Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης και το αμφιλεγόμενο «καπάκι»
17 Σεπτεμβρίου 1822. Το Εκτελεστικό, μετά από πρόταση των Χιλιάρχων και των Καπεταναίων της περιοχής, ορίζει το Γεώργιο Βαρνακιώτη Στρατηγό της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821, κατάγονταν από παλιά οικογένεια αρματολών. Ήταν έγγονος του αρματολού Γιάννου Βαρνακιώτη, που μετά την αποτυχία της επανάστασης του Ορλώφ (1770 – 74) είχε καταφύγει στη Ρωσία, και γιος του Νικολού Βαρνακιώτη.
Το επώνυμό του ήταν αρχικά Γεωργάκης Νικολού (από το όνομα του πατέρα του). Γεννήθηκε στο Βάρνακα Ξηρομέρου (εξ ού και το Βαρνακιώτης) το 1780 και πέθανε στο Μεσολόγγι το 1842. Το 1800 ο Γεώργιος Βαρνακιώτης διαδέχτηκε τον πατέρα του στο αρματολίκι του Ξηρομέρου σε ηλικία 20 χρονών. Από το αρματολίκι του Ξηρομέρου, που ανήκε στην περιοχή της δικαιοδοσίας του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης βρισκόταν σε επικοινωνία με άλλους οπλαρχηγούς καθώς και με τους Σουλιώτες. Το 1807 πήρε μέρος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και με εκπροσώπους των Σουλιωτών στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια με σκοπό την αντιμετώπιση των επιδιώξεων του Αλή πασά στην περιοχή.
Στη συνάντηση αυτή πρέπει ίσως να αποδοθεί η εκτίμηση που εκδήλωσε αργότερα ο Καποδίστριας, ως κυβερνήτης της Ελλάδας, προς το Βαρνακιώτη, που παρά την ηρωική δράση του κατά τον Αγώνα είχε συκοφαντηθεί για συνεργασία με τους Τούρκους.
Στο τέλος Ιανουαρίου του 1821, ο Βαρνακιώτης πήρε και πάλι μέρος σε σύσκεψη στη Λευκάδα, που έγινε με υπόδειξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη και στην οποία συμμετείχαν και άλλοι φιλικοί οπλαρχηγοί της Στερεάς ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Δημ. Μακρής, ο Γεώργιος Τσόγκας, καθώς και οι απεσταλμένοι των Πελοποννησίων Ηλίας Μαυρομιχάλης και των Υδραίων Γιακουμάκης Τομπάζης. Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να ανατεθεί η εξέγερση της ανατολικής Ρούμελης στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Πανουργιά και της δυτικής Ρούμελης στο Βαρνακιώτη και στον Τσόγκα. Ωστόσο η επανάσταση στην περιοχή της Ακαρνανίας και της Αιτωλίας δεν άρχισε παρά μόνο το Μάιο, δύο μήνες δηλαδή μετά την κήρυξη της στην Πελοπόννησο και την Ανατολική Στερεά.
Οι λόγοι της καθυστέρησης αυτής οφείλονται, βέβαια, και στο γεγονός ότι η περιοχή βρίσκεται κοντά στην ‘Ηπειρο, όπου υπήρχαν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν, κατά τον ιστορικό του Αγώνα Ιωάννη Φιλήμονα, η αναποφασιστικότητα του Βαρνακιώτη, που δεν ήταν άσχετη και με τη φιλία του με τον Ομέρ Βρυώνη. Κατά το Φιλήμονα επίσης, ο Βαρνακιώτης «αναποφάσιστος εδείκνυτο ως προς τον πόλεμον και μάλλον την αποτυχίαν αυτού εθεώρει αναπόφευκτον ως εκ των μικρών δυνάμεων της Ελλάδος».
Οι νίκες όμως των Ελλήνων στη Γραβιά και στο Βαλτέτσι (στις 8 και 12 Μαΐου) ενθάρρυναν το Βαρνακιώτη και στις 25 Μαΐου από το Ξηρόμερο απηύθυνε επαναστατική προκήρυξη, με την οποία καλούσε κυρίως τους προεστούς αλλά και όλους τους κατοίκους του Ξηρομέρου να αγωνιστούν για την ελευθερία. Το περιεχόμενο της προκήρυξης αυτής αποκαλύπτει την, έστω και καθυστερημένη, αισιοδοξία του αρματολού της δυτικής Ρούμελης, αλλά και την επιρροή που ασκούσε στους πληθυσμούς της περιοχής.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Βαρνακιώτης με αξιόλογη δύναμη Ξηρομεριτών πήρε μέρος στην πολιορκία της σημαντικότερης πόλης της περιοχής, του Βραχωριού (Αγρίνιο), την οποία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε και απελευθέρωσε (11 Ιουνίου), και συνέχισε τη δράση του με αξιόλογες επιτυχίες ως το φθινόπωρο του 1821.
Η άφιξη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στη δυτική Στερεά Ελλάδα (Ιούλ. 1821) υπήρξε αποφασιστική για την πορεία του Βαρνακιώτη. Ο Φαναριώτης πολιτικός επιδίωξε και κατόρθωσε να προσεταιριστεί τους προκρίτους του Μεσολογγίου και τους αγωνιστές Ανδρέα Ίσκο, Δημήτριο Μάκρη κ.ά., όχι όμως και το Βαρνακιώτη, που ήταν ο σημαντικότερος ίσως από τους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς. Και ενώ ο Βαρνακιώτης είχε σπεύσει στην περιοχή της Άρτας, με τους οπλαρχηγούς Ίσκο, Μάκρη, Τσόγκα, για να ενισχύσει τον αγώνα των Σουλιωτών στα μέσα Νοεμβρίου, ο Μαυροκορδάτος τον αγνόησε στη συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος που συγκλήθηκε στο Μεσολόγγι στις 4 Νοεμβρίου, αν και είχαν κληθεί ο Μακρής και άλλοι οπλαρχηγοί.
Στη θέση του Βαρνακιώτη βρέθηκε ο «επίτροπος» του Νικολάκης Θάνου, σχεδόν άγνωστος στην ιστορία του Αγώνα. Αν και η ρήξη μεταξύ Μαυροκορδάτου και Βαρνακιώτη φάνηκε τότε οριστική, ο τελευταίος εξακολούθησε να μετέχει στον Αγώνα χωρίς διακοπή, και τον Ιούνιο του 1822 πολέμησε στο Κομπότι της ‘Αρτας και στο Πέτα, πλάι στο Μάρκο Μπότσαρη, το Δήμο Τσέλιο και τον Ανδρέα ‘Ισκο.
Μετά την καταστροφή στο Πέτα η απειλή για τη δυτική Ελλάδα ήταν σοβαρή. Στις αρχές Αυγούστου 1822 ο Βαρνακιώτης με τις δυνάμεις του παρατάχθηκαν στη ράχη του Προφήτη Ηλία, απέναντι ακριβώς από τον Αετό του Ξηρομέρου, από όπου θα περνούσαν τα τουρκικά στρατεύματα του Κιουταχή στην πορεία τους προς τη νότια Ελλάδα. Η μάχη ανάμεσα τους έληξε με νίκη του Βαρνακιώτη (10 Αύγ.), που ανάγκασε τους Τούρκους να συμπτυχθούν.
Η επιτυχία του αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μιας νέας συνεργασίας των δυνάμεων της Δυτικής Ελλάδας, ο Μαυροκορδάτος όμως τον κατηγόρησε ότι δεν εκμεταλλεύτηκε όσο έπρεπε τη νίκη. Από το άλλο μέρος ο Βαρνακιώτης αντιμετώπιζε με καχυποψία ορισμένες ενέργειες του Μαυροκορδάτου, αλλά και δυσπιστούσε στη στάση άλλων οπλαρχηγών, όπως του Μάρκου Μπότσαρη και του Γεωργίου Τσόγκα, επειδή δεν τον βοήθησαν στη μάχη του Αετού.
Ωστόσο οι στρατιωτικές ικανότητες του Βαρνακιώτη δεν ήταν δυνατό να αγνοηθούν, και γι’ αυτό ο Μαυροκορδάτος αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να προχωρήσει σε παραπλανητικές συνεννοήσεις με τους Τούρκους, αλλά και ο μόνος που μπορούσε να τους αναχαιτίσει. Έτσι στις 17 Σεπτεμβρίου ο Βαρνακιώτης «δια την εις τα πολεμικά εμπειρίαν του και δια τον υπέρ πατρίδος διακαή ζήλον του» διορίστηκε από το Εκτελεστικό Σώμα στρατηγός που θα είχε «την γενικήν διεύθυνσιν όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων εις την περιφέρειαν της Δυτικής χέρσου Ελλάδος». Λίγο αργότερα όμως μια αποτυχία του στο Λουτράκι της Βόνιτσας, όπου συγκρούστηκαν οι Έλληνες με τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη, αποδόθηκε σε προδοτική ενέργεια του, επειδή λίγο προηγουμένως οι Τούρκοι αρχηγοί τον είχαν καλέσει να προσχωρήσει σ’ αυτούς με σημαντικά ανταλλάγματα.
Το γεγονός όμως αυτό ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός το είχε ήδη πριν από τη μάχη γνωστοποιήσει στο Μαυροκορδάτο. Ο Βαρνακιώτης είχε άλλωστε αποδείξει ως εκείνη τη στιγμή ότι δε δεχόταν καμιά συζήτηση με τους Τούρκους και γι’ αυτό είχε αποκρούσει μια πρώτη πρόταση του Μαυροκορδάτου να διαπραγματευθεί παραπλανητικά μαζί τους. Σε νεότερη όμως συνάντηση του με το Μαυροκορδάτο ο Βαρνακιώτης, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις που πρόβαλε, δέχτηκε τελικά να προχωρήσει σε πλαστές διαπραγματεύσεις, αν του έδιναν γραπτή εντολή.
Ύστερα από το «έγγραφον αποστολής» που υπέγραψε ο Μαυροκορδάτος, η συνάντηση του Βαρνακιώτη με τον Ομέρ Βρυώνη πραγματοποιήθηκε στην Άρτα, και ο Βαρνακιώτης δήλωσε υποταγή. Η παραμονή του όμως κοντά στους Τούρκους πασάδες, περισσότερο από όσο απαιτούσε η περίσταση, δημιούργησε νέες υποψίες, που ενισχύθηκαν και από άλλα περιστατικά και από φήμες που διέδιδαν οι αντίπαλοι ή οι αντίζηλοι του. Η στάση του Βαρνακιώτη στην περίοδο αυτή έχει απασχολήσει τους ιστορικούς, και οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί διαφέρουν πολύ μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τον αγωνιστή Καρπό Παπαδόπουλο, που αφιέρωσε στην υπόθεση του Βαρνακιώτη ένα έργο του δημοσιευμένο το 1861, φαίνεται ότι ο στρατηγός της Δυτικής Ελλάδας ήταν θύμα των ραδιουργιών και των επιβουλών του Μαυροκορδάτου. Κατά τον Παπαδόπουλο πάντοτε, ο Βαρνακιώτης όχι μόνο βοήθησε επανειλημμένα τους Έλληνες, ενώ βρισκόταν κοντά στους Τούρκους, αλλά και πολλές φορές προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να αποκρούσει τις συκοφαντίες του Μαυροκορδάτου.
Γεγονός παραμένει ότι με την απουσία του Βαρνακιώτη από τον Ελληνικό αγώνα, χάθηκε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα. Έτσι ενώ η Γερουσία Δυτικής Χέρσου Ελλάδος που έδρευε, όπως είναι γνωστό στο Βραχώρι, στις 22-2-1822 τον είχε εκλέξει στρατηγό (βλέπετε κατωτέρω το δημοσιευόμενο αντίγραφο), στις 11 Οκτωβρίου 1822 με νέο έγγραφό της διόρισε στη θέση του το Μάρκο Μπότσαρη “αντί του επαράτου Γεωργίου Νικολού Βαρνακιώτη”, όπως ειπώθηκε.
Ο Βαρνακιώτης από τα Επτάνησα που είχε καταφύγει μετά την αποκήρυξή του προσπάθησε με επανειλημμένες αναφορές να αποδείξει την αθωότητα του. Τελικά η αποκατάσταση του έγινε το Δεκέμβριο του 1827, και έτσι ο παλιός οπλαρχηγός πήρε μέρος στις τελευταίες επιχειρήσεις που απέβλεπαν στην οριστική απομάκρυνση των υπολειμμάτων των Τούρκων από τη Στερεά.
Εξάλλου η εμπιστοσύνη του Καποδίστρια προς το Βαρνακιώτη ήταν απόλυτη. Τον ονόμασε χιλίαρχο, και το 1830 πρόεδρο του «Στρατιωτικού Δικαστηρίου» της Δυτικής Ελλάδας. Τον επόμενο χρόνο εκλέχτηκε πληρεξούσιος της επαρχίας Ξηρομέρου στην Ε’ Εθνική Συνέλευση. Τέλος το 1836 με την απονομή νέων βαθμών του απονεμήθηκε από το βασιλιά ‘Οθωνα ο βαθμός του αντισυνταγματάρχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου