Τα στάδια ανάπτυξης της βιομηχανίας στην Ελλάδα (19ος – 20ος αι.)
Η βιομηχανική επανάσταση, όπως την ορίζει ο E. Hobsbawm, δεν συνέβη ποτέ στην Ελλάδα. Η ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν σήμανε και τη συγκρότηση ενιαίας εθνικής οικονομίας. Την κατάτμηση του οικονομικού χώρου (Αιγαίο, ορεινή Στερεά, Δυτική Ελλάδα) συντηρεί ο ποσοτικά κυρίαρχος γεωργικός τομέας. Η διαθεσιμότητα προσιτής γεωργικής γης συνεπάγεται τη μη διαθεσιμότητα εργατικής δύναμης.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα παρουσίασε ελάχιστα κοινά σημεία με όσα συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη τα οποία συνοπτικά ονομάστηκαν Βιομηχανική επανάσταση. Στον ελληνικό χώρο η ανάπτυξή της βιομηχανίας ήταν διαρκώς παρούσα στις συζητήσεις, στις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις συνήθως όμως, ως σχέδιο ή πρόθεση, σπάνια ως εφαρμογή. Η ακτινοβολία των επιτευγμάτων των ευρωπαϊκών κρατών έφερνε διαρκώς στο προσκήνιο το ζήτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης, η απουσία όμως, των απαραίτητων για την ανάπτυξή της βιομηχανίας προϋποθέσεων οδήγησε τις προθέσεις σε αδιέξοδο. Ο Gunnar Hering αναφέρεται αναφέρεται σχετικά, παρουσιάζοντας τους λόγους που εμπόδισαν την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα.
Η βιομηχανία στην Ελλάδα υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων, από την διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη, εδαφικά και πληθυσμιακά, βάση οικονομικής εξάπλωσης και από την έλλειψη πρώτων υλών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας, τεχνικής, αλλά και γενικής. Η ελλιπής κατάρτισή περιόρισε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη.
Πιο συγκεκριμένα, η βιομηχανική πρόοδος ήταν ανύπαρκτη και δεν κατόρθωσε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας. Βασικός παράγοντας που ανέστειλε την πρόοδο αυτή ήταν η απουσία κάρβουνου, ενώ ταυτόχρονα η απουσία οδικού δικτύου και συγκοινωνιών εκτός της ναυσιπλοΐας. Παράλληλα απουσίαζαν τα κεφάλαια, ενώ η εσωτερική αγορά ήταν πολύ περιορισμένη. Πρόβλημα επίσης αποτέλεσε η έλλειψη ενδιαφέροντος των κεφαλαιούχων ώστε να επενδύσουν στην Ελλάδα για την ίδρυση βιομηχανικών μονάδων. Οι επενδύσεις του εξωτερικού απωθούνταν από τις εσωτερικές κρίσεις που περνούσε το ελληνικό κράτος και την πιθανότητα ενός νέου πολέμου. Όλα αυτά εμπόδισαν την πρόοδο της βιομηχανίας στην Ελλάδα μέχρι τον 20ο αιώνα.
Η απουσία βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα αποτέλεσε μεγάλο πρόβλημα στα οικονομικά της χώρας, αλλά και στην ανάπτυξη του χάσματός της με τις χώρες της δυτικής Ευρώπης που προόδευαν και σε αυτόν τον τομέα. Αδύναμη λοιπόν, να αντέξει τον εξωτερικό ανταγωνισμό η βιομηχανία παρέμεινε προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες αναζητώντας κεφάλαια μέσω εταιρειών και ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων.
Από τη δεκαετία του 1870, η βιομηχανική ανάπτυξη εξαπλώνεται. Πρόσφυγες της Κρητικής Επανάστασης προσφέρουν εργατικά χέρια στη Σύρο και τον Πειραιά. Ωστόσο ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να καθορίζει το ρυθμό προόδου της ελληνικής οικονομίας. Μετά το 1884 νέες βιομηχανίες ιδρύονται και το 1907 οι εργοστασιάρχες συνασπίζονται στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών.
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων αρχίζει η δεύτερη φάση της εκβιομηχάνισης. Με την εδαφική του επέκταση, το ελληνικό κράτος ενσωματώνει την κλωστοϋφαντουργία της Βέροιας και της Νάουσας και τον βιομηχανικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης, όλα με μακρά παράδοση ανύπαρκτη στην Παλιά Ελλάδα.
Η συρροή των προσφύγων του 1922 αυξάνοντας την προσφορά μεταβάλλει υπέρ των βιομηχάνων τις συνθήκες στην αγορά εργασίας. Στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αποκρυσταλλώνονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες που προκαλούν την παρέμβαση των τραπεζών και του κράτους.
Το σύνολο του βιομηχανικού τομέα εξαρτάται από την απρόσκοπτη εισαγωγή από το εξωτερικό του μηχανικού εξοπλισμού και των βασικών πρώτων υλών. Με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, η εξάρτηση αυτή διευρύνει το άνοιγμα του εμπορικού ισοζυγίου με το εξωτερικό. Η κυβερνητική παρέμβαση εκδηλώνεται μόνο υπέρ λίγων μεγάλων επιχειρήσεων συμβαδίζοντας με την τραπεζική χρηματοδότηση που ευνοεί τη «συγκεντρωποίηση» του κεφαλαίου. Το 1940 δέκα μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις απορροφούν το 90% των πιστώσεων της Εθνικής Τράπεζας. Παράδειγμα κρατικού παρεμβατισμού είναι η κρατική πολιτική για το βαμβάκι μετά την ίδρυση το 1930 του Οργανισμού Βάμβακος.
Στη δεύτερη φάση της επιτάχυνσης της εκβιομηχάνισης, ανάμεσα στους Βαλκανικούς και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διατυπώνονται επιτέλους προτάσεις για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας. Η καταστροφή που φέρνει ο εμφύλιος καταδικάζει τα πιο ριζοσπαστικά σχέδια, όπως τη «σύμβαση του Αχελώου». Γύρω στα 1955-1962, ένα εργατικό δυναμικό που δεν μπορεί να απορροφηθεί μεταναστεύει.
Η τρίτη φάση της επιτάχυνσης της ελληνικής εκβιομηχάνισης διαρκεί από το 1962 ως το 1973. Στις συνθήκες που την επέτρεψαν ανήκουν τα εισοδήματα του τριτογενούς τομέα (ναυτιλία, τουρισμός) και τα εμβάσματα των μεταναστών. Για πρώτη φορά η συμβολή της βιομηχανίας στη σύνθεση του εγχώριου προϊόντος και των εξαγωγών ξεπερνάει το μερίδιο του αγροτικού τομέα. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας όμως παραμένουν. Η παθολογική εξάρτηση της βιομηχανίας από το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την κρατική παρέμβαση εξακολουθεί να υφίσταται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου