Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Ποιοί κατέστρεψαν την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας

 

Ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό αίνιγμα, που αφορά και στην περίοδο που εξετάζουμε, είναι η τύχη της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Για την ακρίβεια η τύχη των βιβλίων που απέμειναν, μετά τις μεγάλες καταστροφές που υπέστη η βιβλιοθήκη κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Πολλοί ιστορικοί μύθοι βρήκαν σε αυτό το αίνιγμα, πρόσφορο έδαφος προκειμένου να αναπτυχθούν. Η σύγχρονη όμως ιστορική και αρχαιολογική έρευνα μας δίνει την δυνατότητα να το προσεγγίσουμε με νέα δεδομένα.

Όπως προαναφέραμε, η καταστροφή του βασικού οικοδομικού συμπλέγματος και ο κύριος όγκος της μεγαλύτερης βιβλιοθήκης του αρχαίου κόσμου, εντοπίζεται σε δύο βασικά γεγονότα που συντάραξαν την Αλεξάνδρεια κατά την ρωμαϊκή περίοδο.

Το πρώτο ήταν η φωτιά που έβαλε ο Καίσαρας το 48π.Χ. για να καταστρέψει τον στόλο του Πτολεμαίου ΙΓ, και η οποία είχε ως παράπλευρη απώλεια να καταστραφεί μεγάλο –ίσως το μεγαλύτερο- μέρος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, πιθανών και του Μουσείου. (1)

Στην συνέχεια ο Μάρκος Αντώνιος εμφανίζεται να δωρίζει ολόκληρη την συλλογή της βιβλιοθήκης της Περγάμου (200.000 παπυρικοί κύλινδροι) στην Κλεοπάτρα, ως βάση για την δημιουργία νέας μεγάλης βασιλικής βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια. (2)

Το δεύτερο ήταν το 272 μ.Χ., όταν ο Αυτοκράτορας Λεύκιος Δομίτιος Αυρηλιανός αφού κατέπνιξε την επανάσταση της Παλμύρας υπό την Ζηνοβία, στράφηκε κατά της Αλεξάνδρειας που την είχε στηρίξει. «Τότε έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει ο Αμμιανός, η Αλεξάνδρεια έχασε τη συνοικία του Βρουχείου(amisit regionem) «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium» (XXII, 16, 15)· άλλοτε στη συνοικία αυτή -παρατηρεί λίγα χρόνια αργότερα ο Επιφάνιος- υπήρχε η βιβλιοθήκη “και τώρα η έρημος” (Patrologia Graeca, 43,252). Η αδιάκοπη ζωντάνια της, μοναδική σ’ έναν κόσμο βασανισμένο από τη σαθρότητα των ίδιων των βιβλίων, μαρτυρείται από σημεία που αλληλοδιαδέχονται σχεδόν ως την τελευταία στιγμή»(3)

Παρ’ όλα αυτά, ένα μικρό μέρος των συλλογών της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, φαίνεται να επιβίωσε της μεγάλης καταστροφής του Βρουχείου, καθώς είχε μεταφερθεί στο οικοδομικό σύμπλεγμα του ναού του Σεράπιδος, που βρισκόταν σε άλλη συνοικία της πόλης. Ο Επιφάνιος, επίσκοπος της κυπριακής Σαλαμίνας, τον 4ο μ.Χ. αιώνα επιβεβαιώνει την ύπαρξη της θυγατρικής βιβλιοθήκης στον ναό του Σεράπιδος: «Και ούτως αι βίβλοι εις ελληνίδα εκτεθείσαι απετέθησαν εν τη πρώτη βιβλιοθήκη τη εν τω Βρουχίο οικοδομηθείση. Έτι δε ύστερον και ετέρα εγένετο βιβλιοθήκη εν τω Σεραπίω μικροτέρα της πρώτης, ήτις και θυγάτηρ ωνομάσθη αυτής»(4). Ο Επιφάνειος μας πληροφορεί ότι εκεί βρισκόντουσαν και σημαντικά χριστιανικά βιβλία, όπως η μετάφραση των εβδομήκοντα στην Παλαιά Διαθήκη.

Ο Αφθόνιος που επισκέφθηκε το Σεραπείον τον 4ο αιώνα, περιγράφει ότι οι βιβλιοθήκες του, γεμάτες με βιβλία,  βρισκόντουσαν σε δωμάτια που έβλεπαν στις στοές εκατέρωθεν του ναού του Σεράπιδος(5).  Σχετικά με τον πλούτο της, η ιουδαϊκή μαρτυρία, από τα Προλεγόμενα του Τζέτζη, αναφέρει ότι κάποια εποχή είχε φτάσει να αριθμεί 42.800 παπυρικούς κυλίνδρους. (6)

Εκείνη την εποχή, κατά τα εκτεταμένα αιματηρά επεισόδια μεταξύ Χριστιανών και Παγανιστών, που έλαβαν χώρα στην Αλεξάνδρεια το 391μ.Χ., οι τελευταίοι εξεγέρθηκαν κατά των ανταγωνιστών τους. Η αφορμή δόθηκε όταν ο πατριάρχης Θεόφιλος με τους οπαδούς του, αφού μετέτρεψαν έναν μικρό ναό του Βάκχου σε παρεκκλήσι (εκμεταλλευόμενοι το προ πενταετίας εκδοθέν διάταγμα του Θεοδοσίου), περιέφεραν στην πόλη τους φαλούς και τα ξόανα του ναού, περιπαίζοντας τις ειδωλολατρικές συνήθειες.  Οι Παγανιστές επιτέθηκαν με όπλα στους Χριστιανούς σφάζοντας και τραυματίζοντας αρκετούς. Εν τέλει κυνηγημένοι από τον οργισμένο χριστιανικό όχλο, κλείστηκαν στο κτιριακό συγκρότημα του ναού του Σεράπιδος που λειτουργούσε ακόμα κανονικά (7).  «Μια ομάδα Αλεξανδρινών ειδωλολατρών, των οποίων ο αριθμός ήταν ακόμα σημαντικός, οχυρώθηκε μέσα στον ναό και άρχισε να επιτίθεται στους πολιορκητές χριστιανούς. Αυτό έδωσε στον Θεόφιλο την ευκαιρία να στραφεί στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές για βοήθεια. Το ζήτημα τερματίστηκε με ένα διάταγμα του αυτοκράτορα που ανάγκασε τους ειδωλολάτρες να εγκαταλείψουν τον ναό, ανακήρυξε μάρτυρες τους σκοτωμένους χριστιανούς και παρέδωσε το Σεραπείο στην εκκλησία» (8). Η διαταγή του Θεοδοσίου ανακήρυττε τους φονευθέντες κατά τα επεισόδια Χριστιανούς σε μάρτυρες της πίστεως, έδιδε δε αμνηστία στους δολοφόνους τους, εκφράζοντας την ευχή να αναλογιστούν την χάρη που τους γίνεται και να εισέλθουν στους κόλπους του Χριστιανισμού (9). Έτσι οι υπερασπιστές του Σεραπείου προτίμησαν να αφήσουν τα όπλα και να επιστρέψουν σπίτια τους. Ο Θεόφιλος και οι οπαδοί του κατέλαβαν το φρούριο και λεηλάτησαν άγρια τον αρχαίο ναό, καταστρέφοντας το τεράστιο άγαλμα του Σεράπιδος και περιφέροντας τα κομμάτια του μέσα στη πόλη.

Υπάρχει η εκδοχή ότι μαζί με την καταστροφή του ναού, υπήρξε και καταστροφή από τους Χριστιανούς του Θεόφιλου, της ευρισκομένης στις παρακείμενες αίθουσες βιβλιοθήκης του Σεραπείου. Αυτή έχει την βάση της στην «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», που ο εμβληματικός διαφωτιστής ιστορικός Εδουάρδος Γίββων ολοκλήρωσε το 1787. Έκτοτε αυτή η εκδοχή έχει αναπαραχθεί εκτεταμένα, με μοναδική πηγή της καταστροφής της βιβλιοθήκης την συγγραφή του Γίββωνος τον 18ο αιώνα. Αξίζει όμως να δούμε ακριβώς τι γράφει ο Γίββων, για να εξετάσουμε στην συνέχεια το πόσο ευσταθεί η κατηγορία του:

«Την ίδια εποχή ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Αλεξάνδρειας ήταν κατειλημμένος από τον Θεόφιλο, τον αιώνιο εκείνον εχθρό της ειρήνης και της αρετής, ένα φαλακρό κακό άνθρωπο του οποίου τα χέρια ερρυπένοντο εναλλακτικώς από χρυσάφι και από αίμα. Η ευσεβής αγανάκτησης του, εξήφθη από τις τιμές οι οποίες εγένοντο στον Σέραπι, ενώ οι προσβολές τις οποίες ξεστόμισε εναντίον ενός αρχαίου παρεκκλησίου του Βάκχου, έπεισαν τους εθνικούς ότι στο νου του είχε κάποια πιο σημαντική και επικίνδυνη επιχείρηση. Στην ταραγμένη πρωτεύουσα της Αιγύπτου η παραμικρή πρόκληση ήταν αρκετή για να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο. Οι οπαδοί του Σεράπιδος των οποίων οι δυνάμεις και οι αριθμοί ήσαν πολύ κατώτεροι από εκείνους των ανταγωνιστών τους, άρπαξαν τα όπλα υποκινούμενη από τον φιλόσοφο Ολύμπιο, ο οποίος τους εξόρκισε να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι τους βωμούς των θεών τους. Εκείνοι οι φανατικοί εθνικοι οχυρώθησαν στο ναό ή μάλλον στο φρούριο του Σεράπιδος, απέκρουσαν τους πολιορκητές με τολμηρές εξόδους και αποφασιστική άμυνα και με τις απάνθρωπες σκληρότητες τις οποίες διέπραξαν πάνω στους χριστιανούς αιχμαλώτους τους, επέτυχαν την τελευταία παρηγοριά της απογνώσεως. Οι προσπάθειές του συνετού δικαστού κατεβλήθησαν χρησίμως για την σύναψη ανακωχής μέχρις ότου η απάντησις του Θεοδοσίου θα καθόριζε την τύχη του Σεράπιδος. Οι δύο μερίδες συνήφθησαν άοπλες στην κυρία πλατεία όπου ανεγνώσθη δημόσια το αυτοκρατορικό έδικτο. Αλλά όταν εκφωνήθηκε ποινή καταστροφής εναντίον των ειδώλων της Αλεξάνδρειας, οι Χριστιανοί έβγαλαν κραυγή χαράς και θριάμβου ενώ η άτυχοι Εθνικοί των οποίων η οργή είχε υποχωρήσει μπροστά στην κατάπληξη, αποχώρησαν με βιαστικά και αθόρυβα βήματα αποφεύγοντας με την φυγή και την αφάνεια τους, την οργη των εχθρών τους. Ο Θεόφιλος προχώρησε στην κατεδάφιση του ναού του Σεράπιδος χωρίς άλλες δυσκολίες όπως εκείνες που συνήντησε από το βάρος και την αντοχή των υλικών. Αλλά εκείνα τα εμπόδια αποδείχθησαν τόσο ανυπέρβλητα, ώστε αναγκάστηκε να αφήσει τα θεμέλια και να αρκεστεί στη μεταβολή του επιβλητικού κτιρίου σε σωρό ερειπίων, ένα μέρος των οποίων λίγο αργότερα απεμακρύνθη για να εξασφαλιστεί χώρος για την ανέγερση εκκλησίας προς τιμήν των Χριστιανών μαρτύρων. Η πολύτιμη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ελάφυραγωγήθη ή κατεστράφη και σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα η εμφάνισις των άδειων ραφιών έφερνε λύπη και οργή σε κάθε θεατή του οποίου το μυαλό δεν είχε σκοτισθή τελείως από θρησκευτικό φανατισμό. Έργα αρχαίων μεγαλοφυϊών, τόσα πολλά από τα οποία χάθηκαν, χωρίς ελπίδα να ξαναβρεθούν, θα μπορούσαν ασφαλώς να είχαν εξαιρεθεί από την καταστροφή της Εθνικής θρησκείας για να διασκεδάζουν και να καθοδηγούν τις μελλοντικές γενεές». (10)

Η παραπάνω περιγραφή του Γίββωνος, διανθήθηκε και από μεταγενέστερους συγγραφείς με εικόνες δημόσιας καύσης των βιβλίων της βιβλιοθήκης, σε πλατείες της Αλεξάνδρειας κ.ο.κ. Γνωρίζοντας όμως ότι ο διαφωτιστής ιστορικός γράφει την ιστορία του δεκαπέντε αιώνες μετά τα γεγονότα, θα πρέπει μάλλον να αναζητήσουμε τις πρωτογενείς ιστορικές πηγές στις οποίες βασίζει την ευρέως αναπαραχθήσα εκδοχή του.

Ο ίδιος ο Γίββων παραπέμπει σε δύο ιστορικούς της εποχής, τον Χριστιανό Ορόσιο (πέθανε περίπου το 415μ.Χ.) και τον Εθνικό Ευνάπιο (πέθανε περίπου το 400μ.Χ.). Άλλοι ιστορικοί της εποχής που αναφέρονται στην καταστροφή του Σεραπείου είναι ο Σωκράτης ο Σχολαστικός (πέθανε μετά το 450 μ.χ) ο οποίος μεταφέρει τις περιγραφές των παγανιστών δασκάλων του Ελλάδιου και Αμμωνίου που υπήρξαν αυτόπτες των γεγονότων, ο Ερμείας ο Σωζόμενος (400 -450μ.Χ.), ο Θεοδώρητος (πέθανε μετά το 457 μ.Χ.) και ο Ρουφίνος (πέθανε το 410 μ.Χ.) ο οποίος πιθανών να υπήρξε και αυτός αυτόπτης μάρτυρας. Είναι πραγματικά περίεργο ότι κανένας από τους παραπάνω δεν αναφέρει καταστροφή βιβλίων κατά την λεηλασία του ναού του Σεράπιδος.

Ακόμα και ο Ευνάπιος, ο οποίος ήταν παγανιστής και μεγάλος θαυμαστής της αντιχριστιανικής πολιτικής του Ιουλιανού, παρ’ ότι αναφέρεται εκτενώς στα γεγονότα, περιγράφοντας με αγανάκτηση την καταστροφή του ναού του Σέραπη, χωρίς να είναι καθόλου φειδωλός στην χολή που ρίχνει για την εν γένει δράση των Χριστιανών στην Αλεξάνδρεια, πουθενά δεν αναφέρεται σε καταστροφή βιβλίων ή βιβλιοθήκης(11). Ένα τόσο σημαντικό γεγονός, ασφαλώς δεν θα το άφηνε να περάσει απαρατήρητο.  

Η μόνη αναφορά που πράγματι θα μπορούσε να δώσει ενδείξεις αρπαγής (και όχι καταστροφής) των βιβλίων από την βιβλιοθήκη του Σεραπείου είναι αυτή του Οροσίου. Πλην όμως ο Ορόσιος στην μοναδική του νύξη στο θέμα, στην οποία παραπέμπει και ο Γίββων(12), δεν είναι και τόσο σαφής. Αναφέρεται στην φωτιά που έβαλε ο Καίσαρας το 48π.Χ. λέγοντας ότι έκαψε 400.000 βιβλία της μεγάλης βιβλιοθήκης και στην συνέχεια παρεμβάλει την προσωπική του μαρτυρία, ότι έχει δει θήκες (ή κιβώτια) με βιβλία σε ναούς, που θεωρεί αληθές ότι αδειάστηκαν από Χριστιανούς της εποχής του. Η ακριβής αναφορά του Οροσίου είναι η εξής:

«Κατά τη διάρκεια της μάχης εκδόθηκαν εντολές (από τον Καίσαρα) για φωτιά στον βασιλικό στόλο, ο οποίος τυχαία τραβήχτηκε στην ακτή. Οι φλόγες εξαπλώθηκαν σε μέρος της πόλης και εκεί έκαψαν τετρακόσιες χιλιάδες βιβλία αποθηκευμένα σε ένα κτίριο που τυχαία ήταν κοντά. Έτσι χάθηκε το θαυμάσιο μνημείο της λογοτεχνικής δραστηριότητας των προγόνων μας, που είχαν συγκεντρώσει τόσα πολλά μεγάλα έργα λαμπρών ιδιοφυιών.  Όσον αφορά αυτό,  αληθινό μπορεί να είναι ότι σε μερικούς από τους ναούς παραμένουν μέχρι σήμερα θήκες (ή κιβώτια) με βιβλία, τα οποία εμείς οι ίδιοι έχουμε δει. Όπως μας λένε, αυτά αδειάστηκαν από τους δικούς μας άντρες στις μέρες μας, που λεηλατήθηκαν οι ναοί – αυτή η δήλωση είναι αρκετά αληθινή -. Ωστόσο φαίνεται πιο δίκαιο να υποθέσουμε ότι άλλες συλλογές είχαν σχηματιστεί αργότερα για να ανταγωνιστούν την αρχαία αγάπη της λογοτεχνίας. Και όχι να υποθέσουμε ότι υπήρχε κάποτε μια άλλη βιβλιοθήκη, που είχε διαφορετικά βιβλία, από εκείνα τα τετρακόσιες χιλιάδες που αναφέρθηκε ότι είχαν καταστραφεί». (13)

Εδώ λοιπόν στην πραγματικότητα, ο Ορόσιος αμφισβητεί ότι κατά την καταστροφή της μεγάλης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας το 48π.Χ., υπήρχε θυγατρική βιβλιοθήκη στο Σεραπείο που σώθηκε. Θεωρεί ότι υπήρχαν συλλογές βιβλίων που δημιουργήθηκαν στην συνέχεια και κάποιες από αυτές βρισκόντουσαν σε ναούς, όπως και ο ίδιος είχε δεί. Παραδέχεται δε ότι κάποιες από αυτές αρπάχθηκαν (και όχι καταστράφηκαν) από Χριστιανούς στην λεηλασία των ναών κατά την εποχή του. Άρα εδώ πιθανόν αναφέρεται και στη λεηλασία του Σεραπείου.

Καταλήγοντας, θεωρούμε ότι η εκδοχή της καταστροφής των βιβλίων του Σεραπείου, είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να γίνει αποδεκτή, ειδικά όταν η μοναδική ιστορική πηγή στην οποία μπορεί να στηριχθεί, είναι η παραπάνω αναφορά του Οροσίου. Η μεμψιμοιρία του Γίββωνος ότι τα έργα των αρχαίων συγγραφέων θα μπορούσαν να εξαιρεθούν της καταστροφής της αρχαίας θρησκείας, μάλλον ήταν αχρείαστη.

Επιπλέον ο Γίββων συγχέει την μεγάλη βασιλική βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας με εκείνη του Σεραπείου, πράγμα εξ’ αρχής λανθασμένο (14). Υπό το πρίσμα όμως αυτό, το αίνιγμα παραμένει αναπάντητο: Τί απέγιναν τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Σεραπείου, εάν δεν καταστράφηκαν;

Μία απάντηση μας δίνει ο Βίκτωρ Nourisson επιμελητής της Δημαρχιακής βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας σε διάλεξή του στις 3 Μαρτίου του 1893: «μετά την άλωση του Σαραπείου από τον Θεόφιλο, η βιβλιοθήκη λεηλατήθηκε μεθοδικά και τα βιβλία στάλθηκαν στην Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Θεοδόσιος ο Β’ καταγίνονταν να καταρτίσει μεγάλη συλλογή βιβλίων». (15)

Αν δεχθούμε αυτή την εκδοχή, τότε δεν μιλάμε για μια στιγμιαία λεηλασία κατά τα επεισόδια του 391μ.Χ. αλλά για έναν μεθοδικό διαμοιρασμό των βιβλίων σε άλλες βιβλιοθήκες, ακόμα και μία δεκαετία αργότερα. Μία τέτοια πρακτική δεν θα ήταν καινοφανής, αφού κάτι ανάλογο είχε πράξει, όπως είδαμε παραπάνω, και ο Μάρκος Αντώνιος, δωρίζοντας όλη την συλλογή της βιβλιοθήκης της Περγάμου στην Κλεοπάτρα. Αν κρίνουμε και από το γεγονός ότι από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, οι αυτοκράτορες αναζητούσαν σε όλη την επικράτεια βιβλία προκειμένου να πλουτίσουν την βασιλική βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης, η εκδοχή του Nourisson φαντάζει αρκετά πιθανή.

Κάτι τέτοιο συνάδει και με το χαρακτήρα του πατριάρχη Θεοφίλου, ο οποίος με δωρεές, κολακείες, συκοφαντίες και μεθοδεύσεις, προσπαθούσε πάντα να διατηρεί μία προνομιακή σχέση με την αυτοκρατορική αυλή, προκειμένου να την στρέφει κατά των εχθρών του, εντός και εκτός Εκκλησίας. Αυτό το είχε πετύχει τόσο στην περίπτωση του Θεοδοσίου Α΄ όσο και του Αρκαδίου και της συζύγου του, με τους οποίους συνεργάστηκε στενά για την ηθική και φυσική εξόντωση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (16). Αυτή την σχέση προφανώς προσπάθησε να την διατηρήσει και με τον διάδοχο του Αρκαδίου, Θεοδόσιο Β’. Τί καλύτερη αρχή για μία τέτοια καλή επαφή, από την προσφορά σημαντικών βιβλίων για την αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου και των βιβλιοθηκών της Κωνσταντινούπολης, με την οποία καταγινόταν ο Θεοδόσιος Β’ και η σύζυγός του;

Φυσικά πάλι, ελλείψει ιστορικών πηγών που να το επιβεβαιώνουν, μιλάμε για μία υπόθεση. Αρκετά όμως πιθανή αν λάβουμε υπόψιν μας τα παραπάνω, αλλά και κάτι ακόμα που ίσως μας δίνει, ούτως ή άλλως, απαντήσεις στο ζήτημα της τύχης των βιβλίων της Αλεξάνδρειας.

Στο πρόσφατο συλλογικό έργο «What Happened to the Ancient Library of Alexandria?», ο Georges Leroux (17) παρουσιάζει μία μελέτη του σχετικά με την κινητικότητα των βιβλίων, από τις κεντρικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, στις φιλοσοφικές σχολές που ανθούσαν στην πόλη αλλά και σε άλλα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, κατά την ύστερη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο. Αναφέροντας πλήθος ιστορικών πηγών και περιπτώσεων, καταλήγει στην διατύπωση της θεωρίας ότι τόσο η μεγάλη βασιλική βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας όσο και άλλες κεντρικές βιβλιοθήκες που δημιουργήθηκαν, αποτέλεσαν πηγές από τις οποίες προέκυπταν αντίγραφα βιβλίων, που τροφοδοτούσαν τις βιβλιοθήκες σχολών και διδασκάλων. Με αφορμή τα χειρόγραφα της φιλοσοφικής συλλογής του Δαμασκίου, παρατηρεί πως μία τέτοια κινητικότητα εντοπίζεται όχι μόνον εντός Αλεξάνδρειας αλλά και από την Αλεξάνδρεια προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Έτσι καταλήγει στο συμπέρασμα πώς οι καταστροφές των μεγάλων βιβλιοθηκών της πόλης, δεν σήμαναν και την πλήρη απώλεια των χειρογράφων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο κύριος όγκος των φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων των αρχαίων Ελλήνων, είχε ήδη αντιγραφεί κατ’ επανάληψη και βρισκόταν διασκορπισμένος σε μικρότερες ή μεγαλύτερες βιβλιοθήκες, εντός ή εκτός Αλεξάνδρειας.

Την πεποίθηση ότι ακόμα και τον 6ο μ.Χ. αιώνα η κίνηση και τα αρχεία των φιλοσοφικών σχολών, καταδεικνύουν ότι εσώζοντο μεγάλες συλλογές αρχαίων συγγραφών, τόσο στην Αλεξάνδρεια, όσο και στα ακμάζοντα πνευματικά κέντρα της Παλαιστίνης και της Συρίας, είχε εκφράσει προ πολλού και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. (18)

Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η μεγάλη ποσότητα κλασικών χειρογράφων που μέσω των αλλεπάλληλων αντιγραφών φτάνουν μέχρι τον μεσαίωνα. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, μέχρι την καταστροφή των μεγάλων βιβλιοθηκών της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, εντοπίζονται σε αυτές πολύ μεγαλύτερες ποσότητες αρχαιοελληνικών έργων, από αυτές που μας έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Μπορούμε λοιπόν βάσιμα να υποθέσουμε ότι κάποια από αυτά τα έργα προέρχονταν, άμεσα ή μέσω αντιγράφων, από τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας.

Κλείνοντας την εκτεταμένη αυτή αναφορά στις βιβλιοθήκες της μεγάλης πνευματικής εστίας της Μεσογέιου –νομίζουμε ότι άξιζαν τον κόπο οι λεπτομέρειες-, θα αναφερθούμε στην αραβοϊσλαμική κατάκτηση της πόλης και στην θεωρία της καταστροφής της βιβλιοθήκης της από τους Άραβες.   

Η Αλεξάνδρεια κατελήφθη από τους Άραβες, κατόπιν δεκατετράμηνης πολιορκίας, το 642μ.Χ. και αφού παρεμβλήθη μία πρόσκαιρη απελευθέρωση της από εκστρατευτικό σώμα του βυζαντινού στρατού το 645μ.Χ., επανακατελήφθη το ίδιο έτος. Πολλοί Έλληνες της πόλης, μεταξύ των οποίων και αρκετοί λόγιοι, άφησαν τις εστίες τους και απέπλευσαν, με ό,τι πολύτιμο μπορούσαν να πάρουν, για την Κωνσταντινούπολη. (19)

Σε σχέση με την κατάκτηση της πρωτεύουσας της Αιγύπτου υπάρχει μία ευρέως διαδεδομένη ιστορία από αραβικές πηγές, σύμφωνα με την οποία ο Αμρ ιμπν αλ- Ας, ο Άραβας στρατηγός που κατέλαβε την Αλεξάνδρεια, κατά τις πρώτες ημέρες της κατοχής της πόλης, ήρθε σε επαφή με τον Ιωάννη τον Φιλόπονο. Θαύμασε την σοφία και τις γνώσεις του, ο δέ Ιωάννης εκμεταλλευόμενος αυτή την εύνοια, του έθεσε με τρόπο το ζήτημα της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Του εξήγησε ότι παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές ανά τους αιώνες, υπήρχαν ακόμα μεγάλες ποσότητες με βιβλία στον βασιλικό θησαυρό, του ζήτησε δε, αφού αυτά ήταν άχρηστα για τους Άραβες, να τον αφήσει να τα σώσει και να τα αξιοποιήσει. Ο Άμρ απάντησε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς την έγκριση του χαλίφη Ομάρ και γι αυτόν τον λόγο έστειλε μία επιστολή στον αρχηγό του, εξιστορώντας την ιστορία της βιβλιοθήκης και ζητώντας να να του γράψει τί θα πρέπει να κάνει με τα βιβλία. Το μήνυμα του χαλίφη έφτασε μετά από αρκετές μέρες, κατά τις οποίες η αγωνία του Ιωάννη κορυφωνόταν. Ο Αμρ του διάβασε την εντολή του Ομάρ: «Όσο για τα βιβλία που μου ανέφερες, ιδού η απάντηση: Αν το περιεχόμενό τους συμφωνεί με το βιβλίο του Αλλάχ, δεν μας χρειάζονται από την στιγμή που, σ’ αυτή την περίπτωση, το βιβλίο του Αλλάχ είναι υπεραρκετό. Αν αντίθετα περιέχουν κάτι ασύμφωνο προς το βιβλίο του Αλλάχ, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να τα κρατήσουμε. Προχώρα στην καταστροφή τους» (20). Προς εκτέλεση της διαταγής του χαλίφη, τα βιβλία του βασιλικού θησαυρού μοιράστηκαν στα λουτρά της Αλεξάνδρειας ως καύσιμη ύλη. Παρά το ότι τα λουτρά της πόλης ήταν χιλιάδες, χρειάστηκαν έξι ολόκληροι μήνες μέχρι να καεί όλο εκείνο το υλικό. Εξαιρέθηκαν μόνο τα χειρόγραφα με έργα του Αριστοτέλη.

Η πρώτη αναφορά στο παραπάνω περιστατικό γίνεται από τον Ιμπν αλ-Κίφτι (1172 – 1248), συγγραφέα από την Αίγυπτο, με πολυετείς σπουδές στο Κάιρο και στην Ιερουσαλήμ, ο οποίος διετέλεσε υπεύθυνος οικονομικών του Μάλικ αλ-Ζάχιρ και αργότερα βεζίρης του Μάλικ αλ-Αζίζ (21). Περιλαμβάνεται στο διάσημο έργο του «Ταρίχ αλ-Χούκαμαα» (Ιστορία των σοφών).  Την ίδια εποχή υπάρχει και μία αναφορά του άραβα συγγραφέα Αμπ αλ-Λατίφ, που επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια το 1200μ.Χ., και ο οποίος λέει ότι είδε τα απομεινάρια της μεγάλης βιβλιοθήκης που έκαψε ο Άμρ με εντολή του Ομάρ. (22)

Το περίεργο και στις δύο αυτές αναφορές, είναι ότι γίνονται έξι αιώνες μετά την αραβοϊσλαμική κατάκτηση της Αλεξάνδρειας. Μέχρι τότε, όπως παρατηρεί τόσο ο Γίββων όσο και ο Παπαρρηγόπουλος, ουδεμία αναφορά υπάρχει για πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες, παρ’ ότι πολλοί χρονογράφοι αναφέρθηκαν λεπτομερώς στα περιστατικά της αλώσεως της πόλης, δύο μάλιστα εκ των οποίων υπήρξαν Χριστιανοί, οι οποίοι δεν θα είχαν λόγο να κρύψουν κάτι τόσο σημαντικό. (23)

Ένα δεύτερο ερωτηματικό, περί της ακρίβειας των όσων εξιστορεί ο Ιμπν αλ-Κίφτι, γεννιέται από το γεγονός ότι ο Ιωάννης ο Φιλόπονος είχε πεθάνει τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν την πτώση της Αλεξάνδρειας. Ώς εκ τούτου ο όλος διάλογος με τον στρατηγό Άμρ θα ήταν αδύνατο να έχει συμβεί. (24)

Με βάση αυτά τα δεδομένα, η παραπάνω αφήγηση μάλλον θα πρέπει να κριθεί ως επισφαλής. Παρ’ ότι η ιστορία της καταστροφής της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης από τους Άραβες αναπαρήχθη πολλάκις από Δυτικούς ή μουσουλμάνους ιστοριογράφους, εξυπηρετώντας ποικίλους πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς, τα ιστορικά δεδομένα και η δίκαιη κρίση μας επιβάλλουν να την κατατάξουμε στους ιστορικούς μύθους.

Παραμένει ένα ερώτημα, για ποιόν λόγο ο μύθος αυτός γεννήθηκε και διαδόθηκε πρώτα από Μουσουλμάνους και όχι από Χριστιανούς ιστοριογράφους. Μία ενδιαφέρουσα εξήγηση μας δίνουν οι Qassem Abdou Qassem και Bernard Lewis στην εξαιρετική συλλογική μελέτη «What Happened to the Ancient Library of Alexandria?». Κατά την διάρκεια των αγώνων του κατά των σταυροφόρων τον 12ο αιώνα, ο Σαλαντίν επέλεξε νά βγάλει σε δημοπρασία τις δημόσιες βιβλιοθήκες που είχαν δημιουργήσει οι Φατιμάδες χαλίφες της Αιγύπτου, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον στρατό του. Έτσι διαλύθηκαν και διασκορπίστηκαν οι μεγάλες συλλογές βιβλίων των Φατιμάδων, πράγμα που πιθανόν να δημιούργησε αντιδράσεις, ιδίως από την μεριά των λογίων Μουσουλμάνων και του ντόπιου πληθυσμού. Ο Ιμπν αλ-Κίφτι υπήρξε υποστηρικτής του Σαλαντίν και με την επινόηση της παραπάνω αφήγησης θέλησε να δικαιολογήσει την πράξη του, δίνοντας ένα αντίστοιχο ιστορικό παράδειγμα: Αν ο μεγάλος χαλίφης Ομάρ είχε θεωρήσει την καταστροφή μιας εμβληματικής ειδωλολατρικής βιβλιοθήκης ως πράξη ενάρετη, τότε η διάλυση των βιβλιοθηκών της Αιγύπτου από τον Σαλαντίν δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως κάτι διαφορετικό.

Όπως παρατηρεί ο Bernard Lewis, «σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, το μήνυμα

της αφήγησης δεν ήταν ότι ο Χαλίφης Umar ήταν βάρβαρος γιατί κατέστρεψε μια βιβλιοθήκη, αλλά ότι  η καταστροφή μιας βιβλιοθήκης αιτιολογούταν, επειδή ο σεβαστός Χαλίφης Umar το είχε εγκρίνει. Ετσι για άλλη μια φορά, όπως σε τόσες πολλές περιπτώσεις, οι πρώτοι ήρωες του Ισλάμ  κινητοποιήθηκαν από μεταγενέστερους μουσουλμάνους προπαγανδιστές για να εκδώσουν μεταθανάτια κύρωση σε ενέργειες και πολιτικές, για τις οποίες οι ίδιοι δεν είχαν ακούσει ποτέ και τις οποίες πιθανώς δεν θα είχαν συγχωρήσει». (25)

Οι πρώτες δεκαετίες της αραβοϊσλαμικής κατάκτησης της βορειοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, σηματοδότησαν μια ξαφνική διακοπή λειτουργίας των ακμάζοντων κέντρων ελληνικής παιδείας της περιοχής. Αυτό το γεγονός όμως δεν μας επιτρέπει να αποδεχθούμε άνευ της βασάνου της ιστορικής έρευνας, την κατηγορία της καταστροφής των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες. Το αίνιγμα της τύχης των βιβλίων της Αλεξάνδρειας που επιβίωσαν των καταστροφών, αν και πρόσφορο για την διατύπωση ιστορικών μύθων, παραμένει αναπάντητο.

Όπως παρατηρεί ο Παπαρρηγόπουλος, «εντεύθεν δικαιούμεθα να συμπεράνωμεν ότι εις όλας τας πόλεις των δύο τούτων χωρών και ιδίως εν Αλεξανδρεία εσώζοντο ετη ου μικραί συλλογαί αρχαίων συγγραφών. Αι συλλογαί αυταί κατεστράφησαν άρα γε υπό των Αράβων ή διεσώθησαν εις Κωνσταντινούπολιν; Τούτο είναι άδηλον. Και το δεύτερον ειμπορεί να λογισθή πιθανότερον, διότι και εν τη κοινωνία και εν τη κυβερνήση αυτή υπήρχον ειςέτη πολλοί ζηλωταί των αρχαίων γραμμάτων, η δε δια θαλάσσης εις την πρωτεύουσαν μετακόμισις των αρχαίων εκείνων κειμηλίων ήτο πρόχειρος και ασφαλής». (26)


ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1)Δημητρίου Π. Χατζηκακίδη, «Οι ανώτατες σχολές θεωριτικής παιδείας στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο 4ος-8ος αι. μ.Χ.», Διδακτορική Διατριβή στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος 2011, σελ. 197

2)Εδουάρδου Γίββωνος, Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τόμος Γ’ (363μ.Χ. – 455μ.Χ.), εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2005, σελ. 297

3)Κανφόρα Λουτσιάνο, Η Χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990, σελ. 202 / Την εκδοχή της καταστροφής της μεγάλης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από τον Αυρηλιανό το 270μ.Χ. επιβεβαιώνουν και άλλοι σημαντικοί ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Μεταξύ αυτών ο Lionel Casson που σημειώνει: «το τέλος της βιβλιοθήκης έφτασε ίσως το 270 μ.Χ. ή εκεί γύρω, όταν ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, καταπνίγοντας την εξέγερση του βασιλείου της Παλμύρας, έδωσε λυσσαλέες μάχες στην Αλεξάνδρεια. Τότε ισοπεδώθηκαν τα ανάκτορα, και πιθανόν μαζί τους και η βιβλιοθήκη» (Lionel Casson, Οι βιβλιοθήκες στον αρχαίο κόσμο, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, σελ. 81). Επίσης ο Horst Blanck που επαναλαμβάνει:«Το θλιβερό τέλος της βιβλιοθήκης, σύμφωνα με τον Canfora, το έφεραν οι πόλεμοι του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (κυβέρνησε 270-275) με τη Ζηνοβία, τη βασίλισσα της Παλμύρας, όταν καταστράφηκε στην Αλεξάνδρεια και το τμήμα της πόλης Βρουχείον μαζί με το παλαιό βασιλικό ανάκτορο (Ammianus Marcellinus 22,16.15)» (Horst Blanck, To Βιβλίο στην Αρχαιότητα, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1994, σελ. 192)

4)Επιφάνιος, «Περί μέτρων και σταθμών», PG 43, 256

5) Κωνσταντίνου Σπ. Στάικου, Η ιστορία της βιβλιοθήκης στον δυτικό πολιτισμό, τόμος 1ος, εκδόσεις ΑΤΩΝ, Αθήνα, 2016, σελ. 174

6) Kenyon Fred. G., Books and Readers in Ancient Greece and Rome, Oxford 1951, σελ. 50

7)     Ερμείου Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ’,ιε’, Βιβλιοθήκη και κέντρο πληροφόρησης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2005

8)     Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή, εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 1997, σελ. 150

9) Διον. Ι. Οικονομόπουλου, Αλεξανδρινός Διάκοσμος, τόμος Ά, εν Αλεξανδρεία, τύποις της ελληνικής εφημερίδος τηλεγράφου, 1889, σελ. 138

10)     Εδουάρδου Γίββωνος, αυτόθι, σελ. 297 – 299

11)     «Θεοδοσίου μὲν τότε βασιλεύοντος, Θεοφίλου δὲ προστατοῦντος τῶν ἐναγῶν, ἀνθρώπου τινὸς Εὐρυμέδοντος ὅς ποθ’ ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν, Εὐαγρίου δὲ τὴν πολιτικὴν ἀρχὴν ἄρχοντος, Ῥωμανοῦ δὲ τοὺς κατ’ Αἴγυπτον στρατιώτας πεπιστευμένου· οἵτινες, ἅμα φραξάμενοι κατὰ  <τῶνἱερῶν> λιθ<ίν>ων καὶ λιθοξο<άν>ων,  ἐπὶθυμὸν ταῦτα βαλλόμενοι, πολέμου δὲ μήτε ἀκοὴν <μήτε παρακοὴν> ὑφιστάμενοι, τῷ τε Σεραπείῳ κατελυμήναντο καὶ τοῖς ἀναθήμασιν ἐπολέμησαν, ἀνανταγώνιστον καὶ ἄμαχον νίκην νικήσαντες. τοῖς γοῦν ἀνδριᾶσι καὶ ἀναθήμασι ἐς τοσόνδε γενναίως ἐμαχέσαντο, ὥστε οὐ μόνον ἐνίκων αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἔκλεπτον, καὶ τάξις ἦν αὐτοῖς πολεμικὴ τὸ ὑφελόμενον λαθεῖν. τοῦ δὲ Σεραπείου μόνον τὸ ἔδαφος οὐχ ὑφείλοντο διὰ βάρος τῶν λίθων, οὐ γὰρ ἦσαν εὐμετακίνητοι·συγχέαντες δὲ ἅπαντα καὶ ταράξαντες, οἱ πολεμικώτατοι καὶ γενναῖοι, καὶ τὰς χεῖρας ἀναιμάκτους μέν, οὐκ ἀφιλοχρημάτους δὲ προτείναντες, τούς τε θεοὺς ἔφασαν νενικηκέναι, καὶ τὴν ἱεροσυλίαν καὶ τὴν ἀσέβειαν εἰς ἔπαινον σφῶν αὐτῶν κατελογίζοντο. Εἶτα ἐπεισῆ γοντοῖς ἱεροῖς τόποις τοὺς καλουμένους μοναχούς, ἀνθρώπους μὲν κατὰ τὸ εἶδος, ὁ δὲ βίος αὐτοῖς συώδης, καὶ ἐς τὸ ἐμφανὲς ἔπασχόν τε καὶ ἐποίουν μυρία κακὰ καὶ ἄφραστα. ἀλλ’ ὅμως τοῦτο μὲν εὐσεβὲς ἐδόκει, τὸ καταφρονεῖν τοῦ θείου· τυραννικὴν γὰρ εἶχεν ἐξουσίαν τότε πᾶς ἄνθρωπος μέλαιναν φορῶν ἐσθῆτα, καὶ δημοσίᾳ βουλόμενος ἀσχημονεῖν· εἰς τοσόνδε ἀρετῆς ἤλασε τὸ ἀνθρώπινον. ἀλλὰ περὶ τούτων μὲν καὶ ἐν τοῖς καθολικοῖς τῆς ἱστορίας συγγράμμασιν εἴρηται. τοὺς δὲ μοναχοὺς τούτους καὶ εἰς τὸν Κάνωβον καθίδρυσαν, ἀντὶ τῶν νοητῶν θεῶν εἰς ἀνδραπόδων θεραπείας, καὶ οὐδὲ χρηστῶν, καταδήσαντες τὸ ἀνθρώπινον. ὀστέα γὰρ καὶ κεφαλὰς τῶν ἐπὶ πολλοῖς ἁμαρτήμασιν ἑαλωκότων συναλίζοντες,  οὓς τὸ πολιτικὸν ἐκόλαζε δικαστήριον, θεούς τε ἀπεδείκνυσαν, καὶ προσεκαλινδοῦντο τοῖς ὀστοῖς καὶ κρείττους ὑπελάμβανον εἶναι μολυνόμενοι πρὸς τοῖς τάφοις. μάρτυρες γοῦν ἐκαλοῦντο καὶ διάκονοίτινες καὶ πρέσβεις τῶν αἰτήσεων παρὰ τῶν θεῶν, ἀνδράποδα δε δουλευκότα κακῶς, καὶ μάστιξι καταδεδαπανημένα, καὶ τὰς τῆς μοχθηρίας ὠτειλὰς ἐν τοῖς εἰδώλοις φέροντα· ἀλλ’  ὅμως ἡγῆ φέρει τούτους τοὺς θεούς. τοῦτο γοῦν εἰς μεγάλην πρόνοιαν καὶ <εὐστοχίαν>  Ἀντωνίνου συνετέλεσεν, ὅτι πρὸς ἅπαντας ἔφασκεν τὰ ἱερὰ τάφους γενήσεσθαι· (ὥσπερ που καὶ Ἰάμβλιχος ὁ μέγας –ὅπερ ἐν τοῖς κατ’ ἐκεῖνον παραλελοίπαμεν –ἀνδρός τινος Αἰγυπτίου τὸν Ἀπόλλω καλέσαντος, τοῦ δὲ ἐλθόντος, καὶ καταπλαγέντων τὴν ὄψιν τῶν παρόντων, “παύσασθε,”  εἶπεν “ἑταῖροι, θαυμάζοντες·μονομαχήσαντος γὰρ ἀνδρός ἐστιν εἴδωλον·” οὕτως ἕτερόν τί ἐστιν τῷ νῷ θεωρεῖν καὶ τοῖς τοῦ σώματος ἀπατηλοῖς ὄμμασιν. ἀλλ’ Ἰάμβλιχος μὲν τὰ παρόντα δεινά, Ἀντωνῖνος δὲ τὰ μέλλοντα προεῖδεν· καὶ τοῦ τό γεαὐτοῦ μόνον ἀσθένειαν φέρει). ἄλυπον δὲ αὐτῷ τὸ τέλος εἰς γῆρας ἄνοσον ἀφικομένῳ καὶ βαθύ, καὶ λυπηρὸν τοῖς νοῦν ἔχουσι τὸ προεγνωσμένον ἐκείνῳ τῶν ἱερῶν τέλος».

Ευναπίου, Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, 6.11.2 έως 6.11.12, Εργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισμικής Κληρονομιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. ΠανεπιστήμιοΑιγαίου, ΤμήμαΠολιτισμικήςΤεχνολογίαςκαιΕπικοινωνίας, ©2006, http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/Eunapius%20Sardianus_PG%20113/Vitae%20sophistarum.pdf , σελ. 15-16

12)     Εδουάρδου Γίββωνος, αυτόθι, σελ. 299

13)     «in ipso proelio regia classis forte subducta iubetur incendi. ea flamma cum partem quoque urbis inuasisset, quadringenta milia librorum proximis forte aedibus condita exussit, singulare profecto monumentum studii curaeque maiorum, qui tot tantaque inlustrium ingeniorum opera congesserant.  unde quamlibet hodieque in templis extent, quae et nos uidimus, armaria librorum, quibus direptis exinanita ea a nostris hominibus nostris temporibus memorent – quod quidem uerum est -, tamen honestius creditur alios libros fuisse quaesitos, qui pristinas studiorum curas aemularentur, quam aliam ullam tunc fuisse bibliothecam, quae extra quadringenta milia librorum fuisse ac per hoc euasisse credatur».

Ορόσιος, Παγκόσμιος Ιστορία, VI 15, http://attalus.org/info/orosius.html

14)     «ο Γίββων» στις σχετικές αναφορές του «συνέχεε τη βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη του Σεραπείου». Κανφόρα Λουτσιάνο, Η Χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990, σελ. 122

15)     V. Nourrisson, Bibliothèque des Ptolémées (1893) bull. Ste Khed Geogr. VII serie Νο 10 σελ. 562

16)     Σχετικά με τις δολοπλωκίες του Θεοφίλου κατά του Χρυσοστόμου, βλέπε Εδουάρδου Γιββωνος, αυτόθι, σελ. 554 – 564 / Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, αυτόθι, σελ. 205 – 206/ Σπυρίδωνος Καμαλάκη, αυτόθι, σελ. 72 κ.α.

17)     Georges Leroux , «Damascius and the ‘Collectio Philosophica’: A Chapter in the History of Philosophical Schools and Libraries in the Neoplatonic Tradition», What Happened to the Ancient Library of Alexandria?,  Brill, Laiden, Boston, 2008, σελ. 171 – 190

18)     Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, εκδόσεις Χρ. Γιοβάνης, τόμος 4ος, σελ. 281

19)     Κωνσταντίνου Ι. Άμαντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος πρώτος, Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήναι 1963, σελ. 305

20)     Κανφόρα Λουτσιάνο, αυτόθι, σελ. 109 – 110

21)     Νάντια Μαρία Ελ Σέιχ «Το Βυζάντιο όπως το είδαν οι Άραβες», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2013, σελ. 265

22)     Qassem Abdou Qassem, «The Arab Story of the Destruction of the Ancient Library of Alexandria», What Happened to the Ancient Library of Alexandria?,  Brill, Laiden, Boston, 2008, σελ. 207

23)     Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, αυτόθι, σελ. 280 / Κανφόρα Λουτσιάνο, αυτόθι, σελ. 119

24)     Κανφόρα Λουτσιάνο, αυτόθι, σελ. 119 / Qassem Abdou Qassem, αυτόθι, σελ. 210

25)     Bernard Lewis, «The Arab Destruction of the Library of Alexandria: Anatomy of a Myth», What Happened to the Ancient Library of Alexandria?,  Brill, Laiden, Boston, 2008, σελ. 217

26)     Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, αυτόθι, σελ. 281

--------

Απόσπασμα από το υπό έκδοσην βιβλίο του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου “Οι βυζαντινές ρίζες της Ευρώπης”


 

ΠΗΓΗ: https://cognoscoteam.gr/archives/45357


ο Firefox ανοίγει κανονικά τα σχόλια του Disqus, αρκεί να κάνετε το εξής:

-Στον Firefox (απο υπολογιστή) επιλέγουμε: Ρυθμίσεις ---> απόρρητο και ασφάλεια ---> "Ενεργοποίηση λειτουργίας μόνο HTTPS σε όλα τα παράθυρα"

-Στον Firefox (απο κινητό) επιλέγουμε: Ρυθμίσεις ---> απόρρητο και ασφάλεια ---> "λειτουργία «Μόνο HTTPS» ενεργή σε όλες τις καρτέλες"

-Στον Chrome (απο υπολογιστή και απο κινητό) επιλέγουμε: Ρυθμίσεις ---> απόρρητο και ασφάλεια ---> "Να χρησιμοποιούνται πάντα ασφαλείς συνδέσεις - Αναβάθμιση των πλοηγήσεων σε HTTPS και ειδοποίηση πριν τη φόρτωση ιστοτόπων που δεν το υποστηρίζουν."

Ο Chrome έχει ακόμα πρόβλημα, έστειλα σχετικό μήνυμα και στη Google μήπως το διορθώσουν. Μέχρι τότε μπορείτε να μπαίνετε και απευθείας στα σχόλια της Ατλαντίδας απο εδώ https://disqus.com/home/forums/apanemo-limani/?l=el


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου