Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Πώς η υποτίμηση των πολιτικών του Ερντογάν οδήγησε στην παρανόηση της πρωτοβουλίας Μακρόν

 

άρθρο του Γιαβούζ Μπαντάρ

Το μήνυμα προς την Άγκυρα κατέστη σαφές: Ο πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν έλαβε ένα τελεσίγραφο για να αναθεωρήσει τα σχέδιά του για τις σεισμικές έρευνες σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί ότι ανήκουν στην θαλάσσια επικράτειά της, κι επίσης να πάψει την στρατιωτική του δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου, όταν η Ε.Ε. θα πραγματοποιήσει την εξαμηνιαία της σύνοδο. Επίσης έχει γίνει ξεκάθαρο ότι η Ε.Ε. ετοιμάζει ένα προσχέδιο κυρώσεων σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει στα ίδια βήματα να κλιμακώνει την ένταση με την Ελλάδα.

Η Ουάσιγκτον δείχνει να συμφωνεί. Ο Υπουργός Εξωτερικών της, ο Μάικ Πομπέο, απηύθυνε έκκληση ότι ο μόνος τρόπος να αρχίσουν συνομιλίες αποκλιμάκωσης μεταξύ των δυο χωρών, είναι να αποσυρθούν τα τουρκικά πλοία στα λιμάνια τους, ώστε να ακολουθήσει και η Ελλάδα. Και οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει τους στόλους τους στην ευρύτερη περιοχή, και αυτή η κινητοποίηση απορροφά ενέργεια και χρήμα: Σύμφωνα με έναν Έλληνα συνάδελφο κοστίζει περίπου 3-4 εκ. €/ ημέρα στην Ελλάδα.

Βέβαια εκείνη που αισθάνεται στριμωγμένη, είναι η Τουρκία. Ο Ερντογάν βιώνει μια πρωτοφανής μοναξιά. Ακόμα και εκείνος ο Αραβικός Σύνδεσμος εγκατέλειψε την κυβέρνησή του, κατηγορώντας την πολιτική της ως επεκτατική και διχαστική για την Μέση Ανατολή, απαιτώντας την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων από την Συρία, το Ιράκ και την Λιβύη.

Στην Άγκυρα, το πολιτικό μπλοκ που βρίσκεται στην εξουσία, μια ιδιότυπη ανάμειξη ισλαμιστών, κεκαλυμμένων τζιχανιστών, σκληροπηρυνικών του Ευρασιατισμού, υπερεθνικιστών, κι ένα μάτσο τυχοδιώκτες του στρατού και της πολιτικής, βιώνουν ένα παράξενο δίδαγμα: Όσο πιο πολύ αμφισβητούν το διεθνές δίκαιο και την παγκόσμια τάξη, τόσο πιο πολύ απομονωμένοι γίνονται.

Τα προβλήματα της Τουρκίας πηγάζουν από τον τρόπο που ο Ερντογάν ασκεί πολιτική. Η συνολική τακτική του έγκειται στο να θέτει όλους τους κρατικούς θεσμούς της χώρας υπό τον προσωπικό του έλεγχο, διώκοντας το προσωπικό τους, και βάζοντας στην θέση τους, εξαιρετικά αφοσιωμένους αν και ακατάλληλους οπαδούς του. Ο τομέας που έχει πληγεί περισσότερο από αυτήν την τακτική, είναι το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, όπου μια παράδοση συστηματικής διπλωματικής δραστηριότητας 160 χρόνων, με την θεσμική της λογική, και τους πολιτισμένους της τρόπους, σχεδόν εξαλείφθηκε. Στις μέρες μας, οι ανακοινώσεις και οι δηλώσεις του Υπουργείου δεν είναι τίποτε άλλο από κείμενα αγενών, τραχιών, απειλητικών κομπασμών και δαιμονοποιήσης των κυβερνήσεων που διαφωνούν με την Τουρκία του Ερντογάν.

Το ερώτημα είναι για όλους δύσκολο, και απασχολεί ιδιαίτερα τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Θα κάνει τελικά ‘πίσω’ η κυβέρνηση του Ερντογάν στην διαμάχη της Ανατολικής Μεσογείου;

Μέχρι τώρα, η τακτική την οποία είχε επιστρατεύσει ο Τούρκος πρόεδρος ήταν να διχάζει όσο περισσότερο γίνεται την Ε.Ε. Και το ΝΑΤΟ. Δοκίμασε αυτήν την μέθοδο με την Λιβύη –είναι αλήθεια είναι όχι με θεαματικά αποτελέσματα. Μπορεί η Ιταλία να αμφιταλεντευόταν και η Μάλτα να επιδίδονταν σε ελιγμούς, αλλά όταν εν τέλει τα 7 ευρωπαϊκά κράτη της Μεσογείου (MED 7) συναντήθηκαν προσφάτως στην Κορσική, όλοι φαίνεται να ευθυγραμμίστηκαν σε μια κοινή θέση ότι οι επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο ήταν απαράδεκτες και ότι θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με αποφασιστικότητα.

Τώρα, ο Ερντογάν μπορεί να ελπίζει μόνο στις διαμεσολαβητικές προσπάθειες της Γερμανίας για την λήξη της διαμάχης με την Ελλάδα. Αλλά έχει καταστεί σαφές ότι προκειμένου να μην υπάρξει ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την Ρωσία –που έχει τα μάτια της στα κράτη της Βαλτικής– η καγκελάριος Άνκελα Μέρκελ αποφάσισε να σεβαστεί την Συνθήκη της Λισαβόνας, που ορίζει την αναγκαιότητα μιας κοινής αμυντικής γραμμής για τα ευρωπαϊκή επικράτεια και τα σύνορά της.

Αυτή η εξέλιξη θέτει τον Ερντογάν σε πιο επικίνδυνη θέση. Μπορεί πλέον να έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια να υποδαυλίζει τις ευρωπαϊκές αντιθέσεις, ειδικά όταν το Παρίσι φαίνεται να έχει αποφασίσει μια νέα στρατηγική για την Τουρκία: Να ενώσει τα μέλη της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ ενάντια σε μια απειλή για την σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.

Η στάση της Γαλλίας έχει παρεξηγηθεί αρκετά, και δίνεται μια έμφαση στην αντι-μακρονική προσέγγιση που εκτροχιάζει το ζήτημα από την ουσία του. Μερικοί ξένοι αναλυτές βγάζουν αλλεργία από την αποφασιστική στάση του Μακρόν εναντίον του Ερντογάν, κι έτσι χάνουν από τα μάτια τους ότι, με την απουσία της αμερικάνικης ηγεμονίας από την περιοχή, το κρίσιμο ζήτημα αφορά στο ποιός θα γεμίσει το κενό εξουσίας, αν θα είναι η Ρωσία ή ένα άλλο μέλος του ΝΑΤΟ. (Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η Μέση Ανατολή και η ανατολική Μεσόγειος δεν διαθέτουν την πολυτέλεια να λειτουργούν σε οποιοδήποτε κενό). Επί της ουσίας, αυτό κάνει η Γαλλία, όσο κι αν ρισκάρει πολλά με την πολιτική της. Είναι εντυπωσιακό το πως όσοι στις μέρες μας επικρίνουν τον Μακρόν δεν είναι σε θέση να δουν ποιος φταίει κυρίως για αυτήν την κατάσταση, με τις εντελώς λανθασμένες επιλογές του πρόεδρο της Αμερικής, Ντόναλντ Τραμπ.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση μιας συστηματικής ανάλυσης αίτιου κι αποτελέσματος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ποιός είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο: Η Τουρκία, ή μάλλον ο ηγέτης της, ο ίδιος ο Ερντογάν. Οι περισσότεροι Δυτικοευρωπαίοι το γνωρίζουν αυτό, αλλά προτιμούν να μην μιλάνε γι’ αυτό.

Εκτός, ίσως από τους Γάλλους. Ο συντάκτης του ΓΚάρντιαν, Πάτρικ Γουΐντουρ, το τονίζει αυτό σε μια πρόσφατη ανάλυσή του, στην οποία αναφέρεται σε κάτι που είπε ο Ζαν Ατταλί, κάποτε σύμβουλο του πρώην προέδρου της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν: «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να πάρουμε πολύ στα σοβαρά ό,τι λέει η Τουρκία, και να προετοιμαστούμε ώστε να απαντήσουμε με κάθε μέσο. Εάν οι πρόγονοί μας είχαν πάρει στα σοβαρά όσα έλεγε ο Χίτλερ στους λόγους του από το 1933 μέχρι το 1936, θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει από εκείνο το τέρας να συσσωρεύσει όλα τα μέσα ώστε να κάνει αυτό που έκανε».

Ο Γίντουρ αναφέρεται επίσης στα λόγια ενός πρώην πρέσβη της Γαλλίας στον ΟΗΕ, του Ζεράρ Αρό, που πρόσφατα μίλησε για τις ηγεμονικές κινήσεις της Τουρκίας θέτοντάς τις σε ένα ιστορικό πλαίσιο: «Η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία είναι αναθεωρητικές δυνάμεις που δεν αποδέχονται το στάτους κβο και την παγκόσμια τάξη την οποία εν πολλοίς καθόρισε η Δύση το 1945 και το 1991. Ενθαρρύνονται στην προσπάθειά τους από την νέα παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, αλλά και από την αμερικάνικη πολιτική. Που θα σταματήσουν και τι θα κάνουν οι Ευρωπαίοι;».

Το τελευταίο ερώτημα του Αρό αγγίζει την καρδιά του προβλήματος. Εάν ο Ερντογάν κατάφερε να μεταβάλει την Τουρκία, σε ένα ‘κράτος-παρία’ που λειτουργεί υπό το έμβλημα των τουρκο-ισλαμικών ‘μεγαλείων’, με τα συνταγματικά της συντρίμμια να κείτονται μπροστά απ’ τα μάτια μας, και την εκβιαστική της συμπεριφορά, ποιά από τα διδάγματα της δεκαετίας του 1930 θα μπορούσαμε να επιστρατεύσουμε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Χρειαζόμαστε έναν ακόμα Φρανκεστάιν, πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται, που θα κατεδαφίσει τις δομές της Δημοκρατίας και του Δικαίου στην Ε.Ε., αλλά και πέρα από αυτήν, με το να εξάγει τζιχνατισμό μέσω των Τούρκων μεταναστών, διακριτικά ετοιμάζοντας ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον της Ευρώπης;

Η Γαλλία φαίνεται ότι βρήκε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Άλλοι πασχίζουν να το απαντήσουν ή χειρότερα επιλέγουν να παραμείνουν σε μια άκρως επικίνδυνη απάθεια. Ή, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, εμφανίζονται να είναι κολλημένοι στον παλιό τρόπο σκέψης, ότι τα συμφέροντα των χρηματοπιστωτικών, των αμυντικών και των ενεργειακών τους επιχειρήσεων πρέπει να έχουν την προτεραιότητά τους, ανεξάρτητα από το πόσο απειλητικός θα γίνει ο αυταρχισμός του Ερντογάν.

Κάποιος θα αναρωτηθεί: Βρισκόμαστε όντως στο χείλος ενός πολέμου;

Και Ναι και Όχι. Αυτό που βλέπουμε στην Μεσόγειο είναι μια σύγκρουση μεταξύ μιας ομάδας δημοκρατιών, με μια ομάδα μη-δημοκρατιών, με την Τουρκία να ηγείται στην κλιμάκωση, και την Αίγυπτο, την Γαλλία και την Ελλάδα να ακολουθούν ως οι δυνάμεις που αντιδρούν. Από αυτήν την σκοπιά δεν θα πρέπει να διατηρούμε και πολλές ελπίδες για την αποκλιμάκωση.

Σε αντίθεση με ό,τι ισχυριζόταν ο Εκόνομιστ στο τελευταίο του φύλλο, ο Ερντογάν δεν απολαμβάνει κύρος, ούτε αναμεταξύ του ισλαμικού κόσμου, ακριβώς γιατί έχει φανεί ότι το ‘μεγαλείο’ δεν θα κατακτηθεί με μια καθεύδουσα οικονομία. Αντιμετωπίζει έτσι τις πιο μοναχικές του στιγμές. Σε ό,τι έχει να κάνει όρους συμπαράστασης από το εξωτερικό, ή έστω κατανόησης, τα χέρια του είναι δεμένα.

Αυτό, όπως σωστά υποστηρίζουν διάφοροι αναλυτές, είναι από μόνο του πολύ επικίνδυνο. Στριμωγμένος, ο Ερντογάν τώρα μπαίνει σε μια διαφορετική φάση: Ελπίζοντας ότι θα εκβιάσει μια παρορμητική στρατιωτική αντίδραση από την Ελλάδα –κάποιο περιστατικό με τουρκικά πλοία για παράδειγμα– πιστεύει ότι θα βρει με αυτόν τον τρόπο το πρόσχημα ώστε να εξαπολύσει μια στρατιωτική επίθεση.

Υπολογίζει ότι κάτι τέτοιο θα ωφελήσει την πληγωμένη εικόνα του στο εσωτερικό, θα συσσωρεύσει περισσότερη προσωπική εξουσία ως στρατάρχης της επίθεσης αυτής, ενώ την ίδια στιγμή θα εξασφαλίζει την υποστήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που ήδη έχει δηλώσει ότι ‘ακολουθεί την κυβέρνηση’), αλλά και ευρύτερο έλεγχο μέσα στον ίδιο τον στρατό. Είναι λογικό επομένος, να μην επιλέξει την αποκλιμάκωση της έντασης στις ανοιχτές θάλασσες.

Ωστόσο ‘ο έλεγχος του στρατού’ θέτει μια ιδιότυπη διάσταση. Είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο σημείο αδυναμίας του Ερντογάν είναι η περίεργη αντίληψη που έχει για τις παγκόσμιες υποθέσεις και τις διεθνείς σχέσεις, και επίσης, για το πως η τουρκική εξωτερική πολιτική μπορεί να επιτύχει το ‘μεγαλείο’ της. Όλα αυτά γι’ αυτόν είναι απλά ένας αγώνας πάλης, μιας μάχης «για την επιβίωση του ισχυριότερου».

Βλέποντας πως αναζωπυρώθηκαν οι ελληνοτουρκικές αντιθέσεις, έχουμε πολλά στοιχεία και ισχυρές ενδείξεις ώστε να πιστεύουμε ότι ο Ερντογάν αφέθηκε να πειστεί από μια ομάδα αντινατοΪκών, αντιδυτικών ναυάρχων υπέρ του παράτολμού τους εγχειρήματος, του θαλάσσιου δόγματος της ‘Γαλάζιας Πατρίδας’.

Με την εσωτερική του βάση να αποδυναμώνεται και να τραυματίζεται από εσφαλμένες επιλογές στην Συρία, αλλά και στην Λιβύη, ο Ερντογάν αποφάσισε να ποντάρει τώρα σε αυτό το δόγμα, αδιαφορώντας για το ότι βρισκόταν σε συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με την Αθήνα. Εδώ συμβαίνει και το παράδοξο: Όσο πιο βαθιά βυθίζεται ο Ερντογάν στα ταραγμένα νερά της ‘Γαλάζιας Πατρίδας’, ανακαλύπτει ότι έχει παρασυρθεί από ένα ρεύμα το οποίο σιγά σιγά φαίνεται να μην μπορεί να ελέγξει. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί ξεγελάστηκε από ένα μέρος των στρατιωτικών που απεχθάνονται τις ισλαμικές πολιτικές του, και που τον παγίδευσαν σε ένα σημείο που δεν υπάρχει χώρος για ελιγμούς και υπαναχωρήσεις.

Εαν κάνει κάτι κάτι, θα χάσει ακόμα περισσότερη υποστήριξη από το εξωτερικό. Σαν τον ποδηλάτη, ο Ερντογάν τώρα πρέπει να κάνει πετάλι για να μην πέσει. Αλλά η διαδρομή που έχει επιλέξει είναι εξαιρετικά επισφαλής και επικίνδυνη για την Τουρκία. Στο ενδεχόμενο μιας μεγάλης ήττας, ο Ερντογάν θα ανακαλύψει ότι δεν έχει αφήσει και κανέναν γύρω του για να τον κατηγορήσει. Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει τώρα είναι εμφανές: Ο Ερντογάν πλησιάζει στο χείλος της αβύσσου και από πίσω του σέρνει ολόκληρη τη χώρα του μαζί.

Εν τω μεταξύ όλοι οι (πρώην;) σύμμαχοι της Τουρκίας στη Δύση, και η Γαλλία, παίρνουν μέτρα τους και περιμένουν να λήξει το τελεσίγραφο στις 23-24 Σεπτεμβρίου. Όλοι όμως ξέρουν ότι το γεγονός που μπορεί να κρίνει την έκβαση του ζητήματος, θα είναι ενδεχόμενη εκλογή του Τζόν Μπάιντεν στις αμερικανικές εκλογές.

Εάν όμως ο Μπάιντεν δεν εκλεγεί; Τότε, με δεδομένους τους φόβους της Δύσης και για την Ρωσία εκτός από την Τουρκία, τα ‘προληπτικά’ μέτρα του λαμβάνονται αυτήν την στιγμή στην Ανατολική Μεσόγειο μιλούν από μόνα τους, έτσι δεν είναι;


 (μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς. Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα ahvalnews.com  στις 12 Σεπτεμβρίου 2020)

ΠΗΓΗ: anixneuseis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου