1914-Η θυσία των ηρώων Ελλήνων πολεμιστών Α. Λεοντακιανάκου και Γ. Στεφανάκου στο Βεράτι Βορείου Ηπείρου
Στις τελευταίες επιχειρήσεις τον Αύγουστο του 1914 οι εθελοντές των τμημάτων του Αυτονομιακού Στρατού της Φράσερης και της Κολώνιας διαπίστωναν ότι υπήρχαν πολλοί Ηπειρώτες Χριστιανοί στην περιοχή της Μάργιανης και στην κοιλάδα του Τομορίτσα ποταμού. Από Χριστιανούς μάλιστα που διέφυγαν στην ελεύθερη περιοχή, πληροφορήθηκαν ότι το ίδιο συνέβαινε και ακόμα βορειότερα, μέχρι τον Γεννούσο ποταμό.
Οι επιτυχίες του Αυτονομιακού Στρατού είχαν διεγείρει τον ενθουσιασμό στους Ηπειρώτες του Βερατίου και της Μουζακιάς (πέρα από τη διαχωριστική γραμμή) και είχαν αρχίσει οι μυστικές συνεννοήσεις με τις αρχές της Πρεμετής.
Επίσης πολλοί Ηπειρώτες που είχαν καταταγεί στα Σώματα της Κολώνιας δήλωναν απερίφραστα ότι σε περίπτωση επαναλήψεως προκλήσεων από μέρους των Αλβανών θα αποφάσιζαν να προελάσουν ακόμα και μόνοι τους.
Έτσι στις 10 Σεπτεμβρίου κινήθηκαν χωρίς διαταγή από την Προσωρινή Κυβέρνηση προς το Βεράτι με σκοπό την απελευθέρωση του. Το Σώμα του Υπολοχαγού Περικλή Δρέλλια μετά από σύντομη μάχη με τους Αλβανούς κατέλαβε το ύψωμα Κιάφα Μπέτσιτ και την επομένη το Σώμα του Ανθυπολοχαγού Βιτωράτου έτρεψε σε φυγή τις αντίπαλες δυνάμεις ύστερα από σύγκρουση κοντά στο χωριό Γκογκοβίτσα.
Στις 11 Σεπτεμβρίου παράλληλα, η δύναμη του Δρέλλια δέχθηκε κοντά στο χωριό Ντούσιαρι πυρά από ομάδες ενόπλων Μουσουλμάνων.
Ένα τμήμα των Αυτονομιακών Δυνάμεων υπό τον επιλοχία Γαλάνη έμεινε πίσω για να αντιμετωπίσει την επίθεση ενώ το υπόλοιπο σώμα συνέχισε την πορεία του προς τη διάβαση Κιάφα Γκούρι Πρερ όπου θα συναντούσε το Σώμα του Ανθυπασπιστή Πανταζόπουλου. Εκεί όμως τις απογευματινές ώρες η φάλαγγα του Υπολοχαγού Δρέλλια αντιμετώπισε σοβαρή αντίσταση από καλά οργανωμένο σώμα Αλβανών μουσουλμάνων οι οποίοι μετά από αποφασιστική επίθεση των Αυτονομιακών διασκορπίστηκαν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης όπλα, πυρομαχικά και πενήντα νεκρούς. Οι Αυτονομιακοί είχαν μόνο έναν τραυματία.
Στις 12 Σεπτεμβρίου το τμήμα του Επιλοχία Γαλάνη αντιμετώπισε αλβανικά σώματα που είχαν οχυρωθεί στα υψώματα Μπέγκου Μαδ. Οι Αυτονομιακοί μετά από σκληρή μάχη χρησιμοποίησαν δύο βόμβες των οποίων ο κρότος από την έκρηξη τους δημιούργησε στους Αλβανούς την εντύπωση βλημάτων πυροβολικού, ενώ παράλληλα άρχισαν να πυροβολούν οι άντρες των Αυτονομιακών Δυνάμεων την ώρα που οι σάλπιγγες σήμαιναν έφοδο. Ολόκληρη η δύναμη όρμησε προς τις αλβανικές θέσεις με τη λόγχη. Οι Αλβανοί εγκατέλειψαν τα υψώματα και πανικόβλητοι πέταξαν τα όπλα και τράπηκαν σε φυγή προς τις ανατολικές πλαγιές του βουνού Τόμορος.
Στις νότιες διαβάσεις του όρους την ίδια μέρα, το Σώματα Βιτωράτου και Στράτου ήρθαν σε σύγκρουση με αντίπαλες δυνάμεις τις οποίες και διέλυσαν μετά από σύντομη αλλά σκληρή μάχη, για να φτάσουν στην κοιλάδα του Άψου ποταμού στο χωριό Μπαρκουλάς, κοντά στην πόλη του Βερατίου. Εκεί πληροφορήθηκαν ότι κανένα άλλο τμήμα του Αυτονομιακού Στρατού δεν είχε κινηθεί, εκτός από τα Σώματα της Κολώνιας και έλαβαν τη διαταγή από τον Ταγματάρχη Νικόλαο Τσίπουρα – ο οποίος ενημερώθηκε εκ των υστέρων για όσα συνέβησαν – να επιστρέψουν στις θέσεις απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, όπως και έπραξαν.
Ο Υπολοχαγός Περικλής Δρέλλιας, χωρίς να είναι γνωστό αν έλαβε τη διαταγή, εξακολούθησε την κίνηση του, ενώ το Σώμα Πανταζόπουλου, εκτός από μία ομάδα του, είχε ήδη επιστρέψει.
Ο Λοχαγός των Σωμάτων της Κολώνιας Αντώνης Λεοντοκιανάκος, έσπευσε να ακολουθήσει τη φάλαγγα του Δρέλλια, την οποία και συνάντησε στις 13 Σεπτεμβρίου, ώρα 11 το πρωί, στο χωριό Αρμένι, όπου κατέφτασαν και δέκα άνδρες του Σώματος Πανταζόπουλου. Έτσι η δύναμη των Αυτονομιακών έφτασε στους 169 άνδρες.
Ο Λεοντοκιανάκος αποφάσισε τότε να συνεχισθεί η προέλαση και να καταληφθεί ο αντικειμενικός σκοπός που είχε καθορισθεί, το Βεράτι.
Το Απόσπασμα στράφηκε προς τα δυτικά, πέρασε τον ποταμό Τομορίτσα και συνέχισε προς τη διάβαση Ντάρντας στα βόρεια υψώματα του Τόμορου. Στη συνέχεια όταν έφτασε στο χωριό Κερπίτσα δέχθηκε πυρά από τα γύρω μουσουλμανικά χωριά Τρόβα, Οστίνα και Ρόμασι. Μετά από σύντομη συμπλοκή τα τμήματα των Οπλαρχηγών Νικοθύμιου και Γαλάνη κατέλαβαν αυτά τα χωριά και τα πυρπόλισαν.
Τις απογευματινές ώρες το Απόσπασμα έφτασε στο μουσουλμανικό χωριό Τομόρι, κέντρο της περιοχής, όπου και διανυκτέρευσε.
Το πρωί της επομένης, 14 Σεπτεμβρίου, συνέχισε την πορεία του και ύστερα από δύο ώρες έφτασε στο χριστιανικό χωριό Βερτόπι, όπου οι κάτοικοι τους υποδέχθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό και δάκρυα χαράς ως ελευθερωτές.
Μετά από ανάπαυση λίγων ωρών η φάλαγγα συνέχισε την κίνηση της προς το Βεράτι, που απέχει από το χωριό Βερτόπι τέσσερις ώρες πορείας. Μικρό τμήμα από έξι έφιππους ανιχνευτές με επικεφαλής τον Επιλοχία Γαλάνη, προηγείτο της φάλαγγας. Μετά από μίας ώρας πορεία φάνηκε από μακρυά το Βεράτι και οι ανιχνευτές με καλπασμό απομακρύνθηκαν από τη φάλαγγα για να φτάσουν όσο γρηγορότερα μπορούσαν στην πόλη.
Ο Υπολοχαγός Δρέλλιας, ύστερα από διαταγή του Αρχηγού του Αποσπάσματος, τους πρόλαβε στην είσοδο της πόλης ενώ η υπόλοιπη δύναμη βρισκόταν σε απόσταση τριών ωρών περίπου. Ο Επιλοχίας Γαλάνης και οι ανιχνευτές του δεν δέχθηκαν να περιμένουν και έτσι ο Δρέλλιας τέθηκε επικεφαλής του μικρού τμήματος και κινήθηκε προς την πόλη.
Στην αρχή κανείς δεν έδωσε προσοχή στο μικρό έφιππο τμήμα που περνούσε. Σύντομα όμως οι Έλληνες και οι Χριστιανοί της πόλης αντελήφθησαν ότι επρόκειτο για Αυτονομιακούς στρατιώτες και με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους οδήγησαν στο Διοικητήριο.
Έπειτα ο Αλβανός Διοικητής παρέδωσε άνευ όρων την πόλη στον Αυτονομιακό Στρατό. Μετά από λίγες ώρες έφτασε και το Απόσπασμα με επικεφαλής το Λοχαγό Λεοντοκιανάκο.
Το Βεράτι είχε σκεπαστεί από χιλιάδες ελληνικές σημαίες και όλοι οι Έλληνες κάτοικοι είχαν συγκεντρωθεί στην είσοδο και τους δρόμους για να υποδεχθούν τους στρατιώτες
Ο Λεοντοκιανάκος επέτρεψε στους Αλβανούς αξιωματικούς να φέρουν τα ξίφη τους, ενώ η αλβανική χωροφυλακή αφοπλίστηκε, αλλά παρέμεινε στις θέσεις της. Οι φυλακισμένοι για πολιτικά αδικήματα και όλοι οι Έλληνες μετά από διαταγή αποφυλακίστηκαν και τέλος για την εδραίωση της τάξης πάρθηκαν όλα τα αναγκαία μέτρα και κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος.
Στον Στρατιωτικό και Πολιτικό Αρχηγό Κολώνιας – Πρεμετής Θεόδωρο Μαντούβαλο εστάλη τηλεγράφημα που πληροφορούσε για την κατάληψη του Βερατίου και ζητούνταν ενισχύσεις άμεσα.
Η Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου πληροφορηθείσα τα γεγονότα και δεσμευμένη από προηγηθείσες σχετικές συμφωνίες αποστέλλει το επείγον τηλεγράφημα προς τον Μαντούβαλο:
«Εγκαταλείψατε Βεράτιον, ύψιστα εθνικά συμφέροντα καταστρέφονται.
Τα πράγματα αρχίζουν σύντομα να μεταβάλλονται. Πριν κοπάσουν οι πανηγυρισμοί με τηλεγράφημα από Έλληνες του Δυρραχίου γίνεται γνωστό ότι πάνω από 2000 Αλβανοί στρατιώτες κατευθύνονται προς το Βεράτι υπό την αρχηγία του Συνταγματάρχη Μουσά Κιαζήμ.
Ο Υπολοχαγός Δρέλλιας με εντολή του Λεοντοκιανάκου κινήθηκε προς τα νότια για να βρει τα υπόλοιπα Αυτονομιακά Σώματα προς ενίσχυση και στις 16 Σεπτεμβρίου συνάντησε τον Ταγματάρχη Τσίπουρα, ο οποίος του μεταβίβασε ότι μετά από εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης ο Ελληνικός Στρατός ανακαταλαμβάνει τη Βόρειο Ήπειρο, δίνοντας του τη διαταγή να ειδοποιήσει όσους βρίσκονταν στο Βεράτι να επιστρέψουν στις θέσεις τους.
Τότε το Απόσπασμα Λεοντοκιανάκου βγήκε από το Βεράτι για να αντιμετωπίσει τις αλβανικές δυνάμεις που έρχονταν από το Δυρράχιο. Μόλις έφτασαν στη γέφυρα Χασάν Μπέουτ και πριν προλάβουν να εγκατασταθούν εμφανίστηκαν οι Αλβανοί που άρχισαν να βάλουν κατά των Αυτονομιακών οι οποίοι έσπευσαν να λάβουν γρήγορα πρόχειρες θέσεις άμυνας.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν άνιση και απεγνωσμένη. Ο εχθρός διέθετε πολύ περισσότερες δυνάμεις (αναλογία 12 προς 1), πολυβόλα, πυροβολικό και άφθονα πυρομαχικά. Οι Αλβανοί εκμεταλλεύτηκαν το πυροβολικό τους και αποδεκάτισαν τους Αυτονομιακούς οι οποίοι παρόλα αυτά απέκρουσαν όσες επιθέσεις γίνονταν για να εκτοπιστούν από τις θέσεις τους. Οι απώλειες ήταν μεγάλες και για τις δύο πλευρές. Ο Λεοντοκιανάκος σε κάποια στιγμή διέταξε τις σάλπιγγες να σημάνουν έφοδο στις γραμμές των κατάπληκτων Αλβανών. Οι εχθρικές γραμμές κλονίστηκαν και άρχισαν να οπισθοχωρούν.
Τα πολυβόλα τους αχρηστεύτηκαν και τρία από αυτά έπεσαν στα χέρια των Αυτονομιακών οι οποίοι έμειναν όμως με 70 άνδρες. Οι μόνοι επικεφαλής που ζούσαν ακόμα ήταν ο Λεοντοκιανάκος και ο Γαλάνης οι οποίοι οργάνωσαν τη μεταφορά των τραυματιών και την υποχώρηση στο Βεράτι. Οι Αλβανοί είχαν περίπου 400 νεκρούς.
Την επομένη, 17 Σεπτεμβρίου, ο Λοχαγός Λεοντοκιανάκος με τον ξάδερφο του Γεώργιο Στεφανάκο εγκατέστησαν φυλάκια προς την κατεύθυνση του εχθρού ο οποίος επιτέθηκε την αυγή από πολλά σημεία συγχρόνως. Οι Αυτονομιακοί προσπάθησαν να διασπάσουν τον κλοιό με ηρωική έξοδο. Ελάχιστοι όμως το κατόρθωσαν. Συνελήφθησαν αιχμάλωτοι 25 άνδρες, μεταξύ των οποίων οι Λεοντοκιανάκος και Στεφανάκος. Από τους τραυματίες δεν επέζησε κανείς
Στις 18 Σεπτεμβρίου επέρχεται το τέλος και των δύο αυτών όντως ηρώων, τους οποίους αφού περιήγαγαν οι δήμιοι με χλευασμούς και βασανιστήρια ανά την πόλη, τους έστησαν στα εδώλια της εκτελέσεως στην πλατεία. Πρώτα εκτέλεσαν δια ριπών πολυβόλου τον Γεώργιο Στεφανάκο τον οποίον εκπνέοντα ασπάζεται ο Λεοντοκιανάκος για να ακολουθήσει ο παρακάτω διάλογος:
Μουσά Κιαζήμ: Εάν ζητωκραυγάσεις υπέρ της Αλβανίας θα σου χαρίσω τη ζωή
Αντώνης Λεοντοκιανάκος: Εάν εκ τούτου εξαρτάται η ζωή μου, φωνάζω με όλη μου τη δύναμη «ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ»!
και εξέπνευσε επαναλαμβάνοντας τα τελευταία αυτά λόγια, δεχόμενος τις σφαίρες από το πιστόλι του Κιαζήμ και τις μαχαιριές ενός άγριου Αλβανού δημίου του.
Την ίδια τύχη αλλά δι’ αγχονισμού είχε και ο κατ’ εξοχήν ανθρωπιστής και πατριώτης ιατρός Καϊάνας καθώς και άλλοι, που εξετέθησαν στην υποδοχή των τολμηρών Αυτονομιακών. Οι Έλληνες του Βερατίου ενταφίασαν τους ήρωες στο Ελληνικό Σχολείο της πόλης.
ΠΗΓΗ: cognoscoteam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου