Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Το χρονικό υποδοχής των προσφύγων στον Πειραιά (1922)



Ο Πειραιάς ως κύρια πόλη υποδοχής το 1922 ήδη μαστιζόταν από οικονομική κρίση αλλά και από έλλειψη υποδομών ως αποτέλεσμα των παρατεταμένων πολέμων. Ο Πρώτος και Δεύτερος βαλκανικός πόλεμος, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού που είχαν εξελιχθεί κύρια στον Πειραιά (1916 – 1917) που είχαν ως κατάληξη την κατάληψή του από τα γαλλικά στρατεύματα, η εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία, (Ουκρανία), αλλά και η εκστρατεία στην Μικρά Ασία που είχε αρχίσει από το 1919 είχαν διαλύσει τον κοινωνικό ιστό της πόλης. 

Ήδη πολλά κτήρια του λιμανιού και της πόλης είχαν επιταχθεί από χρόνια για να ανταποκριθούν στις πολεμικές ανάγκες που είχαν ήδη κλείσει δεκαετία. Ενδεικτικά αναφέρω το Χατζηκυριάκειο ορφανοτροφείο που από το 1912 είχε διακόψει τη λειτουργία του ως ορφανοτροφείο, τα κορίτσια του ιδρύματος είχαν μετακινηθεί αλλού και το κτήριο είχε μετατραπεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο. 

Το ίδιο συνέβαινε με αξιόλογα κτήρια της πόλης στα οποία είχαν εγκατασταθεί στρατιωτικές επιμελητείες, στρατιωτικές αποθήκες, φρουραρχεία, και άλλες υπηρεσίες. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα το Γηροκομείο Πειραιώς που είχε μετατραπεί σε επιμελητεία του στρατού. 


Το κτήριο του γηροκομείου ήδη επιταγμένο από το 1918, στέγαζε την οικονομική επιμελητεία του στρατού, που είχε ως αποστολή να εποπτεύει τη φόρτωση εμπορικών και επιβατηγών ατμόπλοιων με υλικά, εφόδια και υποζύγια που  από το λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσαν για τα διάφορα μέτωπα. Το 1922 η οικονομική υπηρεσία στρατού θα αναχωρήσει αλλά το κτήριο θα στεγάσει πρόσφυγες. Την περίοδο 1924-1928 θα στεγάζει πρόσφυγες. Το 1928 θα αποδοθεί μερικώς στην διοίκησή του καθώς ένας όροφος θα συνεχίσει τη στέγαση προσφύγων. Ο περίβολός του εξαρχής θα καλυφθεί από προσφυγικές σκηνές ενώ στον ίδιο περίβολο θα διοργανώνονται έρανοι και μεγάλες φιλανθρωπικές αγορές.  


Επίσης στο λιμάνι του Πειραιά μεγάλο μήκος από τις προκυμαίες είχαν δεσμευτεί για τη φόρτωση ή εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων, ανδρών και πυρομαχικών. Πολλά σχολεία στον Πειραιά είχαν επιταχθεί από την εποχή των βαλκανικών πολέμων και χρησιμοποιούνταν για την κράτηση Τούρκων αιχμαλώτων αρχικά (Α’ Παγκόσμιος), Βουλγάρων (Β’ Παγκόσμιος), Βενιζελικών ή βασιλικών κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού και ξανά Τούρκων στην Μικρασιατική εκστρατεία. Συχνά λάφυρα πολέμου έμεναν εκτεθειμένα στην Ακτή Μιαούλη για ημέρες μέχρι να αποφασιστεί η μεταφορά τους σε κάποια μονάδα. Επομένως ο Πειραιάς είχε συμπληρώσει τότε δέκα χρόνια επιτάξεων 1912-1922. 


Λάφυρα από το Μπιζάνι (1913) στην Ακτή Μιαούλη


Τούρκοι αιχμάλωτοι σε εργασία στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά


Στο διάστημα αυτό ήδη πρόσφυγες είχαν κατακλύσει τους ελεύθερους χώρους του. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κατά κύματα η πόλη υποδέχεται τους Κρητικούς που κατακλύζουν τον ελεύθερο μέχρι τότε χώρο του λόφου του Προφήτη Ηλία. Ακολουθούν πρόσφυγες από τον Πόντο (1919) και το 1920 από την Ανατολική Θράκη που δημιουργούν τον συνοικισμό της Νέας Καλλίπολης. Το 1921 έχουμε μαζικές αφίξεις από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα με την δημιουργία της συνοικίας του Χατζηκυριακείου και την Πλατεία Καρπάθου που δείχνει ξεκάθαρα ποιοι έμειναν εκεί. Όταν λοιπόν άρχισαν να καταφτάνουν τα πρώτα κύματα προσφύγων από την Ιωνία οι χώροι που είχαν απομείνει προς εγκατάσταση στον Πειραιά ήταν ελάχιστοι. Για αυτό και οι πρόσφυγες άρχισαν να κατακλύζουν περιοχές εκτός κεντρικού Πειραιά όπου όπως είδαμε δεν υπήρχε πεδίο ελεύθερο.


To πρόχειρο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής Νέας Καλλιπόλεως το 1924


Ακρίβεια, επίταξη και ακύρωση εγκυκλίων μετοικεσίας 

Από τα πρώτα συμπτώματα που έπληξαν την πόλη -πριν ακόμα την εκδήλωση της καταστροφής- ήταν η φημολογία που επηρέασε την αγορά του Πειραιά και επέφερε την δραματική αύξηση των τιμών. Τα κάρβουνα αυξήθηκαν κατά δέκα λεπτά, ενώ στην Ακτή Ξαβερίου όπου βρίσκονταν τα καρβουνιάρικα οι έμποροι άρχισαν συστηματικά να τα καταβρέχουν για να βαρύνουν και η οκά να είναι ακριβότερη. Όσα καταστήματα είχαν στις βιτρίνες τους το πορτραίτο του Γούναρη, το απέσυραν φοβούμενοι τη θραύση. 

Στις εφημερίδες έγραφαν ότι υπήρχε πιθανότητα επίταξης χώρων και οικιών που ήταν κενά ή ακόμα διέθεταν κενά δωμάτια. Οι ιδιοκτήτες αμέσως έτρεχαν να τα επιπλώσουν με ό,τι πρόχειρο είχαν κατά νου, με ό,τι αποθήκευαν ή είχαν ξεχάσει για χρόνια πεταμένο  στο πλυσταριό, στην αυλή, στην ταράτσα, στο υπόγειο. 

Όλη την διάρκεια της ημέρας της 1ης Σεπτεμβρίου δεν παρατηρήθηκε στον Πειραιά ούτε ένα κάρο να μεταφέρει έπιπλα. Παράξενη αλλαγή στους δρόμους. Για πολλά χρόνια ήδη από τις αρχές του Σεπτέμβρη οι δρόμοι γέμιζαν από άμαξες βαριά φορτωμένες με έπιπλα και άλλα αντικείμενα που εκτελούσαν μετακομίσεις. Αυτό συνέβαινε διότι όλες οι μισθώσεις έληγαν το μήνα Σεπτέμβριο, μήνας που είχε επιλεγεί ώστε οι οικογένειες να προλάβουν τον ερχομό του χειμώνα στη νέα τους εστία. Το γεγονός αυτό ήταν τόσο συχνό που ονομαζόταν “Σεπτεμβριανή μετοικεσία”. 

Τα δυσάρεστα νέα όμως που έρχονταν και που επιβεβαίωναν τους χειρότερους φόβους για εκπατρισμό χιλιάδων προσφύγων, έκαναν τους ενοικιαστές να μείνουν σταθεροί στα σπίτια που νοίκιαζαν. Ο θεσμός της Σεπτεμβριανής μετοικεσίας έπαυσε ουσιαστικά να ισχύει από εκείνον τον Σεπτέμβριο του ’22. Οι μόνοι που φαίνονταν στον δρόμο να κουβαλάνε αποσκευές ήταν οι πρόσφυγες της Σμύρνης που έσερναν πίσω τους ό,τι πρόλαβαν κι ό,τι μπορούσαν να πάρουν.


Έφτασα υγιαίνω!

Το Τηλεγραφείο Πειραιώς που κάποτε θεωρείτο το πρώτο των Βαλκανίων σε μέγεθος και θυρίδες υποδοχής και εξυπηρέτησης, ξαφνικά φάνηκε μικρό. Από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ κατακλυζόταν από αξιωματικούς και στρατιώτες. Επρόκειτο για στρατευμένους που κατέφταναν άλλες φορές οργανωμένα στον Πειραιά, με επιταγμένα οπλιταγωγά, κι άλλοτε με επιβατηγά ατμόπλοια. Από την προκυμαία οι στρατιώτες τραβούσαν γρήγορα για τους Τριατατικούς υπαλλήλους  (Τ.Τ.Τ. Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Τηλεφωνείο) για να στείλουν ένα τηλεγράφημα στους δικούς τους, που περίμεναν εναγωνίως την επιστροφή τους. Η κυβέρνηση είχε εξασφαλίσει στους τυχερούς μαχητές του μετώπου που κατάφερναν να επιστρέψουν την δωρεάν αποστολή δύο μόνο λέξεων «Έφτασα, υγιαίνω».


Πατέρας στα σκαλιά του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς ρωτάει στρατιώτη του μετώπου για την τύχη του αγνοούμενου γιου του. Ο Πειραιάς εκτός των προσφύγων αποτέλεσε και τόπος άφιξης για τους177 χιλιάδες στρατιώτες του μετώπου που επέστρεψαν. Σε όλα τα δημόσια κτήρια της πόλης προηγήθηκε η φιλοξενία των στρατιωτών. Μετά την αποχώρηση των στρατιωτών οι χώροι αποδόθηκαν προς φιλοξενία προσφύγων.


“Ανταλλάξιμοι” πρόσφυγες στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς. Εγκαταστάθηκαν μετά την ανταλλαγή πληθυσμού του 1923. Στα ίδια θεωρεία είχαν προηγηθεί Έλληνες στρατιώτες. Παρά τις αντιρρήσεις κάποιων ότι η φωτογραφία απεικονίζει το εσωτερικό του Δημοτικού Θεάτρου Αθήνας, η σύγκριση όμοιας φωτογραφίας με το δημοτικό θέατρο Πειραιά δείχνει ότι πρόκειται περί αυτού. 


Οίκαδε

Τα διατάγματα αποστράτευσης εφέδρων δημοσιεύονται το ένα ύστερα από το άλλο, χωρίς καν οι στρατιώτες που αποστρατεύονται να έχουν επιστρέψει ακόμα από το μέτωπο. Ένστολοι πολίτες βρίσκονταν να τριγυρνούν χαμένοι στα βάθη της Ασίας. Τα φύλλα πορείας τους ακόμα και εκείνων που δεν τα παρέλαβαν ανέγραφαν «οίκαδε» εννοώντας επιστροφή πίσω στα μέρη όπου είχαν παρουσιαστεί αρχικώς. Όμως ανάμεσα σε όσους αποβιβάζονται στις προκυμαίες του Πειραιά βρίσκονταν και εκατοντάδες στρατευμένοι Μικρασιάτες.  Το «οίκαδε» για αυτούς ήταν περισσότερο πικρό εκφράζοντας εγκατάλειψη πατρογονικής γης, οικογένειας, παιδιών και εστίας. 

Στο λιμάνι του Πειραιά το έτος 1922 – 1923 βρέθηκαν ταυτόχρονα ή διαδοχικά οι πρόσφυγες της Ιωνίας, οι Έλληνες στρατιώτες του Μετώπου που επέστρεφαν, οι αιχμάλωτοι Τούρκοι αλλά και Έλληνες αιχμάλωτοι των Τούρκων που από το 1923 άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν. Όλος αυτός ο κόσμος έπρεπε να μοιραστεί στις προβλήτες ανάμεσα στις συστοιχίες όπλων που είχαν εναποτεθεί έτοιμες να φορτωθούν για το μέτωπο αλλά δεν πρόλαβαν, καθώς και τις συστοιχίες όπλων που είχαν διασωθεί κατά την υποχώρηση. Άνθρωποι, υποζύγια και εφόδια ανάκατα…


Περί ξένων εμπορικών πλοίων

Στις 29 Αυγούστου ο Κυβερνήτης του Ιταλικού φορτηγού ατμόπλοιου «Πιάβε» ο Ροδόλφο Μπογιάνοβιτς μετέβη στο υγειονομείο Πειραιώς και κατέθεσε το ποσό των 760 δραχμών υπέρ των προσφύγων της Σμύρνης. Ζήτησε την άδεια από το ελληνικό κράτος να μεταβεί στη Σμύρνη για να παραλάβει πρόσφυγες ακυρώνοντας τη φόρτωση του πλοίου του. Η αίτησή του έμεινε αναπάντητη. Το αναφέρω ως ένα μόνο παράδειγμα από τα πολλά ως απάντηση στην δημοσιότητα που έλαβε στις ημέρες μας η περίπτωση ενός ιαπωνικού πλοίου ο κυβερνήτης του οποίου ακύρωσε την παραλαβή φορτίου προκειμένου να μεταφέρει πρόσφυγες. 

Αρκετά πλοία που έτυχε να βρεθούν στη Σμύρνη, ύστερα από πρωτοβουλία των κυβερνητών τους, ακύρωναν την παραλαβή φορτίου και επιβίβασαν όσους δυστυχισμένους πρόσφυγες μπορούσαν. Και από το λιμάνι του Πειραιά συνέβαινε το ίδιο, χωρίς όμως οι ελληνικές αρχές να απαντούν στα αιτήματα των πλοιάρχων ή να επιτρέπουν τον απόπλου με σκοπό την μεταφορά προσφύγων! 

Ενδεικτικά αναφέρονται μερικές περιπτώσεις όπως το δρομολόγιο της 5ης Σεπτεμβρίου με το οποίο καταπλέουν στον Πειραιά δύο ιταλικά ατμόπλοια μεταφέροντας 6 χιλιάδες πρόσφυγες από Σμύρνη. Το αγγλικό ατμόπλοιο «Άντισσα» έφτασε στον Πειραιά από Σμύρνη μεταφέροντας 400 πρόσφυγες. Λίγο αργότερα ακολούθησε το επίσης αγγλικό ατμόπλοιο «Αμαζόνα». Κατέπλευσε στον Πειραιά το αγγλικό ατμόπλοιο «Μίσκαρ» που μετέφερε ελληνικό στρατό και 70 πρόσφυγες. Αγγλικό πλοίο καταφτάνει στον Πειραιά με 2 χιλιάδες πρόσφυγες εκ των οποίων οι 1.200 περίπου είναι των συμμάχων. Την ίδια ώρα κατέπλεαν στο λιμάνι του Πειραιά τα ατμόπλοια «Αρχιπέλαγος» και «Αριστείδης» μεταφέροντας τον όρχο πυροβολικού Σμύρνης. 

Αυτά είναι μονάχα λιγοστά εμπορικά ατμόπλοια που μετέφεραν στον Πειραιά πρόσφυγες. Συνεπώς η μεταφορά προσφυγών από εμπορικά ατμόπλοια ύστερα από πρωτοβουλία των κυβερνητών τους αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική. Εκείνο όμως που θα άξιζε να επαναλάβουμε είναι πως ο κρατικός μηχανισμός δεν εξέδιδε άδειες και δεν απαντούσε στις αιτήσεις πολλών άλλων κυβερνητών για μεταφορά πληθυσμού…




Η χαρά της σωτήριας άφιξης

Αντίθετα από την εικόνα που έχουμε για την άφιξη των ταλαιπωρημένων προσφύγων, οι άνθρωποι μόλις πατάνε το πόδι τους στην ακτή καταφέρουν να χαμογελούν, δείγμα της ψυχολογικής βίας και των σφαγών που είχαν υποστεί. Το σοκ κλονισμού ήταν τόσο μεγάλο που ακόμα και όταν η οικογένεια έχει χάσει δύο ή τρία μέλη της, τα υπόλοιπα αγκαλιάζονται και γελάνε. Μια γυναίκα που έχει χάσει τα παιδιά της και τον άνδρα της μόλις πατάει το πόδι της στον Πειραιά φωνάζει γελώντας ηχηρά «Τι ωραία είναι εδώ! Δεν έχει Κεμάλ. Τι χαρά! Τι Χαρά!».


Τελωνειακές και διαβατηριακές διατυπώσεις

Παρά τα όσα φρικιαστικά ακούγονται στον Πειραιά από τους πρόσφυγες, το αθλιότερο όλων ήταν πως οι διατυπώσεις δεν είχαν αλλάξει εκ μέρους των τελωνειακών και διαβατηριακών αρχών.

Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται όμοια με τους αλλοδαπούς που εισέρχονται στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα μόλις αποβιβασθούν γυμνοί και εξαθλιωμένοι, αναγκάζονται να σχηματίσουν ουρές ελέγχου καθώς αντιμετωπίζονται όπως οι συνηθισμένοι ταξιδιώτες. Γρήγορα στο λιμάνι σχηματίζονται ατέλειωτες ουρές ρακένδυτων που για να εξέλθουν της λιμενικής ζώνης όφειλαν να περάσουν διαβατηριακό και τελωνειακό έλεγχο. Θυμίζω ότι οι Έλληνες της Ιωνίας εισέρχονταν σε ελληνικό έδαφος μόνο αν διέθεταν έγκυρο οθωμανικό διαβατήριο. Όσοι δεν διέθεταν ή τα ανήλικα παιδιά οδηγούνταν προς στέγαση στις αποθήκες ελεύθερης ζώνης στην Ηετιώνεια Ακτή μέχρι να καταγραφούν και να εκδοθούν σημειώματα με τα στοιχεία τους. Και το παράδοξο ήταν ότι ενώ στην ελεύθερη ζώνη επιτρεπόταν η διακίνηση αδασμολόγητων αγαθών των εμπόρων, οι πρόσφυγες υπέπεφταν σε πλήρη έλεγχο δασμών. Ουδείς βρέθηκε να κάνει το απαραίτητο τη στιγμή εκείνη, να απλοποιήσει τις διαδικασίες. 

Ένας Σμυρναίος ιατρός ο Κρυπτοφρύδης διασώθηκε εγκαταλείποντας τα πάντα στα χέρια των Κεμαλικών και των Τσέτηδων και έφτασε στον Πειραιά κρατώντας στα χέρια του μονάχα μια τσάντα με τα χειρουργικά του εργαλεία. Οι τελωνειακές αρχές τον υποχρέωσαν να πληρώσει φόρο εισαγωγής 400 δραχμών! Δεν τον άφηναν να φύγει αν δεν πληρώσει τον φόρο. Ο ιατρός αφού έδωσε τα μοναδικά χρήματα που είχε πάνω του κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι η Ελλάδα δεν ήταν όπως την φανταζόταν. Δεν ήταν μια μάνα πατρίδα, αλλά μια μητριά που κοιτούσε να βγάλει χρήματα από τα παιδιά της ακόμα κι όταν αυτά πέθαιναν…


Ο εκτελωνισμός των θρησκευτικών κειμηλίων

Οι πρόσφυγες όπου εγκαθίστανται μαζί με τα λιγοστά αντικείμενα που μπόρεσαν να κουβαλήσουν πάνω τους, διέσωσαν μερικά ιστορικά θρησκευτικά κειμήλια, των οποίων φυσικά η αξία ήταν μεγάλη. Ειδικά όμως με την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, χριστιανοί κληρικοί, έφοροι και δημογέροντες των τέως εν Τουρκία ελληνικών κοινοτήτων έφεραν στην Ελλάδα πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια, άμφια, σταυρούς, δισκοπότηρα, εγκόλπια, εικόνες, κ.α. Χίλια τετρακόσια κιβώτια κατέφτασαν με πλοία στον Πειραιά γεμάτα από τέτοια κειμήλια. 

Όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να σχηματίσει μια επιτροπή (με το διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου του 1924) για την παραλαβή, μεταφορά και εξασφάλιση των εκκλησιαστικών αυτών ειδών ήταν ήδη πολύ αργά! Η επιτροπή ξεκίνησε τη λειτουργία της σχεδόν με τρία χρόνια καθυστέρηση. Στο μεταξύ οι περισσότεροι «ανταλλάξιμοι» Έλληνες είχαν ήδη έρθει στην Ελλάδα πριν από τη συγκρότηση και λειτουργία της. Ερχόμενοι στο λιμάνι του Πειραιά δεν ήξεραν πού να παραδώσουν τα ιερά αντικείμενα που έφεραν μαζί τους. Δεν υπήρχε δηλαδή, αρμόδιος για την παραλαβή. Ένα τα κειμήλια αυτά ήταν οικογενειακά, οι πρόσφυγες τα κουβαλούσαν πάνω τους και στην περιοχή που οικοδομούσε στη συνέχεια ο καθένας το σπιτικό του, εάν υπήρχε εκκλησία, τα παρέδιδε εκεί. 

Εάν όμως τα κειμήλια δεν ήταν οικογενειακά αλλά προέρχονταν από εκκλησίες ή μοναστήρια της Ιωνίας, ήταν δηλαδή πολλά ως ποσότητα, τότε υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Για την περιγραφή ενός τέτοιου προβλήματος απαιτείται να δώσουμε ένα παράδειγμα. Και δε υπάρχει καλύτερο με ό,τι συνέβη με τον Επίσκοπο Σεβαστείας Γερβάσιο (μετέπειτα Επίσκοπο Κοκκινιάς), που έφτασε στον Πειραιά, διασώζοντας από την αρπαγή των Τούρκων χριστιανικά κειμήλια που σε όγκο καταλαμβάνανε 35 ολόκληρα κιβώτια. Όταν αποβιβάστηκε στον Πειραιά ο Επίσκοπος έπρεπε κάπου να βρει κατάλυμα. Επί εννέα περίπου μήνες τα κιβώτια ήταν εγκλωβισμένα στην Ακτή Τζελέπη, αφύλαχτα, στο έλεος των ανθρώπων του περιθωρίου που σύχναζαν εκεί. Ο ιερέας αναγκάστηκε να βάλει δύο έμπιστούς του από την Καισαρεία να τα φυλάνε. Δεν υπήρχε αρμόδιος να τα παραλάβει, ούτε κάποια εντολή για το τι θα απογίνουν. Όταν ο Επίσκοπος θέλησε να τα διανέμει στις εκκλησίες του Πειραιά το Τελωνείο απαίτησε την πληρωμή μεγάλου χρηματικού ποσού για τον εκτελωνισμό τους. Φυσικά ο Επίσκοπος δεν διέθετε τόσο μεγάλο ποσό για να ικανοποιήσει την απαίτηση του τελωνείου, ούτε όμως μπορούσε να τα αφήσει στη λιμενική ζώνη, διότι πλήρωνε για κάθε μέρα που περνούσε φόρο αποθήκευσης! 

Και αφού ο καιρός περνούσε, αναγκάστηκε να αποδεχθεί προτάσεις της Τράπεζας Πειραιώς και του Υπουργείου Γεωργίας που τα ζητούσαν για δική τους χρήση, καταβάλλοντας αυτοί το ποσό του εκτελωνισμού τους! 

Τέτοια ήταν η κατάσταση, μέχρι το κράτος να αποφασίσει να λάβει μέτρα, να συστήσει αρμόδια επιτροπή παραλαβής και να εξέρχονται του τελωνείου τα εκκλησιαστικά κειμήλια άνευ επιβολής δασμών. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια βρέθηκαν σε «ξένα χέρια», έξω από τους κόλπους της εκκλησίας και πολλά χάθηκαν. Ακόμα όμως και τα κειμήλια που είχαν διαφορετική τύχη και βρέθηκαν σε εκκλησίες, έμειναν ακαταχώριστα αφού κανείς δεν βρέθηκε να καταγράψει την προέλευσή τους ή την αξία τους.


Στον Άγιο Διονύσιο

Όταν οι πρόσφυγες κατάφερναν κάποτε να εξέλθουν της λιμενικής ζώνης έχοντας στα χέρια τους οθωμανικά διαβατήρια ή έντυπα πρόχειρης καταγραφής βρίσκονταν στην Ακτή Κονδύλη, Ποσειδώνος ή Μιαούλη (ανάλογα από ποια πύλη εξέρχονταν). Συνήθως κατευθύνονταν στα Λεμονάδικα για να συναντήσουν τους υπόλοιπους πρόσφυγες που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι εκεί. Τους είχαν δοθεί οι δύο αποθήκες του Τελωνείου της Πλατείας και αφού γέμισαν, οι πρόσφυγες άρχισαν να εγκαθίστανται έξω από αυτές. Πρώτη τους ενέργεια ήταν η συλλογή ξύλινων καφασιών και ό,τι άλλο πρόχειρο υλικό βρισκόταν ολόγυρα για να φτιάξουν πρόχειρα παραπήγματα. Ξηλώνονται δενδρύλλια από τον Τινάνειο κήπο και από τη Λεωφόρο Γεωργίου Α’. Ό,τι μπορεί να βάλει η φαντασία ενός ανθρώπου και μένει σε ελεύθερο χώρο απροστάτευτο μετατρέπεται σε «οικοδομικό» υλικό προσφυγικών παραπηγμάτων. 

Οι πρόσφυγες καταφτάνουν στον Πειραιά με καταιγιστικό ρυθμό. Μέχρι να ολοκληρωθεί η αποβίβαση ενός ατμόπλοιου, εισέρχεται στο λιμάνι το επόμενο. Όλοι αναζητούν χώρους προς εγκατάσταση. Ανάμεσά τους πρώτος στο λιμάνι που δεσπόζει από τα καταστρώματα των πλοίων είναι ο ναός του Αγίου Διονυσίου με το κοιμητήριό του. Οι πρόσφυγες αποβιβάζονται και με ευτελή υλικά δώθε κείθε, με σανίδες και τενεκέδες, στήνουν παραπήγματα ανάμεσα στα μνήματα. Ο λόγος ήταν απλός. Αναζητώντας στις ασταθείς κατασκευές τους σταθερά σημεία τα μόνα που βρήκαν ήταν τα μαρμαρόστρωτα μνήματα. Οι τρίπλευρες παράγκες τους στήνονται έχοντας σημείο την σταθερή τέταρτη πλευρά που είναι η πλευρά του μνήματος. Οι οικογένειες τραβιούνται στο εσωτερικό των παραπηγμάτων και τη νύχτα τοποθετούν τα προσκέφαλά τους προς τα εκεί που βρίσκεται το μαρμάρινο μνήμα. Είναι το μόνο σημείο της ευτελούς κατοικίας τους που παρέχει ασφάλεια από τους ανέμους και τη βροχή του χειμώνα. Είναι το μόνο σημείο που δεν κινδυνεύει να πέσει πάνω τους όταν ο άνεμος δυναμώσει. 



Δίπλα στις χαμηλές παράγκες τους ξεπροβάλλουν εξωπραγματικές μαρμάρινες φιγούρες, τύμβοι και μαρμάρινοι άγγελοι. Οι νεκροί παραμερίζονται και οι τελευταίες κατοικίες τους καταλαμβάνονται από τους ζωντανούς. Οι νεκροί άλλωστε δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν. Οι συγγενείς που πήγαιναν στα μνήματα διαμαρτύρονται. Μιλούν για βέβηλες ανίερες πράξεις, στέλνουν υπομνήματα στους επιτρόπους της εκκλησίας και στο Δήμο. Μα ποιος στην πραγματικότητα μπορεί να διώξει βίαια ζωντανούς για να προστατεύσει πεθαμένους; Κανείς! Έτσι τα παραπήγματα του νεκροταφείου του Αγίου Διονυσίου επεκτείνονται διαρκώς. 



Τα παραπήγματα πολιορκούν ασφυκτικά και από την εξωτερική πλευρά το κοιμητήριο. Ειδικά από την ηπειρωτική πλευρά της εκκλησίας μια συνοικία στήνεται που στην ουσία αποτελεί προέκταση της κατάστασης που επικρατεί και μέσα στο κοιμητήριο. Σήμερα το οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Θεσμοφορίου, Κάστορος, Θερμοπυλών και Ακτής Κονδύλης παρέμεινε ανέγγιχτο από το χρόνο και μας δίνει μια εικόνα για το πώς ήταν η κατάσταση της περιοχής πέριξ της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου. 

Σταδιακά οι μαρμάρινες πλάκες των μνημάτων αφαιρούνται και γίνονται πάτωμα στα προσφυγικά σπίτια για να αποφύγουν οι ένοικοι τη λασπουριά των βροχών. Η στέγη των νεκρών γίνεται πάτωμα των ζωντανών. Ολόγυρα αυτοσχέδιες κατασκευές, παράδοξα ψηλές, χωρίς θεμέλια, φτιαγμένες από ετερόκλητα υλικά επιβεβαίωναν τη ματαιότητα του κόσμου. Μέγαρα και υποστατικά, άμαξες και υπηρέτες, ασημικά και λίρες, έμειναν πίσω στην πατρίδα την καμένη, την βιασμένη και παρμένη από τους Τούρκους. Και οι αλλοτινοί άρχοντες της Σμύρνης και της Ιωνίας βρέθηκαν μέσα σε μια μέρα πρόσφυγες του νεκροταφείου του Αγίου Διονυσίου. 

 Αυτή η εικόνα θα παραμείνει αναλλοίωτη μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1930.


Πρόσφυγες προς εκμετάλλευση

Ωστόσο η εικόνα που από την αρχή εμφανίζει το εμφανίζει όμοια με μια μεσαιωνική ανθρωποαγορά της Βαγδάτης όπου πηγαίνει ο καθένας για να παζαρεύσει την ανθρώπινη σάρκα αναλόγως των αναγκών του. Αθηναίοι και άλλοι κατεβαίνουν στον Πειραιά μόνο και μόνο για να βρουν όπως λένε μια «καμιά υπηρέτρια της προκοπής…». «Ξέρεις, στο σπίτι υποφέρουμε από υπηρεσία… Είναι δύο μήνες τώρα που η μαμά μας γκρινιάζει για το ζήτημα αυτό…» είναι μερικοί από τους διαλόγους που εξελίσσονται επί των πειραϊκών ακτών του εμπορικού λιμανιού. 

«Και ο Κεμάλ βλέπεις φρόντισε για τη μαμά σου κι έστειλε στον Πειραιά μερικές καραβιές από ορφανά κορίτσια μήπως βρει η μαμά σου την κατάλληλη;» μερικοί απαντούσαν ειρωνικά. 

Αλλά δυστυχώς υπήρχαν ακόμα χειρότερες περιπτώσεις που εμφανίζονταν ήδη από τις πρώτες ημέρες καθώς η αστυνομία άρχιζε να συλλαμβάνει άτομα που προσέγγιζαν τα κορίτσια και τις νεαρές που έβγαιναν από τα ατμόπλοια με ακόμα χειρότερους σκοπούς.


Άθλια οικονομικά – κατάργηση φόρου ωνίων

Καθώς τα οικονομικά του κράτους βρίσκονται στο έσχατο σημείο, διατάζεται ο δημοτικός φωτισμός να σβήνει στις έντεκα το βράδυ με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες που βρίσκονται στις πλατείες και σε άλλα σημεία της πόλης, να βυθίζονται στο απόλυτο σκοτάδι. Και σα να μην έφτανε αυτό το υπουργείο εσωτερικών απέστελλε ειδοποίηση στο μοναδικό νοσοκομείο της πόλης, που είχε δεχθεί το μεγαλύτερο όγκο προσφύγων ότι διακόπτει την παροχή οικονομικής βοήθειας που προέκυπτε από τον «φόρο των ωνίων» ύψους 180 χιλιάδων δραχμών, με το οποίο καλυπτόταν η καθαριότητα, η ύδρευση και η συντήρηση του κτηρίου του νοσοκομείου. 

Ο πτωχευμένος Δήμος Πειραιώς που αδυνατεί να αναπληρώσει το ποσό, αφήνει το νοσοκομείο χωρίς προσωπικό καθαριότητας. Σύντομα στους κατάμεστους από πρόσφυγες διαδρόμους του νοσοκομείου θα αρχίσει η εμφάνιση κοριών και λίγο αργότερα μεταδοτικών νοσημάτων. Ακαθαρσίες κυλάνε ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν κατασκηνώσει στους δρόμους. Η βρώμα πλανιέται στον αέρα σε μακρινή απόσταση. Τα μόνα υλικά που μπορούν σε εκείνη την τρομερή περίοδο να διανεμηθούν ήταν της αμερικανικής περιθάλψεως. 200 χιλιάδες κουβέρτες, 2.000 κρεβάτια με στρώματα, 2.000 δέματα ρούχα. Στα παιδιά μοιράζεται γάλα συσκευασμένο σε κουτιά που έρχεται από τις ΗΠΑ για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Στις 9 Σεπτεμβρίου εμφανίζονται στις εφημερίδες οι πρώτες στήλες αποκλειστικά για τους πρόσφυγες. «Ο τάδε θερμώς παρακαλεί να τον πληροφορήσουν περί της τύχης…» ή «Παρακαλείται όποιος γνωρίζει για την τύχη εν τη Ευρωπαϊκή οδό Σμύρνης, των εμπόρων…. να δώσει πληροφορίες στο καπνοπωλείο Γεωργίου Χατζηθεοχάρη στον Πειραιά». 




Καθώς οι αναζητήσεις μελών οικογενειών που έχουν χαθεί είναι εκατοντάδες και δεδομένου της έλλειψης μόνιμης διεύθυνσης για αποστολή πληροφοριών, περίπτερα, μανάβικα, καπνοπωλεία, κάθε είδους κατάστημα μετατρέπεται σε κέντρο αναζήτησης με δεκάδες χαρτάκια αγγελιών αναζητήσεων να γεμίζουν τη βιτρίνα του «Παρακαλείται ο γνωρίζων την τύχην της οικογενείας Μιχαήλ Καμπά, κρεοπώλου Σμύρνης, όπως ειδοποιήσει Φίλωνος 18 Πειραιά». Ανάμεσα στις αγγελίες απελπισίας και μερικές αλτρουϊσμού και προσφοράς όπως «ο ιατρός Κεχαγιόγλου πρόσφυξ εκ Σμύρνης, δέχεται τους Μικρασιάτες αδελφούς του εις την οδό….».


Η πολιτική εκμετάλλευση των προσφύγων

Μέχρι τη στιγμή εκείνη της άφιξης των προσφύγων στον Πειραιά, ντόπιοι και πρόσφυγες πίστευαν ότι θα έμεναν για λίγο. Η ελπίδα της επιστροφής στις προγονικές εστίες στήριξε το ηθικό των προσφύγων ειδικά κατά την πρώτη περίοδο εγκατάστασής τους. Όλοι πίστευαν ότι αυτό που τους συνέβη ήταν παροδικό. Ένα επεισόδιο τρομερό που όμως δεν ήταν μόνιμο. Μια παρένθεση στη ζωή τους που μόλις θα τελείωνε, θα ξαναέβρισκαν τον βηματισμό τους, θα συνέχιζαν τη ζωή τους όπως πρώτα. 

Οι εβδομάδες περνούσαν, όπως και οι μήνες αλλά το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων διατηρούσε αναλλοίωτη την ελπίδα της επιστροφής. «Είμαστε εδώ μόνο για λίγο» διαβεβαίωνε ο ένας τον άλλον. Όσοι από τους πρόσφυγες ήταν ρεαλιστές και κατόρθωσαν να αντιληφθούν την πραγματικότητα, να συνειδητοποιήσουν δηλαδή ότι επιστροφή δεν υπήρχε, κατάφεραν να ορθοποδήσουν γρηγορότερα. Άλλαξαν επαγγέλματα, εκπαιδεύτηκαν σε νέες δεξιότητες ή άσκησαν δεξιότητες που ήδη κατείχαν. Εγκατέλειψαν την παράλια ζώνη του λιμανιού του Πειραιά και δέχθηκαν να εγκατασταθούν σε ηπειρωτικές περιοχές όπως Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια. Άφησαν πίσω τους τους χιλιάδες άλλους πρόσφυγες που συνέχιζαν να μένουν σε σκηνές και σε πρόχειρα παραπήγματα γύρω από το λιμάνι, για να είναι σε θέση επιστροφής όταν θα δινόταν το σύνθημα. 

Δεν είναι τυχαίο συνεπώς που οι μεγαλύτερες προσφυγικές ζώνες και συνοικισμοί δημιουργήθηκαν γύρω από το λιμάνι του Πειραιά ή κοντά σε αυτό. Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Πέραμα, Αμφιάλη, Τζιτζιφιές. Οι πρόσφυγες αρνιούνταν να απομακρυνθούν. Κατέβαιναν καθημερινά στο λιμάνι, στέκονταν έξω από τα ξένα πλοία που έφταναν από την Ιωνία για να ρωτήσουν για τους δικούς τους ανθρώπους, για τα σπίτια τους για συγγενείς τους. Διατηρούσαν άσβεστη την ελπίδα της προσωρινότητας. Ανησυχούσαν για τα φυτά του κήπου τους μήπως ξεραθούν. Γυναίκες ρωτούσαν τους άνδρες τους αν σφάλισαν καλά την πόρτα και τα παράθυρα, αν άφησαν επίτηδες κάποιο παράθυρο ανοικτό για να αερίζεται το σπίτι. Οι πρόσφυγες ζούσαν σωματικώς στην Ελλάδα και ψυχικώς πίσω στα σπίτια που εγκατέλειψαν. 

Η ίδια ελπίδα τους έκανε να πιστεύουν πως τα χαμένα τους παιδιά ζουν, πως ήταν κάπου αιχμάλωτοι, σε ένα τουρκικό στρατόπεδο. Οι πρόσφυγες μεταξύ τους δεν αναφέρονταν σε νεκρούς αλλά σε αγνοούμενους. Συνέχιζαν για χρόνια να πιστεύουν στο όνειρο της επιστροφής. Το μεγαλύτερο εμπόδιο που θα έπρεπε όμως να ξεπεράσουν ήταν ο ίδιος τους ο εαυτός. Να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχθούν τη νέα πραγματικότητα. Μέχρι να συνέλθουν οι ονειροπόλοι της επιστροφής, όσοι είχαν ενεργήσει, είχαν επιβληθεί, είχαν μεταβάλλει την κατάστασή τους. Ένας μεγάλος αριθμός ονειροπόλων, κατέληξε να μη λάβει ούτε δραχμή από τις λιγοστές αποζημιώσεις που μοιράστηκαν σε όσους ήταν ρεαλιστές. Το αποτέλεσμα της νοσταλγίας μιας ζωής που είχε χαθεί για πάντα, ήταν πολλοί να μείνουν στον δρόμο αποκλεισμένοι από τις παροχές που μοιράστηκαν, μέχρι εξαντλήσεως σε όσους είχαν την καπατσοσύνη να τις αιτηθούν.


Οι υπεύθυνοι συντήρησης της λανθασμένης εντύπωσης

Αυτό συνέβη φυσικά διότι πολιτικοί της εποχής, από όλους τους κομματικούς χώρους τροφοδοτούσαν με δηλώσεις την ολέθρια πλάνη της επιστροφής. Και οι λόγοι που το έπρατταν δεν αφορούσε τόσο στους πρόσφυγες, αλλά στους γηγενείς, οι οποίοι ανησυχούσαν για την διαμορφούμενη κατάσταση στην εργασία που οι πρόσφυγες είχαν μεταβάλλει προς το δυσμενέστερο. Οι γηγενείς κατέφευγαν στα γραφεία βουλευτών και υποψηφίων πολιτικών, όπου λάμβαναν υποσχέσεις για επάνοδο των προσφύγων στις πατρίδες τους. «Μην ανησυχείτε» διαβεβαίωναν τους γηγενείς οι διάφοροι επιτήδειοι. «Σύντομα οι πρόσφυγες θα γυρίσουν πίσω από εκεί που ήρθαν και οι μισθοί σας θα επιστρέψουν στα περυσινά επίπεδα. Δεν έχετε να φοβάστε τίποτα…!». 

Καπηλεύονταν τον πόθο των μεν προσφύγων για επιστροφή, των δε γηγενών για επαναφορά του ήρεμου εργασιακού τους βίου, υποσχόμενοι ότι μόλις το κόμμα τους βρεθεί στην εξουσία, τα πάντα θα επέστρεφαν στην πρότερη κατάσταση. Το συναίσθημα της επιστροφής συντηρούσε κόμματα, πολιτικούς, πρόσφυγες αλλά και ντόπιους.

Ο επαγγελματίας, ο υπάλληλος, ο εργάτης, ο έμπορας, εκεί που ένιωθαν να έχουν διαμορφώσει ένα ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον, βρέθηκαν ξαφνικά μέσα σε λίγο χρόνο να βρίσκονται σε ανταγωνισμό με εκατοντάδες άλλους, αγνώστους που ήταν όμως ίδιοι αν όχι και καλύτεροι στην τέχνη, στο εμπόριο, στη θέληση για ζωή και προσφορά. Η ανησυχία γρήγορα μεταβλήθηκε σε φόβο, που με τη σειρά του έφερε την αντίδραση. Γρήγορα οι ντόπιοι ήταν εκείνοι που περισσότερο ακόμα και από τους ονειροπόλους πρόσφυγες, συναινούσαν στην τροφοδότηση της ουτοπίας για επιστροφή στην Ιωνία. Άλλο που δεν ήθελαν τα πολιτικά και κομματικά στελέχη, μαζί τους και οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι των εφημερίδων, να συντηρούν τη μη πραγματοποιήσιμη αντίληψη της επιστροφής των προσφύγων. 

Η ψευδαίσθηση της επιστροφής είχε αρχίσει πλέον να προσλαμβάνει διαστάσεις επικίνδυνες, ειδικά ανάμεσα στους πρόσφυγες που αρνιούνταν κάθε μόνιμη εγκατάσταση, κάθε πρόταση για βελτίωση της ζωής τους με όρους όμως που θα τους δέσμευε το μέλλον, όπως ήταν η σύναψη ενός δανείου, μέσω της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων. «Γιατί να δεσμευτούμε με ένα δάνειο; Γιατί να μπούμε στην διαδικασία να φτιάξουμε ένα σπίτι κανονικό; Αφού σύντομα θα επιστρέψουμε…». 

Καύσιμος ύλη στη φωτιά της ψευδαίσθησης ήταν η ειδησεογραφία που καθημερινά κατέγραφε συναντήσεις Ελλήνων και Τούρκων πολιτικών και στρατιωτικών που δήθεν συμφώνησαν σε όλα για τους όρους τις επιστροφής… Θέμα χρόνου έγραφαν οι εφημερίδες να αρχίσει η επάνοδος…. Κι έτσι ο χρόνος περνούσε με ψευδαισθήσεις και εξαπάτηση. Υπήρξε ύποπτη πολιτική σκοπιμότητα και εκμετάλλευση του πόνου. Η τροφοδότηση της ελπίδας επιστροφής ήταν εκείνη που ώθησε χιλιάδες πρόσφυγες να μείνουν για πάντα στον Πειραιά, κοντά στο μεγάλο λιμάνι, για να είναι έτοιμοι να επιστρέψουν πίσω στις πατρίδες και στα σπίτια τους.


Το ψυχολογικό παιχνίδι των Τούρκων

Και οι Τούρκοι που εκμεταλλεύονταν τα πάντα, αντιλαμβανόμενοι το δράμα των προσφύγων έπαιζαν στην κυριολεξία με τον πόνο τους. Κατά καιρούς στο τελωνείο του Πειραιά όπου γινόταν με πλοία κύρια η εισαγωγή προϊόντων εξωτερικού κατέφταναν εμπορεύματα με σημειώματα δήθεν Ελλήνων αιχμαλώτων που τα έβαζαν κρυφά μέσα σε ένα καφάσι ή που πρόχειρα έγραφαν πάνω στο τσόφλι ενός αβγού. «Είμαι καλά, ζω. Στρατιώτης Κ.Π.». Μόλις τα έβρισκαν οι Έλληνες τελωνειακοί τα έστελναν προς δημοσίευση στις εφημερίδες και την επομένη ημέρα πλήθος προσφύγων εμφανίζονταν στο λιμάνι για να μάθουν περισσότερα. Ποιος άραγε να ήταν ο αιχμάλωτος με τα αρχικά Κ.Π.; Μην ήταν το δικό τους παιδί; Πολλές ήταν οι φορές που αποδείχθηκε πως τέτοια σημειώματα τα σκάρωναν οι Τούρκοι που γνώριζαν ελληνικά για να διασκεδάσουν με την αγωνία, με την αναζωπύρωση της ελπίδας.  


Η Μικρασιατική καταστροφή αιτία καρατόμησης του Πειραιά

Η δημιουργία προσφυγικών γειτονιών, συνοικιών και δήμων ήταν τόσο μεγάλη σε αριθμό στον Πειραιά, που το Υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή (το 1934) και αφού πρώτα έχει μετακινήσει και διανέμει σε διάφορα σημεία της Αττικής και των νησιών του Σαρωνικού χιλιάδες πρόσφυγες, καταμετρεί τα ξύλινα παραπήγματα και βρίσκει ότι αυτά είναι ακόμα 22.284.  Ενδεικτικά αναφέρονται: Στα Ταμπούρια 3.000, στην Ανάσταση 250, Στη Σούδα Νέας Κοκκινιάς 400, Στην Παλαιά Κοκκινιά 800, στην παραλία Κρεμμυδαρούς 4.300, στα Βούρλα 120, στα Σφαγεία 215, στα Τσιμεντάδικα 650, στην περιοχή Αγίου Διονυσίου 455 στην οδό Δογάνης και Αναπαύσεως 106, στον Άγιο Παντελεήμονα 200, Ψαρρών και Δογάνης 130, στο Χατζηκυριάκειο 200, στον Προφήτη Ηλία 20, Θρασυβούλου και Μουσών 100, Τουρκολίμανο 13, Ακτή Πρωτοψάλτη 16, στις Τζιτζιφιές 400 κ.α.

Κάτω από το βάρος του προσφυγικού κύματος το 1934 η Κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη αποφάσισε την καρατόμηση του Δήμου Πειραιά. Πίσω από το δήθεν συμφέρον των προσφύγων, αποσκοπούσε στην επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος σε μια πόλη που ύστερα από την έλευση προσφύγων ήταν γνωστό ότι αποτελούσε το κάστρο του Βενιζελισμού στην Ελλάδα! Ο τεμαχισμός που εξυπηρετούσε το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη, προέβλεπε την δημιουργία τριών νέων Δήμων που θα έφεραν τα ονόματα Ταμπουρίων, Νέας Κοκκινιάς και Δραπετσώνας και τεσσάρων κοινοτήτων του Αγίου Γεωργίου, του Περάματος, του Ικονίου καθώς και του Κουτσικαρίου. Επικρατούσε επίσης και η άποψη ότι οι Συνοικίες Καλλίπολης και Χατζηκυριακείου λόγω του μεγάλου αριθμού προσφύγων (δηλαδή Βενιζελικών) που υπήρχαν, να απομονωθούν για να μην αλλάξουν το εκλογικό αποτέλεσμα, που έδινε το Κεντρικό Τμήμα του Πειραιά υπέρ του Λαϊκού Κόμματος. Και η απομόνωση αυτή γίνονταν με τον μετασχηματισμό τους σε μια Κοινότητα (Κοινότητα Καλλιπόλεως, Χατζηκυριακείου) που θα λειτουργούσε αυτόνομα εντός των ορίων του Δήμου Πειραιώς! Αυτά τα σενάρια που σήμερα μας φαίνονται απίστευτα όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό έλαβαν σάρκα και οστά αλλά και με τον πλέον αισχρό τρόπο. Ο Πειραιάς τεμαχίστηκε και διανεμήθηκαν τα τεμάχιά του χάρη κομματικού οφέλους και όχι φυσικά προς όφελος των προσφυγικών συνοικιών του.


Η ανακωχή της ήττας και η συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1922, η Ελλάδα υπογράφει ηττημένη την ανακωχή των Μουδανιών, με την οποία αποδέχεται την εγκατάλειψη και την αποχώρηση από την Μικρά Ασία, αλλά και από την Ανατολική Θράκη η οποία σημειωτέο μέχρι τότε, δεν απειλείτο από τον Τουρκικό στρατό. Στις 23 Ιανουαρίου του 1923 κανονίστηκε το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, ενώ στις 11 Ιουλίου του 1923, υπογράφτηκε η συνθήκη της Λοζάνης η οποία τερμάτιζε τον πόλεμο σε βάρος φυσικά της Ελλάδας. 

Από την πρώτη προέλαση των τουρκικών δυνάμεων που έγινε στις 13 Αυγούστου του 1922 έως την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης τον Ιούλιο του 1923, μεσολάβησε ένας ολόκληρος χρόνος, μέσα στον οποίο ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε βιαίως και έμεινε στην ιστορία ως Μικρασιατική καταστροφή.  Την περίοδο (1922-24) από όλη τη Μικρά Ασία εκδιώχθηκαν ή ανταλλάχθηκαν και τελικώς έφτασαν στην Ελλάδα, 1.230.000 Έλληνες και 45.000 Αρμένιοι. Συνολικά η μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Εκτός από τους 1.500.000 Έλληνες που αναγκάστηκαν όπως αναφέραμε να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, υπήρχαν ακόμα και άλλοι 600.000 νεκροί Έλληνες άμαχοι, θύματα των τουρκικών σφαγών. Μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, σφαγές, εκτελέσεις, βασανιστήρια τι μπορεί να περιγράψει κάποιος σε μια ιστορική αναδρομή. 


ΠΗΓΗ: https://cognoscoteam.gr/archives/36283

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου