Η Ουάσιγκτον προετοιμάζεται για τον λάθος πόλεμο με την Κίνα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν σοβαρά την απειλή πολέμου με την Κίνα. Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ έχει χαρακτηρίσει την Κίνα ως τον βασικό της αντίπαλο, πολιτικοί ηγέτες έχουν δώσει οδηγίες στον στρατό να αναπτύξει αξιόπιστα σχέδια για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν, και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει υπαινιχθεί σαφώς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέτρεπαν να κατακτηθεί αυτή η νησιωτική δημοκρατία.
Ωστόσο, η Ουάσιγκτον ίσως προετοιμάζεται για το λάθος είδος πολέμου. Οι σχεδιαστές άμυνας φαίνεται να πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν μια σύντομη σύγκρουση στο Στενό της Ταϊβάν, απλώς αμβλύνοντας μια κινεζική εισβολή. Οι Κινέζοι ηγέτες, από την πλευρά τους, φαίνεται να οραματίζονται ταχέα, παραλυτικά χτυπήματα που σπάζουν την αντίσταση της Ταϊβάν και παρουσιάζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα τετελεσμένο γεγονός. Αμφότερες οι πλευρές θα προτιμούσαν έναν έξοχο μικρό πόλεμο στον δυτικό Ειρηνικό, αλλά αυτό δεν θα είναι το είδος του πολέμου που θα είχαν.
Ένας πόλεμος για την Ταϊβάν πιθανώς θα είναι μακροχρόνιος παρά σύντομος, περιφερειακός παρά τοπικός, και πολύ πιο εύκολο να ξεκινήσει παρά να τελειώσει. Θα επεκταθεί και θα κλιμακωθεί, καθώς και οι δύο χώρες θα αναζητούν μονοπάτια προς τη νίκη, σε μια σύγκρουση που καμία πλευρά δεν έχει το περιθώριο να χάσει. Θα παρουσίαζε επίσης σοβαρά διλήμματα για την ειρήνευση και μεγάλους κινδύνους να γίνει πυρηνικός. Εάν η Ουάσιγκτον δεν αρχίσει τώρα να προετοιμάζεται να διεξάγει, και στην συνέχεια να τερματίσει, μια παρατεταμένη σύγκρουση, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καταστροφή μόλις αρχίσουν οι πυροβολισμοί.
ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟ ΓΡΟΝΘΟΚΟΠΗΜΑ
Ένας σινοαμερικανικός πόλεμος για την Ταϊβάν θα ξεκινούσε με κρότο. Το στρατιωτικό δόγμα της Κίνας δίνει έμφαση σε συντονισμένες επιχειρήσεις για να «παραλύσουν τον εχθρό με ένα χτύπημα». Στο πιο ανησυχητικό σενάριο, το Πεκίνο θα εξαπέλυε μια αιφνιδιαστική πυραυλική επίθεση, σφυροκοπώντας όχι μόνο την άμυνα της Ταϊβάν, αλλά επίσης τις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συγκεντρώσει σε λίγες μεγάλες βάσεις στον δυτικό Ειρηνικό. Οι ταυτόχρονες κινεζικές κυβερνοεπιθέσεις και οι αντιδορυφορικές επιχειρήσεις θα έσπερναν χάος και θα παρεμπόδιζαν οποιαδήποτε αποτελεσματική αμερικανική ή ταϊβανέζικη απάντηση. Και ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (People’s Liberation Army, PLA) θα κινείτο ταχύτατα για να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας, διεξάγοντας αμφίβιες και αερομεταφερόμενες επιθέσεις που θα κατατρόπωναν την ταϊβανέζικη αντίσταση. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν έτοιμες να πολεμήσουν, ο πόλεμος θα είχε ουσιαστικά τελειώσει.
Ο σχεδιασμός του Πενταγώνου περιστρέφεται όλο και περισσότερο στην αποτροπή αυτού του σεναρίου, σκληρύνοντας και διασκορπίζοντας την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ασία, ενθαρρύνοντας την Ταϊβάν να παρατάξει ασύμμετρες ικανότητες που μπορούν να επιφέρουν βαρύ τίμημα στους Κινέζους επιτιθέμενους, και αναπτύσσοντας την ικανότητα να αμβλύνει τις επιθετικές ικανότητες του PLA και να βυθίσει έναν στόλο εισβολής. Αυτός ο σχεδιασμός βασίζεται στην κρίσιμη υπόθεση ότι οι πρώτες εβδομάδες, αν όχι ημέρες, των μαχών θα καθόριζαν εάν μια ελεύθερη Ταϊβάν θα επιβιώσει.
Ωστόσο, ό,τι κι αν συμβεί στην αρχή, μια σύγκρουση σχεδόν σίγουρα δεν θα τελείωνε γρήγορα. Οι περισσότεροι πόλεμοι των μεγάλων δυνάμεων από την Βιομηχανική Επανάσταση και μετά έχουν διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο, επειδή τα σύγχρονα κράτη έχουν τους πόρους για να συνεχίσουν να πολεμούν ακόμα και όταν υφίστανται βαριές απώλειες. Επιπλέον, στους ηγεμονικούς πολέμους -συγκρούσεις για κυριαρχία μεταξύ των ισχυρότερων κρατών του κόσμου- το διακύβευμα είναι υψηλό και το τίμημα της ήττας ίσως φαίνεται απαγορευτικό. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, οι πόλεμοι μεταξύ ηγέτιδων δυνάμεων —οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, ο Κριμαϊκός Πόλεμος, οι παγκόσμιοι πόλεμοι— ήταν παρατεταμένες συρράξεις. Ένας πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας πιθανώς θα ακολουθούσε αυτό το μοτίβο.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφερναν να απωθήσουν μια κινεζική επίθεση εναντίον της Ταϊβάν, το Πεκίνο δεν θα τα παρατούσε απλά. Η έναρξη ενός πολέμου για την Ταϊβάν θα ήταν ένα υπαρξιακό στοίχημα: η παραδοχή της ήττας θα έθετε σε κίνδυνο τη νομιμοποίηση του καθεστώτος και την λαβή στην εξουσία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ. Θα άφηνε επίσης την Κίνα πιο ευάλωτη στους εχθρούς της και θα κατέστρεφε τα όνειρά της για περιφερειακή πρωτοκαθεδρία. Η συνέχιση ενός σκληρού αγώνα εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών θα ήταν μια δυσάρεστη προοπτική, αλλά η παραίτηση, ενώ η Κίνα θα υπολείπετο, θα φαινόταν ακόμη χειρότερη.
Η Ουάσιγκτον θα ήταν επίσης διατεθειμένη να συνεχίσει να πολεμά εάν ο πόλεμος δεν πήγαινε καλά. Όπως το Πεκίνο, θα θεωρούσε έναν πόλεμο για την Ταϊβάν ως μάχη για περιφερειακή κυριαρχία. Το γεγονός ότι ένας τέτοιος πόλεμος πιθανότατα θα ξεκινούσε με μια πυραυλική επίθεση τύπου Περλ Χάρμπορ στις βάσεις των ΗΠΑ θα έκανε ακόμη πιο δύσκολο για έναν αγανακτισμένο αμερικανικό πληθυσμό και τους ηγέτες του να αποδεχτούν την ήττα. Ακόμα κι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτύγχαναν να εμποδίσουν τις κινεζικές δυνάμεις να καταλάβουν την Ταϊβάν, δεν θα μπορούσαν εύκολα να αποσυρθούν από τον πόλεμο. Το να αποχωρήσουν, χωρίς προηγουμένως να προκαλέσουν σοβαρές καταστροφές στην κινεζική αεροπορική και ναυτική δύναμη στην Ασία, θα αποδυνάμωνε σοβαρά την φήμη της Ουάσιγκτον, καθώς και την ικανότητά της να υπερασπίζεται τους εναπομείναντες συμμάχους στην περιοχή.
Επιπλέον, και οι δύο πλευρές θα είχαν την ικανότητα να συνεχίσουν να μάχονται. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν πλοία, αεροπλάνα, και υποβρύχια από άλλα θέατρα και να χρησιμοποιήσουν την διοίκηση του Ειρηνικού πέρα από την πρώτη νησιωτική αλυσίδα -η οποία εκτείνεται από την Ιαπωνία στα βόρεια μέσω της Ταϊβάν και των Φιλιππίνων προς τα νότια- για να διεξαγάγουν διαρκείς επιθέσεις στις κινεζικές δυνάμεις. Από την πλευρά της, η Κίνα θα μπορούσε να στείλει τις διασωθείσες αεροπορικές, ναυτικές, και πυραυλικές δυνάμεις της για μια δεύτερη και τρίτη επίθεση στην Ταϊβάν και να θέσει σε υπηρεσία την θαλάσσια πολιτοφυλακή της ακτοφυλακής και αλιευτικά σκάφη. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Κίνα θα έβγαιναν από αυτές τις αρχικές συγκρούσεις ματωμένες, αλλά όχι εξαντλημένες, αυξάνοντας την πιθανότητα ενός μακροχρόνιου, άσχημου πολέμου.
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΜΑΚΡΥΤΕΡΟΣ, ΧΑΟΤΙΚΟΤΕΡΟΣ
Όταν οι πόλεμοι των μεγάλων δυνάμεων τραβούν σε μάκρος, γίνονται μεγαλύτεροι, χαοτικότεροι, και πιο δυσεπίλυτοι. Οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας πιθανώς θα αναγκάσει αμφότερες τις χώρες να κινητοποιήσουν τις οικονομίες τους για πόλεμο. Μετά τις αρχικές ομοβροντίες, αμφότερες οι πλευρές θα έσπευδαν να αντικαταστήσουν τα πυρομαχικά, τα πλοία, τα υποβρύχια, και τα αεροσκάφη που χάθηκαν στις πρώτες μέρες των μαχών. Αυτή η κούρσα θα καταπονούσε τις βιομηχανικές βάσεις αμφότερων των χωρών, θα απαιτούσε τον επαναπροσανατολισμό των οικονομιών τους και θα προκαλούσε εθνικιστικές εκκλήσεις -ή κυβερνητικό καταναγκασμό- για την κινητοποίηση του πληθυσμού ώστε να υποστηρίξει μια μακροχρόνια μάχη.
Οι μακροχρόνιοι πόλεμοι επίσης κλιμακώνονται καθώς οι μαχητές αναζητούν νέες πηγές μόχλευσης. Οι εμπόλεμοι ανοίγουν νέα μέτωπα και πείθουν επιπλέον συμμάχους [να μπουν] στη μάχη. Διευρύνουν το φάσμα των στόχων τους και ανησυχούν λιγότερο για τις απώλειες αμάχων. Μερικές φορές στοχεύουν ρητά αμάχους, είτε βομβαρδίζοντας πόλεις είτε τορπιλίζοντας πολιτικά πλοία. Και χρησιμοποιούν ναυτικούς αποκλεισμούς, κυρώσεις, και εμπάργκο για να αναγκάσουν τον εχθρό να υποταχθεί λόγω της πείνας. Καθώς η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα άδειαζαν τα όπλα τους η μια στην άλλη με σχεδόν κάθε εργαλείο που είχαν στην διάθεσή τους, ένας τοπικός πόλεμος θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια σύρραξη ολόκληρων των κοινωνιών που εκτείνονται σε πολλές περιοχές.
Οι μεγαλύτεροι πόλεμοι απαιτούν πιο μεγαλεπήβολους στόχους. Όσο μεγαλύτερες είναι οι θυσίες που απαιτούνται για τη νίκη, τόσο καλύτερη πρέπει να είναι η τελική ειρηνευτική συμφωνία για να δικαιολογηθούν αυτές οι θυσίες. Αυτό που ξεκίνησε ως μια εκστρατεία των ΗΠΑ για την υπεράσπιση της Ταϊβάν θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε μια προσπάθεια να καταστεί η Κίνα ανίκανη για νέα επιθετικότητα, καταστρέφοντας πλήρως την επιθετική στρατιωτική της δύναμη. Αντίθετα, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προκαλούσαν μεγαλύτερη ζημιά στην Κίνα, οι πολεμικοί στόχοι του Πεκίνου θα μπορούσαν να εξελιχθούν από την κατάκτηση της Ταϊβάν στην απώθηση της Ουάσιγκτον από τον δυτικό Ειρηνικό συνολικά.
Όλα αυτά θα έκαναν πιο δύσκολη την σφυρηλάτηση της ειρήνης. Η επέκταση των πολεμικών στόχων περιορίζει τον διπλωματικό χώρο για μια διευθέτηση και προκαλεί βαριά αιματοχυσία που πυροδοτεί έντονο μίσος και δυσπιστία. Ακόμα κι αν οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Κίνας κουράζονταν από τις μάχες, ίσως εξακολουθήσουν να δυσκολεύονται να βρουν μια αμοιβαία αποδεκτή ειρήνη.
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ
Ένας πόλεμος μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών θα διέφερε από τους προηγούμενους ηγεμονικούς πολέμους από μια θεμελιώδη πλευρά: αμφότερες οι πλευρές έχουν πυρηνικά όπλα. Αυτό θα δημιουργούσε αντικίνητρα για την πλήρη κλιμάκωση, αλλά θα μπορούσε επίσης, παραδόξως, να επιδεινώσει τους εγγενείς κινδύνους ενός μακροχρόνιου πολέμου.
Για αρχή, και οι δύο πλευρές μπορεί να αισθανθούν ελεύθερες να εκτοξεύσουν τα συμβατικά τους οπλοστάσια, υποθέτοντας ότι τα πυρηνικά τους οπλοστάσια θα τις προστατεύουν από καίρια αντίποινα. Οι μελετητές το αποκαλούν αυτό «παράδοξο σταθερότητας-αστάθειας», όπου η τυφλή πίστη στην πυρηνική αποτροπή διακινδυνεύει να εξαπολύσει έναν τεράστιο συμβατικό πόλεμο. Τα κινεζικά στρατιωτικά κείμενα συχνά προτείνουν ότι ο PLA θα μπορούσε να εξαλείψει τις βάσεις και τα αεροπλανοφόρα των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία, ενώ το πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας θα απέτρεπε τις αμερικανικές επιθέσεις στην ηπειρωτική Κίνα. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι Αμερικανοί στρατηγιστές έχουν ζητήσει να χτυπηθούν βάσεις στην ηπειρωτική Κίνα στην αρχή μιας σύγκρουσης, με την πεποίθηση ότι η πυρηνική υπεροχή των ΗΠΑ θα απέτρεπε την Κίνα από το να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Αντί να αποτρέψουν έναν μεγάλο πόλεμο, τα πυρηνικά όπλα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης γι’ αυτόν.
Μόλις ξεκινήσει εκείνος ο πόλεμος, θα μπορούσε εύλογα να γίνει πυρηνικός με τρεις ευδιάκριτους τρόπους. Όποια πλευρά χάνει θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα -κεφαλές μικρού μεγέθους (low-yield warheads) που θα μπορούσαν να καταστρέψουν συγκεκριμένους στρατιωτικούς στόχους χωρίς να αφανίσουν την πατρίδα της άλλης πλευράς- για να αναστρέψουν την κατάσταση. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο το Πεντάγωνο σχεδίαζε να σταματήσει μια σοβιετική εισβολή στην κεντρική Ευρώπη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και είναι αυτό που η Βόρεια Κορέα, το Πακιστάν, και η Ρωσία έχουν υποδηλώσει ότι θα έκαναν αν έχαναν έναν πόλεμο σήμερα. Εάν η Κίνα «ακρωτηρίαζε» τις συμβατικές δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αποφασίσουν εάν θα σώσουν την Ταϊβάν χρησιμοποιώντας τακτικά πυρηνικά όπλα εναντίον κινεζικών λιμανιών, αεροδρομίων, ή στόλων εισβολής. Αυτή δεν είναι φαντασία: ο στρατός των ΗΠΑ αναπτύσσει ήδη εκτοξευόμενους από υποβρύχιο πυραύλους κρουζ με πυρηνική κεφαλή, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τέτοιους σκοπούς.
Η Κίνα μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα για να αποσπάσει μια νίκη από τις αρπάγες της ήττας. Ο PLA έχει ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου επέκταση του πυρηνικού του οπλοστασίου και οι αξιωματικοί του PLA έγραψαν ότι η Κίνα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα εάν ένας συμβατικός πόλεμος απειλούσε την επιβίωση της κυβέρνησής της ή του πυρηνικού οπλοστασίου της -κάτι που σχεδόν σίγουρα θα συνέβαινε αν το Πεκίνο έχανε έναν πόλεμο για την Ταϊβάν. Ίσως αυτοί οι ανεπίσημοι ισχυρισμοί είναι μπλόφες. Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι εάν η Κίνα αντιμετώπιζε την προοπτική μιας ταπεινωτικής ήττας, θα μπορούσε να εκτοξεύσει ένα πυρηνικό όπλο (ίσως στην τεράστια αμερικανική στρατιωτική βάση στο Γκουάμ ή κοντά σε αυτήν) για να ανακτήσει ένα τακτικό πλεονέκτημα ή να σοκάρει την Ουάσιγκτον [για να την υποχρεώσει] σε κατάπαυση του πυρός.
Καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται αργά, και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν το απόλυτο όπλο για να τερματίσουν έναν εξαντλητικό πόλεμο φθοράς. Κατά την διάρκεια του Πολέμου της Κορέας, οι Αμερικανοί ηγέτες σκέφθηκαν επανειλημμένα να ρίξουν πυρηνικές βόμβες στην Κίνα για να την υποχρεώσουν να αποδεχτεί την κατάπαυση του πυρός. Σήμερα, αμφότερες οι χώρες θα είχαν την επιλογή να χρησιμοποιήσουν περιορισμένα πυρηνικά χτυπήματα ώστε να αναγκάσουν έναν πεισματάρη αντίπαλο να υποκύψει. Τα κίνητρα για να γίνει αυτό θα μπορούσαν να είναι ισχυρά, δεδομένου ότι όποια πλευρά πατήσει πρώτη την πυρηνική σκανδάλη ίσως αποκτήσει ένα μείζον πλεονέκτημα.
Μια τελευταία διαδρομή προς τον πυρηνικό πόλεμο είναι η ακούσια κλιμάκωση. Κάθε πλευρά, γνωρίζοντας ότι η κλιμάκωση αποτελεί ρίσκο, ίσως προσπαθήσει να περιορίσει τις πυρηνικές επιλογές της άλλης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να προσπαθήσουν να βυθίσουν τα υποβρύχια της Κίνας που διαθέτουν βαλλιστικούς πυραύλους προτού κρυφτούν στα βαθιά νερά πέρα από την πρώτη νησιωτική αλυσίδα. Ωστόσο, μια τέτοια επίθεση θα μπορούσε να βάλει την Κίνα σε μια κατάσταση «χρησιμοποίησε τις ή χάσε τις» (“use it or lose it”) όσον αφορά τις πυρηνικές της δυνάμεις, ειδικά εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες πλήξουν επίσης τους χερσαίους πυραύλους και τα συστήματα επικοινωνίας της Κίνας, τα οποία αναμιγνύουν συμβατικές και πυρηνικές δυνάμεις. Σε αυτό το σενάριο, οι ηγέτες της Κίνας ίσως χρησιμοποιήσουν τα πυρηνικά τους όπλα αντί να διακινδυνεύσουν να χάσουν ολοκληρωτικά αυτήν την επιλογή.
ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΡΜΑΓΕΔΩΝΑ
Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος προετοιμασίας για έναν μακροχρόνιο πόλεμο του οποίου η πορεία και η δυναμική είναι εγγενώς απρόβλεπτες. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μπορούν να κάνουν τέσσερα πράγματα για να προετοιμαστούν για ό,τι συμβεί -και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να αποτρέψουν να συμβεί το χειρότερο. Πρώτον, η Ουάσιγκτον μπορεί να κερδίσει την κούρσα του επανεξοπλισμού. Η Κίνα είναι πολύ λιγότερο πιθανό να προχωρήσει σε πόλεμο εάν γνωρίζει ότι θα υπολείπεται σε οπλισμό καθώς η σύγκρουση τραβά σε μάκρος. Ως εκ τούτου, η Ουάσιγκτον και η Ταϊπέι θα πρέπει επιθετικά να αποθηκεύσουν πολεμοφόδια και προμήθειες. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα κρίσιμα στρατιωτικά μέσα είναι οι πύραυλοι που είναι ικανοί να βυθίσουν τα πιο πολύτιμα πλοία και αεροσκάφη της Κίνας από μακριά. Για την Ταϊβάν, τα βασικά όπλα είναι οι πύραυλοι μικρού βεληνεκούς, οι όλμοι, οι νάρκες, και οι εκτοξευτές ρουκετών που μπορούν να αποδεκατίσουν τους στόλους εισβολής. Και τα δύο έθνη χρειάζεται επίσης να είναι έτοιμα να παράγουν νέα όπλα σε καιρό πολέμου. Τα εργοστάσια της Ταϊβάν θα είναι προφανείς στόχοι για τους κινεζικούς πυραύλους, επομένως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιστρατεύσουν την βιομηχανική δύναμη άλλων συμμάχων. Η ναυπηγική ικανότητα της Ιαπωνίας, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αναδιοργανωθεί για να παράγει απλές πυραυλικές φορτηγίδες γρήγορα και σε μαζική κλίμακα.
Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ταϊβάν μπορούν να επιδείξουν την ικανότητά τους να μην εγκαταλείπουν. Σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο, η Κίνα θα μπορούσε να προσπαθήσει να «στραγγαλίσει» την Ταϊβάν με έναν αποκλεισμό, να την βομβαρδίσει ώστε να υποταχθεί, ή να ρίξει τα ηλεκτρικά δίκτυα και τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ και της Ταϊβάν με κυβερνοεπιθέσεις. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει συμβατικά οπλισμένους, υπερηχητικούς πυραύλους για να επιτεθεί σε στόχους στο έδαφος των ΗΠΑ και να πλημμυρίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες με παραπληροφόρηση. Η αντιμετώπιση τέτοιων μέτρων θα απαιτήσει αμυντικές προετοιμασίες, όπως η διασφάλιση κρίσιμων δικτύων˙ η επέκταση του συστήματος καταφυγίων για τους αμάχους της Ταϊβάν˙ και η διεύρυνση των αποθεμάτων του νησιού σε καύσιμα, τρόφιμα, και ιατρικές προμήθειες.
Το να διακοπεί μια κινεζική εκστρατεία εξαναγκασμού απαιτεί επίσης να απειληθεί το Πεκίνο με επώδυνα αντίποινα. Ένας τρίτος στόχος, επομένως, είναι [οι ΗΠΑ] να είναι κύριες του ρυθμού κλιμάκωσης. Με το να προετοιμάζονται να αποκλείσουν το κινεζικό εμπόριο και να αποκόψουν το Πεκίνο από τις αγορές και την τεχνολογία σε καιρό πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μπορούν να απειλήσουν να μετατρέψουν μια εκτεταμένη σύγκρουση σε οικονομική καταστροφή για την Κίνα. Με το να προετοιμάζονται να βυθίσει κινεζικά πλοία οπουδήποτε στον δυτικό Ειρηνικό και να καταστρέψει την κινεζική στρατιωτική υποδομή σε άλλες περιοχές, η Ουάσιγκτον μπορεί να απειλήσει τον κινεζικό στρατιωτικό εκσυγχρονισμό για μια γενιά. Και με το να αναπτύσσουν τα μέσα για να χτυπήσουν κινεζικά λιμάνια, αεροδρόμια, και αρμάδες με τακτικά πυρηνικά όπλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αποτρέψουν την Κίνα από το να ξεκινήσει περιορισμένες πυρηνικές επιθέσεις. Η Ουάσιγκτον πρέπει να αντιμετωπίσει το Πεκίνο με μια βασική πρόταση: όσο περισσότερο διαρκέσει ένας πόλεμος, τόσο μεγαλύτερη καταστροφή θα υποστεί η Κίνα.
Επειδή ο έλεγχος της κλιμάκωσης θα είναι ουσιώδης, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται επίσης επιλογές που θα τους επιτρέψουν να αυξήσουν την τιμωρία χωρίς απαραιτήτως να αυξήσουν την βία. Για παράδειγμα, με το να επιδεικνύουν διακριτικά ότι έχουν τις ικανότητες στον κυβερνοχώρο να «ακρωτηριάσουν» την κρίσιμη υποδομή και το σύστημα εσωτερικής ασφάλειας της Κίνας, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να απειλήσουν να φέρουν τον πόλεμο στο Πεκίνο. Ομοίως, με το να βελτιώνουν την ικανότητά τους να καταστείλουν την κινεζική αεράμυνα κοντά στην Ταϊβάν με κυβερνοεπιθέσεις, ηλεκτρονικό πόλεμο, και όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αυξήσουν την ελευθερία δράσης τους, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον όγκο της φυσικής καταστροφής που θα προκαλούν στην ηπειρωτική χώρα.
Οποιεσδήποτε κινήσεις κλιμάκωσης κινδυνεύουν να αυξήσουν την ένταση μιας σύγκρουσης. Έτσι, η τελική προετοιμασία που πρέπει να κάνει η Ουάσιγκτον είναι να ορίσει τη μίνιμουμ νίκη (victory down). Ένας πόλεμος μεταξύ πυρηνικά οπλισμένων μεγάλων δυνάμεων δεν θα τελείωνε με την αλλαγή καθεστώτος ή με τη μια πλευρά να καταλαμβάνει την πρωτεύουσα της άλλης. Θα τελείωνε με έναν συμβιβασμό κατόπιν διαπραγματεύσεων. Η απλούστερη διευθέτηση θα ήταν η επιστροφή στο status quo: η Κίνα σταματά να επιτίθεται στην Ταϊβάν με αντάλλαγμα μια υπόσχεση ότι το νησί δεν θα επιδιώξει επίσημη ανεξαρτησία και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα την υποστηρίξουν. Για να χρυσώσει το χάπι, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προσφέρει να κρατήσει τις δυνάμεις της μακριά από την Ταϊβάν και έξω από το Στενό της Ταϊβάν. Ο Σι θα μπορούσε να πει στον κινεζικό λαό ότι έδωσε ένα μάθημα στους εχθρούς του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν σώσει μια στρατηγικά τοποθετημένη δημοκρατία. Αυτό μπορεί να μην είναι ένα ικανοποιητικό τέλος μιας σκληρής σύγκρουσης. Αλλά σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, η προστασία των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ, αποφεύγοντας παράλληλα τον Αρμαγεδδώνα, είναι αρκετά καλή.
HAL BRANDS: διακεκριμένος καθηγητής Παγκόσμιων Υποθέσεων στην έδρα Henry A. Kissinger στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins, ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute και συγγραφέας του επερχόμενου βιβλίου με τίτλο The Twilight Struggle: What the Cold War Teaches Us About Great-Power Rivalry Today.
MICHAEL BECKLEY: αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Tufts, εξωτερικός ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Unrivaled: Why America Will Remain the World’s Sole Superpower.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου