Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος (1911-12)

 


Οι «αποικιακοί πόλεμοι» (colonial wars) είναι ένας κάπως ασαφής και γενικευμένος όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κυρίως τις συγκρούσεις μεταξύ αποικιακών δυνάμεων τον 19ο αιώνα (π.χ. οι πόλεμοι των Μπόερς στη Ν. Αφρική) αλλά, ευρύτερα, μπορεί να περιλαμβάνει κάθε πολεμική σύγκρουση στην οποία εμπλέκονταν κάποια αποικιοκρατική δύναμη με σκοπό την κατοχή και τον έλεγχο μιας αποικίας. Η κλιμάκωση τους οδήγησε αναπόφευκτα στον Μεγάλο Πόλεμο (Α’ Παγκ. Πόλεμο – Α’ΠΠ), την αστάθεια του Μεσοπολέμου, όπου ανεπιτυχώς επιχειρήθηκε να «κρυφτούν» τα ζητήματα που είχαν μείνει άλυτα ή και επιδεινώθηκαν με τον Α’ΠΠ, και τελικά την αναπόφευκτη έκρηξη του Β’ Παγκ. Πολέμου (Β’ΠΠ).

Το 1ο μισό του 20ου αιώνα έλυσε τελικά -με τρόπο εξαιρετικά επώδυνο και αργό- το «αποικιοκρατικό δράμα», χάρις στην οριστική αποδυνάμωση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η ραγδαία απο-αποικιοποίηση που ακολούθησε ήταν το λογικό της επακόλουθο. Μαζί με το τέλος του αποικιοκρατικού δράματος, δόθηκε η χαριστική βολή σε όλα τα δυτικοευρωπαϊκά, «αυτοκρατορικά» ιδεολογήματα, μεταξύ των οποίων, αναμφίβολα, το πιο «οπερετικό» ήταν η νεο-αυτοκρατορική ιδέα της ιταλικής άρχουσας ελίτ περί «αναβίωσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».

Η Ιταλία, αφού είχε πετύχει στα μέσα του 19ου αιώνα την εθνική της ενότητα με βάση τις αρχές των εθνοτήτων και του φιλελευθερισμού, μετά την πάροδο λίγων δεκαετηρίδων, τις ελησμόνησε. Υπό τον «πυρετό» της αποικιοκρατίας, εισήλθε δυναμικά στη διεθνή αρένα επιδιώκοντας τη δημιουργία «αποικιακού κράτους». Στα τέλη του 19ου αιώνα κατέλαβε την Ερυθραία και τη Σομαλία, στην Ανατολική Αφρική, και αργότερα (1933) τις χρησιμοποίησε σαν ορμητήρια για την κατάληψη της Αβησσυνίας. Παράλληλα, καθώς επίκειται η διάλυση της Οθωμανικής Αυτορατορίας (ο «Μεγάλος Ασθενής» της εποχής), η Ιταλία κινήθηκε -βιαστικά και άφρονα- για να αρπάξει ότι της επέτρεπαν οι περιστάσεις και οι αντιζηλίες των άλλων Δυνάμεων. Έτσι, ακριβώς μισό αιώνα μετά την εθνική της ενοποίηση θα διεξάγει τον πρώτο επιθετικό, καθ’ ολοκληρία “ιταλικό”, πόλεμο στη Βόρεια Αφρική.

Ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος (1911-12) ήταν ίσως ο τελευταίος αποικιοκρατικός πόλεμος και, κατά κάποιο τρόπο, αποτέλεσε το κατώφλι του Α’ΠΠ, τον οποίο δεν προκάλεσε, αλλά σίγουρα έφερε στην ανέδειξε σημαντικά σημεία τριβής μεταξύ των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που επαναδιατυπώθηκαν στα πλαίσια του Α’ΠΠ – ειδικά όσων αφορούσαν τον «Μεγάλο Ασθενή» και τα εδάφη του. Η κήρυξη του έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου 1911, μετά από τελεσίγραφο που είχαν επιδώσει οι Ιταλοί στο Μεγάλο Βεζύρη στις 28. Η απόφαση ελήφθη βιαστικά και πρόχειρα, καθώς γινόταν εμφανές ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία παρέπαιε και οι επαρχίες της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής ήταν οι μοναδικές διαθέσιμες στη Β. Αφρική για επέκταση, ενώ ήδη υπήρχε αξιόλογη εποικιστική, εμπορική και οικονομική ιταλική παρουσία εκεί. Το νεο-αυτοκρατορικό ιδεολόγημα απαιτούσε νέες «επιτυχίες» που θα νομιμοποιούσαν τη θέση της Ιταλίας ως μεγάλη δύναμη. Η βορειοαφρικάνικη επέκταση έγινε κομβική ψηφίδα σ’αυτό το ιδεολόγημα όταν ο ποιητής και συγγραφέας Gabriele d’Annunzio την έδωσε το όνομα -κάπως πομπωδώς λυρικό, είναι η αλήθεια- της «Τέταρτης Ακτής» (Quarta Sponda) της Ιταλίας [1].

Παρά το βιαστικό της απόφασης, υπήρχε διάχυτο το αίσθημα της αισιοδοξίας για μια γρήγορη και επιτυχή έκβαση. Ο στρατιώτης Innocenzo Bianchi έγραφε στο ημερολόγιο του: «Δεν πιστεύω οτι είναι αληθινός πόλεμος, αλλά μικρές επιθέσεις και σύντομα θα επικρατήσουμε […] θα τελειώσει πολύ σύντομα». Λίγες ημέρες αργότερα, ο Bianchi ήταν νεκρός ενώ οι Ιταλοί είχαν αντιληφθεί με οδυνηρό τρόπο ότι επί του πεδίου οι συνθήκες εξελίσσονταν πολύ διαφορετικές απ’ ότι σχεδίαζαν. Στον ιταλικό στρατό είχε δοθεί μικρό χρονικό περιθώριο για να προετοιμαστεί για απόβαση και κατοχή, ενώ οι πληροφορίες που είχαν για την περιοχή, τη γεωγραφία και την εθνοφυλετική της κατανομή ήταν αποσπασματικές και απαρχαιωμένες. Σε μεγάλο βαθμό οι πληροφορίες τους βασίζονταν σε ξεπερασμένες πηγές, ορισμένες δε έφταναν μέχρι την αρχαιότητας και την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα! Επιπλέον, παρά τη σχετική υπεροπλία -ειδικά στη θάλασσα όπου κυριαρχούσαν χωρίς αντίπαλο τα ιταλικά κανόνια- στην ξηρά τα όπλα των στρατιωτών προκαλούσαν κατά κανόνα ελαφρούς τραυματισμούς στους αντιπάλους και γρήγορα οι τραυματισμένοι Άραβες καθίσταντο πάλι αξιόμαχοι, όπως μαρτυρεί ο Βρετανός γιατρός της Οθωμανικής Ερυθράς Ημισελήνου E. Griffin.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα των Ιταλών προήλθε από τη στάση των αραβικών φυλών, οι οποίες διέψευσαν τις αρχικές υποθέσεις ότι θα υποδεχτούν τα τέκνα της «νέας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» ως απελευθερωτές. Οι Ιταλοί υποτίμησαν τη θρησκευτική παράμετρο με αποτέλεσμα, παρά την ιστορικά επιφυλακτική στάση των Λίβυων απέναντι στο σουλτάνο, να συνεχίσουν να τον αποδέχονται ως «Χαλίφη των πιστών». Μπροστά στην ιταλική εισβολή, συγκρότησαν κοινό μέτωπο αντίστασης με τις λιγοστές οθωμανικές δυνάμεις με αποτέλεσμα, μετά τη σχετικά εύκολη κατάληψη κομβικών λιμένων στα παράλια της Μεσογείου -με τη στήριξη των πανίσχυρων πολεμικών πλοίων- οι Ιταλοί να αδυνατούν να εισέλθουν βαθλυτερα στην ενδοχώρα. Η κυβέρνηση του φιλελεύθερου Giovanni Giolitti (1911-14) θεώρησε ότι η ορθότερη αντίδραση ήταν η ανακοίνωση της προσάρτησης τους στις 5 Νοεμβρίου (επίσημα, ολοκληρώθηκε την 25η Φεβρ. 1912), ως ενιαία επαρχία στην οποία αργότερα έδωσαν το αρχαιοελληνικό όνομα Λιβύη, μια κίνηση που δεν υποστηρίζονταν στο παραμικρό από τις συνθήκες επί του εδάφους, όπου μόνο κάποιες λεπτές λωρίδες γης στα παράλια βρισκόταν υπό ιταλικό έλεγχο, και αυτές υπό διαρκή αμφισβήτηση.

Η πρώτη επώδυνη έκπληξη ήρθε για τους Ιταλούς τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου. Το 11ο Reggimento Bersaglieri, που είχε οχυρωθεί στην Τρίπολη, δέχτηκε συνδυασμένη επίθεση Τούρκων και Αράβων. Αρχικά υπήρξε αντιπερισπασμός από την έρημο νότια της πόλης, αλλά στη συνέχεια, Άραβες μαχητές ξεπήδησαν πίσω από τις ιταλικές γραμμές πλησίον του χωριού Shar-al-Shatt στην όαση ανατολικά της Τρίπολης. Η άμυνα άντεξε αλλά με βαριές απώλειες: 21 αξιωματικοί και 482 στρατιώτες νεκροί, εκ των οποίων οι 250 κατεσφάγησαν αιχμάλωτοι στο κοιμητήριο της πόλης. Oι Ιταλοί εκδικήθηκαν τη σφαγή του Shar-al-Shatt την επόμενη ημέρα όταν στρατιώτες της εξανδραπόδισαν τη γειτονική όαση Mechiya. Αναφέρεται ότι τα θύματα τους έφτασαν τις 4 χιλιάδες. Με διαταγή δε του πρωθυπουργού Giolitti, οι επιζήσαντες κάτοικοι της περιοχής εκτοπίστηκαν στην Ιταλία, εγκαινιάζοντας έτσι μία μέθοδο τιμωρίας με διττά ποινικά και στρατιωτικά χαρακτηριστικά, που διήρκησε όλη την περίοδο της ιταλικής αποικιοκρατικής κατοχής.



Η επόμενη σημαντική μάχη έγινε με ιταλική πρωτοβουλία το Δεκέμβριο του 2011. Οι Ιταλοί Bersaglieri, υπό την κάλυψη πυροβολικού και πολεμικών πλοίων, επιτέθηκαν στην όαση Ain Zara, σε κοντινή απόσταση νότια της Τρίπολης, την οποία κατέλαβαν. Οι τουρκο-αραβικές δυνάμεις υπό την απειλή της περικύκλωσης, διέφυγαν στην έρημο, με μικρές απώλειες. Η επιτυχία των ιταλικών δυνάμεων πήρε μεγάλη έκταση στον ιταλικό Τύπο, δυσανάλογη για την πραγματική στρατηγική της σημασία. Στην πραγματικότητα, η μάχη αποτέλεσε απλώς ένα πρώτο παράδειγμα για το πως θα εξελισσόταν ο πόλεμος: οι Ιταλοί κατείχαν κάποιες πόλεις και περιοχές στα παράλια, αδυνατώντας να υποχρεώσουν τον αντίπαλο σε κάποια αποφασιστική μάχη ενώ οι τουρκο-αραβικές δυνάμεις έβρισκαν καταφύγιο στην έρημο -όπου οι Ιταλοί δεν είχαν τον εξοπλισμό και την τεχνογνωσία για μακροχρόνιες επιχειρήσεις- και πραγματοποιούσαν αντεπιθέσεις ανταρτοπολέμου, στοχεύοντας στη φθορά και την κόπωση των Ιταλών, φθορά η οποία σε μεγάλο βαθμό προέρχονταν από τις ασθένειες. Ο Ενβέρ Μπέης είχε σημειώσει στο ημερολόγιο του ότι οι Ιταλοί έχαναν 20 άντρες την ημέρα από τη δυσεντερία.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ηγετικό ρόλο στην τουρκο-λιβυκή αντίσταση είχαν δύο πρόσωπα τα οποία στη συνέχεια σφράγισαν την ιστορία των Βαλκανίων με τα εγκλήματα τους: ο Ενβέρ Μπέης (γνωστός και ως Ισμαήλ Ενβέρ Πασάς) και ο Μουσταφά Κεμάλ («Ατατούρκ»). Εξαιτίας της ισχυρής ιταλικής ναυτικής παρουσίας, ήταν αδύνατη η μεταφορά ενισχύσεων από την Τουρκία, η οποία ούτως ή άλλως ήταν δύσκολη εξαιτίας των στασιαστικών κινημάτων σε πολλά σημεία της αυτοκρατορίας. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν ανεφοδιασμός με μικρές ποσότητες πυρομαχικών και λίγους άντρες. Ο Κεμάλ γνώριζε την περιοχή καθώς είχε σταλεί πάλι το Δεκέμβριο του 1908, για δύο μήνες, σε αποστολή για την καταστολή της αναταραχής στην Τρίπολη μετά την Ανακήρυξη του Συντάγματος. Μετά την ομολογία του Υπουργού Στρατιωτικών Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά ότι ήταν αδύνατη η ενίσχυση της Λιβύης με στρατό, οι Νεότουρκοι αποφάσισαν να δράσουν αυτόνομα. Ο Κεμάλ επελέγη εξαιτίας της γνώσης που είχε για την περιοχή, μαζί με τους συντρόφους του Ömer Naci και Yakup Cemil, δια μέσου της ελεγχόμενης από τη Μ. Βρετανία Αιγύπτου. Η Μ. Βρετανία ακολουθώντας πολιτική ουδετερότητας είχε απαγορεύσει κάθε δραστηριότητα των αντιμαχόμενων πλευρών στα εδάφη της, συμπεριλαμβανομένης της μετακίνησης στρατευμάτων, γι’αυτό ο Κεμάλ ταξίδεψε με πολιτικά, με το ψευδώνυμο «Μουσταφά Σερίφ», ως δήθεν δημοσιογράφος της Tanin. Η πρώτη του επαφή με τους Ιταλούς έγινε σε μία μάχη που δόθηκε στο Τομπρούκ στις 22 Δεκεμβρίου. Κατόπιν, ορίστηκε επικεφαλής των εθελοντών στην περιοχή του Derne και πολέμησε ξανά στις 16-17 Ιαν. 1912, όπου τραυματίστηκε στο αριστερό μάτι και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε νοσοκομείο.

Οι Ιταλοί έχοντας εγκλωβιστεί σε πόλεμο στρατιωτικής αλλά και οικονομικής φθοράς στη Λιβύη αποφάσισαν το 1912 να μεταφέρουν το θέατρο του πολέμου στη θάλασσα [2]. Αρχικά με ναυμαχίες με το οθωμανικό ναυτικό στην Ερυθρά θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν (ήδη από το 1890 η Ερυθραία ήταν αποικία τους), όπου ενίσχυσαν με πολεμοφόδια τους αντάρτες εναντίον των Τούρκων στην Υεμένη, και στη συνέχεια στην Ανατ. Μεσόγειο (βομβαρδισμός Βηρυττού το Φεβρ. του 1912, επίθεση στις οχυρωματικές θέσεις στην είσοδο των Δαρδανελλίων και απόβαση και κατοχή των Δωδεκανήσων). Η κατάληψη των Δωδ/σων ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1912 και ολοκληρώθηκε το Μάϊο με την κατάληψη της Ρόδου, το μοναδικό νησί όπου υπήρξε κάποια αντίσταση επειδή διέθετε υπολογίσιμη στρατιωτική παρουσία των Τούρκων [3], με αρχικό σκοπό τη χρησιμοποίηση τους ως μοχλό πίεσης για υποχωρήσεις στη Λιβύη. Από τον Οκτώβριο του 1911 ήδη, ο ναύαρχος Carlo Rocca Ray είχε εκθέσει την ιδέα αυτή: «[…] Ίσως θα μας ήταν χρήσιμο στον πόλεμο αυτό να καταλάβουμε εδάφη της Οθωμ. Αυτοκρατορίας για να τους υποχρεώσουμε να δεχτούν την ειρήνη. […] Μπορούμε να πάρουμε κάποια νησιά, τουλάχιστον ως διαπραγματευτικό αντίβαρο. Στρατηγικά, το πιο πολύτιμο θα ήταν η νήσος της Ρόδου …».

Οι Τούρκοι μπροστά στον πιθανό κίνδυνο επίθεσης στην Κωνσταντινούπολη ναρκοθέτησαν και έκλεισαν τα Δαρδανέλια. Τον Ιούλιο του 1912 μάλιστα, οι Ιταλοί επιχείρησαν επίθεση εναντίον του οθωμανικού στόλου με 5 καμουφλαρισμένα τορπιλοβόλα σκάφη που διήλθαν κρυφά από τα Δαρδανέλια -μία τολμηρή επιχείρηση με μέτρια όμως στρατιωτικά αποτελέσματα αλλά υψηλή δημοσιογραφική κάλυψη, που στόχο είχε την άσκηση πίεσης στην τουρκική κυβέρνηση για συνθηκολόγηση.

Από την πλευρά της στρατιωτικής ιστορίας καταγράφεται ως ο πρώτος πόλεμος όπου έγινε χρήση αεροπλάνων για στρατιωτικούς σκοπούς, από το σμηναγό Carlo Piazza, στις 23 Οκτωβρίου, ενώ το Μάρτιο του 1912 ο ίδιος έκανε την πρώτη φωτογραφική εναέρια κατασκοπία στην ιστορία. Επίσης, ο υποσμηναγός Giulio Gavotti την 1η Νοεμβρίου 1911 πραγματοποίησε τον πρώτο βομβαρδισμό από αέρος ρίχνοντας 4 βόμβες εναντίον των Τούρκων. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι τον Αύγουστο του 1912 κατέρριψαν το πρώτο αεροσκάφος στην ιστορία (του υποσμηναγού Piero Manzini) και ένα μήνα αργότερα αιχμαλώτισαν τον σμηναγό Moizo με το αεροσκάφος του. Η χρήση των αεροπλάνων είχε ακόμη πενιχρά στρατιωτικά αποτελέσματα, ωστόσο είχε εξάψει το ενδιαφέρον των εφημερίδων και του αναγνωστικού κοινού και οι ειδήσεις για αεροπορικές επιχειρήσεις είχαν υψηλή αναγνωσιμότητα. Άλλες, λιγότερο εντυπωσιακές αλλά εξίσου σημαντικές καινοτομίες ήταν η χρήση θωρακισμένων οχημάτων, σύγχρονων πολυβόλων και ασυρμάτων αποτελώντας από πλευράς εξοπλισμού και τακτικής ένα προείκασμα του Α’ΠΠ.
 

Οι Askaris

Σημαντικό ρόλο στον πόλεμο έπαιξαν τα ιταλικά στρατεύματα από τις αποικίες, οι λεγόμενοι «askaris». H λέξη προέρχεται από την αραβική «askari» που σημαίνει στρατιώτης (γνωστή στα ελληνικά ως «ασκέρι» από την Τουρκοκρατία). Η επίσημη σύσταση τους έγινε το Σεπτ. του 1896 στην Ερυθραία μετά από πιεστική πρόταση του στρατηγού Baldiserra. Αποτελούνταν κυρίως από στρατιώτες από την Ερυθραία και τη Βόρειο Αιθιοπία (μετανάστες στην ιταλοκρατούμενη Ερυθραία από Τιγκράι και Αμχάρα) αλλά επίσης και από τη Σομαλία και την Υεμένη [4], ενώ μετά την προσάρτηση της Λιβύης στρατολογήθηκαν και λίγοι Άραβες, τους οποίους οι Ιταλοί γενικά δεν εμπιστεύονταν και δεν εκτιμούσαν ως στρατιώτες. Αντιθέτως, είχαν σε εκτίμηση τη μαχητικότητα και το θάρρος των αρειμάνιων Αιθιόπων, την ευπείθεια προς τους ανωτέρους και την προσαρμοστικότητα τους στις δύσκολες καιρικές και εδαφικές συνθήκες. Επίσης, οι Ιταλοί συνεκτιμούσαν θετικά το χαμηλότερο οικονομικό κόστος σε σχέση με το μέσο Ιταλό στρατιώτη, αλλά και το μειωμένο πολιτικό κόστος για τις απώλειες στη μάχη. Σε αντίθεση με άλλες αποικιοκρατικές θεωρίες (π.χ. τη βρετανική περί «κυρίαρχης φυλής») οι Ιταλοί αξιωματικοί θεωρούσαν τους Αιθίοπες αποτελεσματικότερους στρατιώτες από τους Ιταλούς στη Λιβύη. Γι’αυτό όταν το πρώτο τμήμα ολοκλήρωσε τη θητεία του, κατά την επιστροφή στην Ερυθραία το έκανε δεκτό στη Ρώμη ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ με το επιτελείο των στρατηγών του, για να εκφράσει την ευαρέσκεια του.

Αλλά και οι ίδιοι οι askaris στρατολογούνταν πρόθυμα. Όχι μόνο για τους προφανείς λόγους (μισθό, στολή, διατροφή & επιμελητεία, πίεση από λιμούς, φτώχεια και ανεργία) αλλά επίσης γιατί είχαν πρόσβαση σε άφθονα πολεμοφόδια και σύγχρονα όπλα, και τη δυνατότητα να επιδείξουν μαχητικότητα και γενναιότητα σε μάχες. Η συμμετοχή σε μάχιμα τμήματα και η επιστροφή κάποιου ως βετεράνου στη μάχη απολάμβαναν υψηλής κοινωνικής αναγνώρισης σε σύγκριση με τους αστράτευτους. Επιπλέον, για όσους ζούσαν υπό καθεστώς δουλοπαροικίας ήταν μία ευκαιρία να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Οι αφηγήσεις με θετικές εντυπώσεις όσων είχαν επισκεφτεί την Ιταλία πριν την επιστροφή στην Ερυθραία, ενίσχυσαν κι αυτές την τάση για στρατολόγηση.

Στη Λιβύη πολέμησαν κυρίως askaris από την Ερυθραία και την Αιθιοπία κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου, ενώ κατά το διάστημα 1913-16 χρησιμοποιήθηκαν και τμήματα Σομαλών και Υεμένιων. Συμμετείχαν και στις 3 φάσεις των λεγόμενων «λιβυκών πολέμων», η 1η εκ των οποίων ήταν ο ιταλοτουρκικός πόλεμος μέχρι την απόσυρση των οθωμανών το 1913. Οι επόμενες 2 φάσεις (1913-22 & 1922-32) αφορούσαν την εσωτερική αντίσταση των Αράβων της Λιβύης στην ιταλική κατοχή και είναι εκτός του περιεχομένου αυτού του άρθρου. Το πρώτο στρατιωτικό τμήμα askaris που εστάλη στη Λιβύη ήταν το 5ο τάγμα askaris που αναχώρησε από την Massawa την 1η Φεβρ. 1912, με περίπου 1.100 άντρες. Αρχικά, η θητεία τους είχε οριστεί στους 6 μήνες μόνο -ενδεικτικό πιθανόν της αρχικής υπεραισιοδοξίας των Ιταλών για την γρήγορη έκβαση του πολέμου- για να αναπροσαρμοστεί αργότερα στα 2-3 χρόνια καθώς οι πολεμικές ανάγκες ήταν μεγάλες. Ο αριθμός τους κυμαινόταν συν τω χρόνω, αναλλόγως των αναγκών της λιβυκής διοίκησης. Φαίνεται ότι κορυφώθηκε το 1922, ξεπερνώντας τις 30 χιλιάδες askaris, συνολικά. Εκτός από στρατιωτικά καθήκοντα, οι askaris τελούσαν χρέη φυλάκων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και συμμετείχαν σε βοηθητικές εργασίες (π.χ. επιμελητεία).

H συμμετοχή των askaris στους λιβυκούς πολέμους είχε μια ιδιαιτέρως πικρή εξέλιξη για τους ίδιους μετά την εισβολή της Ιταλίας στη μέχρι τότε ανεξάρτητη Αιθιοπία. Η εξέλιξη αυτή τους προκάλεσε πικρά αισθήματα ενοχής καθώς είχαν επιτρέψει να γίνουν γρανάζια μίας μηχανής που στέρησε κάποιους από την πατρίδα τους και τώρα ήρθε η ώρα να στραφεί και εναντίον της δικής τους. Αυτό έγινε εμφατικότερο από το γεγονός ότι το 7ο και το 9ο τάγμα του ιταλικού στρατού στην Αιθιοπία στελεχώθηκαν από ορφανά των λιβυκών πολέμων που είχαν μεγαλώσει σε ιταλικά ορφανοτροφεία, με σκοπό να στελεχώσουν αποικιακές στρατιωτικές μονάδες όταν ενηλικιωθούν. Οι Λίβυοι στρατιώτες χαράχτηκαν στη συλλογική μνήμη των Αιθιόπων για τη σκληρότητα τους επειδή εκτελούσαν όλους τους αιχμάλωτους πολέμου, ως εκδίκηση για τη συμμετοχή των Αιθιόπων askaris στη Λιβύη.
 

Εκτοπίσεις και εξορίες

Οι Ιταλοί εφάρμοσαν την πολιτική των εκτοπίσεων σε όλες τους τις αποικίες, αλλά πουθενά αλλού δεν είχαν την έκταση και τη διάρκεια (μέχρι το 1943) όπως στη Λιβύη. Ως τόπο εξορίας είχαν επιλέξει κυρίως τον Ιταλικό νότο [5]. Οι εκτοπισμένοι ανήκαν σε 3 ομάδες: ποινικοί κατάδικοι (όλοι όσοι είχαν ποινές άνω των 6 μηνών) κυρίως για διοικητικούς λόγους, ομαδικοί εκτοπισμοί μετά από εξεγέρσεις ή στρατιωτικές ήττες και μεμονωμένοι εκτοπισμοί ηγετών της αντίστασης που αψηφούσαν την ιταλική εξουσία, συχνά με αμφιλεγόμενες αποδείξεις ή απλώς μόνο με υποψίες [6]. Μαζικοί εκτοπισμοί έγιναν κυρίως κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου και στα πρώτα χρόνια της λιβυκής αντίστασης, για την άμεση και γρήγορη εκκαθάριση της περιοχής όπου εκδηλώθηκαν αντιστασιακές ενέργειες. Γι’αυτό και τα πρώτα χρόνια 1911-12 οι εκτοπισμοί ήταν αδιάκριτοι, με σκοπό τον εκφοβισμό του πληθυσμού αλλά και την αποκοπή των ανταρτών από εστίες υποστήριξης τους σε οάσεις και χωριά. Επίσης, από ένα σημείο και έπειτα οι εκτοπισμένοι (ειδικά όσοι είχαν κύρος στην κοινότητα ή ήταν σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες) χρησιμοποιήθηκαν ως όμηροι στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τους Άραβες.

Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως τόπος εξορίας τα νησιά Ustica (κοντά στη Σικελία) και Tremiti και κατόπιν η Gaeta και η Favignana. Σταδιακά, τα σημεία εκτοπισμού/φυλάκισης πολλαπλασιάστηκαν, σχεδόν αποκλειστικά σε Ν. Ιταλία, Σικελία και Σαρδηνία. Παρά το ότι η διαταγή για τον πρώτη εφαρμογή του εκτοπισμού ήρθε από την κεντρική κυβέρνηση, στη συνέχεια ήταν η διοίκηση της αποικίας αυτή που επέμενε για τη συνέχιση του μέτρου (παρά τις έντονες διαμαρτυρίες στην Ιταλία, τόσο από τους κατοίκους όσο και από τον κρατικό μηχανισμό) θέλοντας αφενός να αποσυμφορίσει την πίεση που ασκούνταν από αντιστασιακούς στη Λιβύη (αν και μεσοπρόθεσμα προκαλούσε ισχυρότερες κοινωνικές αντιδράσεις), αφετέρου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα απουσίας υποδομών για τη φύλαξη τόσο μεγάλου αριθμού εκτοπισμένων.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η μέθοδος των εκτοπίσεων ήταν κοινή πρακτική όλων των δυτικοευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων, αλλά συνήθως αφορούσε στον εκτοπισμό κάποιου/-ων από τη μία αποικία τους σε κάποια άλλη [7]. Αντίθετα, σύμφωνα με την ιταλική πρακτική, η νότια Ιταλία επιλέγονταν σχεδόν πάντοτε ως τόπος εξορίας και ποτέ κάποια άλλη κτήση ή αποικία. Επίσης, αντίθετα με άλλες αποικιοκρατικές πρακτικές προηγούμενων αιώνων, οι Ιταλοί απέφυγαν συστηματικά, δείχνοντας μεγάλη προσοχή σε αυτό, να χρησιμοποιήσουν κάποιους εκ των εκτοπισμένων ως εργατικό δυναμικό (σε αγροτικές εργασίες λ.χ.).
 

Οι ξένες Δυνάμεις και το τέλος του πολέμου

Η απόπειρα των Τούρκων να προτείνουν διαπραγματεύσεις μετά το ιταλικό τελεσίγραφο του Σεπτεμβρίου έπεσε στο κενό, ωστόσο φαίνεται ότι προκάλεσε το ενδιαφέρον των Βρετανών (οι οποίοι, ούτως ή άλλως είχαν ενοχληθεί από τον ιταλικό αιφνιδιασμό). Γι’αυτό ζητήθηκε η διαμεσολάβηση αυτών και των Γερμανών για ειρήνευση, χωρίς ωστόσο να γίνει δεκτό το αίτημα. Οι Βρετανοί δήλωσαν ουδετερότητα, εμποδίζοντας τις όποιες προσπάθειες για τη δια ξηράς ενίσχυση των Τούρκων, όπως για τον ίδιο λόγο είχαν διακόψει τις απόπειρες των Ιταλών για στρατολόγηση Υεμένιων askaris από το Άντεν και τη Mukalla [8].

Παρά τις ιταλικές προσπάθειες να κρατηθεί μυστική, η σφαγή μετά το Shar-al-Shatt, η είδηση διέρρευσε στο διεθνή Τύπο, ξεσηκώνοντας μαζική κατακραυγή εναντίον της Ιταλίας. Πέρα όμως από την κοινή γνώμη, και η βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων τοποθετήθηκε με επίσημη φιλοτουρκική δήλωση, υπογραμμίζοντας με εμφατικό τρόπο τη γενικότερη δυσαρέσκεια της κυβέρνησης γιατί ξανάνοιξε το «Ανατολικό Ζήτημα» [9]. Προτεραιότητα εκείνη τη στιγμή της κυβέρνησης Gray ήταν η αποφυγή πολέμου στο Αιγαίο, κατί που δεν επετεύχθη καθώς η Ιταλία μετέφερε το πεδίο μάχης στην Ανατ. Μεσόγειο. Η Τουρκία αντέδρασε με το κλείσιμο των Στενών, κάτι που σαφώς έπληττε τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα. Έντονα επίσης αντέδρασε και η Ρωσσία καθώς τα Στενά ήταν από τους κυριότερους άξονες του ρωσσικού εμπορίου, υποχρεώνοντας τελικά την Τουρκία να τα ξανανοίξει. Τέλος, έντονα ενοχλημένη παρακολουθούσε και η Αυστρία καθώς η αποσταθεροποίηση της Τουρκίας θα είχε αναπόφευκτες συνέπειες στα Βαλκάνια και τις μειονότητες στα αυστριακά εδάφη, ενώ ανησυχούσε και για την ιταλικής επεκτατικότητα σε Αδριατική και Ιόνιο. Η κατάληψη των Δωδ/σων έγινε αποδεκτή από την Αυστρία μόνο ως μία προσωρινή κατάσταση και αυτό επειδή της ασκήθηκε πίεση από τη Γερμανία.

Στις 6 Αυγούστου ο Gray κάλεσε τον Ιταλό πρέσβη Imperialli και τον προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια προσάρτησης των Δωδεκανήσων (με απτό το ενδεχόμενο να μετατρέψει ένα η περισσότερα νησιά σε θαλάσσιες βάσεις) «θα προξενούσε δυσκολίες» [10]. Στην πορεία ωστόσο, πριν βγει το 1912, οι Βρετανοί προβληματίζονταν έντονα για την τροπή των πραγμάτων καθώς οι Ιταλοί και φαίνονταν αποφασισμένοι να κρατήσουν τα Δωδ/σα και ασκούσαν πιέσεις στην Τουρκία (μετά τη μεταξύ τους σύναψη ειρήνης, τις παραμονές της έκρηξης του Α’ Βαλκ. Πολέμου) για εμπορικές παραχωρήσεις σε πόλεις της Μ. Ασίας. Την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των Βρετανών (ειδικά του Υπ. Εξωτερικών, ο οποίος θεωρούσε παντελώς αναξιόπιστους τους Ιταλούς αλλά και του Υπ. Ναυτιλίας που έθετε ζητήματα γεωστρατηγικής που άπτονταν της κατοχής των Δωδ/σων [11]) πρόλαβε ο Ιταλός Υπ. Εξωτερικών μαρκήσιος di San Giuliano με πρόταση για τριπλή συνενόηση για τα ζητήματα της Ανατ. Μεσογείου. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τον Α’ΠΠ και τη διαβόητη Μυστική Συμφωνία του Λονδίνου (1915) [12].

To οξύμωρο πάντως είναι ότι ούτε η Ιταλία επιθυμούσε αποσταθεροποίηση της Οθωμ. Αυτοκρατορίας, φοβούμενη ενίσχυση των βαλκανικών κρατών (ειδικά της Ελλάδος) που θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις βλέψεις της σε Βαλκάνια και Μ. Ασία. Η εισβολή στη Λιβύη αποφασίστηκε βασισμένη στο υπεραισιόδοξο σενάριο της αστραπιαίας επικράτησης, υπό τις επευφημίες των Αράβων, το οποίο θα σήμανε την αλλαγή κυρίαρχου στην περιοχή χωρίς σοβαρούς κλυδωνισμούς για την Τουρκία. Η ιταλική στρατιωτική αποτυχία επί του πεδίου, σε συνδυασμό με τη διασπορά των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ανατ. Μεσόγειο και την Ερυθρά, τελικά έφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα. Η Τουρκία τελικά θα υπογράψει με την πλάτη στον τοίχο τη συμφωνία του Ουσύ (1912) εξαιτίας της κήρυξης του Α’ Βαλκανικού πολέμου από τα 4 χριστιανικά βασίλεια [13], ο οποίος θα ολοκληρωθεί με τη σχεδόν πλήρη αποβολή της από τα Βαλκάνια.

Το τέλος του ιταλο-τουρκικού πολέμου γράφτηκε στην Ελβετία, σε ένα προάστιο της Λωζάννης, το Ουσύ (Ouchy) όπου στις 15-18 Οκτ. 2012 πραγματοποιήθηκαν συνομιλίες οι οποίες ολοκληρώθηκαν με τη Συμφωνία του Ουσύ (Λωζάννης). H συμφωνία προέβλεπε την πλήρη αποχώρηση των Τούρκων στρατιωτικών και διοικητικών από τη Λιβύη και την επιβεβαίωση ότι η χώρα περνάει επισήμως υπό ιταλικό έλεγχο. Ο σουλτάνος απλώς διατηρούσε ένα τυπικό καθοδηγητικό ρόλο επί των μουσουλμάνων της περιοχής χωρίς ουσιαστικές πολιτικές ή διοικητικές εξουσίες. Η αμφισημία αυτή ωστόσο δεν ήταν χωρίς συνέπειες, καθώς αποτέλεσε νομιμοποιητική βάση αντιστασιακών ενεργειών, υπό την κάλυψη του σουλτάνου, όπως του φιλο-οθωμανού Sulayman al-Baruni στην Τριπολίτιδα, ο οποίος προσπάθησε να ξεσηκώσει τους Βέρβερους εναντίον των Ιταλών [14].

Η Ιταλία δέχτηκε να επιστρέψει τα Δωδ/σα στην Τουρκία στο Ουσύ -παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις στους Έλληνες, όταν είχαν υποδεχτεί τους Ιταλούς ως «απελευθερωτές» [15] -όρος που ουδέποτε υλοποιήθηκε, ευτυχώς. Όπως και σε άλλες περιοχές που βρέθηκαν υπό ιταλική Κατοχή κατά το 1ο μισό του 20ου αιώνα, έτσι και στα Δωδεκάνησα οι Ιταλοί εφάρμοσαν τακτικές βίαιου εξιταλισμού (Italianizzazione), καθώς η αντικατάσταση του οπισθοδρομικού Ανατολίτη Τυράννου από έναν εκσυγχρονισμένο Δυτικό σήμανε όχι σεβασμό της κυρίαρχης πληθυσμιακά εθνότητας στα νησιά, αλλά απλώς τη χρησιμοποίηση νέων, επιστημονικά ραφιναρισμένων, μεθόδων αυταρχισμού και επιβολής, οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά σε παλαιότερα κείμενο μου στο Cognosco υπό τον τίτλο «Ο De Vecchi και η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αυτός ωστόσο που θα προπαγανδίσει συστηματικά την αναγκαιότητα της «Τέταρτης Ακτής» ήταν ο λογοτέχνης και συνιδρυτής της Ιταλικής Εθνικιστικής Ένωσης (Associazione Nazionalista Italiana – ANI), Enrico Corradini. Ξεκίνησε με σειρά ομιλιών, συνεδρίων και άρθρων με τις εντυπώσεις του από το ταξίδι στην περιοχή για να συγκεντρώσει στη συνέχεια τα επιχειρήματα του στο βιβλίο “L’ora di Tripoli” όπου συνέδεσε το νεο-αυτοκρατορικό ιδεολόγημα πρωτίστως με την επιδίωξη δημιουργίας αποικιών, ως χώρο εποικισμού από Ιταλούς. [McCollum, Jonathan; Diacronie. Studi di Storia Contemporanea 23, 3 (2015), σελ. 6-7].
[2] Ήδη με την έναρξη του πολέμου, στις 30 Σεπτ. 2011, ιταλικά πολεμικά επιτέθηκαν και βύθισαν δυο τούρκικα τορπιλοβόλα (ιταλικής κατασκευής) στο λιμάνι της Πρέβεζας (υπό οθωμανική κατοχή ακόμη).
[3] Περισσότερα γύρω από την ιταλική απόβαση στα Δωδ/σα, τους διπλωματικούς ελιγμούς τους και τις φάσεις από τις οποίες διήλθε η ιταλοκρατία μέχρι το Β’ΠΠ, βλ. «Τα Δωδεκάνησα, η μυστική Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και η Ιταλική αυτοκρατορία».
[4] Οι Ιταλοί είχαν αρνητική άποψη και για τους Σομαλούς στρατιώτες γι’αυτό και είχαν στραφεί αλλού (Ζανζιβάρη, Σουδάν και Αιθιοπία) για την κάλυψη των αναγκών σε στρατιώτες και τοπικούς αστυνομικούς στην ιταλική Σομαλιλάνδη, κυρίως στην Υεμένη, παρά την αντιπαλότητα με Μεγ. Βρετανία και Οθωμ. αυτοκρατορία. Η στάση αυτή άλλαξε μετά το 1923 όταν ανέλαβε κυβερνήτης της Σομαλιλάνδης ο «γνωστός» μας Cesare Maria De Vecchi (διαβάστε για τα έργα και τις ημέρες του στα Δωδεκάνησα στο «Ο De Vecchi και η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων»), ο οποίος εξήρε τις πολεμικές τους αρετές και αύξησε σημαντικά τη στρατολόγηση τους μετά τη ριζική αλλαγή της ιταλικής στρατηγικής στην περιοχή, με στόχο την εδαφική επέκταση. [Zaccaria, Massimo; Northeast African Studies 22.1 (2022): σελ.28].
[5] Για τη χρήση των στρατ. συγκέντρωσης κατά το Β’ΠΠ στην Ιταλία και τις κατεχόμενες ακτές της Αδριατικής, κυρίως για Σλάβους αλλά και Εβραίους αιχμαλώτους, βλ. «Η νήσος Ραμπ και άλλα Ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
[6] Μία τέταρτη, μικρότερη, ομάδα αφορούσε ψυχιατρικούς ασθενείς εξαιτίας της απουσίας ειδικών ιδρυμάτων για τον εγκλεισμό τους στη Λιβύη. Κατά κανόνα στέλνονταν στο ποινικό, ψυχιατρικό νοσοκομείο της Aversa.
[7] Ας θυμηθούμε στα καθ’ημάς τη διαβόητη Βρετανική Αποικιοκρατία στην Κύπρο και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος εξορίστηκε μαζί με τον Κυρηνείας Κυπριανό και δύο ακόμη Κυπρίους πατριώτες στις Σεϋχέλλες ή τον Κιτίου Νικόδημο (Μυλωνά) ο οποίος πέθανε εξόριστος στα Ιεροσόλυμα.
[8] Οι Βρετανοί υπολόγιζαν σε περίπου 7,5 χιλιάδες τον αριθμό των Υεμένιων που στρατολογήθηκαν επίσημα ως askaris για τους Ιταλούς δια μέσου του Άντεν το διάστημα 1906-13. Ο τελικός αριθμός είναι σίγουρα αρκετά υψηλότερος γιατί υπήρχαν και άλλοι οδοί στρατολόγησης. Η πλειοψηφία τους υπηρέτησαν σε μονάδες της Σομαλίας. [Zaccaria, M. Northeast African Studies 22.1 (2022): σελ. 24].
[9] Η μονίμως φιλότουρκη Μ.Β. προσπαθούσε απεγνωσμένα -και παρά τις ενδείξεις για το μάταιο της προσπάθειας- να κρατήσει στη ζωή την Οθωμ. Αυτοκρατορία παρά τα τεράστια δομικά και κοινωνικά της προβλήματα που την είχαν καταστήσει ένα οιωνεί κράτος-ζόμπι. Θα μπορούσε να πει κάποιος ωστόσο, ότι εξαιτίας της βρετανικής εμμονής διατηρήθηκε το μόρφωμα αυτό εν ζωή αρκετά ώστε να γίνει η επανάσταση των Νεότουρκων που θα ολοκληρώσει σε λίγα χρόνια τις γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της Μ. Ασίας.
[10] «[…] would give rise to difficulties».
[11] Το Βρετανικό Υπ. Ναυτιλίας αμφιταλαντεύονταν ως προς τις εξελίξεις. Η κατοχή των Δωδ/σων έβαζε σε κίνδυνο τα βρετανικά συμφέροντα σε Αίγυπτο και Μαύρη Θάλασσα και τις εμπορικές οδούς προς την Ανατολή. Από την άλλη όμως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ανώτατος παράγοντας στο υπουργείο, απαριθμώντας τα υπέρ και κατά της υπόθεσης στον υφυπουργό Εξωτερικών σερ Άρθουρ Νίκολσον, θεωρούσε ότι η προσέγγιση με την Ιταλία έδινε πλεονέκτημα στην Αντάντ έναντι της πιθανής προσέγγισης Γερμανίας-Τουρκίας. [Ungari, Α. & Micheletta, L. Cambridge Scholars Publishing (2014), σ.143-4].
[12] Περισσότερα για τη Μυστική Συμφωνία του Λονδίνου, τη στάση των Μεγ. Δυνάμεων πριν και μετά τον Α’ΠΠ αλλά και τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων μέχρι το Β’ΠΠ, βλ. «Τα Δωδεκάνησα, η μυστική Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και η Ιταλική αυτοκρατορία».
[13] Ενδεικτικά, για τον Α’ Βαλκανικό, βλ. «ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912-13): Τα χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων συνασπίζονται», «Όλη η ιστορία των Βαλκανικών πολέμων 1912-1913 σε 10 λεπτά» (βίντεο) και άλλα άρθρα από τη συλλογή « Βαλκανικοί Πόλεμοι » του CognoscoTeam.
[14] Μετά από συντριπτική ήττα το Μάρτιο του 1913, ο al-Baruni θα διαφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα θα εκλεγεί αντιπρόσωπος στην Τουρκική Βουλή, έχοντας αναπτύξει δεσμούς με τους Νεότουρκους ήδη από το 1908 [Vandewalle, Dirk; Cambridge University Press, 2nd ed. (2012), σελ. 26].
[15] Βλ. «Τα Δωδεκάνησα, η μυστική Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και η Ιταλική αυτοκρατορία».




ΠΗΓΗ: https://cognoscoteam.gr/archives/46904



ο Firefox ανοίγει κανονικά τα σχόλια του Disqus, αρκεί να κάνετε το εξής:

-Στον Firefox (απο υπολογιστή) επιλέγουμε: Ρυθμίσεις ---> απόρρητο και ασφάλεια ---> "Ενεργοποίηση λειτουργίας μόνο HTTPS σε όλα τα παράθυρα"

-Στον Firefox (απο κινητό) επιλέγουμε: Ρυθμίσεις ---> απόρρητο και ασφάλεια ---> "λειτουργία «Μόνο HTTPS» ενεργή σε όλες τις καρτέλες"

-Στον Chrome (απο υπολογιστή και απο κινητό) επιλέγουμε: Ρυθμίσεις ---> απόρρητο και ασφάλεια ---> "Να χρησιμοποιούνται πάντα ασφαλείς συνδέσεις - Αναβάθμιση των πλοηγήσεων σε HTTPS και ειδοποίηση πριν τη φόρτωση ιστοτόπων που δεν το υποστηρίζουν."

Ο Chrome έχει ακόμα πρόβλημα, έστειλα σχετικό μήνυμα και στη Google μήπως το διορθώσουν. Μέχρι τότε μπορείτε να μπαίνετε και απευθείας στα σχόλια της Ατλαντίδας απο εδώ https://disqus.com/home/forums/apanemo-limani/?l=el

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου