Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

Αίγυπτος εναντίον Περσίας: Η σύγκρουση δύο αρχαίων αυτοκρατοριών


Το 380 π.Χ. μια νέα μεταβολή συντελέστηκε στη δυναστική κατάσταση της Αιγύπτου με την ανάρρηση στο θρόνο του Νεκτανεβώ Α’. Αυτός αποτέλεσε και τον ιδρυτή της τελευταίας δυναστείας γηγενών στην Αίγυπτο, της 30ης δυναστείας. Η διακυβέρνηση του Νεκτανεβώ Α΄ (τα έτη 378 – 360) χαρακτηρίστηκε από την ικανή διοίκηση του ιδίου, αλλά και του πρωθυπουργού του Αρσιέση. Η περσική επιθετικότητα ανανεώθηκε, με το σχεδιασμό μιας εκστρατείας ευρείας κλίμακας, που ξεκίνησε το 379 π.Χ. από τον Φαρνάβαζο, με τη συνδρομή του περίφημου Αθηναίου στρατηγού Ιφικράτη (το εκστρατευτικό σώμα αριθμούσε 200.000 μη Έλληνες στρατιώτες, 20.000 έλληνες μισθοφόρους, 300 τριήρεις, 200 τριακοντόρους και ένα τεράστιο κονβόι τροφοδοσίας). Εξαρχής η απόπειρα αυτή παρουσίαζε προβλήματα, όπως η χαρακτηριστική καθυστέρηση της οργάνωσης της και δυσκολίες στον ανεφοδιασμό του περσικού στρατεύματος. Επιπλέον συχνές ήταν οι διαφωνίες μεταξύ των Ιφικράτη και Φαρνάβαζου σχετικά με τη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί.

Τελικά το καλοκαίρι του 373 π.Χ. η επίθεση ξεκίνησε. Ο Νεκτανεβώ εν τω μεταξύ είχε μεριμνήσει για την οργάνωση της άμυνάς του οχυρώνοντας και τις επτά εκβολές του Νείλου με δίδυμα φρούρια και ενισχύοντας την άμυνά του στο Πηλούσιο, κύρια δίοδο προς την Αίγυπτο. Βρίσκοντας οι Πέρσες το Πηλούσιο οχυρωμένο και μην μπορώντας να υπερκεράσουν τις εκεί άμυνες, κατόρθωσαν με αιφνιδιαστική επιχείρηση να αποβιβάσουν σώμα 3.000 στρατιωτών στο Μενδήσιο ακρωτήριο και να κυριεύσουν τα εκεί φρούρια. Ο Ιφικράτης τότε πρότεινε να επιτεθούν στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα Μέμφιδα, καθώς είχε πληροφορίες ότι η φρουρά εκεί ήταν ελλειπής. Ο Φαρνάβαζος όμως αρνήθηκε κάτι τέτοιο, όπως και τη δεύτερη πρόταση του Ιφικράτη να επιτεθεί ο ίδιος μόνο με τους Ελληνες μισθοφόρους κατά της πόλης. Η αργοπορία επέτρεψε στον Νεκτανεβώ να ανακατατάξει τις δυνάμεις του, να ενισχύσει τη φρουρά της πρωτεύουσάς του και να ασκήσει επιχειρήσεις παρενόχλησης των περσικών δυνάμεων.

Έτσι έφτασαν οι καλοκαιρινές πλημμύρες του Νείλου και ο Φαρνάβαζος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, κρίνοντας μάταιη τη συνέχιση της εκστρατείας. Στην πορεία ο Ιφικράτης, φοβούμενος ότι θα θεωρηθεί υπαίτιος της αποτυχίας, δραπέτευσε πίσω στην Αθήνα. Ο Αρταξέρξης θέλησε να οργανώσει νέα εκστρατεία το επόμενο έτος με το Δατάμη, όμως οι ανακτορικές μηχανορραφίες οδήγησαν σε μια σατραπική επανάσταση και αποσόβησαν την πιθανή νέα εισβολή στην Αίγυπτο. Έτσι ο Νεκτανεβώ έδρεψε πλούσιους καρπούς και ισχυροποίησε τη θέση του στο εσωτερικό της χώρας του, κερδίζοντας τη θερμή αγάπη του λαού του και τη μεταθανάτια αποθέωσή του.

Η συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση της περσικής διοικητικής μηχανής και η έκρηξη της επανάστασης των Σατραπών της Μικράς Ασίας έδινε την εντύπωση ότι η περσική αυτοκρατορία κατέρρεε. Η εικόνα αυτή ώθησε τον φαραώ Τέο (Τζεντχώρ) -ο οποίος είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Νεκτανεβώ– το 362 π.Χ. να επιδιώξει συνεννόηση και συνεργασία με τους αποστάτες σατράπες και να διεξάγει για πρώτη φορά επιθετικές επιχειρήσεις κατά της περσικής αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό συμμάχησε με τη Σπάρτη και στα τέλη του 360 π.Χ. ο σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος έφτασε επικεφαλής στρατιωτικού σώματος στην Αίγυπτο, για να οργανώσει την εκστρατεία που ο Φαραώ θα επιχειρούσε. Παράλληλα ο Χαβρίας επέστρεψε και αυτός στην Αίγυπτο και έθεσε εαυτόν και ένα στράτευμα 10.000 ελλήνων μισθοφόρων στη διάθεση του Φαραώ.

Τελικά την άνοιξη του 359 π.Χ. ο Τζεντχώρ ξεκίνησε την εκστρατεία του έχοντας συγκεντρώσει ένα στράτευμα 80.000 ντόπιων πεζών, 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων και 200 τριήρων. Ο ίδιος ηγήθηκε προσωπικά της εκστρατείας, παρά την αντίθεση του Αγησίλαου, και όρισε τον γηραιό σπαρτιάτη βασιλιά αρχηγό των μισθοφόρων, τον Χαβρία αρχηγό του στόλου και έναν ανηψιό του, το Νεκτ-χαρ-χέμπι αρχηγό του αιγυπτιακού στρατεύματος. Για τη συντήρηση του στρατού και του στόλου και την πληρωμή των μισθοφόρων, ο Τζεντχώρ επέβαλε φόρο στους ναούς και τους ιδιώτες, με οικονομικά τεχνάσματα εμπνευσμένα από το Χαβρία, γεγονός που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της ίδιας του τη χώρας. Η πρώτη φάση της επίθεσης προέβλεπε την κατάκτηση Φοινίκη, η οποία και επετεύχθη παρά την ενεργητική αντίσταση του Ώχου, ενός από τους γιούς του Μεγάλου Βασιλιά. Μετά από την επιτυχία αυτή το μόνο που απέμενε ήταν η ένωση του αιγυπτιακού στρατού με τις δυνάμεις των επαναστατών, για να δωθεί το αποφασιστικό πλήγμα στο Μεγάλο Βασιλιά.

Ατυχώς για τον Τζεντχώρ και ευτυχώς για τους Πέρσες, εκείνη τη στιγμή ξέσπασε πραξικόπημα στο εσωτερικό της Αιγύπτου εναντίον του. Ο αντιβασιλιάς και αδελφός του, που ο ίδιος είχε ορίσει, εκματαλλεύτηκε την αγανάκτηση που η αυξημένη φορολόγηση είχε προκαλέσει και ανακήρυξε Φαραώ τον δικό του γιο Νεχτ-χαρ-χέμπι, που ήταν στη Φοινίκη ως διοικητής του στρατού, ο οποίος και επαναστάτησε κατά του Τζεντχώρ. Ο τελευταίος είχε απολέσει και την υποστήριξη του Αγησίλαου, οπότε αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Ώχο στη Σιδώνα και στάλθηκε στα Σούσα. Ο νέος Φαραώ, Νεκτανεβώ Β΄ αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αίγυπτο, για να αντιμετωπίσει άλλους ανταπαιτητές του θρόνου, τους οποίους και εξουδετέρωσε με τη συνδρομή του Αγησίλαου. Αποτέλεσμα ήταν να ναυαγήσει η σύμπραξη με τους σατράπες και η εκστρατεία να έχει ένα άδοξο τέλος, παρόλες τις ευοίωνες προοπτικές που αρχικά είχαν προδιαγραφεί.

Κάτω από την ηγεσία του Νεκτανεβώ Β΄ (360 – 343 π.Χ.) η Αίγυπτος διήνυσε την τελευταία περίοδο ντόπιων ηγεμόνων της. Με αυτήν η πολιτική απέναντι στην Περσία επέστρεψε στο στάδιο της επιφυλακτικότητας, γεγονός όμως που δεν εμπόδισε τους Πέρσες να επιχειρήσουν τρις να ανακαταλάβουν την Αίγυπτο. Στα Σούσα, μετά της καθιερωμένες ανακτορικές δολοπλοκίες, πλέον την εξουσία κρατούσε με σιδηρά πυγμή ο Αρταξέρξης Γ’ ο Ώχος (358 – 338 π.Χ.), έχοντας πρώτα εξοντώσει το σύνολο των συγγενών του. Αρχικά ο νέος Βασιλέας είχε να αντιμετωπίσει σειρά επαναστάσεων, τις οποίες κατέπνιξε, μα έπειτα έβαλε στόχο του την κατάκτηση της Αιγύπτου.Για την πρώτη εκστρατεία (μάλλον 354 π.Χ. αλλά αβέβαιη η χρονολόγηση της) οι πληροφορίες είναι ασαφείς. Πολύ καλύτερα πληροφορημένοι είμαστε για τη δεύτερη εκστρατεία των ετών 351 – 350 π.Χ. Σε αυτήν ο Αρταξέρξης, αφου συγκέντρωσε ένα τεράστιο στράτευμα αρχικά είχε επιτυχίες, κυριεύοντας την Φοινίκη και ανακτώντας τον έλεγχο της Σιδώνας. Ο Νεκτανεβώ στήριξε την άμυνά του σε μια νέα δύναμη ελλήνων μισθοφόρων, υπό τον Αθηναίο Διόφαντο και τους Σπαρτιάτες Λάμιο και Γάστρωνα. Με τη συνδρομή τους και έπειτα από έναν χρόνο άγονων επιχειρήσεων, κατόρθωσε να εξαναγκάσει τον Αρταξέρξη να υποχωρήσει. Η επιτυχία αυτή όχι μόνο ενίσχυσε τη θέση της Αιγύπτου, αλλά και εξώθησε το νέο κυβερνήτη της Σιδώνας Τέννη, αλλά και την Κύπρο, σε εξέγερση με αιγυπτική υποστήριξη, καθώς ο Νεκτανεβώ απέστειλε στον Τέννη 4.000 Ελληνες μισθοφόρους με επικεφαλής τον Ρόδιο Μέντορα.

Η τελευταία πράξη του αιγυπτιακού δράματος ξεκίνησε με την ανάκτηση της Φοινίκης από τον Αρταξέρξη. Στις αρχές του 345 π.Χ. ο Μέγας Βασιλεύς συγκέντρωσε με προσεκτική προετοιμασία έναν επιβλητικό στρατό και βάδισε κατά της Σιδώνας. Κατά τη διάρκεια της απεγνωσμένης αντίστασης των κατοίκων της πόλης, ο Τέννης και ο Μέντορας συνομώτησαν για την παράδοση της πόλης στους Πέρσες. Μολαταύτα ο Τέννης θανατώθηκε ως προδότης, ενώ ο Μέντορας ενσωμάτωσε τις δυνάμεις του στο περσικό στράτευμα. Οι κάτοικοι της πόλης τελικά αυτοπυρπολήθηκαν, για να μην παραδοθούν στην οργή των Περσών. Πλέον το έδαφος ήταν έτοιμο για την εισβολή στην Αίγυπτο. Έτσι ο Αρταξέρξης βάδισε το φθινόπωρο του 343 π.Χ. κατά της Αιγύπτου, επικεφαλής ενός στρατού 330.000 ασιατών και 14.000 μισθοφόρων, πολλούς από τους οποίους του είχαν στείλει ελληνικές πόλεις, ιδίως η Θήβα και το Άργος. Μετά απο σημαντικές απώλειες κατά τη διέλευση του στρατού στα Βάραθρα έλη, οι Πέρσες έφτασαν μπροστά στο Πηλούσιο. Ο Νεκτανεβώ είχε φροντίσει για την ενίσχυση των εκεί οχυρώσεων και είχε αποστείλει αρωγή 5.000 μισθοφόρων υπό τον Φιλόφρωνα. Έτσι οι πρώτες απόπειρες κατάληψης του Πηλουσίου με έφοδο απέβησαν άκαρπες. Τότε ο Αρταξέρξης αποφάσισε να χωρίσει το στρατό του σε 4 τμήματα στα οποία ανέμειξε Περσικά στρατεύματα με έλληνες μισθοφόρους και ανέθεσε τη διοίκηση σε έναν Πέρση και έναν Έλληνα αντίστοιχα.

Έτσι στο πρώτο τμήμα ανέθεσε τη διοίκηση στον Βοιωτό Λακράτη και στον Πέρση σατραπη της Ιωνίας και Λυδίας Ροισάκη. Στο δεύτερο τμήμα αρχηγοί τοποθετήθηκαν ο Αργείος Νικόστρατος και ο Πέρσης Αρισταζάνης, ενώ στο τρίτο τη διοίκηση ανέλαβαν αντίστοιχα ο αρχιευνούχος Βαγώας και ο Μέντορας, ο προδότης της Σιδώνας. Το τέταρτο σώμα το διοικούσε αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Αρταξέρξης. Αφού έπραξε έτσι, άφησε το πρώτο τμήμα να πολιορκεί το Πηλούσιο και προχώρησε προς τα ενδότερα της Αιγύπτου. Ο Νεκτανεβώ είχε συγκεντρώσει εκεί έναν αξιόλογο στρατό που αριθμούσε 20.000 Έλληνες μισθοφόρους, ισάριθμους Λίβυους και 60.000 Αιγύπτιους μάχιμους, ενώ ισχυρός στόλος υπεράσπιζε τις εκβολές του Νείλου. Δυστυχώς για τον ίδιο, ο Νεκτανεβώ δεν εισάκουσε τις παραινέσεις του Λάμιου και του Διόφαντου για άμεση επίθεση, αλλά καθυστέρησε, περιμένοντας τις εποχικές πλημμύρες. Έτσι οι Πέρσες με τον Νικόστρατο κατόρθωσαν να προωθηθούν στα νώτα των αιγυπτιακών δυνάμεων και να επικρατήσουν σε μια πρώτη σύγκρουση, αναγκάζοντάς τον φαραώ να υποχωρήσει με κατεύθυνση τη Μέμφιδα. Ακολούθως παραδόθηκε το Πηλούσιο και σταδιακά μια προς μια οι αιγυπτιακές πόλεις έπεσαν σε περσικά χέρια. Ο Νεκτανεβώ, κρίνοντας άσκοπη περαιτέρω αντίσταση, αποσύρθηκε νότια στη Νουβία, οπού και διατήρησε τον έλεγχο της Άνω Αιγύπτου ως το 341 π.Χ. Αποτέλεσμα πάντως ήταν πως η τελευταία γηγενής δυναστεία παραχώρησε τη θέση της ξανά στην περσική διοίκηση. Τα αντίποινα του Αρταξέρξη υπήρξαν φοβερά και κατ’ ουσία η αμυντική δύναμη της Αιγύπτου εκμηδενίστηκε. Η σατραπεία αποδώθηκε στο Φερενδάτη, ο οποίος το 333 π.Χ. αντικαταστάθηκε από το Σαβάκη, που κυβέρνησε την Αίγυπτο έως το 332, οπότε η άφιξη του Αλεξάνδρου σήμανε και το τέλος της περσικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο.

Σε μια γενική σύνοψη αξίζουν να παρουσιαστούν και ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για την όλη πορεία των περσοαιγτπτιακών σχέσεων. Από τη μια, η Αίγυπτος, μετά την απελευθέρωσή της το 405 π.Χ. κατόρθωσε για μισό αιώνα να προασπίσει την ελευθερία της μέσω μιας επιδέξιας πολιτικής. Αρχικά απέφευγε την αναμέτρηση με την Περσία, φροντίζοντας να υποστηρίζει οικονομικά όσες προσπάθειες αποδυνάμωναν την αντιπαλό της και δέσμευαν τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Παράλληλα η ευνοϊκή για άμυνα θέση του δέλτα του Νείλου και η ισχυρή οχύρωση του Πηλουσίου, σε συνδυασμό με τους πλούσιους πόρους της χώρας εξασφάλισε πολλάκις τη σωτηρία της από την περσική επιθετικότητα. Από την άλλη όμως και η ίδια, δέσμια των συνεχών αναταραχών στο εσωτερικό της, δεν κατόρθωσε να επιφέρει καίριο πλήγμα στην ισχυρή της αντίπαλο.

Η δε Περσία αρχικά, κατά τον 5ο αιώνα, κατόρθωσε λόγω της ισχύος της και των πόρων που διέθετε, να κινητοποίει κάθε φορά στρατεύματα ικανά να καταστείλουν τις αιγυπτιακές εξεγέρσεις και να καταλαγιάζουν τον όποιο επαναστατικό αναβρασμό, τουλάχιστον έως το 405 π.Χ. Κατά τον 4ο αιώνα η απόπειρα ανακατάληψης της Αιγύπτου, βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με την κατάσταση στο εσωτερικό της Περσίας. Η πολυδιάσπαση της αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με τις αέναες ίντριγκες στο χαρέμι του Μεγάλου Βασιλιά, οδηγούσαν συχνά στην παράλυση του διοικητικού μηχανισμού της Περσίας. Ταυτόχρονα η ενεργή συμπαράσταση των Αιγυπτίων σε αποσχιστικές απόπειρες από τον Αχαιμενιδικό έλεγχο, ανάγκαζαν συχνά τους Πέρσες να πολεμούν σε πολλά μέτωπα και να μην υιοθετούν βλέψεις για καίριο χτύπημα στην Αίγυπτο. Μολαταύτα, τόσο στα χρόνια του Αρταξέρξη Β΄ όσο και σε αυτά του Αρταξέρξη Γ΄, με κάθε ευκαιρία εξαπέλυαν εκστρατείες κατά της Αιγύπτου, που όμως προσέκρουαν στην καλά οργανωμένη αιγυπτιακή άμυνα. Μόνο η εσφαλμένη τακτική του Νεκτανεβώ Β΄, σε συνδιασμό με την αριθμητική υπεροχή οδήγησε στην ανακατάληψη της Αιγύπτου από τον Ώχο.

Τέλος άξιος αναφοράς είναι και ο ρόλος των Ελλήνων, ιδίως μισθοφόρων κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων αυτών. Έλληνες μισθοφόρους χρησιμοποίησαν ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα τόσο οι Αιγύπτιοι, όσο και οι Πέρσες. Αν και αρχικά προέρχονταν κυρίως από το χώρο της Μικράς Ασίας, κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα η σταδιακή κατάρρευση των πόλεων-κρατών και η ενεργή ανάμειξη των Περσών στα ελληνικά ζητήματα προσέφερε υπερεπάρκεια προσφοράς μισθοφόρων και από το χώρο της κυρίως Ελλάδας. Επιπλέον, διάσημοι και ικανότατοι στρατηγοί, όπως ο Ιφικράτης, ο Χαβρίας, ο Τιμόθεος και άλλοι, βρέθηκαν ως στρατηγοί μισθοφόρων στις υπηρεσίες κάποιας από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Αποκορύφωμα αυτών υπήρξε η αποστολή του Αγησίλαου στην Αίγυπτο και η de facto ανάδειξή του σε ρυθμιστή της αιγυπτιακής διαδοχής την εποχή του Τζεντχώρ και του Νεκτανεβώ. Παρόλο που οι σχέσεις των μισθοφόρων με τους γηγενείς δεν ήταν αγαστές και η αφοσίωσή τους στον εκάστοτε εργοδότη οχι πάντα εγγυημένη, η μαχητική τους αξία, που ξεπερνούσε τόσο αυτή των ασιατικών στρατευμάτων των Περσών, όσο και αυτή των αιγύπτιων μάχιμων του Φαραώ, τους έκανε περιζήτητους συμμάχους για τις αντιμαχόμενες πλευρές.


ΠΗΓΗ: https://cognoscoteam.gr/archives/38444

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου