Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Όταν η CIA παρεμβαίνει στις ξένες εκλογές



Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, τείνει να απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την παρέμβαση της κυβέρνησής του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 με ένα συνδυασμό αρνήσεων και αντικατηγοριών. Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ισχυρίστηκε τον Ιούνιο του 2017, που «σε όλο τον κόσμο παρεμβαίνουν ενεργά σε εκλογικές εκστρατείες σε άλλες χώρες». Ο σκοπός αυτού του ισχυρισμού είναι να δικαιολογήσει και να αποσπάσει την προσοχή από τις ενέργειες της Ρωσίας, και σε πολλά μέρη στο εξωτερικό λειτουργεί. Από το Κίεβο έως τις Βρυξέλλες και μέχρι το Λονδίνο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι μού είπαν ότι υποθέτουν πως η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) παρεμβαίνει συχνά στις εκλογές στο εξωτερικό.

Αυτή η αντίληψη είναι κατανοητή: για δεκαετίες, ήταν αλήθεια. Το πρώτο κρυφό πρόγραμμα δράσης της CIA ήταν μια επιχείρηση χειραγώγησης των εκλογών του 1948 στην Ιταλία. Οι Αμερικανοί αξιωματικοί πληροφοριών διέδωσαν εμπρηστική προπαγάνδα, χρηματοδότησαν τον υποψήφιο που προτιμούσαν, και ενορχήστρωσαν λαϊκές πρωτοβουλίες -όλα για να ωφελήσουν τις κεντρώες δυνάμεις της Ιταλίας έναντι των αριστερών ανταγωνιστών τους. Αφότου το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε, η επιχείρηση του 1948 έγινε «ένα πρότυπο», μου είπε ο David Robarge, επικεφαλής εσωτερικός ιστορικός της CIA, για το τι έκανε τότε η υπηρεσία σε «πολλές, πολλές χώρες», στον ανταγωνισμό με την Σοβιετική ομόλογό της, την KGB . Από την Χιλή και την Γουιάνα μέχρι το Ελ Σαλβαδόρ και την Ιαπωνία, η CIA και η KGB στόχευαν δημοκρατικές εκλογές σε όλο τον κόσμο. Ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις χειραγώγησαν ψηφοδέλτια απευθείας˙ άλλες χειραγώγησαν την κοινή γνώμη˙ όλες σχεδιάστηκαν για να επηρεάσουν τα εκλογικά αποτελέσματα.

Στην συνέχεια, ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε, και οι αντίθετοι στόχοι των εκλογικών επιχειρήσεων της Μόσχας και της Ουάσινγκτον -για εξάπλωση ή περιορισμό του κομμουνισμού- έγιναν ξεπερασμένοι. Έκτοτε, οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών παρενέβησαν σε πολλές ξένες εκλογές, όχι για να προωθήσουν μια ιδεολογία, αλλά για να προωθήσουν διχαστικούς και αυταρχικούς υποψήφιους, να σπείρουν χάος και σύγχυση, και να απονομιμοποιήσουν το δημοκρατικό μοντέλο. Αλλά τι γίνεται με την CIA;

Τα τελευταία δύο χρόνια, πήρα συνέντευξη από περισσότερους από 130 αξιωματούχους σχετικά με την εκατονταετή ιστορία της μυστικής εκλογικής παρέμβασης, ή των κρυφών προσπαθειών χειραγώγησης ψήφων δημοκρατικής διαδοχής στο εξωτερικό. Οι ερωτώμενοι περιελάμβαναν οκτώ πρώην διευθυντές της CIA και πολλούς περισσότερους αξιωματικούς της CIA, καθώς και διευθυντές εθνικών μυστικών υπηρεσιών, υπουργούς του κράτους, συμβούλους εθνικής ασφάλειας, έναν στρατηγό της KGB και έναν πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ. Έμαθα ότι τον 21ο αιώνα, οι ανώτεροι αξιωματούχοι εθνικής ασφάλειας της Ουάσιγκτον σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν την CIA για μια παρέμβαση σε ξένες εκλογές τουλάχιστον δύο φορές. Σε μια περίπτωση -στην Σερβία το 2000- η συζήτηση μετατράπηκε σε δράση, καθώς η CIA ξόδεψε εκατομμύρια δολάρια εργαζόμενη εναντίον του τυράννου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Στην άλλη -στο Ιράκ το 2005- η CIA έμεινε απ’ έξω. Και στις δύο περιπτώσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ ζύγιζαν τα πιθανά οφέλη της μυστικής δράσης έναντι των αντιληπτών κινδύνων. Αυτές οι παρασκηνιακές ιστορίες αποκαλύπτουν το γιατί, αντίθετα από τους ισχυρισμούς του Πούτιν, η Ουάσιγκτον, σε αντίθεση με τη Μόσχα, απομακρύνθηκε από την πρακτική της μυστικής εκλογικής παρέμβασης.

«ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΟΡΙΟ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΑΙ Ο ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΕ»

Η πρώτη υπόθεση ήρθε το 2000, όταν ο Μιλόσεβιτς, ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος, διαγωνιζόταν για την επανεκλογή του στην Σερβία. Ο Μιλόσεβιτς ήταν πολλά πράγματα: ένας ευθυγραμμισμένος με τη Μόσχα κομμουνιστής, ένας Σέρβος εθνικιστής, και ένας σοβαρός βιαστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, είχε ενεργοποιήσει μια εκστρατεία εθνοκάθαρσης στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Λίγα χρόνια αργότερα, έκανε το ίδιο στο Κοσσυφοπέδιο, καθώς οι στρατιώτες του τρομοκρατούσαν, δολοφονούσαν και εκδίωκαν τους Αλβανούς συστηματικά. Η σοβαρότητα αυτών των βιαιοπραγιών ώθησε το ΝΑΤΟ, το 1999, να ξεκινήσει αεροπορική εκστρατεία εναντίον των δυνάμεων του Μιλόσεβιτς και ένα διεθνές δικαστήριο να τον κατηγορήσει ως εγκληματία πολέμου. Ο Leon Panetta, προσωπάρχης του προέδρου των ΗΠΑ, Bill Clinton, από το 1994 έως το 1997, μου είπε: «Ο Μιλόσεβιτς θεωρήθηκε κακός άνθρωπος και κακή επιρροή και ως κάποιος που επρόκειτο να αναποδογυρίσει αυτό το μέρος του κόσμου αν δεν είχαν ληφθεί μέτρα για να κυνηγηθεί».

Οι εκλογές του 2000 παρουσίασαν μια τέτοια ευκαιρία. «Δεν ξέρω ότι είπαμε δημόσια πως ο στόχος μας ήταν η αλλαγή καθεστώτος», είπε ο James O’Brien, τότε ειδικός απεσταλμένος του Κλίντον για τα Βαλκάνια, αλλά «δεν βλέπαμε τον Μιλόσεβιτς ότι ήταν σε θέση να ηγηθεί μιας κανονικής χώρας». Από τα μέσα του 1999 έως τα τέλη του 2000, δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί των ΗΠΑ ξόδεψαν περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια σε σερβικά προγράμματα, υποστηρίζοντας όχι μόνο την αντιπολίτευση του Μιλόσεβιτς, αλλά και τα ανεξάρτητα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις πολιτικές οργανώσεις και τις πρωτοβουλίες ενίσχυσης της προσέλευσης στην κάλπη. Μέσω αυτής της ανοιχτής δέσμευσης, εξήγησε ο O'Brien, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ως στόχο να κάνουν δίκαιους τους όρους του ανταγωνισμού στις εκλογές που ο Μιλόσεβιτς ήταν έτοιμος να χειραγωγήσει.

Καθώς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Πολιτειών για την Διεθνή Ανάπτυξη (United States Agency for International Development, USAID) και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) που χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ επηρέαζαν τις σερβικές εκλογές φανερά, η CIA έκανε το ίδιο κρυφίως. Ο John Sipher μου είπε ότι μεταξύ του 1991 και του 2014, όταν υπηρετούσε ως αξιωματικός επιχειρήσεων της CIA, ήξερε μόνο μια «επιτυχημένη» επιχείρηση παρέμβασης σε εκλογές: στην Σερβία το 2000. «Υπήρξε μια μυστική προσπάθεια να υποστηριχθεί η αντιπολίτευση στον Μιλόσεβιτς», είπε ο Sipher, αναθυμούμενος ότι αφού ο Κλίντον ενημέρωσε επιλεγμένα μέλη του Κογκρέσου, η CIA ξεκίνησε να δουλεύει «στηρίζοντας και χρηματοδοτώντας και παρέχοντας βοήθεια σε συγκεκριμένους υποψηφίους της αντιπολίτευσης -αυτό ήταν το κύριο πράγμα».

Ο Sipher, ο οποίος έγινε επικεφαλής του σταθμού της CIA στην Σερβία αμέσως μετά τις εκλογές, εξήγησε ότι ο οργανισμός διοχέτευσε «σίγουρα εκατομμύρια δολάρια» στην εκστρατεία κατά του Μιλόσεβιτς, κυρίως σε συναντήσεις με βασικούς βοηθούς των Σέρβων ηγετών της αντιπολίτευσης εκτός των συνόρων της χώρας τους και «παρέχοντάς τους μετρητά» επί τόπου.

Σε μια συνέντευξη, ο Κλίντον επιβεβαίωσε ότι εξουσιοδότησε την CIA να παρέμβει στις εκλογές του 2000 υπέρ των αντιπάλων του Μιλόσεβιτς. «Δεν είχα πρόβλημα με αυτό», μου είπε για το κρυφό πρόγραμμα δράσης της CIA, επειδή ο Μιλόσεβιτς «ήταν ένας ψυχρός δολοφόνος και είχε προκαλέσει τους θανάτους εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων». Ακριβώς όπως οι Αμερικανοί πρόεδροι της εποχής του Ψυχρού Πολέμου πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις ξένες δημοκρατίες υπονομεύοντας τους κομμουνιστές υποψηφίους, ο Κλίντον πίστευε ότι θα μπορούσε να ενισχύσει την σερβική δημοκρατία εργαζόμενος εναντίον του Μιλόσεβιτς. «Ο τύπος ήταν εγκληματίας πολέμου», μου είπε ο Κλίντον. «Δεν θεωρούσα τον Μιλόσεβιτς δημοκρατικό υποψήφιο ˙ σκεπτόμουν ότι προσπαθούσε να απαλλαγεί από την δημοκρατία».

Στην Σερβία, η εστίαση της CIA ήταν να επηρεάσει τα μυαλά παρά να μεταβάλλει τα ψηφοδέλτια. «Δεν νοθεύσαμε την ψηφοφορία ούτε είπαμε ψέματα εν γνώσει μας στους ψηφοφόρους για να τους βοηθήσουμε να υποστηρίξουν τους ανθρώπους που ελπίζαμε να κερδίσουν», εξήγησε ο Κλίντον. Αντ' αυτού, η CIA παρείχε χρήματα και άλλα είδη βοήθειας στην [προεκλογική] εκστρατεία της αντιπολίτευσης.

Οι ηγέτες του Κογκρέσου γνώριζαν και υποστήριξαν αυτό το μυστικό σχέδιο. Ο Trent Lott, ο ηγέτης της πλειοψηφίας στην Γερουσία, υπενθύμισε ότι όταν ενημερώθηκε για την επιχείρηση της CIA, την υποστήριξε ολόψυχα. «[Ο Μιλόσεβιτς] ήταν εντελώς εκτός ελέγχου», μου είπε ο Lott. «Δεν επρόκειτο να εισβάλουμε, αλλά ήταν ένα χάος και έπρεπε να κάνουμε κάτι». Οι αξιωματικοί της CIA, σε αντίθεση με άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ, μπορούσαν να επιχειρήσουν μυστικά. «Λόγω της φύσης του τρόπου με τον οποίο δραστηριοποιούμαστε», εξήγησε ο Douglas Wise, τότε αξιωματικός της CIA που έδρευε στα Βαλκάνια, «η Σερβία ήταν πολύ πιο διαπερατή από όσο για τους ανθρώπους που ήταν πολύ πιο ορατοί, ας πούμε». Η συμμετοχή της κοινότητας πληροφοριών των ΗΠΑ στις εκλογές ήταν «ουσιαστική», συνέχισε ο Wise, καθώς η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε «όλα τα μέσα της εθνικής μας ισχύος για να δημιουργηθεί ένα αποτέλεσμα που ήταν ευχάριστο για τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Αλλά θα ήταν αρκετό; Καθώς πλησίαζαν οι εκλογές, ο Κλίντον ανησυχούσε ότι ο Μιλόσεβιτς θα εξαπατούσε για να νικήσει. «Αυτές οι εκλογές θα είναι σημαντικές, αλλά πιθανότατα δεν θα είναι δίκαιες», είπε στον Βλαντιμίρ Πούτιν, τον νέο πρόεδρο της Ρωσίας, δυόμισι εβδομάδες πριν από την ψηφοφορία, σύμφωνα με ένα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένο αντίγραφο της συνομιλίας τους. «Ο Μιλόσεβιτς μένει πίσω στις δημοσκοπήσεις, οπότε πιθανότατα θα κλέψει. Θα ήταν προτιμότερο να χάσει, αλλά μάλλον θα κανονίσει να μην συμβεί αυτό». (Ο Πούτιν, σε απάντηση, παραπονέθηκε για την παρέμβαση του ΝΑΤΟ τον προηγούμενο χρόνο. «Δεν ζητήθηκε η γνώμη μας για την απόφαση βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας», είπε. «Αυτό δεν είναι δίκαιο»).

Οι αμερικανικές οργανώσεις προώθησης της δημοκρατίας, που μοιράζονταν τις ανησυχίες του Κλίντον, προσπάθησαν να διασφαλίσουν ότι ο Μιλόσεβιτς δεν θα μπορούσε να νοθεύσει την καταμέτρηση ψήφων. Μια ΜΚΟ που χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ εκπαίδευσε [3] περισσότερους από 15.000 ακτιβιστές για την παρακολούθηση των εκλογικών χώρων. Την ημέρα των εκλογών, τα μέλη της αντιπολίτευσης ψήφισαν μαζί με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η καταμέτρηση των ψήφων από το κράτος υποδήλωνε ότι ο Μιλόσεβιτς είχε μικρό προβάδισμα. Η παράλληλη καταμέτρηση, ωστόσο, αποκάλυψε την αλήθεια: είχε χάσει συντριπτικά. Έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις. Ο Μιλόσεβιτς, ανίκανος να καταπνίξει μια λαϊκή επανάσταση, αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

Το άγγιγμα της CIA παρέμεινε κρυφό. Δύο δεκαετίες αργότερα, οι – συνταξιούχοι σήμερα - Αμερικανοί αξιωματούχοι πληροφοριών εξέφρασαν ανεξήγητη πεποίθηση ότι η δουλειά τους αποδείχθηκε καθοριστική για να νικηθεί ο Μιλόσεβιτς. Ο Sipher σχολίασε την «επιτυχία» της επιχείρησης της CIA. Ο Wise είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν «μια μεγάλη διαφορά» και ότι «ένας συνδυασμός» μυστικών και εμφανών τακτικών είχε «θετικό αποτέλεσμα». Όπως συμβαίνει με όλες τις μυστικές επιχειρήσεις προκειμένου να επηρεαστούν ψηφοφόροι, η CIA δεν μπορούσε να εκτιμήσει τον ακριβή αντίκτυπό της. «Η μέτρηση είναι δύσκολη», αναγνώρισε ο Sipher. Ωστόσο, σημείωσε ότι αξιωματούχοι της σερβικής κυβέρνησης πίσω από κλειστές πόρτες πίστωσαν την CIA για τη νίκη τους. «Πολλοί από τους βασικούς παίκτες που έγιναν ανώτερα πρόσωπα στην επόμενη κυβέρνηση συνέχισαν να συναντιούνται μαζί μας και συνέχισαν να μας λένε ότι ήταν οι προσπάθειές μας που οδήγησαν στην επιτυχία τους», δήλωσε ο Sipher, «από την άποψη ότι τους βοηθήσαμε με τα πάντα, από την διαφήμιση έως την χρηματοδότηση έως και το πώς έκαναν τα πράγματα» κατά την διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας.

Σε συνεντεύξεις, πιο ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ένιωθαν άβολα σε οποιαδήποτε αναφορά για την CIA και την ήττα του Μιλόσεβιτς. «Γνωρίζω πράγματα για αυτό, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω επί τούτω», δήλωσε ο John McLaughlin, ο οποίος ήταν αναπληρωτής διευθυντής της CIA το 2000. Αυτή η δυσφορία είχε νόημα: η παρέμβαση της CIA στις εκλογές του 2000 δεν ήταν αντιπροσωπευτική των μετα-ψυχροπολεμικών επιχειρήσεων της υπηρεσίας. Πόσο συχνά, σε τελική ανάλυση, μπορεί να εκδιωχθεί ένας εγκληματίας πολέμου δια της κάλπης; «Φαινόταν να υπάρχει ένα υψηλότερο επίπεδο άνεσης όχι μόνο στο κομμάτι [των υπηρεσιών] πληροφοριών του κόσμου, αλλά πραγματικά απλώς μια προφανής πολιτική ότι έπρεπε να γίνει κάτι στα Βαλκάνια», είπε ο Steven Hall, πρώην αξιωματικός της CIA που ήταν σταθμευμένος στην περιοχή το 2000. Για την Ουάσινγκτον, η «εκλογική χειραγώγηση» είχε γίνει «εργαλείο έσχατης λύσης», πρόσθεσε ο Wise, και η σερβική υπόθεση ήταν «η τέλεια εξαίρεση», εν μέρει λόγω των φρικαλεοτήτων του Μιλόσεβιτς και εν μέρει λόγω της «δεκτικής», «αξιόπιστης» και «ελκυστικής» φύσης της αντιπολίτευσης. Για τέτοιες περιπτώσεις, ο Wise υποστήριξε γενικά, «ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα … το ρίσκο είναι ίσως να κάνεις κάτι που είναι μη-αμερικανικό στα μάτια κάποιων». Αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι «ο γενοκτονικός μανιακός δεν είναι πλέον στην εξουσία».

Όταν ρώτησα τον Κλίντον γιατί κρίθηκε ότι άξιζε η μυστική δράση στην Σερβία, είπε απλά: «Υπάρχει ένα όριο θανάτου, και ο Μιλόσεβιτς το ξεπέρασε» (“There’s a death threshold, and Milosevic crossed it”).

Η CIA ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

Το 2004, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, ήταν στα πρόθυρα να εγκρίνει άλλη μια τέτοια επιχείρηση. Η ιστορία ξεδιπλώθηκε στην Αίθουσα Καταστάσεων (Situation Room ) του Λευκού Οίκου, όπου, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, αξιωματούχοι της εθνικής ασφάλειας ζύγισαν μια γνωστή πρόταση: η CIA να εμπλακεί σε μυστική εκλογική παρέμβαση. Αυτή την φορά, ο στόχος θα ήταν το Ιράκ.

Τον Μάρτιο του 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Ιράκ για να απομακρύνουν τον Σαντάμ Χουσεΐν, τον μακρόχρονο δικτάτορα της χώρας, και να κατασχέσουν όπλα μαζικής καταστροφής που φέρεται να κατείχε. Η κυβέρνηση του Χουσεΐν έπεσε μέσα σε εβδομάδες, αλλά δεν βρέθηκαν τέτοια όπλα. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον πόλεμο, ο Μπους ανανέωσε την υπόσχεσή του να μεταμορφώσει το πολιτικό σύστημα του Ιράκ. Στα τέλη του 2003, δήλωσε [4] ότι «η ιρακινή δημοκρατία θα πετύχει» και ότι οι πολίτες της θα απολαύσουν λαϊκή εκπροσώπηση. «Για την [αμερικανική κυβέρνηση] εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά σημαντικό να διεξαχθούν ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, διότι αυτό δικαιολογούσε την εισβολή», είπε ο Arturo Muñoz, τότε ανώτερος αξιωματικός της CIA. «Εφ' όσον δεν βρήκαμε όπλα μαζικής καταστροφής, ήμασταν κάπως απελπισμένοι τότε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας, ώστε τουλάχιστον να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε δημοκρατία σε αυτό το μέρος». Οι αμερικανικές οργανώσεις προώθησης της δημοκρατίας έδωσαν πόρους στο Ιράκ. Το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο (International Republican Institute) και το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο (National Democratic Institute), συγκεκριμένα, ξεκίνησαν ουσιαστικά προγράμματα εκεί, βοηθώντας στην παραγωγή υλικού εκπαίδευσης ψηφοφόρων, εκπαιδεύοντας κομματικούς αξιωματούχους και διευκολύνοντας τις πολιτικές συζητήσεις και τις προσπάθειες προσέλευσης στην κάλπη.

Ο σκοπός των εκλογών, ωστόσο, είναι οι ψηφοφόροι να καθορίσουν την κατεύθυνση του κράτους τους. Υπό αυτήν την έννοια, ο Μπους είχε ένα πρόβλημα: οι αναφορές [των υπηρεσιών] πληροφοριών ανέφεραν ότι ο υποψήφιος που εκείνος προτιμούσε, ο Ayad Allawi, θα έχανε στις πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιράκ, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο του 2005.

Η αμερικανική κοινότητα πληροφοριών πίστευε ότι το Ιράν χειραγωγούσε τις εκλογές υπέρ της αντιπολίτευσης προς τον Allawi. «Φυσικά, εμπλέκετο το Ιράν», δήλωσε ο McLaughlin, τότε αναπληρωτής διευθυντής της CIA. «Γιατί δεν θα το έκανε; Είναι ακριβώς δίπλα, έχει την ικανότητα [να το κάνει], και ήταν κοντά σε κάποιους από την ηγεσία». Ο Wise έδρευε στο Ιράκ πριν από τις εκλογές και λίγα χρόνια αργότερα έγινε επικεφαλής της CIA εκεί. Περιέγραψε την ιρανική παρέμβαση στις ιρακινές εκλογές ως ευρεία: «Μιλάμε για χρήματα, ακτιβιστές, απειλές, εκβιασμούς, μια παραστρατιωτική παρουσία».

Ο Μπους και οι σύμβουλοί του συζήτησαν εάν θα απαντήσουν με μυστική δράση. Ο John Negroponte, τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ιράκ, συμμετείχε τακτικά σε διυπηρεσιακές τηλεδιασκέψεις από την Βαγδάτη με ένα μοναδικό θέμα στην ατζέντα: την εκλογική παρέμβαση υπό την ηγεσία της CIA. «Το σκεφτήκαμε πραγματικά πολύ», είπε ο Negroponte, ο οποίος μου είπε ότι ήταν «ανοιχτός στην πιθανότητα» στις συζητήσεις με άλλους ανώτερους αξιωματούχους της διοίκησης.

Οι συζητήσεις έφτασαν σε ένα αρκετά σοβαρό στάδιο όπου ο Λευκός Οίκος ενημέρωσε την ηγεσία του Κογκρέσου για τα σχέδιά του. «Το κορυφαίο ζήτημα ήταν ότι υπήρχε μια ευκαιρία εδώ για εμπλοκή με έναν τρόπο που θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα από ένα εγγυημένο αποτέλεσμα», εξήγησε ο Tom Daschle, τότε ηγέτης της μειοψηφίας στην Γερουσία. Οι αξιωματούχοι από τους οποίους πήρα συνέντευξη δεν μπόρεσαν να θυμηθούν, ή δεν ήθελαν να μοιραστούν [μαζί μου], τις επιχειρησιακές λεπτομέρειες του σχεδίου της CIA, αν και ο Daschle μου είπε ότι περιλάμβανε «πολλές δραστηριότητες που πιστεύαμε ότι ήταν απλώς άκαιρες και ακατάλληλες».

Για την CIA, η παρέμβαση στις εκλογές του Ιράκ θα ήταν η πιο πρόσφατη ερμηνεία μιας πολύ παλιάς επιχείρησης, και μέχρι το φθινόπωρο του 2004, η υπηρεσία προχώρησε σε δράση. Ο Allawi περίμενε μυστική βοήθεια. «Η αρχική στάση των ΗΠΑ ήταν να υποστηρίξει μετριοπαθείς δυνάμεις, οικονομικά και στα μέσα ενημέρωσης», είπε το 2007. Στην συνέχεια, απροσδόκητα, αυτή η βοήθεια «σταμάτησε», είπε ο Allawi, «με το πρόσχημα ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να παρέμβουν».

Μέσα στην CIA, το Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο, μια απίθανη συμμαχία αξιωματούχων είχε ενωθεί ενάντια στη μυστική εκλογική παρέμβαση. Οι εκπρόσωποι της CIA, αναθυμήθηκε ο Negroponte, «ήθελαν να συμμετάσχουν το λιγότερο» σε αυτήν την επιχείρηση, καθώς θα μπορούσε να εκθέσει την υπηρεσία σε κριτική εάν εντοπιζόταν. Ο McLaughlin, γελώντας, είπε ότι «δεν θα διαφωνούσε» με την ανάμνηση του Negroponte. «Είχαμε, τελικά, εισβάλει σε μια χώρα για να την καταστήσουμε δημοκρατική», είπε. «Πόσο υποκριτικό θα ήταν τότε να ανατρέψουμε τις εκλογές τους;» Μιλώντας γενικά, ο Muñoz είπε, «Αν πρόκειται να καταστρέψεις τις εκλογές, και γίνει γνωστό, και τα πράγματα συχνά διαρρέουν», τότε όταν «το θέμα δημοσιοποιηθεί ότι ο ένας και ο άλλος νίκησαν επειδή η CIA έκανε το X, το Ψ και το Ω, τότε μόλις έχεις καταστρέψει ολόκληρη την περιπέτεια εξωτερικής πολιτικής που ξεκίνησες».

Οι ηγέτες του Κογκρέσου αντιτάχθηκαν επίσης στο σχέδιο. Για τον Daschle, τα επιχειρήματα κατά της μυστικής δράσης ήταν διπλά. Το πρώτο ήταν θέμα οπτικής: πόσο «φοβερό θα φαινόταν» αν δημοσιοποιείτο. Το δεύτερο ήταν κανονιστικό. «Δεν υπήρχε πλέον ο Ψυχρός Πόλεμος», είπε. «Το να κάνουμε αυτό που κάναμε ακόμη και είκοσι χρόνια νωρίτερα, δεν ήταν σωστό˙ δεν συμβάδιζε με το τι θα πρέπει να αρέσει στην χώρα μας». Ο Daschle υπενθύμισε ότι η Nancy Pelosi, η ομόλογός του στην Βουλή των Αντιπροσώπων, ήταν «πολύ ζωηρά» αντιτιθέμενη στο σχέδιο. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Πελόζι [6] βρήκε σύμμαχο την Κοντολίζα Ράις, την σύμβουλο εθνικής ασφάλειας. «Καθώς άκουγα την συζήτηση να συνεχίζεται», είπε ο Negroponte, «συνειδητοποίησα ότι “δεν αξίζει τον κόπο, και οι άνθρωποι δεν θέλουν να το κάνουν”, και το απορρίψαμε».

Ο Μπους, προσπαθώντας να οικοδομήσει μια δημοκρατία, δεν ήθελε να παρέμβει κρυφά στις εκλογές αυτής της δημοκρατίας. «Θέλεις να είσαι αρκετά καθαρός και ελεύθερος όταν πρόκειται για παρεμβολές στις εκλογικές διαδικασίες τους», είπε ο McLaughlin. «Συμμετείχα σε πολλούς μυστικούς σχεδιασμούς και αποφάσεις δράσης και πρέπει πάντα να αναρωτιέσαι: «Ποιες είναι οι ακούσιες συνέπειες αυτού που προτείνουμε να κάνουμε ή σκεπτόμαστε να κάνουμε;».

Το σχέδιο της CIA είχε μπει στο ράφι. Και τον Ιανουάριο του 2005, ο συνασπισμός του Allawi έχασε εντυπωσιακά σε εκλογές που χαρακτηρίστηκαν από αστάθεια και τρομοκρατικές επιθέσεις. Ένας κυβερνών συνασπισμός με στενούς δεσμούς με την Τεχεράνη πήρε τότε την εξουσία.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ

Πώς, λοιπόν, άλλαξε ο ρόλος της CIA κατά την μετα-ψυχροπολεμική περίοδο; Καθώς οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών χειραγωγούν πάλι εκλογές σε όλο τον κόσμο, η CIA έχει καταγράψει την αντίθετη πορεία. Η σερβική επιχείρηση, σύμφωνα με διάφορους αξιωματούχους των ΗΠΑ, ήταν ένα «εξαιρετικό» μέτρο που αντανακλούσε εξαιρετικές περιστάσεις. Για τις ιρακινές εκλογές, στις οποίες δεν συμμετείχε ηγέτης όπως ο Milošević, οι πολιτικοί των ΗΠΑ έκριναν ότι οι κίνδυνοι μυστικής δράσης ήταν πολύ υψηλοί. Στα χρόνια έκτοτε, με βάση τις συνεντεύξεις μου με τους επτά διευθυντές της CIA από τον Ιούλιο του 2004 έως τον Ιανουάριο του 2017, καθώς και πρώην διευθυντές εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών και αναπληρωτές διευθυντές της CIA, η λογική πίσω από την ιρακινή απόφαση έχει γίνει ο κανόνας. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Πούτιν, η Ουάσιγκτον έχει εγκαταλείψει την χρήση μυστικών εκλογικών παρεμβάσεων.

Σε συνεντεύξεις για τα σύγχρονα μυστικά προγράμματα δράσης της CIA, οι πρώην αρχηγοί των κατασκόπων των Ηνωμένων Πολιτειών εμπίπτουν σε δύο ομάδες. Η πρώτη επιμένει ότι η υπηρεσία δεν συμμετέχει πλέον σε μυστικές εκλογικές παρεμβάσεις. Ο David Petraeus, ο οποίος ηγήθηκε της CIA το 2011 και το 2012, είπε ότι «δεν γνωρίζει στους πιο πρόσφατους καιρούς» τέτοιες επιχειρήσεις. Ο John Brennan, διευθυντής της CIA από το 2013 έως το 2017, προσέφερε μια πιο γενική διαβεβαίωση: «Με τον πρόεδρο Ομπάμα και τον πρόεδρο Μπους τον 43ο, δεν υπήρξε ποτέ προσπάθεια να επηρεαστεί το αποτέλεσμα δημοκρατικών εκλογών. Πιστεύαμε ότι ήταν αντίθετο στην δημοκρατική διαδικασία να το κάνουμε αυτό». Η CIA στόχευε κάποτε ξένες εκλογές, συνέχισε, «αλλά τα τελευταία περίπου 18 χρόνια, αυτό δεν συνέβη».

Η δεύτερη ομάδα αξιωματούχων δεν μιλά απόλυτα, υποδηλώνοντας ότι η CIA απομακρύνθηκε από, αλλά όχι απαραίτητα σταμάτησε, το να επηρεάζει εκλογές στο εξωτερικό. «Δεν υπήρχαν πολλά από αυτά. Τούτο δεν είναι κάτι που οι υπηρεσίες πληροφοριών κάνουν με μια αίσθηση που δεν μοιάζει καθόλου με την ευελιξία και την ελευθερία που θα μπορούσαν να έχουν στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου», είπε ο McLaughlin, ο οποίος, ως ο νούμερο δύο της CIA το 2000, θα είχε εμπλακεί στην υπόθεση Milosevic. Έκτοτε, τέτοιες επιχειρήσεις ανήλθαν, τουλάχιστον, στα υψηλότερα επίπεδα. Η κυβέρνηση Μπους συζήτησε το σχέδιο του Ιράκ˙ η κυβέρνηση Ομπάμα ζύγισε παρόμοιες προτάσεις. «Δεν είναι ότι αυτές οι ιδέες δεν εμφανίζονται, αλλά τουλάχιστον στην διοίκηση [του Ομπάμα] θα απορρίπτονταν», είπε ο Tony Blinken, ο οποίος υπηρέτησε σε ανώτερες θέσεις εθνικής ασφάλειας σε ολόκληρη την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα.


Από αυτή την δεύτερη ομάδα, ο Leon Panetta, διευθυντής της CIA από το 2009 έως το 2011, ήταν ο πιο ειλικρινής. Είπε ότι ποτέ δεν «προχώρησε» στο να αλλάξει απευθείας τις ψήφους ή να διαδώσει παραπληροφόρηση. Αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις, η δική του CIA επηρέασε τα ξένα μέσα ενημέρωσης πριν από τις εκλογές για να «αλλάξει στάσεις εντός της χώρας». Η μέθοδος της CIA, συνέχισε ο Panetta, ήταν να «αποκτά μέσα μαζικής ενημέρωσης σε μια χώρα ή σε μια περιοχή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πολύ καλά για να είναι σε θέση να παραδώσουν» ένα συγκεκριμένο μήνυμα ή εργασία για να «επηρεάσουν εκείνους που ενδέχεται να κατέχουν στοιχεία των μέσων μαζικής ενημέρωσης για να είναι ικανά να συνεργαστούν, να δουλέψουν μαζί σου για την παράδοση αυτού του μηνύματος». Όπως στην Ιταλία το 1948 ή την Σερβία το 2000, τα προγράμματα που περιέγραψε ο Panetta συμπλήρωσαν εμφανείς εκστρατείες προπαγάνδας. «Ακόμα κι αν λειτουργούσαμε σε μυστική βάση», είπε, «έπρεπε να είσαι βέβαιος ότι οι εμφανείς μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν τουλάχιστον έδωσαν το ίδιο μήνυμα». Ακόμη και αυτός ο τύπος επιχείρησης παρουσίαζε κινδύνους. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ένα στοίχημα», συνέχισε ο Panetta, γι' αυτό ήταν μια επιλογή της έσχατης καταφυγής και γι' αυτό οι πιο επιθετικές τακτικές είχαν μπει στο περιθώριο.

Κάθε συνέντευξη έδειξε το ίδιο συμπέρασμα: για την CIA, η μυστική εκλογική παρέμβαση έχει γίνει η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Είτε η υπηρεσία δεν επιδιώκει πλέον να επηρεάσει τα εκλογικά αποτελέσματα, όπως ισχυρίστηκαν οι Brennan και Petraeus, είτε το κάνει σε σπάνιες περιπτώσεις όταν, όπως και με τον Μιλόσεβιτς, ένας τύραννος μπορεί να εκδιωχθεί μέσω της κάλπης. Η ακριβής αλήθεια είναι άγνωστη. Αλλά αυτή η γενική αλλαγή σηματοδοτεί μια δραματική απομάκρυνση από τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν η CIA παρενέβαινε στις εκλογές «πολλών, πολλών» χωρών. Γι' αυτήν την εξέλιξη, ο Negroponte, πρώην διευθυντής εθνικών πληροφοριών, είπε: «Ειλικρινά, τέτοιου είδους πολιτική δράση είναι πραγματικά κομμάτι του παρελθόντος. Το Ιράκ με έπεισε για αυτό. Ήταν απλώς μηδενική όρεξη για [εκλογική] παρέμβαση».

Οι σκεπτικιστές θα επιμείνουν ότι οι αρχηγοί [των υπηρεσιών] πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών ψεύδονται. Αλλά λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές πραγματικότητες, οι σκεπτικιστές μπορεί να είναι εκείνοι που αψηφούν την λογική. Θα ήταν αυτοκαταστροφικό για την CIA να χειραγωγήσει ξένες εκλογές σε όλες εκτός από τις πιο εξαιρετικές περιστάσεις. Ένας λόγος για το γιατί, αφορά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το οποίο έκλεψε από την CIA τον μακροχρόνιο σκοπό της: να αντιμετωπίζει την Σοβιετική Ένωση. Ο Μιλόσεβιτς, κατ’ αρχήν, ήταν ένα λείψανο μιας προηγούμενης εποχής. Τον Σεπτέμβριο του 2001, η CIA βρήκε μια νέα εστίαση στην αντιτρομοκρατία, η οποία καλούσε για επιδρομές με drone και παραστρατιωτικές επιχειρήσεις, όχι για εκλογικές παρεμβολές.

Οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο διακήρυξαν μια εποχή φιλελεύθερης δημοκρατίας που ορίζεται από ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Αυτή η μετάβαση, από την ανάσχεση του κομμουνισμού στην προώθηση της δημοκρατίας, έκανε τις μυστικές εκλογικές παρεμβάσεις μια πιο επικίνδυνη πρόταση. Όπως εξήγησε ο Michael Hayden, πρώην διευθυντής της CIA, «η ανάμιξη σε μια εκλογική διαδικασία ξεπερνά τα θεμελιώδη πιστεύω μας. Ίσως θελήσεις να το κάνεις για να δημιουργήσεις ίσες ευκαιρίες, ίσως θέλεις να το κάνεις ακριβώς λόγω απαιτήσεων της εθνικής ασφάλειας, αλλά δεν θα δίνει σωστή αίσθηση». Ο McLaughlin ανέπτυξε τις εξελισσόμενες προοπτικές της Ουάσιγκτον. «Εάν παρεμβαίνεις σε εκλογές και εκτεθείς ότι το κάνεις», είπε, «είσαι πολύ πιο υποκριτικός από ό, τι θα εμφανιζόσουν στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν κάτι τέτοιο έτεινε να δικαιολογείται ως μέρος του κόστους του να κάνεις την δουλειά».

Η υποκρισία, ωστόσο, δεν είχε σταματήσει την CIA στο παρελθόν. Και τα τελευταία χρόνια, καθώς ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων επανεμφανίστηκε, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα διακύβευμα σε πολλές ξένες εκλογές. Οι αλλαγές στην υψηλή πολιτική, λοιπόν, εξηγούν μόνο εν μέρει αυτήν τη μετατόπιση της δραστηριότητας της CIA. Το υπόλοιπο αυτής της ιστορίας έχει να κάνει με την διάδοση του Διαδικτύου, το οποίο έχει εκθέσει τις αμερικανικές εκλογές σε εξωτερικές παρεμβολές. Αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον διστάζουν να εκτελέσουν το είδος της επιχείρησης στην οποία η χώρα τους έχει γίνει τόσο ευάλωτη. «Αν βρίσκεσαι σε γυάλινο σπίτι, μην πετάς πέτρες», είπε ο Petraeus. «Και είμαστε το μεγαλύτερο γυάλινο σπίτι όσον αφορά την συνδεσιμότητα στο Διαδίκτυο».

Η ψηφιακή εποχή έκανε επίσης πιο δύσκολη την διατήρηση της μυστικότητας των κρυφών επιχειρήσεων για την χειραγώγηση εκλογών στο εξωτερικό. «Είναι πολύ δύσκολο να αποφύγεις τελικά την δημοσιοποίηση αυτού του είδους δραστηριότητας», συνέχισε ο Petraeus. Και για την Ουάσινγκτον, το να πιαστεί [«στα πράσα»] έχει σημασία. «Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωριστεί ότι προωθούσαν την παραπληροφόρηση ή αλλοίωσαν τις ψήφους σε εκλογές, θα υπονόμευε την αξιοπιστία μας και τις πολιτικές προσπάθειές μας, δεδομένου του πόσο ασυνεπείς θα ήταν τέτοιες ενέργειες με τις αξίες που προωθούμε, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο της ήπιας ισχύος μας», είπε η Avril Haines, πρώην αναπληρώτρια διευθύντρια της CIA. «Το ίδιο δεν ισχύει για την Ρωσία».


ΠΗΓΗ: http://foreignaffairs.gr/articles/72806/david-shimer/otan-i-cia-parembainei-stis-ksenes-ekloges?page=show

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου