Ο Βυζαντινός εμφύλιος του 1341-1347
Ο 14ος αιώνας αποτελεί μια σκοτεινή περίοδο για το Βυζάντιο. Η δημογραφική και εδαφική συρρίκνωση ήταν απόρροια πολλών παραγόντων. Η μερική ανακατάληψη εδαφών που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα αποδείχθηκε βραχύβια επιτυχία. Η Μικρά Ασία είχε απολεσθεί από τα τουρκικά φύλα, εκτός από ένα μικρό τμήμα στη Βιθυνία που έπνεε τα λοίσθια και αποτελούσε πλέον θέμα χρόνου η πτώση του.
Η διάλυση των Σελτζούκων από τους Μογγόλους, έδωσε την ευκαιρία μετά από μερικές δεκαετίες σε ένα δυναμικό τουρκικό φύλο, αυτό των Οθωμανών να ξεχωρίσει και να επικρατήσει. Ήδη από την αυγή του 14ου αιώνα κατανικούν τις εναπομείναντες δυνάμεις των Βυζαντινών στις μάχες του Βαφέως και Πελεκάνου, το 1302 και το 1329 αντίστοιχα. Η ανάδειξη της Προύσας ως πρωτεύουσας τους, το 1326, η πτώση της Νίκαιας το 1331 και της Νικομήδειας το 1337, παγίωσε τη θέση τους, δημιούργησε μια ισχυρή βάση και εξεδίωξε οριστικά τους Βυζαντινούς από την περιοχή. Οι κάτοικοι της Νίκαιας και της Νικομήδειας ενσωματώθηκαν γρήγορα στο αναπτυσσόμενο οθωμανικό έθνος και πολλοί από αυτούς είχαν ήδη ασπαστεί το Ισλάμ το 1340. Η παραμέληση της επικράτειας πέριξ της Νίκαιας, που αποτέλεσε πολιτική αρχής γενομένης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα του Καταλανικού εκστρατευτικού σώματος, των Αλανών μισθοφόρων τοποθέτησαν την οριστική «ταφόπλακα» του ελεύθερου Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Η εξάπλωση των Οθωμανών θα πραγματοποιηθεί και στα γειτονικά τουρκικά μπεηλίκια και στις αρχές του 15ου αιώνα είχαν ενσωματώσει το μπεηλίκι του Καρασί στην περιοχή της Τρωάδας το 1345, του Αϊδινίου και του Σαραχάν στην Πέργαμο και τμήματα του Τζαντάρ και της Ερέτνας στη Βόρεια Μικρά Ασία. Το κυριότερο στοιχείο που τους χάρισε αυτήν την υπεροχή έναντι των ομόφυλων γειτόνων τους, ήταν το γεγονός ότι η δική τους επικράτεια είχε σύνορα με χριστιανικό κράτος και μπορούσε να διατηρεί το «μονοπώλιο» διεξαγωγής θρησκευτικού αγώνα, συντηρώντας με αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον των φιλοπόλεμων υπηκόων του.
Η κινητικότητα ήταν το βασικό χαρακτηριστικό που συνέβαλλε σε αυτή την ραγδαία επέκταση. Οι νομαδικός τρόπος ζωής, η αεικίνητη ένοπλη προέλαση για την αποκόμιση λαφύρων, το επιθετικό πνεύμα, η περιοδική κτηνοτροφία και η περιθωριακή γεωργία αποτελούσαν γνωρίσματα των Τουρκομάνων, οι οποίοι είχαν στην ουσία μια «φορητή οικονομία». Οι τελευταίοι πρωταγωνίστησαν στην αποδιάρθρωση της Βυζαντινής αγροτικής κοινωνίας. Αποτελούσαν στην κυριολεξία ένα «έθνος εν κινήσει» αφού μετέφεραν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, συνήθως τα ζώα τους, με αυτή τη νοοτροπία να εκφράζεται ακόμα και στο πεδίο της μάχης που δρούσαν ως εξαίρετοι ιπποτοξότες. Η εξοικείωση των νομάδων στη μόνιμη εγκατάσταση είτε οικειοθελώς ως ακτήμονες, συνήθως επιδρομείς ακιντζήδες και «πολεμιστές της πίστης» γαζήδες, είτε με κρατικές διαταγές και φορολογικές διευκολύνσεις εξυπηρετούσε το νεοσύστατο εμιράτο με πολλούς τρόπους. Αρχικά απομάκρυνε τους ατίθασους νομάδες που συνιστούσαν μια συνεχή ενόχληση και για τον ίδιο τον Οθωμανό εμίρη. Επίσης, με την εγκατάσταση διατηρούσαν την σύνδεση της περιφέρειας με το Οθωμανικό κέντρο και τέλος δημιουργούσαν προμαχώνες και ορμητήρια για την περεταίρω επέκταση. Η Βυζαντινή ηγεσία αδυνατώντας να διακρίνει την απειλή που συνιστούσαν οι Οθωμανοί, τους χρησιμοποίησε πολλάκις κυρίως στις καταστροφικές ενδοδυναστικές της έριδες τις περιόδους 1321-1328, 1341-1347, 1352-1354 και 1355-1357 με αποτέλεσμα να αποκτήσουν οι Οθωμανοί λόγο και επιρροή στα εσωτερικά ζητήματα των Βυζαντινών. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κι άλλο, όταν στις πολύπαθες αυτές περιοχές οι εισαγόμενοι Τούρκοι μισθοφόροι από τις διαδοχικές συμφωνίες και συμμαχίες με τους Ομούρ, Σαρουχάν , Ορχάν και Σουλεϊμάν θα προβούν σε νέες ληστρικές επιδρομές, χωρίς να μπορεί το Βυζάντιο να τις αποτρέψει. Ο χαρακτήρας που πήρε η κατάκτηση της Βυζαντινής Μικράς Ασίας συνεχίστηκε και στα ευρωπαϊκά τους. Η διατήρηση της κατάστασης ενός συνεχούς πολέμου, αποδιάρθρωσε τον ήδη καταπονημένο Βυζαντινό διοικητικό μηχανισμό και την οικονομία, διάβρωσε τους δεσμούς των χριστιανικών κοινοτήτων που δεν είχαν πλέον αρωγή και προστασία από το κράτος και νομοτελειακά οδήγησε στην κατάκτηση.
Χάρτης της χερσονήσου του Αίμου περί το 1350
Ως φυσικό επακόλουθο από τον δρυ που πέφτει, σύντομα νέοι ανταγωνιστές εποφθαλμιούν τα Βυζαντινά εδάφη και όχι μόνο. Οι Σέρβοι υπό τον Στέφανο Δουσάν θα διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στις εμφυλιακές συγκρούσεις του Βυζαντίου, παίρνοντας το μέρος αρχικά του Καντακουζηνού και έπειτα διεκδικώντας την ίδια την θέση του αυτοκράτορα. Την ίδια στιγμή οι Βούλγαροι , υπό τον Ιωάννη Αλέξανδρο, καθώς και οι Τάταροι του Δούναβη ρημάζουν με επιδρομές τις περιοχές της Θράκης και Μακεδονίας. Οι Γενουάτες που διατηρούν το μονοπώλιο των σιτηρών για την ασθμαίνουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, θα εμπλακούν σε σύρραξη με αυτήν, σε μια προσπάθεια της τελευταίας να αποτινάξει και αυτόν τον ζυγό, το 1348-1349. Η απελπιστική αυτή κατάσταση, μοιραία θα οδηγήσει και στην έκρηξη κοινωνικών αναταραχών με αποκορύφωμα το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη, όπου επικράτησαν από το 1342 έως το 1349.
Οι έριδες όμως δεν είχαν μόνο κοινωνικό πρόσημο αλλά και θρησκευτικό. Η έξαρση της διαμάχης αφορά τα ζητήματα σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, με τη γνώση του Θεού και με την θέα του θείου φωτός. Οι ησυχαστές αποζητούν να επιτύχουν μια μυστικιστική ένωση με τον Θεό, ως εκ τούτου να φτάσουν στην «αποθέωση», χάνοντας την συνείδηση εαυτού, επιθυμιών και συνεπώς την ροπή προς τις αμαρτίες. Σκοπός είναι η απαλλαγή από εσωτερική αναταραχή με αδιάλειπτη προσευχή με την οποία θα επέλθει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Οι θρησκευτικές διαμάχες συχνά δεν είχαν σχέση με τις συγκρούσεις που λάμβαναν μέρος σε πολιτικό επίπεδο. Ο Γρηγοράς υπήρξε υπέρμαχος του Καντακουζηνού αλλά αντιπαλαμικός, ο πατριάρχης Καλέκας επιδοκίμασε τον Παλαμά ενώ υπήρξε μεγάλος πολέμιος του Καντακουζηνού. Η κατάσταση αυτή φανερώνει τα εξαιρετικά δυσδιάκριτα όρια των αντίπαλων παρατάξεων καθώς και την εσφαλμένη ταύτιση Καντακουζηνικών με Παλαμικούς. Σφοδροί πολέμιοι των Ησυχαστών ήταν ο Βαρλαάμ, που καταδικάστηκε σε Σύνοδο τον Αύγουστο του 1341, μαζί με τον θεολόγο Ακίνδυνο και τον Νικηφόρο Γρηγορά. Έπειτα από τον θάνατο του Ακίνδυνου το 1350, τα ηνία των αντιησυχαστών αναλαμβάνει ο Γρηγοράς. Τέλος, το Βυζάντιο, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, θα πληγεί από την τρομερή επιδημία της πανώλης που θέρισε μεγάλο μέρος του ήδη συρρικνωμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Ο θάνατος του Ανδρονίκου Γ’, στις 15/6/1341 άφησε ένα μεγάλο κενό στον αυτοκρατορικό θρόνο, από τη μη διασφάλιση της σειράς διαδοχής. Ο γιός του, Ιωάννης Παλαιολόγος ήταν μόλις 9 ετών, ενώ αρκετοί θεωρούσαν δίκαιο ή ακόμα και φυσικό να αναλάβει τον ρόλο του αντιβασιλέα, ο στενός φίλος και συμπολεμιστής του θανόντα, Ιωάννης Καντακουζηνός. Ο θάνατος του Ανδρόνικου έδωσε το έναυσμα για νέες επιθέσεις Τούρκων, Βούλγαρων και Σέρβων. Ο Καντακουζηνός σε σύντομο χρονικό διάστημα εξεδίωξε τα τουρκικά σώματα, ανάγκασε με τον σύμμαχό του Ομούρ του Αϊδινίου, να αποσυρθούν οι Βούλγαροι και να συνάψει ο Δουσάν ειρήνη. Στα μετόπισθεν ο Απόκαυκος Αλέξιος, ένας εξαιρετικά φιλόδοξος τυχοδιώκτης που αναρριχήθηκε από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και ήταν πλέον διοικητής του στόλου, εξύφαινε συνεχώς συνομωσίες. Αρχικά προσπάθησε να απαγάγει τον νεαρό Ιωάννη Παλαιολόγο, αλλά απέτυχε και αποσύρθηκε στον πύργο του, με τον Καντακουζηνό να τους δίνει χάρη συγχώρεσης. Μόλις όμως αναχώρησε εκ νέου στις 23/9/1341 για νέα εκστρατεία, ο Αλέξιος έπεισε τον πατριάρχη Καλέκα και την αυτοκράτειρα Άννα να ξεκινήσει διώξεις κατά του Καντακουζηνού. Η περιουσία του τελευταίου δημεύτηκε, ενώ του δόθηκε διαταγή να παραιτηθεί και να διαλύσει το στράτευμά του. Ο εβρισκόμενος στο Διδυμότειχο Καντακουζηνός, στις 26/10/1341 κατά την εορτή του Αγίου Δημητρίου, ανακηρύσσεται αυτοκράτορας, με το δικό του όνομα και της συζύγου του να ακολουθούν αυτά της αυτοκράτειρας Άννας και του γιού της Ιωάννη, δηλώνοντας τον σεβασμό στα δικαιώματα του νόμιμου διαδόχου. Στην αναγόρευση ο Ιωάννης ΣΤ’ περιβαλλόταν από τα τυπικά σύμβολα του αυτοκράτορα, με βασιλικά υποδήματα και τοποθετημένο τον βασιλικό πίλο, ενώ στην οικία του παρευρίσκονταν συγγενείς, αξιωματούχοι στρατιωτικοί και άλλοι ευγενείς.
Η αποκάλυψη της τεράστιας περιουσίας του Καντακουζηνού, από τη δήμευση που πραγματοποιήθηκε στην οικία του στην Κωνσταντινούπολη όπου συνελήφθη και η μητέρα του Θεοδώρα Παλαιολογίνα, και στην επαρχία χρησιμοποιήθηκε αριστοτεχνικά από τον Απόκαυκο για προπαγανδιστικούς σκοπούς, φανερώνοντας όμως πράγματι και την αδιαφορία της αριστοκρατικής τάξης για την ευμάρεια του λαού. Ακολούθησε ο αφορισμός από τον πατριάρχη Καλέκα και στις 19/11/1341 στέφθηκε ο Ιωάννης Παλαιολόγος αυτοκράτορας. Αυτό μας πληροφορεί ότι ο νεαρός Ιωάννης δεν είχε αναγορευθεί σε αυτοκράτορα προτού στεφθεί, προφανώς από την επίσπευση που προκάλεσε η ροή των γεγονότων. Η εκμετάλλευση από τον Καντακουζηνό θα πραγματοποιηθεί αργότερα όταν θα θελήσει να παραγκωνίσει τελείως τον Παλαιολόγο, καθώς εκκλησιαστική στέψη και χρίσμα δικαιούνταν μόνο ο αναγορευμένος αυτοκράτορας και όχι αυτός που έφερε απλώς τον τίτλος του βασιλέα. Η προσπάθεια να πάρει υπό τον έλεγχό του την Θεσσαλονίκη δεν απέδωσε καρπούς, καθώς ξέσπασε η επανάσταση των Ζηλωτών και ο διοικητής και παλαιός του φίλος Θεόδωρος Συναδηνός, «πείσθηκε» να αλλάξει στρατόπεδο ύστερα από την άφιξη 70 πλοίων υπό τον Απόκαυκο. Η κρισιμότητα της κατάστασης, οδήγησε τον Καντακουζηνό να βρει καταφύγιο στον Σέρβο Στέφανο Δουσάν, οποίος με την σειρά του δεν άφησε την ευκαιρία να επέμβει στα εσωτερικά του Βυζαντίου να πάει χαμένη. Παρ’ όλα αυτά η κακοτυχία του συνεχίστηκε και το στράτευμα των 2.000 εξολοθρεύτηκε από επιδημία αφήνοντάς τον Καντακουζηνό με μόλις 500 αξιόμαχους πολεμιστές. Η τραγική κατάσταση άλλαξε όταν προσχώρησε στο στρατόπεδό του, η Θεσσαλία. Ο εξάδελφός του Ιωάννης Άγγελος που στάλθηκε ως διοικητής επέκτεινε την εξουσία του και στην Ήπειρο δημιουργώντας ένα αξιόλογο προγεφύρωμα για την κατάληψη της υπολοίπου Ελλάδος.
Βυζαντινό εικονογραφημένο χειρόγραφο του 14ου αιώνος, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες απεικονίζονται με αμφιέσεις και οπλισμό της εποχής
Η φιλία του με τον Ομούρ του Αϊδινίου, επέφερε καρπούς καθώς ο Τούρκος εμίρης έστειλε στράτευμα που ανακούφισε το απομονωμένο Διδυμότειχο. Η ανάμιξη των Τούρκων γινόταν ολοένα και εντονότερη, κάτι που τρομοκράτησε την αντιβασιλεία που ζήτησε την βοήθεια του πάπα Κλήμη ΣΤ’. Η Ιταλίδα αυτοκράτειρα, σε μια πρωτοφανή κίνηση απελπισίας και φανέρωσης της οικτρής κατάστασης του Βυζαντίου, έβαλε ως ενέχυρο τα κοσμήματα του Βυζαντινού στέμματος στη Βενετία. Η νέα εκστρατεία του Ομούρ στη Θεσσαλονίκη, με στόλο 380 πλοίων και 9.000 ανδρών, απέτυχε και επιπλέον τα Τουρκικά σώματα ερήμωναν την Θρακική ύπαιθρο. Αργότερα ο Καντακουζηνός θα αφήσει να εννοηθεί ότι ο εμίρης του Αϊδινίου ήρθε αυτόκλητος, όμως η στενή συνεργασία των δύο ανδρών από το 1334, προκαλεί βάσιμες αμφιβολίες. Παρά την δυσμενή αυτή εξέλιξη, ο Καντακουζηνός κέρδιζε συνεχώς έδαφος, ενσωματώνοντας την Αδριανούπολη στις αρχές του 1345. Ένα απρόσμενο γεγονός επίσπευσε την πτώση της αντιβασιλείας. Στις 11/6/1345 ο Απόκαυκος πήγε να επιθεωρήσει τις εργασίες για την κατασκευή φυλακών των πολιτικών του αντιπάλων, όταν εισήλθε στην αυλή του παλατιού χωρίς φρουρά, όπου μέσα βρίσκονταν κρατούμενοι. Αυτοί δεν έχασαν την ευκαιρία και τον σκότωσαν, για να υποστούν με την σειρά τους σφαγή, όταν περίπου 200 έπεσαν νεκροί από τους υπηρέτες του Απόκαυκου.
Η σύγκρουση πήρε νέα τροπή όταν ο πρώην φίλος και σύμμαχος του Καντακουζηνού, Δουσάν, εισέβαλλε στη Μακεδονία, καταλαμβάνοντας τις Σέρρες στις 25/12/1345 και αναγορεύτηκε «αυτοκράτωρ Ελλήνων και Σέρβων», στα Σκόπια, στις 16/4/1346 από τον αρχιεπίσκοπο της Σερβικής Εκκλησίας, αποκαλύπτοντας τους πραγματικούς του σκοπούς. Μερικές μέρες μετά από αυτήν την πρόκληση, στις 21/5/1346 ο Καντακουζηνός στέφεται αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Λάζαρο, στην Αδριανούπολη, αρνούμενος όμως να ανακηρύξει τον υιό του Ματθαίο ως συναυτοκράτορα και δηλώνοντας ακόμα την πρόθεσή του να στηρίξει τα δικαιώματα του οίκου των Παλαιολόγων. Είχε προηγηθεί νέα εμπλοκή των Τούρκων την άνοιξη του 1345, αυτή τη φορά με 20.000 ιππείς υπό τους Ομούρ και Σουλεϊμάν, γιο του Σαρουχάν από την Πέργαμο, που κατανικούν και σκοτώνουν τον αντίπαλο Βούλγαρο μισθοφόρο Μομτζίλο, αλλά οδηγούνται στις συνήθεις λεηλασίες στα εδάφη της Θράκης, δημιουργώντας ένα σκηνικό πλήρους διάλυσης του κοινωνικού ιστού και απόγνωσης των δεινοπαθούντων κατοίκων. Η επιρροή του Ομούρ σταδιακά εξασθένησε όταν συνασπισμός δυτικών με ανάδοχο τον Πάπα, κυρίευσαν την Σμύρνη. Η απορρόφησή του στην υπεράσπιση της περιοχής του, τον απομάκρυναν από το Βυζάντιο και εν τέλει σκοτώθηκε το 1348. Ως εναλλακτικό βασικό σύμμαχο πλέον βρήκε τους Οθωμανούς του Ορχάν, τον εμίρη της Βιθυνίας, με τον οποίο διατηρούσε εξαιρετικά φιλικές σχέσεις σε σημείο που τον έκανε γαμπρό του, με την δεκατριάχρονη κόρη του Θεοδώρα Παλαιολογίνα, στους πρώτους μήνες του 1346. Η τελευταία ανέλαβε να υποστεί το κόστος της αυτής της συμμαχίας, διατηρώντας υψηλά το Χριστιανικό της φρόνημα παρά τις προσπάθειες προσηλυτισμού, αναπτερώνοντας το ηθικό των υποταγμένων Χριστιανών. Για τις πράξεις του αυτές, δηλαδή την πρόσκληση των Οθωμανών και την «θυσία» της κόρης του δέχθηκε οξύτατη κριτική, αλλά από την άλλη πλευρά αποτελούσε μια ρεαλιστική πολιτική με στόχο την επιβίωση της παραπαίουσας Αυτοκρατορίας. Τον χειμώνα του 1346 η Αυτοκράτειρα Άννα προσλαμβάνει μερικά στρατεύματα από τον Σαρουχάν, τα οποία σύντομα προσχώρησαν στο στρατόπεδο του Καντακουζηνού, για να τους στείλει με την σειρά του πίσω στη Μικρά Ασία, αφού λεηλάτησαν τη Βουλγαρική επικράτεια. Τέτοια γεγονότα φανερώνουν την χαώδη και ανεξέλεγκτη κατάσταση που επικρατούσε.
Το αποτέλεσμα όμως της σύγκρουσης ήταν θέμα χρόνου να διαγραφεί και έτσι, μετά από συνωμοσία, ο Καντακουζηνός εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη με 1.000 άνδρες χωρίς να βρει καμία αντίσταση. Στις 8/2/1347 επήλθε η πολυπόθητη ειρήνη και συμφωνία, βραχυπρόθεσμη όπως αποδείχθηκε, οι όροι της οποίας ήταν να βασίλευαν μαζί ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος και ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, ως ομότιμοι, με την προϋπόθεση όμως ο Καντακουζηνός να ασκεί την εξουσία για τα επόμενα δέκα έτη λόγω του νεαρού της ηλικίας του Ιωάννη Ε’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου