Γιώργος Σαραντάρης: Ο ποιητής που έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα
Στους πεσόντες κατά τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41 συγκαταλέγεται ο Γιώργος Σαραντάρης, ο σημαντικός αυτός ποιητής και στοχαστής της δεκαετίας του 1930. Δεν πέθανε στα βουνά της Πίνδου, όπως άλλοι συστρατιώτες του. Από τις κακουχίες, βαριά άρρωστος, μεταφέρθηκε πρώτα στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων και μετά στην Αθήνα, όπου και απεβίωσε, στις 25 Φεβρουαρίου 1941, σε ηλικία 33 ετών.
Στη νεκρολογία για τον θάνατό του η «Καθημερινή» έγραψε, στις 2 Μαρτίου 1941:
«Μεταξύ των ηρωικώς πεσόντων εις τον αγώνα κατά της ιταλικής βαρβαρότητος καταλέγεται και ο νέος λόγιος Γεώργιος Σαραντάρης. Ο Γ. Σαραντάρης ήτο από τους αξιόλογους ποιητάς της νέας γενεάς, δημοσιεύσας τρεις ποιητικάς συλλογάς και δύο φιλοσοφικά δοκίμια. Υπήρξε συνεργάτης της φιλολογικής σελίδος της «Καθημερινής», δημοσιεύσας σημειώματα δι’ άλλους νέους λογοτέχνας ως και στίχους του. Στρατιώτης εις το αλβανικόν μέτωπον, προσέφερε την ζωήν του υπέρ του αγωνιζομένου Έθνους. Λόγω των πολεμικών ημερών περιοριζόμεθα εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς εις μνήμην του εκλιπόντος νέου διανοουμένου». Τον Φεβρουάριο του 1951 ο «Αθηναίος» της «Καθημερινής», στα δεκάχρονα από τον θάνατό του Σαραντάρη, έγραψε: «Ο Γιώργος Σαραντάρης ήτο ο πρώτος λογοτέχνης που έπεσεν εις τον αγώνα της πατρίδος του δια την ελευθερίαν».
Λίγες μόνο δεκάδες οκάδες ζύγιζε ο Σαραντάρης και σε όλη τη βραχύχρονη ζωή του παρέμεινε παντελώς αγύμναστος. Το μόνο που γνώριζε ήταν να διαβάζει αδιαλείπτως και να γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και φιλοσοφικούς στοχασμούς, παντού όπου εύρισκε χαρτί ή χαρτόνι: από κουτιά τσιγάρων, έως προγράμματα συναυλιών και άλλων εκδηλώσεων… Είχε αυξημένο βαθμό μυωπίας, κάτι που τον εμπόδιζε να χειριστεί σωστά το όπλο, που ούτως η άλλως δυσκολευόταν να σηκώσει μαζί με τον βαρύ γυλιό του. Αυτός ο αδύναμος, αγύμναστος και μύωπας ποιητής επελέγη να επιστρατευθεί μυστικά μετά τον τορπιλισμό της Έλλης και να σταλεί στα σύνορα, για να αντιμετωπίσει μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες τον στρατό της φασιστικής Ιταλίας… Και πήγε ουσιαστικά προς τον θάνατο χωρίς γογγυσμό, ατενίζοντας τον ουρανό, πιστεύοντας στην Ανάσταση και αγαπώντας Χριστό και Ελλάδα.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, που με κάθε τρόπο έδειξε την προς τον Σαραντάρη ευγνωμοσύνη του, αφού πρώτος εκείνος αντελήφθη το ταλέντο του και τον ενθάρρυνε να αφιερωθεί στην ποίηση, έγραψε:
«Δεν έχω γνωρίσει, θα ΄θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε, και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση…». Και αλλού: «Επιτέλους, να κάποιος αδικημένος από τη φύση, φτωχός, έρημος, που έστρεψε το κάτοπτρο από την ύβρι της ζωής προς το θαύμα της».
Για την επιστράτευσή του Σαραντάρη και το πώς την αντιμετώπισε έγραψε ο Ανδρέας Καραντώνης, ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς ποίησης του περασμένου αιώνα:
«Τον Σεπτέμβριο του 1940 ένα Διάταγμα του Υπουργείου των Στρατιωτικών, κάλεσε στα όπλα την κλάση του 1930 -σ’ αυτήν ανήκε στρατολογικά ο Σαραντάρης- και τον έστειλε να φυλάξει τα σύνορα που φοβέριζε ο Ιταλικός φασισμός. Τον είδα για τελευταία φορά στην πλατεία Κάνιγγος, ανάμεσα στο πλήθος των επιστρατευμένων εφέδρων που πολιορκούσαν την πόρτα του Στρατολογικού Γραφείο. Το πρόσωπό του ήρεμο και χαμογελαστό πάντα, ήταν ολότελα αποπνευματωμένο. “Φεύγω μου λέει, φίλε μου, πάω φαντάρος”. Αποχαιρετιστήκαμε με συγκίνηση. Τον είδα να χάνεται μέσα στο πλήθος, κάνοντας μελαγχολικές σκέψεις καθώς συλλογιζόμουν πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις δυσκολίες και τις τραχύτητες της στρατιωτικής εμπόλεμης ζωής, αυτός ο καθόλου στρατιώτης. Κι όμως ακολούθησε καρτερικά τη μοίρα του, με τη συναίσθηση ότι δίνει και αυτός, όπως όλοι οι άλλοι, το παρών του στο κάλεσμα της πατρίδας». Ο Καραντώνης θεωρούσε ότι ο Σαραντάρης είχε ένα δικαίωμα: «να θεωρείται σαν ένας από τους προδρόμους του σύγχρονου ποιητικού μας λόγου».
Ο συστρατιώτης του συγγραφέας Θεμιστοκλής Αθηνογένης μίλησε για τις κακουχίες στο μέτωπο της Αλβανίας:
«Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Οι συνοριακές φρουρές μας προσπαθούν να αποκρούσουν τον εχθρό που κατεβαίνει μέσα από τα φαράγγια της Πίνδου. Πρέπει να σπεύσομε να ενισχύσομε τα παιδιά του 4ου Συντάγματος Λαρίσης που αντιμετωπίζουν τις Ιταλικές φάλαγγες της Μεραρχίας Julia….Άρχισε η πορεία. Μια πορεία αδιάκοπη. Σε κάποιες στάσεις οι φαντάροι μοιράζονταν ζάχαρη και ξηρούς καρπούς. Η πορεία κράτησε 40 ώρες. Τότε τον έχασα (Σημ. Τον Σαραντάρη)…. Σε λίγο βρισκόμουν στο λόχο του Γιώργου Σαραντάρη. Ήταν ο λόχος ο δικός του, ο 3ος λόχος. Χάρηκε πολύ σαν με είδε έτσι απρόσμενα, ξαφνικά μπροστά του. Δεν το περίμενε. Ήταν πολύ κουρασμένος, βρεγμένος.
Μούσφιξε το χέρι: “Τι θα γίνει τώρα;”
Η αισιοδοξία είχε φύγει. – Γυρέψαμε κάπου να κουρνιάσουμε τη νύχτα στο χωριό Βωβούσα. Βρήκαμε ένα πεζούλι εκκλησίας. Κοιμηθήκαμε εκεί. Ήταν ώρες φοβερές. Το άγνωστο. Οι αρβύλες μεσ’ στη λάσπη….
Σαν έφεξε η μέρα ακροβολιστήκαμε σ’ ένα ύψωμα και περιμέναμε διαταγές. Ακούστηκαν οι σάλπιγγες των Λαρισινών κι αμέσως άρχισαν να κροταλίζουν τα ιταλικά πολυβόλα. Απ’ το δικό μας λόχο δεν είχαμε κανένα θύμα. Οι Λαρισινοί όμως πλήρωσαν ακριβά. – Ήταν η πρώτη μας επαφή με τον εχθρό και την κρυάδα του πολέμου.
Εκεί τον έχασα. Δεν ήταν κοντά μου.
Η προέλαση συνεχίστηκε…
Πολλές φορές συναντηθήκαμε με τον Σαραντάρη στα λασποχώρια απ’ όπου περνούσαμε. Ήμαστε εξουθενωμένοι και οι δύο. Πολύ περισσότερο όμως εκείνος. Δεν είχε, από την αρχή, πολλά αποθέματα αντοχής.
Κάποτε βρέθηκα έξω από ένα χωριό, το Κιλαρίτσι. Σε κάτι στάβλους είδα τον Σαραντάρη καθισμένο κάτω στο χώμα σε φοβερή εξάντληση. Ήταν χλωμός, αδύναμος. Τα μάτια του φωσφόριζαν παράξενα. Τον πλησίασα. Θυμάμαι ότι γονάτισα να του μιλήσω καθώς ήταν καθισμένος.
“Έχεις τίποτα να μου δώσεις να φάω;” μου είπε. Έψαξα στο σακίδιο. Βρήκα ένα κομμάτι ξερή κουραμάνα. Τούδωσα. Ύστερα με κόπο ανάσυρε από το χιτώνα του ένα μάτσο χαρτιά. Το πρώτο που μούδειξε χαμογελώντας ήταν μια ιατρική γνωμάτευση που τον έστελνε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα, πούλεγε πως μπορούσε να αφήσει το μέτωπο και να γυρίσει πίσω.
Του είπα:
“Μπράβο Γιώργο!. Εσύ σώθηκες. Κανείς δεν ξέρει εμένα τι με περιμένει”.
Το δεύτερο χαρτί ήταν ένα ποίημα. Μου το εμπιστεύτηκε. Με μεγάλη συγκίνηση το έβαλε στο χέρι μου. Τότε για πρώτη φορά κατάλαβα πως ο Σαραντάρης ήταν Ποιητής. Ενώ εγώ αγωνιζόμουν να επιβιώσω, εκείνος, τις ώρες τις ελάχιστες που έμενε ελεύθερος από πορείες, κακουχίες και αγγαρείες αποσυρόταν στη γωνιά ενός αντίσκηνου κι έγραφε ποιήματα….Το ποίημα αυτό το έχασα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πώς άρχιζε:
“Εγώ που οδοιπόρησα
Με τους ποιμένες της Πρεμετής
Είχα τα μάτια μου
Παντοτινά στραμμένα
Στο εωθινό σου πρόσωπο…”.
Για τον Σαραντάρη και τον θάνατό του έγραψαν:
Ο Οδυσσέας Ελύτης χαρακτηρίζει τον θάνατο του Σαραντάρη ως «τη μόνη και πιο άδικη απώλεια ανθρώπου των γραμμάτων». Παράλληλα καταγγέλλει το επιστρατευτικό σύστημα της εποχής:
«Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει στα Γραφεία και στις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου – ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα -, θα μπορούσε νά ’ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου.
Φαίνεται ότι πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τά ’χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε “βοήθεια” στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε “αδέρφια” και τ’ “αδέρφια” τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο:
Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής
– κι ύστερα ν’ ανεβεί “στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”.
Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν τη μαριχουάνα…».
Για το τέλος του Γιώργου Σαραντάρη έχουμε τη μαρτυρία της αδελφής του Λέλας Μιχοπούλου – Σαραντάρη, όπως την μετέφερε στον υπογράφοντα ο πρώτος εξάδελφός τους Παναγιώτης (Τάκης) Σαραντάρης:
«Το τέλος του ήταν πολύ κοντά. Εμείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, περιτριγυρίζαμε το κρεβάτι του και κλαίγαμε βουβά. Μας είδε και με το γλυκό του χαμόγελο, γεμάτος από ειρήνη και πίστη, άρχισε εκείνος να μας παρηγορεί και να μας ενδυναμώνει, παροτρύνοντάς μας να μην κλαίμε, διότι η ζωή δεν τελειώνει στον κόσμο αυτόν, διότι η ζωή είναι αιώνια και συνεχίζεται, διότι μετά τον θάνατό του θα ζήσει μιαν άλλη, μεγαλύτερη χαρά…».
Ο φίλος του, ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος έγραψε:
«Ας μου επιτραπεί να βεβαιώσω πως είχε ο Σαραντάρης, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, νικήσει τον φόβο του θανάτου. Άρρωστος βαριά τις πρώτες εβδομάδες του 1941, ύστερ’ από τον υποσιτισμό και τις άλλες κακουχίες του επάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, όπου υπηρετούσε ως απλός στρατιώτης, ενταγμένος, παρά τη μεγάλη μυωπία του, σε μονάδα της πρώτης γραμμής του μετώπου, είχε μεταφερθεί τελικά σε κλινική των Αθηνών. Εκεί τον επισκέφθηκαν οι αισθαντικοί φοιτητές Καλλίτσης και Παπαμικρόπουλος, μέλη του φιλοσοφικού μας Κύκλου, που θαύμαζαν το πνεύμα του και το ήθος του. Πρόλαβε ο Παπαμικρόπουλος – πριν χαθεί, νομίζω, και αυτός, όπως χάθηκε και ο Καλλίτσης, τόσο πρόωρα και τόσο άδικα στη διάρκεια της Κατοχής – να μου παρουσιάσει, και με αναφορά στο πρόσωπό μου, την τότε εικόνα του Σαραντάρη, γαλήνιου ολωσδιόλου ενώπιον του θανάτου, να ψιθυρίζει προς τους δυο νέους παραινέσεις για εμμονή στον δρόμο της αρετής, υψωμένος ήδη ο ίδιος στη σφαίρα της αγιότητας».
Ο Σαραντάρης είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις στα ελληνικά γράμματα που συνδύασε την ποίηση με τη φιλοσοφία και μάλιστα με μια τάση προς τον χριστιανικό υπαρξισμό. Για τη φιλοσοφική σκέψη του ποιητή ο διαπρεπής καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, σε ομιλία του στο Λεωνίδιο, τόπο καταγωγής της οικογένειας Σαραντάρη, – ο ίδιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στην Ιταλία – σημείωσε ότι σε συζήτηση που είχε με τον Γερμανό υπαρξιστή φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς του είπε, μεταξύ των άλλων, ότι στην Ελλάδα ο Σαραντάρης «ήλθε στη ζωή μας με μια ολωσδιόλου καινούρια γλώσσα, καινούρια έκφραση προσωπική, βαθύτατα προσωπική, αλλά συγχρόνως βαθύτατα μεταφυσική». Και πρόσθεσε: «Ο Γιώργος Σαραντάρης είναι ο μεταφυσικός λυρικός ποιητής της νεωτέρας Ελλάδος. Το να τον χαρακτηρίσωμε με λίγα λόγια, είναι δεσμά για μια προσωπικότητα, αλλά πρέπει να τολμήσωμε να πούμε ότι ο Σαραντάρης ήταν ο πρώτος μεταφυσικός λυρικός ποιητής της Νεωτέρας Ελλάδος».
Ο καθηγητής και διακεκριμένος φιλόσοφος Βασίλειος Κατάκης στη βιβλιοπαρουσίαση στο Θεσσαλονικιώτικο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» (Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 1937) του φιλοσοφικού δοκιμίου του Γ. Σαραντάρη «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της Ύπαρξης» γράφει πως σ’ αυτό ο συγγραφέας ασχολείται με τα ουσιαστικότερα προβλήματα της ανθρώπινης συνείδησης και πως συμβάλλει στο να καταδείξει (προφητικά για τις ημέρες μας) πως η κρίση που διέρχεται η ανθρωπότητα δεν είναι μόνο ή κυρίως οικονομική, αλλά αυτή θρονιάζει μέσα μας.
Ο Θεσσαλονικιός ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης έγραψε: « Ο Σαραντάρης πίστευε στον πνευματικό προορισμό του ανθρώπου και είχε κάθε δικαίωμα να ελπίζει στην υπέρτατη παραμυθία, γιατί πορεύονταν τον επίπονο δρόμο της ζωής, αναζητώντας τη μακαριότητα και στο τέρμα αυτού του δρόμου δεν έβλεπε το “ανεπανόρθωτο”, την παγερή οριστικότητα ενός αδυσώπητου κύκλου, αλλά μιαν “άλλη χαρά”…».
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σημείωσε ότι είχε ξεχωρίσει τον Σαραντάρη: «Από τους μαθητές μας, που αν και νεώτατοι τότε, ήταν ισότιμα και πνευματικά ελεύθερα μέλη του κύκλου, ξεχώρισαν προ πάντων ο Γιώργος Σαραντάρης, που πέθανε νέος, το 1941, εκτελώντας το στρατιωτικό του καθήκον στο Αλβανικό μέτωπο, ένα ωραίο ποιητικό πνεύμα που αντιμετώπισε προβλήματα του υπαρξισμού με μια καταπληκτικά πρωτότυπη σκέψη, και ο Κώστας Δεσποτόπουλος…».
Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν ο πρώτος και ίσως ο μόνος ποιητής και στοχαστής που πέθανε, αφού ρούφηξε στο κορμί και στην ψυχή του όλη τη δοκιμασία του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στα βουνά της Πίνδου. Όταν, χρόνια μετά, ο Παν. Κανελλόπουλος ρωτήθηκε τι ένοιωσε όταν έμαθε το θάνατο του Σαραντάρη, απάντησε: «Στην αρχή ήταν μία ακόμα τραγωδία από τις τόσες που συσσωρεύονταν γύρω μας….Μετά συνειδητοποίησα το μεγάλο κενό…». Για τον θάνατο του Σαραντάρη ο Κων. Τσάτσος έγραψε: «Η Ελλάδα θυσιάζοντας τόσα παιδιά της στο βωμό της ιδέας, που από αιώνες υπηρετεί, θυσίασε ανάμεσα σ’ αυτά και το πνευματικό της παιδί, το Γιώργο Σαραντάρη».
Ο φίλος του Σαραντάρη Νικηφόρος Βρεττάκος έγραψε: «Ήρθε ο πόλεμος του ’40. Εγώ έφυγα από τους πρώτους. Βρέθηκα στα Ελληνο – Αλβανικά σύνορα με την έναρξη του πολέμου. Χάσαμε κάθε επαφή ο ένας με τον άλλο. Αργότερα, δε θυμάμαι ποια ακριβώς ημερομηνία, ήρθε ένα γράμμα από τη Μελισσάνθη πάνω στα βουνά που βρισκόμουνα. Έλεγε πως ο Σαραντάρης ήταν βαριά άρρωστος. Έχοντας συλλάβει με την απόσταση και τον καιρό την πνευματική του αξία ένοιωσα φοβερή συγκίνηση. Έγραψα ένα γράμμα για τον ίδιο στη Μελισσάνθη παρακαλώντας να πάει στο νοσοκομείο να του το δώσει. Έλαβα την απάντησή της: “Έλαβα το γράμμα σου αλλά ο φίλος μας πέθανε. Πήγα και του το διάβασα στον τάφο”».
Ο Κώστας Λασσιθιωτάκης έγραψε για τον θάνατο του Σαραντάρη: «Συχνά θέλησα να συλλάβω την εικόνα του πνευματικού ανθρώπου μα το εύρισκα δύσκολο τόσο όσο το να συλλάβω το ίδιο το πνεύμα. Όταν συνάντησα τον Σαραντάρη δεν αντίκρυσα μονάχα την εικόνα μα και το ήρεμο μεγαλείο του πνευματικού ανθρώπου. Ο Σαραντάρης είχε τόσο κορμί, που απορούσες πώς μπορούσε να ενοικεί μέσα σε ένα τόσο ασήμαντο σκεύος τόση και τέτοια ζωή….Ω, ναι! Πόνεσα πολύ γι’ αυτό το θάνατο».
Τον σημαντικό αυτό ποιητή και στοχαστή λίγοι τον προσέγγισαν και τον προσεγγίζουν. Και λίγοι τον μνημόνευσαν και τον μνημονεύουν. Ο Παν. Κανελλόπουλος δίνει μιαν εξήγηση: «Δεν θα τον πλησιάσουν, γιατί την επαφή μαζί του θα αποκλείσει ο φόβος, μήπως η πρωτοτυπία εκείνου αποκαλύψει πιο πολύ (στα ίδια τους τα μάτια) την κοινοτοπία του δικού τους λόγου. Όσοι κάθονται άνετα και αξένοιαστα δε θέλουν να χάσουν την ισορροπία, που επικρατεί στην πνευματική νωθρότητά τους».
Μπορεί η ιντελιγκέντσια του καιρού του καιρού του και του καιρού μας να μην άντεχε και να μην αντέχει τον Γιώργο Σαραντάρη και να τον έχει απωθήσει στη λησμονιά, όμως εμείς, σε κάθε ευκαιρία και προ πάντων στην επέτειο του μεγάλου «Όχι», θα τον θυμόμαστε, πάντα με αγάπη και με βαθιά εκτίμηση στο έργο του.
Βιβλιογραφικό σημείωμα
Οι περισσότερες δηλώσεις περιέχονται στο μοναδικό βιβλίο της Ολυμπίας Καράγιωργα «Γιώργος Σαραντάρης, ο Μελλούμενος», Εκδ. Δίαυλος, Αθήνα, 1995.
Άλλα βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν είναι:
– Βαρβιτσιώτη Τάκη «Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη», Περ/κό «Διαγώνιος», Θεσσαλονίκη, τεύχος 2, 1958.
– Δεσποτόπουλου Κωνσταντίνου «Φήμη Απόντων», Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1995.
– Ελύτη Οδυσσέα «Ανοιχτά χαρτιά», Εκδ. «Ίκαρος», 6η Εκδ., Αθήνα 2004.
– Κανελλόπουλου Παναγιώτη «Τα Δοκίμια», Εκδόσεις Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Τόμος Τρίτος.
– Καραντώνη Αντρέα «Νεοελληνική Λογοτεχνία – Φυσιογνωμίες, Β΄ Τόμος, Εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 1977.
– Λορεντζάτου Ζήσιμου «Διόσκουροι», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 1997.
– Λορεντζάτου Ζήσιμου «Collectanea», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 2009.
– Μπενάκη Λίνου Γ. «Μνήμη – Κείμενα για τους πέντε φιλοσόφους, Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλο, Παναγιώτη Κ. Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνο Δ. Τσάτσο, Ευάγγελο Π. Παπανούτσο, Βασίλειο Ν. Τατάκη. Βιογραφικά σημειώματα και εξαντλητική εργογραφία τους. Εκδ. «Παρουσία», Αθήνα, 2006
– Παπαθανασόπουλου Γιώργου Ν. « Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος», Εκδ. «Έκπληξη», Αθήνα, 2011.
– Τσάκωνα Δημ. «Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα», Εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1988.
– Χρονικά των Τσακώνων, Τόμος πέμπτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου