής πολιτική φιλίας με τους Λευκανούς και τους Σαμνίτες. H διάλυση της συμμαχίας ήταν μεγάλο πλήγμα για τον Ηπειρώτη βασιλιά, καθώς σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά VI.3.4) o Tάραντας την εποχή της ακμής του μπορούσε να κινητοποιήσει στρατό 30.000 πεζών και 3.000 ιππέων, ενώ διέθετε και τον ισχυρότερο στόλο μεταξύ των ιταλικών πόλεων. Στο μεταξύ οι Λευκανοί και οι Σαμνίτες αναδιοργανώναν τις δυνάμεις τους για να περάσουν στην αντεπίθεση.

Πράγματι το επόμενο έτος (331 π.Χ), κι ενώ ο βασιλιάς είχε στρατοπεδεύσει σε ένα σύμπλεγμα τριών λόφων σε στρατηγική θέση στα σύνορα της Βρεττίας με την Λευκανία από όπου θα μπορούσε να επιχειρήσει σε κάθε σημείο της εχθρικής χώρας, ο συμμαχικός στρατός, εκμεταλλευόμενος μια δυνατή νεροποντή που καθιστούσε την ορατότητα δύσκολη και πλημμύρισε την πεδιάδα δυσχεραίνοντας την επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων του ηπειρωτικού στρατού, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά. Αφού απώθησαν τα τμήματα που βρίσκονταν στρατοπεδευμένα επί των δύο εκ των λόφων, πιθανότατα δυνάμεις Ιταλών συμμάχων του Αλέξανδρου χαμηλής μαχητικής αξίας, και έσφαξαν τους αιχμαλώτους που συνέλαβαν, περικύκλωσαν τον τρίτο λόφο στον οποίο βρικόταν ο ίδιος ο βασιλιάς με τους Ηπειρώτες του και ένα τμήμα διακοσίων Λευκανών εξορίστων που είχε στην υπηρεσία του. Οι τελευταίοι, θέλοντας να διασώσουν τους εαυτούς τους, συμφώνησαν να παραδώσουν τον Αλέξανδρο νεκρό ή ζωντανό στους Λευκανούς και στους Σαμνίτες συμμάχους τους. Όμως ο Ηπειρώτης βασιλιάς, αφού τέθηκε επικεφαλής των πιο εκλεκτών μονάδων του στρατού του (πιθανότατα τους υπασπιστές του, τους τοξότες και το ιππικό των Εταίρων του) κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό, φονεύοντας μάλιστα σε μονομαχία τον στρατηγό των Λευκανών. Στην συνέχεια, μαζί με τους άνδρες της φάλαγγας και με κάποια από τα διασκορπισμένα τμήματα που κατάφερε να περισυλλέξει στον δρόμο, έφτασε σε έναν ποταμό, όπου τα ερείπια μιας γέφυρας που είχε καταρρεύσει από τα φουσκωμένα λόγω της καταιγίδας νερά του, έδειχναν τον δρόμο προς την σωτηρία.

Αναλαμβάνοντας με τα επίλεκτα τμήματά του ρόλο οπισθοφυλακής, άφησε τους υπόλοιπους άνδρες του να περάσουν κατά τμήματα τον ποταμό. Το αίμα του πάγωσε όμως, όταν άκουσε έναν στρατιώτη του, καταβεβλημένο από την κούραση και τον φόβο, να καταριέται τον ποταμό και να αναφωνεί:

“Δίκαια σε φωνάζουν Αχέροντα (ζοφερό)!!!”

Τότε, ενθυμούμενος τον χρησμό του μαντείου και πληροφορούμενος πως ο οικισμός στην λοφοσειρά που άφησε πίσω του ονομαζόταν Πανδοσία, όταν ήρθε η ώρα δίστασε να διαβεί το ποτάμι. Αυτήν την στιγμή δισταγμού επέλεξαν οι Λευκανοί εξόριστοι για να κάνουν την κίνησή τους, κινούμενοι ζωσμένοι με τα όπλα τους εναντίον του. Τότε αυτός τράβηξε το ξίφος του και μπήκε με το άλογό του μέσα στο ποτάμι. Ενώ είχε φτάσει σχεδόν στην απέναντι όχθη, δέχθηκε ξαφνικά πισώπλατα ένα ακόντιο που έχει ρίξει ένας από τους Λευκανούς εξορίστους, ξεψυχώντας επιτόπου. Το σώμα του, παρασυρόμενο από τα ορμητικά νερά, ξεβράστηκε στην μεριά της όχθης που έλεγχαν οι Λευκανοί.

Οι τελευταίοι κυριολεκτικά τον κατακρεούργησαν, ξεριζώνοντας τα μέλη και κόβοντάς τον στην μέση. Το πάνω μισό του σώματός του στάλθηκε ως τρόπαιο στην Κωσεντία, όπου οι βάρβαροι Βρούτιοι το μετέτρεψαν σε στόχο σκοποβολής με τα ακόντιά τους. Μόνο μετά από επέμβαση μιας αριστοκράτισσάς τους, που τα μέλη της οικογένειάς της είχαν μεταφερθεί στην Ήπειρο και φοβόταν για την ασφάλειά τους, η σορός του άτυχου βασιλιά αποτεφρώθηκε και στάλθηκε στο Μεταπόντιο κατά τον Λίβιο ή στους Θουρίους κατά τον Ιουστίνο, από όπου μεταφέρθηκε με πλοίο πίσω στην πατρίδα του…


ΠΗΓΗ: https://cognoscoteam.gr/archives/36991

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου