Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Η καταστροφή του Γαλαξιδιού (1660)



Στα βυζαντινά χρόνια καλλιεργήθηκε, παράλληλα με την ιστοριογραφία, και η Χρονογραφία. Οι βυζαντινοί χρονογράφοι προσπαθούσαν να γράψουν συνοπτική παγκόσμια ιστορία (συνήθως από κτίσεως κόσμου) ή ιστορία ενός τόπου. Στην αφήγησή τους παρεμβάλλουν συχνά φανταστικές διηγήσεις και ό,τι μπορεί να κινήσει τη φαντασία του απλού ανθρώπου. Οι χρονογραφίες γράφονταν συνήθως σε απλή γλώσσα και ήταν αγαπητά λαϊκά αναγνώσματα.

Ένα παρόμοιο είδος που συναντούμε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι τα Χρονικά. Γράφονται κι αυτά από λαϊκούς ανθρώπους και ξεκινούν από την επιθυμία να παραδοθούν στους μεταγενεστέρους αξιομνημόνευτα γεγονότα που διάβασε ή έζησε ο συγγραφέας. Τα Χρονικά είναι για μας όχι μόνο αξιόλογες ιστορικές πηγές (ιδιαίτερα όταν αναφέρονται σε σύγχρονα γεγονότα) αλλά και μνημεία του λόγου, όταν μάλιστα ο χρονικογράφος έχει έμφυτες αφηγηματικές ικανότητες. Τέτοια αξιόλογα χρονικά είναι το Χρονικό του Λεοντίου Μαχαιρά (Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου) και το Χρονικό του Γαλαξιδιού.

Συγγραφέας του Χρονικού του Γαλαξιδιού είναι κάποιος Ευθύμιος, ιερομόναχος, που εμόναζε στη Μονή του Σωτήρος, κοντά στο Γαλαξίδι . Στα ερείπια αυτού του μοναστηριού βρέθηκε το χειρόγραφο, στα μέσα του περασμένου αιώνα. Το Χρονικό γράφτηκε στα 1703 και περιέχει την ιστορία του Γαλαξιδίου από τα τέλη του 10ου αι. ως την καταστροφή του από τους πειρατές (1600) και την ανασύστασή του το 1670. Ο συγγραφέας, όπως γράφει στην εισαγωγή του, χρησιμοποίησε για τη συγγραφή του έργου του παλιά χειρόγραφα και αυθεντικά έγγραφα που σώζονταν στη Μονή του Σωτήρος.


Η καταστροφή του Γαλαξιδιού 1660 μ.Χ.

Εκείνους τους χρόνους, πολλοί κουρσάροι κατατρεμένοι από τα μέρη Μπαρμπαριάς και Αλτζέρι, εμαζωχτήκασι στον Έπαχτο. Ένας από τούτους τους κουρσάρους, έχοντας μάνα χριστιανή και πατέρα Τούρκον, που τον ελέγασι Ντουρατζίμπεη, είχε την αυθεντεία του κόρφου και αυθέντευε απάνου σε ούλα τα καράβια του κόρφου με φερμάνι βασιλικό· μίαν ημέρα δυο γαλαξιδιώτικες γαλιότες, θεληματικώς ή ανήξερα, δεν τον εχαιρετήσασι στο πέλαγο με σινιάλο και κανονιές· και αυτός πολύ θυμωμένος στέλνει αποκρισάρην στο Γαλαξίδι για να πάρει αυτές τες γαλιότες και τες παραδώσει στα χέρια του πειράτου· οι Γαλαξιδιώτες δεν το επαραδεχτήκασι, και ο κουρσάρος του Έπαχτου με δέκα γαλιότες, που είχασι όλο κανόνια μπρούντζινα και φοβερά, ήρθε απόξω στο λιμάνι, και τους επαραπονέθηκε δια το αφρόντε που του εκάμασι, και εγύρεψε να του πλερώσουσι τρεις χιλιάδες βενέτικα, αλλέως θέλει κάψει ούλα τα καράβια και τα σπίτια· οι Γαλαξιδιώτες δεν το επαραδεχτήκασι· και ο Ντουράτζμπεης, έστοντας και να στοχάζεται το πως πολλά να εζήτησε, εξανάστειλε, κατεβαίνοντας σε δυο χιλιάδες βενετικά, χίλια μετρητά και χίλια σε διάστημα μιας χρονιάς, με ντεσκερέ χρεωστημιάς. Και οι Γαλαξιδιώτες εστείλασι με μια λάντζα τον καπετάν Θεοδωρή Μπαρμπαδήμο, που ήτανε ένα περιφημισμένο παλικάρι, για να ειπεί του πειράτου το πως άφελα ακαρτερεί, και οι Γαλαξιδιώτες στανικώς και με φοβέρες δεν δίνουνε μήτε κάλπικο άσπρο και ο κουρσάρος θυμώνοντας έβγαλε το σπαθί και εχύθηκε στον καπετάν Θοδωρή, για να του κόψει το κεφάλι· και ο καπετάν Θεοδωρής εσταύρωσε τα χέρια και δείχνοντας τα στήθια του «χτύπα, παλιομουρτάτη, του είπε, έναν άνθρωπο ξαρμάτωτο που θαρρεύοντας στον όρκο σου ήρθε χωρίς σπαθί και άρματα· σαν είσαι παλικάρι δέσε μου το ένα χέρι, και στο άλλο δώσε μου ένα μαχαίρι, και ελάτε τρεις απάνου μου, και σαν με σκοτώσετε να σας είναι χαλάλι». Και ο πειράτος, ακούοντας ανέλπιστα αυτά τα παλικαρίσια λόγια, εκατέβασε το σπαθί του και τραβώντας τα γένια του έφυγε· ετότες ήρθασι δύο κουρσάροι αράπηδες και είπασι του καπετάν Θοδωρή να κατέβει στο αμπάρι, έστοντας σκλάβος· και ο καπετάν Θεοδωρής αρπάζοντας ένα σίδερο, που ηύρε εκεί κοντά του, εχτύπησε τον ένα κουρσάρο στο κεφάλι και τον εσκότωσε, και χτυπώντας και τον άλλον, έπεσε στη θάλασσα, και βουτώντας εβγήκε στο Γαλαξίδι, και εδιηγήθηκε τα τρεχάμενα. Ετότες πλια αρχίνησε μία φοβερή αμάχη από το πουρνό, ως το δειλινό, που επέσασι μπόμπες και τόπια περίσσα, και κάμποσα σπίτια γαλαξιδιώτικα, έστοντας στο περιγιάλι, επέσασι από τον βρόντο και το σείσιμο των κανονιών και πολεμώντας, μια μπόμπα γαλαξιδιώτικη, μεγάλη και βροντερή, επήγε και εχτύπησε μέσα στο τζιμπιχανέ του πειράτου, και πετιέται στον αέρα η γαλιότα, και καίονται και άλλες τρεις· ετότες ο κουρσάρος με την εντροπή στα μούτρα και με χολιασμένη καρδιά, έφυγε μέσα σε μία γαλιότα μισοκαημένη, που εμπόρεσε να γλύσει, γιατί οι άλλες τέσσαρες καήκανε, και οι αποδέλοιπες πέντε πιαστήκασι πρέζα. Εσκοτωθήκασι κουρσάροι εκατόν τριάντα και Γαλαξιδιώτες πενήντα οχτώ, και κοντά στους άλλους και ο καπετάν Θοδωρής Μπαρμπαδήμος, που παραπάνου αφηγήθηκα. Αυτός γουν ο καπετάν Θοδωρής, έστοντας να ρίχνει ένα κανόνι, έσκασε το κανόνι και τα κομμάτια τον εσκοτώσασι μαζί με άλλους δυο· έζησε δύο ώρες, και τελειώνοντας η αμάχη και μαθαίνοντας το πως ενικήσασι οι Γαλαξιδιώτες είπε: «τώρα, Θεέ μου, πεθαίνω ευχαριστημένος!» και εξεψύχησε· και όντας λαβωμένος, λησμονώντας τες πληγές του εγκάρδιωνε τους γειτόνους του λέγοντας: «χτυπάτε, μωρέ παιδιά, τους παλιό- μουρτάτηδες!»

Αυτά, που αφηγάμαι, εγενήκασι μέρα Παρασκευή, τον Μάρτη μήνα, σαρακοστής μεγάλης πρώτες μέρες· και έστοντας εκείνος ο πειράτος χολιασμένος και κατάκαρδα εντροπιασμένος, με συνεργεία διαβόλου, που πάντα αμάχεται τους χριστιανούς, εγύρευε ώρα και στιγμή για να εκδικηθεί το Γαλαξίδι, που τόκαμε τόσο μεγάλο αφρόντε, που δεν είχε μούτρα να προβοδίσει στον κόσμο, γιατί όλοι τον επεριγελούσασι· και ακούσατε τι μηχανάται ο τρισκαταραμένος κουρσάρος, εκείνες τις ημέρες ήτανε μεγάλη εβδομάδα, που κάθε χριστιανός, αφήνοντας τες δουλειές του και κάθε μεταχείριση, πηγαίνει με ευλάβεια στες εκκλησίες για να προσκυνήσει τα άγια και θεοτικά πάθη του Χριστού, που για λόγου μας τους ανθρώπους, εκαταδέχθηκε και εγίνηκε άνθρωπος σωστός, και εσταυρώθηκε από το παράνομο γένος πον Εβραίων. Ετότες γουν πιάνει και αρματώνει ο Ντουρατζίμπεης οχτώ γαλιότες, και εμπαρκάρει ασκέρι αρματωμένο, όλο από άπιστους Μουσουλμάνους. Ετότες, έστοντας να εξημερώνει Κυριακή ημέρα, που όλοι με χαρές και αγαλλίαση γιορτάζουσι την Ανάσταση και τη Λαμπρή του Σωτήρος, από πρωί σύνταχα, δύο ώρες πριν να εξημερώσει, οι Γαλαξιδιάπες επήγασι στες εκκλησίες για να δοξάσουνε την Ανάσταση, και κανένας δεν απόμεινε στα σπίτια και στα πλεούμενα, γιατί όλοι μικροί και μεγάλοι, άνδρες, γέροι και γυναικόπαιδα επήγασι στες εκκλησίες· ετότες γουν ο πανάπιστος και μιαρότατος πειράτος ξεμπαρκάρει το ασκέρι του και με το σπαθί στο χέρι εμπαίνει στην πολιτεία, και καίοντας τα σπίτια, μπλοκάρει τες εκκλησίες και επέρασε από σπαθιού άνδρες, γέρους και γυναικόπαιδα, που εσκούζασι και εβελάζασι· αμή εκείνος ο αντίχριστος κανένα έλεος και συμπάθιο ευσπλαχνίας δεν είχε· και μέσα στες εκκλησίες εμπήκε καταματωμένος και ξεσπαθώνοντας, και εμπροστά στην αγία τράπεζα ο παμμιαρότατος Σατανάς έσφαξε δύο παπάδες, τον Παπαχρήστο και τον Παπαθανάση· και ετότες εγίνηκε μεγάλος σεισμός και έπεσε η εκκλησία και εσκότωσε πέντε κουρσάρους.

Έστοντας και να γίνει τέτοιο μεγάλο και αδιήγητο φονικό, που στόμα ανθρώπινο και κοντύλι δεν ημπορεί να ζωγραφίσει, ωσάν πρέπει, όσοι απομείνασι Γαλαξιδιώτες, γλύσαντες από το μακελειό, επήρασι τα βουνά και τα πλάγια και τους λόγκους, και εχτίσασι δω και κει καλύβες και δυο εκκλησίες, μία της Παναγίας και άλλη του Προφήτου Ηλία· και εκεί, οπού εμαζωχτήκασι το λένε Παλιο-Γαλάξιδο, ωσάν να λέμε παλιά χώρα. Και εκεί εμείνασι κατατρεμένοι χρόνια δέκα τρία· ύστερα εφανερώθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής και τους είπε να πάνε και να καθίσουνε στην παλιά χώρα, γιατί εκείνος, που εφοβόντασι, ο κουρσάρος, τον πήρε μπάλα, που ήτανε οργή θεοτική, και βράζει στα κατράμια της κόλασης· και να χτίσουσι και πέντε εκκλησίες, και να βάλουνε ονομασία απάνου στη χώρα Πενταγίοι, ωσάν να λέμε που είχε πέντε εκκλησίες, που τους διαυθέντευαν και να μη κάμουσι άλλο τίποτε από κεφαλιού τους, γιατί εκείνος ο πειράτος ήτανε ο ίδιος ο Σατανάς, έχοντας μούτρα ανθρωπινά, και να κάμουνε δέησες στο θεό, για να έβγει από τη χώρα το δαιμόνιο, που εμπήκε, και τους έκαμε ένα τόσο μεγάλο κακό· και οι Γαλαξιδιώτες, ακούοντας αυτά τα άγια και θεοτικά λόγια, εκάμασι κατά το όρτινο του Αγίου και την ορμήνεψη, και παγαίνοντας στο Γαλαξίδι, που ήτανε ένας σωρός από παλαιά χαλάσματα και πέτρες, εξαναχτίσασι τα σπίτια· και κάνοντας τη δέηση και τες λιτανείες, κατά την ορμήνεψη του Αγίου, εβάλασι το όνομα το καινούριο Πεντάγιοι· και την στιγμή εκείνη ακούστηκε μια βροντή από τον κάτου κόσμο, και ο ουρανός εμαύρισε, και η θάλασσα εφούσκωσε, και τρία δαιμόνια επέσασι στη θάλασσα και επνιγήκασι* και ένας άγιος εφάνηκε με μαύρα ράσα, περπατώντας απάνου στη θάλασσα, και ευλόγησε σε τρεις μεριές· και έπαψε το φούσκωμα της θάλασσας, και ο ουρανός εξαστέρωσε, και εγίνηκε χαρά Θεού· και οι Γαλαξιδιώτες, βλέποντας ένα τέτοιο μεγάλο θαύμα, επροσκυνήσασι τον Κύριο, ευχαριστώντας τον διά την διαυθέντεψη που τους έδειχνε τόσο ολοφάνερα.


ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Έπαχτος, ο: η Ναύπακτος.

αυθεντεία: κυριαρχία, διοίκηση.

κόρφος: κόλπος.

γαλιότα: τύπος ιστιοφόρου.

αποκρισάρης: απεσταλμένος.

αφρόντε: (ιταλική λ.) προβολή.

βενέτικα: νομίσματα ενετικά, φλουριά.

έστοντας: επειδή ήταν (έστοντας και να στοχάζεται· επειδή σκέφτηκε).

ντεσκερές: έγγραφο.

χρεωστημιά: χρέος.

λάντζα: πέραμα, βάρκα για την εξυπηρέτηση του πλοίου.

άφελα: ανώφελα.

στανικώς: με το ζόρι, διά της βίας.

άσπρο: τουρκ. νόμισμα μικρής αξίας.

(παλιο)μουρτάτης: υβριστική ονομασία του μωαμεθανού.

τόπι: βλήμα πυροβόλου όπλου.

σείσιμο: τράνταγμα.

τζιμπιχανές: πυριτιδαποθήκη.

να γλύσει: να γλιτώσει.

πρέζα: λάφυρο.

γουν: λοιπόν.

όντας: ενώ ήταν.

αμάχομαι: πολεμώ, αντιμάχομαι.

τόκαμε: του έκαμε.

προβοδίζω: βγάζω.

από πρωί σύνταχα: από νωρίς το πρωί.

μπλοκάρω: περικυκλώνω.

χώρα: πόλη.

διαυθέντευαν: προστάτευαν.

το όρτινο: διαταγή, οδηγία.

ορμήνεψη: συμβουλή.


ΠΗΓΗ: https://cognoscoteam.gr/archives/37691

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου